[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]
Σελίδες:
ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ
(Επιμέλεια: Βασίλης Παπαγεωργίου)
Το πρωί της Κυριακής 23 Σεπτεμβρίου, πριν κυκλοφορήσει η είδηση δημοσίως, έμαθα από ένα συνάδελφο, τον οποίο γνωρίζω από τα μεταπτυχιακά μας χρόνια, αν και σε άλλο πανεπιστήμιο, ότι πέθανε ο Φρεντ Τζέιμσον. Όπως ταχύτατα μεταφέρθηκε το νέο μεταξύ μας, μαζί με την απέραντη θλίψη στο αιφνιδιαστικό άκουσμα, σημείωσα και την έκπληξη των περισσοτέρων. Κάποιοι, μάλιστα, την εξέφρασαν με τον ίδιο τρόπο—«ποιος το περίμενε; φαινόταν αθάνατος».
Γεννημένος τον Απρίλιο του 1934, ο Τζέιμσον είχε κλείσει τα 90 του χρόνια, όμως παρέμενε ενεργός και δυναμικός με τέτοιο τρόπο που η ζωή του δεν κατέγραψε ποτέ το γήρας. Δημοσίευσε 35 (!) βιβλία φιλοσοφίας και λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας, με τα δύο τελευταία μέσα στο 2024. Υπήρξε καθηγητής στο Χάρβαρντ και στο Γέηλ, αλλά επίσης και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας σε διάφορες φάσεις, πριν καταλήξει το 1985 στο Ντιούκ, όπου και ίδρυσε ένα μοναδικό στον πανεπιστημιακό χώρο τμήμα λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας, το οποίο εγκαθίδρυσε μια άμεσα αναγνωρίσιμη σχολή μεθοδολογίας.
Οι φοιτητές και φοιτήτριες του έχουν κατακλύσει τα τμήματα φιλολογίας (σε διάφορες γλώσσες και παραδόσεις), συγκριτικής λογοτεχνίας και λογοτεχνικής θεωρίας, σε τέτοιο εύρος και διάρκεια ώστε συχνά συνυπάρχουν νέοι και νέες που τώρα ξεκινούν την καριέρα τους με άλλους και άλλες που τώρα βγαίνουν στην σύνταξη. Αυτό από μόνο του είναι ασύγκριτο. Πολλοί εξ αυτών έχουν υπάρξει καθοριστικοί παράγοντες στην διεθνή γραμματεία με δικό τους φιλοσοφικά και παιδαγωγικά ριζοσπαστικό έργο.
Οι διάφοροι καιροί του Τζέιμσον με αυτή την έννοια διαπερνούν πολλαπλές και κορυφαίες περιόδους στην ιστορία. Πήρε το διδακτορικό του από το Γέιλ το 1959, υπό την επίβλεψη του θρυλικού Έριχ Άουερμπαχ, η έκδοση τoυ οποίου αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή μελέτη του Σαρτρ στα αγγλικά. Πρωτοστάτησε στην διδασκαλία της λεγόμενης «μετά το ’68 σκέψης» στην Αμερική, πάντοτε μέσα από μια αυστηρά διαλεκτική σκοπιά, ανανεώνοντας την μαρξιστική σκέψη σε κάθε στροφή που αυτή κόλλαγε στα δικά της αδιέξοδα. Στην πορεία αυτή διακρίθηκε πολύ νωρίς και σαν ακτιβιστής σε διάφορες ομάδες κινηματικής αλληλεγγύης από την Λατινική Αμερική μέχρι την Παλαιστίνη. Ως αριστερός στοχαστής (και βέβαια αφοσιωμένος μελετητής του μοντερνισμού) υπήρξε ο πρώτος που αποδέχτηκε τον μεταμοντερνισμό χωρίς δικαιολογίες και αναστολές, καθιερώνοντας μάλιστα το ερμηνευτικό ιδίωμα (πέραν του Λυοτάρ) στις βάσεις του οποίου έγινε κατόπιν η κριτική αποτίμηση του.
