[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]
Η ασπίδα του Αχιλλέα

του Α.Κ.
Ήμασταν μια μεγάλη παρέα στο νότιο μέρος του νησιού. Τους προλάβαμε να συγκεντρώνονται για μεσημεριανό φαγητό στην απομακρυσμένη ταβέρνα πάνω στο κύμα, επιστρέφοντας από τις ιστοσανίδες, υδρόφιλο άθλημα, που πρόσφατα είχαμε ανακαλύψει.
Θα φάμε και μετά θα πάμε για παγωτό, που δεν έχει εδώ, έλεγε η γυναίκα του Αχιλλέα στα τρία κοριτσάκια τους, που γκρίνιαζαν ότι θέλουν ξυλάκι. Το πιο μικρό σχεδόν έκλαιγε. Κανείς δεν φαινόταν να συμμερίζεται την αγωνία των παιδιών. Όλοι συμφωνούσαν ότι το παγωτό έπεται. Δεν προηγείται του φαγητού. Εδώ δεν έχει ξυλάκι. Μόνο ξύλο, χαριτολογώντας τροχοδρόμησε μία απειλή η πιο αυστηρή από τις μητέρες στην παρέα.
Ήμασταν πολλά άτομα, όπως έχω πει. Πήρε ώρα να βρεθούν καθίσματα για όλους και να αρχίσουν οι παραγγελίες. Όταν πια ήμασταν καθισμένοι, χωρίς να έχουμε αντιληφθεί ότι έλειπε, είδαμε να έρχεται από το μίνι μάρκετ στην άλλη άκρη του όρμου ο Αχιλλέας. Κρατούσε μια σακούλα, από την οποία έβγαλε τρία παγωτά ξυλάκια και τα έδωσε στα παιδιά. Θυμήθηκα, είπε, απολογούμενος στη γυναίκα του και τους υπόλοιπους, πώς ήταν να είσαι παιδί. Να θέλεις κάτι πάρα πολύ και να μη σου το δίνουν.
Υποθέτω ότι κανείς άλλος δεν θυμάται την ιστορία. Η ζωή έχει δυσκολίες. Θα γινόταν δυσκολότερη, αν θυμόμασταν όσα καλά έχουν συμβεί. Η λήθη μάς προστατεύει. Πρόκειται για έναν μηχανισμό άμυνας, που βοηθά να ξεχάσουμε καλές στιγμές. Η άμυνα αυτή ονομάζεται ασπίδα του Αχιλλέα. Είναι αποτελεσματική όλες τις εποχές, εκτός από το καλοκαίρι, όταν πολλά άτομα φορούν πέδιλα και σανδάλια με τη φτέρνα έξω.
Εκείνες που πρέπει να τις αγαπούν

Ξανάγραφα για τον Αλέκο Σακελλάριο πρόσφατα. Αλλά τώρα θέλω να πω και κάτι άλλο.
Η διαφορά ανάμεσα στον Σακελλάριο και στον Νίκο Τσιφόρο φαίνεται και στη Γεωργία Βασιλειάδου. Στην αντιμετώπισή της.
Γιατί ο Σακελλάριος ούτε κατ’ ελάχιστο δεν στάθηκε στη μορφή, στα εξωτερικά της χαρακτηριστικά. Από το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και το «Εκείνες που δεν πρέπει να αγαπούν» μέχρι την «Καφετζού», το «Η κυρά μας η μαμή» και τη «Θεία από το Σικάγο» (αν την έχει και σε καμιά άλλη ταινία του τώρα μου διαφεύγει, ρωτήστε τον Πάρη Μουρατίδη ή τον Φοίβο Δεληβοριά), παντού, ο Σακελλάριος σέβεται τη Βασιλειάδου απόλυτα, η κωμωδία του τον εκλεκτό τρόπο της μόνο αναδεικνύει, ποτέ δεν κοροϊδεύει την όψη της, ποτέ δεν την χρησιμοποιεί αλλιώς —ας μην την ένοιαζε την ίδια, όπως φάνηκε σε τόσα έργα άλλα της, όχι του Τσιφόρου μόνο.
Δηλαδή: η Βασιλειάδου για τον Σακελλάριο είναι πρόσωπο, όπως σε όλες τις ταινίες του όλα τα πρόσωπα, δικό του, αγαπητό. Από τον Αυλωνίτη ως τον Βέγγο, από τον Μακρή ως τον Φέρμα, εικόνα εξίσου θαυμαστή, χαρακτήρας εξίσου ιερός.
( Από το ανέκδοτο βιβλίο του Νουάρ στιγμές )
Η συνάντηση με τον Μάνο Χατζιδάκι

Έψαχνε για ταξί. Με γκρίζα καπαρντίνα. Απέναντι από το άγαλμα του Τρούμαν. Το ήξερα ήδη, κάπου εκεί κοντά έμενε. Ένα βήμα από το εστιατόριο του «Μαγεμένου αυλού» στο Παγκράτι. Απόγευμα, μέσα Οκτωβρίου 1980. Μόλις τον είδα, τον πλησίασα. Πρώτο το χαμόγελό του, μετά οι απαραίτητες χειραψίες. Σε λίγο η δήλωση, χωρίς να τον έχω ρωτήσει: «Ναι, γράφετε πολύ καλά. Μου αρέσει το βιβλίο σας». Εννοούσε το Όλοι κοιμούνται στο καράβι που είχε εκδοθεί στη Θεσσαλονίκη από την Εγνατία-Τραμ, την περασμένη χρονιά. Είχα φροντίσει, εννοείται, να του το στείλω εγκαίρως. Με ρώτησε για τα σχέδιά μου, για το μέλλον που ερχόταν τόσο γρήγορα. Δεν άργησε να σταματήσει ένα ταξί. «Να τα ξαναπούμε», οι τελευταίες λέξεις του. Δεν στάθηκε δυνατόν. Δεν άργησε και πολύ η μετακόμισή μου στην ανατολική ακτή του Ατλαντικού Ωκεανού.
Ο Σωνιέρος

Ήταν όλα περίεργα στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Δεν υπήρχαν τα Μακντόναλντς, ούτε η Πίτσα Χατ, η Ντίσνεϊλαντ, το πάρκο του Αστερίξ, ούτε η Σιτέ των Επιστημών στο πάρκο της Βιλέτ. Στη γραμμή 1 του μετρό τα σιδερόφρακτα βαγόνια με τα ατσάλινα μάνταλα στις πόρτες φρέναραν με πάταγο κατευθείαν λες από τον 19ο αιώνα και στα τρένα μια δεύτερη γραμμή της υπερταχείας, η του Ατλαντικού, ότι άρχιζε να κατασκευάζεται. Το Μουσείο Ορσέ μόλις άνοιγε, το Μουσείο στο Κε Μπρανλί και η είσοδος στο Λούβρο με τη γυάλινη πυραμίδα του Κινεζοαμερικάνου αρχιτέκτονα Ι.Μ. Πέι δεν υπήρχαν.
Ήταν όλα περίεργα στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Δεν υπήρχαν ούτε κινητά τηλέφωνα, ούτε GPS, ούτε διαδίκτυο, μόνον έντυποι οδικοί χάρτες για να βρεις το νούμερο 16 της οδού της Σορβόννης και χειρόγραφες ανακοινώσεις για τις ώρες λειτουργίας γραφείου και αίθουσας αναγνωστηρίου ή συναντήσεων. Το ασανσέρ άνοιγε σε ένα μονίμως υποφωτισμένον όροφο και ο Σωνιέρος έβγαινε ορμητικά. Ογκώδης με κοντοκουρεμένο κεφάλι, μεγάλα γυαλιά, αμυδρό χαμόγελο, καφεπράσινο παλιομοδίτικο παλτό, ομοιόχρωμο σακάκι και κασκόλ. Μιλούσε σιγά τέλεια ελληνικά, με κάποια υποφαινόμενη γαλλική σύνταξη και έναν ελαφρύ συριστικό επιτονισμό, κατάλοιπο ίσως του οξιτανικού ιδιώματος, της πλατιάς νότιογαλλικής, λαγκετοκικής διαλέκτου. Ένας ευγενέστατος γίγαντας, αιφνιδίως και στιγμιαία οξύθυμος, αν άκουγε κάτι που δεν του άρεσε. Έχοντας διατρέξει ως écolier όλα τα στάδια του γαλλικού συστήματος είχε πρόσφατα εκλεγεί τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού IV – Σορβόννη. Πρώτος Γάλλος μετά από μακρόχρονη ελληνική παρουσία, της λαμπρής περιόδου Κ.Θ. Δημαρά, προσωπικού φίλου της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ή της Ζακλίν ντε Ρομιγί, και του άστατου ορυμαγδού της επιγόνου, ήταν οιονεί συνεχιστής του Ιμπέρ Περνό και του Αντρέ Μιραμπέλ.
Σε ένα παραζαλισμένο ακροατήριο από αποφοίτους της Γαλλικής Φιλολογίας και ελάχιστους της Νέας Λογοτεχνίας των ελληνικών Πανεπιστημίων μέσα σε μια ακατάστατη αίθουσα χαοτικής βιβλιοθήκης ο Γκι Σονιέ (Μισέλ για τους φίλους του) θα αρχίσει να διδάσκει Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (ό,τι απεχθάνονταν δηλαδή οι προηγούμενοι) με στόχευση μοτίβα της Φύσης, του νερού, της γυναίκας, πλούσιο υλικό στα πάμπολλα διηγήματα του Σκιαθίτη. Παράλληλα θα παρουσιάζει δείγματα από τη διερεύνηση της νεοελληνικής σκέψης και φαντασίας, με επίκεντρο την εικόνα του πατέρα και της μητέρας, όπως εμφανίζονται στα δημοτικά τραγούδια. Κάποιες προκλήσεις στις ερμηνείες του μάλλον τις επιδίωκε με έναν ήπιο πάντα τρόπο.
Τυποδεμένος θα νόμιζε κανείς ότι δεν του άρεσε αυτό το αμύητο σε τέτοια ζητήματα και απροϊδέαστο κοινό. Και ουσιαστικά μόνος. Ο Κωνσταντίνος Γεωργούδης αντί Λεξικογραφίας συζητούσε περί παντός θέματος, ο γηραιός Ρομπέρ Ζουανί με αντικείμενο το έργο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου δεν ερχόταν, η Βάσια Καρκαγιάννη-Καραμπελιά παρουσίαζε ένα δίωρο Σύγχρονης Τέχνης και ο Μισέλ Λασσιθιωτάκης προσπαθούσε να «αναγνώσει» τα στρυφνά δημώδη κείμενα του 16ου -17ου αιώνα σε ένα ωριαίο μάθημα την εβδομάδα.