Για την δική μου την γενιά υπήρξε εξίσου καθοριστικός όσο ο Φουκό, ο Ντεριντά, ο γαλλικός φεμινισμός ή ο Σαΐντ, προτού στραφούμε στις μετα-αποικιακές πλευρές της θεωρίας. Πριν τον γνωρίσω είχα ήδη διαβάσει το Μαρξισμός και μορφή (1971), ένα έργο σταθμό γιατί ήταν το πρώτο βιβλίο που εξηγούσε την σημασία της Σχολής της Φρανκφούρτης στα πλαίσια της μαρξιστικής ερμηνείας της πολιτικής των ιδεών και του πολιτισμού. Τότε ελάχιστοι γνώριζαν ποιος ήταν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, όχι μόνο στον αγγλόφωνο αλλά και στον γαλλόφωνο χώρο. Συνέδεσε δε αυτή την γερμανική παράδοση με τον Σαρτρ, αλλά όχι μέσω της γνωστής χαιντεγγεριανής οδού αλλά στα πλαίσια του μαρξισμού. Ήξερε άπταιστα γαλλικά και γερμανικά και υπήρξε πρωτοπόρος διδάξας του πως μπορούμε να σκεφτούμε και στις δύο αυτές ευρωπαϊκές παραδόσεις ταυτόχρονα.
Τον πρωτογνώρισα το 1983 στο UCLA, όπου εμφανίστηκε στο αμφιθέατρο σε επίσημη διάλεξη φορώντας μια ολόσωμη μπλουτζίν φόρμα εργασίας. Προσπάθησα να βρω μια τέτοια φωτογραφία, αλλά δεν υπάρχει πουθενά. Επέλεξα την συγκεκριμένη, που είναι πολύ αργότερα, ενδεικτικά για την χαρακτηριστική του χαλαρή χειρονομία με την οποία μιλούσε και δίδασκε — στη συγκεκριμένη περίπτωση περιτυλιγμένος από την κατανυκτική διάθεση όλων τριγύρω (δυστυχώς εδώ μόνο αγοριών).
Εκείνο το βράδυ, θυμάμαι, το περάσαμε σε σπίτι φίλων συζητώντας και πίνοντας μέχρι πρωίας. Καθόμασταν στο πάτωμα γύρω από ένα χαμηλό τραπέζι και η συζήτηση ήταν επί παντός επιστητού—για διάφορα θέματα της Αριστεράς και του μαρξισμού βέβαια, αλλά και για τον μοντερνισμό, την αποδόμηση, τον Μπρεχτ, την ουρμπανιστική ιδιαιτερότητα του Λος Άντζελες και ποιος ξέρει τι άλλο που τώρα έχω ξεχάσει. Θυμάμαι, όμως, χαρακτηριστικά ένα διάλογο που κάναμε περί μουσικής, συγκεκριμένα κατά πόσον ο μινιμαλισμός ήταν μια συντηρητική στροφή που εξυπηρετούσε κιόλας τις ανάγκες μιας αγοράς «σοβαρής» μουσικής. Η ρυθμική επανάληψη, θεωρούσε —και είχα τότε συμφωνήσει— εξυπηρετούσε τις υπνωτικές διαστάσεις του καταναλωτικού υποκειμένου. Εκτιμούσε την παρέμβαση της Λόρι Άντερσον περισσότερο από του Φίλιπ Γκλας.
Εννοείται, είχα σαγηνευτεί από αυτή την οικειότητα του με τον κόσμο των φοιτητών. Ένας τεράστιος στοχαστής καθόταν στο πάτωμα και ευχαριστιόταν τη συζήτηση της παρέας όπως όλοι μας. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 2006, όταν είχα επιστρέψει για ένα διάστημα στο UCLA ως καθηγητής πλέον, είχα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο του με την ίδια φοιτητική λαχτάρα. Εκείνη την μέρα δίδασκε την Αισθητική θεωρία του Αντόρνο. Έχοντας πλέον αφομοιώσει το δύσκολο αυτό κείμενο μετά από τόσα χρόνια μελέτης, είχα μείνει άφωνος από την διαύγεια και αμεσότητα, την απλή γλώσσα, με την οποία έκανε τις δυσνόητες αντιλήψεις του Αντόρνο κατανοητές και τον ενθουσιασμό που προκαλούσε στην αίθουσα με πέντε-έξι φράσεις. Υπήρξε κορυφαίος δάσκαλος.