Εξ αιτίας του Εμπειρίκου και όταν κάποια στιγμή έμαθε ότι παραβρέθηκα σε μια δημοπρασία ζωγραφικών έργων του Θάνου Τσίγκου στις Βερσαλλίες, ανοίχτηκε κάπως. «Ξέρεις το σπίτι μου είναι γεμάτο από έργα του Τσίγκου» μου είπε, και άρχισε να μιλά για τη παλιά σχέση του με την ηθοποιό Χριστίνα Τσίγκου, το θέατρό της, τον Μπέκετ. Κάποια άλλη στιγμή μου μίλησε για την κλασική παιδεία του και το πως οι συναρπαστικές εντυπώσεις από την πρώτη επίσκεψή του στις Κυκλάδες στα παραμυθένια χρόνια του ’50, όπου νησιώτες με μεγάλες άσπρες απόχες ψάρευαν, τον έκαναν να στραφεί στα Νέα Ελληνικά. Έτσι κάποτε γιορτάσαμε και την απονομή του διδακτορικού μου τίτλου σε μια παραδοσιακή ταβέρνα στο Καρτιέ Λατέν με ρατατούι, τριπ και κρασί του Ρον από τον τόπο καταγωγής του. Πολύ αργότερα σε μια τυχαία συνάντησή μας μου εκμυστηρεύθηκε ότι είχε αρχίσει ψυχανάλυση «γιατί ίσως να φταίω εγώ που όλες οι γυναίκες με χωρίζουν», είπε με το χαρακτηριστικό, ελαφρά πονηρό σε στιγμές αμηχανίας, χαμόγελό του.
Ανάμεσα στον δυναμισμό των Άγγλων, την πληθωρικότητα των Μάριο Βίτι και Χανς Αϊντενάιερ και το φανταιζί παιχνίδι του Καναδού Ζακ Μπουσάρ, και ως ένα βαθμό μονήρης και εμμονικός, μπορούμε να θεωρήσουμε πως δεν κατάφερε να ανανεώσει το παρισινό Ινστιτούτο. Ωστόσο εμβριθής μελετητής, θέλησε να εμπλουτίσει τις δοκιμές του με τους φαινομενολογικούς και ψυχαναλυτικούς τρόπους του Γκαστόν Μπασλάρ, ενώ άριστος και προσεχτικός χειριστής του γραπτού λόγου, γαλλικού και ελληνικού, άφησε άψογες, λεπτοδουλεμένες μεταφράσεις.
Ο Γκι Σονιέ δεν προήλθε από κάποια Σχολή και δεν υπήρξε μαθητής κάποιου γνωστού ελληνιστή. Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν έλκει την καταγωγή από την ίδια μαρσεγέζικη ναυτική οικογένεια Σονιέ, του Σπυρίδωνα Σωνιέρου, αγωνιστή του ’21. Δεν είναι τυχαίο όμως πως ασχολήθηκε πρώιμα με τον Νίκο Καζαντζάκη, με το ισχυρό αποτύπωμα στην Αντίμπ, και τον Νίκο Καββαδία, που τακτικά στα γραπτά του επιχρωμάτιζε το λιμάνι της Μασσαλίας. Ο Γκι Σονιέ προκύπτει μάλλον αυτόφωτος στον νεοελληνισμό του, αλλά μοιάζει να ακολουθεί και αυτός το αδιόρατο νήμα, που διατρέχει τη Μεσόγειο και συνδέει αιώνες τώρα τις ακτές της Νότιας Γαλλίας με τον ελληνικό χώρο.
Στις 15 Οκτωβρίου

Σελίδες: Λεό Φερέ
(Επιμέλεια: Δημήτρης Χορόσκελης)