Σημειώνω ενδεικτικά δύο μνημειώδεις φράσεις του:
Η ιστορία είναι αυτό που πονάει. Η περίφημη φράση ανήκει στο βιβλίο Το πολιτικό ασυνείδητο (1981), έργο υποδειγματικό του πως λογοτεχνική θεωρία και λογοτεχνική κριτική είναι η ίδια πράξη. Ταυτόχρονα, βέβαια, κορυφαίο εγχείρημα μαρξιστικής σκέψης στο ότι αναδεικνύει την ιστορία ως θεμελιακό παράγοντα των ίδιων των αισθήσεων και των αφηγήσεων (τους), με την ευχέρεια μιας γκάμας που καλύπτει την εμπλοκή της πολιτικής πράξης με την αισθητική, αφηγηματική, αναστοχαστική και επινοητική πράξη αλλά εναντίον του εύκολου (και τραγικού ως προς τις συνέπειες του) μαρξιστικού ιστορικισμού. Η ιστορία πονάει γιατί δεν είναι αφηρημένη ιδέα, ούτε λογική, ούτε μηχανισμός, ούτε ιδεώδες, αλλά η ίδια η καθημερινή εμπειρία της ζωής που χαράσσεται, πολλές φορές οδυνηρά, στα σώματα των ανθρώπων. Πέραν τούτου, όμως, το βιβλίο παραμένει πεισματικά συγκεντρωμένο στην λογοτεχνία, διδάσκοντας ειδικούς και ξένους προς το είδος τι σημαίνει πράγματι λογοτεχνική σκέψη και πράξη ως επιστήμη.
Είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού. Παραθέτω εδώ την φράση όπως έχει περάσει στη βιβλιογραφία και συζητηθεί κατά κόρον. Η διατύπωση, όμως, είναι λάθος. Ανήκει σε ένα δοκίμιο με τίτλο «Η πόλη του μέλλοντος» [“Future City”], που δημοσιεύτηκε στο New Left Review το 2003, όπου ο Τζέιμσον λέει το εξής: «Κάποιος είπε κάποτε ότι είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού. Τώρα μπορούμε να αναθεωρήσουμε μέσα από το πρίσμα μιας προσπάθειας να φανταστούμε τον καπιταλισμό ενώ φανταζόμαστε το τέλος του κόσμου». Η αληθινή διατύπωση δείχνει μια χαρακτηριστικά διαλεκτική —αλλά και θεατρική— χειρονομία του λόγου, όπου η γνωστή φράση απονέμεται σε κάποιον άλλον —ο Τζέιμσον εδώ σκηνοθετεί τον εαυτό του ως άγνωστο— και ακολουθείται από μια δεύτερη φράση που αντιστρέφει την ιεραρχία στη σχέση μεταξύ καπιταλισμού και τέλους του κόσμου.
Έτσι, μια σκέψη που δηλώνει την αδυναμία της φαντασίας ενώπιον του καπιταλισμού ως αθάνατο τέρας καταλήγει στο να επινοήσει πως η φαντασία μπορεί να αναγνωρίσει και εντέλει να αρνηθεί αυτή την τερατώδη λογική. Αν κατανοήσουμε ότι η λογική του καπιταλισμού δεν είναι παρά η λογική της συντέλειας του κόσμου —δηλαδή, ότι το τέλος του, ο σκοπός και η κατάληξη του, είναι η ολική καταστροφή του κόσμου— τότε οι αποκαλυπτικές και καταστροφολογικές μας φαντασιώσεις γίνονται όντως φαντασιακές επινοήσεις ενός πιθανού τέλους του καπιταλισμού.
Το περίπλοκο αυτό σκεπτικό είχε αποτυπωθεί στο κορυφαίο έργο του Τζέιμσον Μεταμοντερνισμός ή η λογική του ύστερου καπιταλισμού ήδη από το 1984 — ως άρθρο, το βιβλίο εκδόθηκε το 1989. Αν δεν απατώμαι, αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Τζέιμσον που μεταφράστηκε στα ελληνικά κατόπιν πρωτοβουλίας του Άγγελου Ελεφάντη σχεδόν εκ παραδρομής — εφόσον, καθότι γαλλοτραφής, θεωρούσε ότι οι Αμερικανοί δεν μπορούν να παράγουν κριτική σκέψη (λάθος πρώτον) και ως εκ τούτου επέλεξε κατ’ εξαίρεση ένα βιβλίο μαρξιστή θεωρώντας (λάθος δεύτερον) ότι το έργο ήταν συλλήβδην πολέμιο κατά του μεταμοντερνισμού.
Το έργο κάλυψε κάποιες ανάγκες της τότε ελληνικής διανόησης, όμως με συντηρητικό πρόσημο γιατί έκατσε πάνω σε ένα κενό γνώσης, το οποίο επέτρεπε στον οποιονδήποτε, ασχέτως πολιτικής θέσης, να πει οτιδήποτε (βλακώδες) για το τι είναι το μεταμοντέρνο. Και βέβαια πάνω στο κενό που δημιουργούσε συγκεκριμένα η άγνοια για το έργο του Τζέιμσον, το οποίο ήταν ήδη τεράστιας και καθοριστικής σημασίας.
Αυτή η χαώδης τρύπα στο γνωσιολογικό πλαίσιο που αφορούσε την εξέλιξη της λογοτεχνικής και μαρξιστικής θεωρίας —πεδία αυτόνομα αλλά συνδεδεμένα με μοναδικό τρόπο από την παρουσία του Τζέιμσον στην παγκόσμια σκέψη (σημειώνω πόσο τεράστια είναι π.χ. η επιρροή του στη Κίνα)— δεν ξεπεράστηκε από τις μετέπειτα βιαστικές μεταφράσεις του έργου του στα ελληνικά. (Χωρίς να γνωρίζω από πρώτο χέρι μαθαίνω ότι οι πιο πρόσφατες μεταφράσεις του Πάνου Σταθάτου, μαζί με τις μελέτες του για τον Τζέιμσον, επιτέλους προσφέρουν στον Έλληνα αναγνώστη την δυνατότητα μιας άξιας αποτίμησης).
Ομολογώ, η ιστορία της άγνοιας στα ελληνικά γράμματα για την επιρροή του Τζέιμσον στην παγκόσμια σκέψη της τελευταίας πενηντακονταετίας —μιλάμε για τεράστια απώλεια στα πλαίσια της μόρφωσης των νέων, γενιά με γενιά—δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την επαρχιώτικη αντίληψη που επικρατούσε τότε συγκεκριμένα στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής και φιλολογίας, πολλές φορές δε με δυστυχώς αριστερό πρόσημο.
Γιατί ο Τζέιμσον, πέρα από οτιδήποτε άλλο, υπήρξε αδιαμφισβήτητα στοχαστής της λογοτεχνίας, ακόμη και όταν δημιουργούσε τομές στον χώρο της αρχιτεκτονικής θεωρίας, για να μη πω προφανώς της μαρξιστικής σκέψης ή της δυτικής φιλοσοφίας εν γένει. Ως κριτικό και θεωρητικό λογοτεχνίας τον διαβάσαμε και ακόμη (οφείλουμε να) διαβάζουμε. Με κύριο μάθημα ότι η φιλολογία δεν είναι εντέλει μια παθητική ανάγνωση κειμένων από ειδικούς, εργασία στην οποία εξάλλου ήταν μαιτρ, αλλά είναι ανάγνωση του κόσμου ως πάλη—ανάγνωση του κόσμου των αισθήσεων και της ιδεολογίας εξίσου, με την ιστορία υπόβαθρο και την φαντασία εξέδρα καταδύσεων.
Στάθης Γουργουρής
Τίποτε δεν συναγωνίζεται τον λυρισμό της καταστροφής. Ουδέν. Λιώνοντας τα παγόβουνα, τα νερά θα ανεβούν και θα πάρουν τα βουνά. Και τα νησιά βουνά είναι που βουλιάζουν. Βαθύτερα η Δήλος θα κρύψει τους θησαυρούς της. Εδώ πάντως η Μεσογείων ανηφορίζει πλαγιοκοπώντας τον Υμηττό, που παραθαλάσσιος θα γίνει κάποτε, με δέντρα μέχρι το νερό, όπως στη Χαλκιδική.
Είχα αφήσει το αυτοκίνητο για να αλλάξουν λάστιχα και διέσχισα τον δρόμο. Παιδί μου, αν και νεότερος, αυθόρμητα αναφώνησε ο κύριος Χρήστος, όταν είδε πόσο παλιά ήταν. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγούν και τότε ποιος θα σε σώσει. Ας μην ήμασταν μακριά από το νοσοκομείο Σωτηρία.
Απέναντι, στην άλλη όχθη της λεωφόρου, τη διπλή κοίτη της οποίας πλημμύριζαν οχήματα, δεν βρήκα μέρος να κάνουν καφέ. Έτσι ανέβηκα έναν κάθετο παράδρομο, όπου μετά βίας χωρά ένα αυτοκίνητο, καθώς βουλιαγμένα πεζοδρόμια εξυπηρετούν χαμηλοβλεπείς πολυκατοικίες με μικρά καταστήματα στο ισόγειο.
Έπιπλα ποιότητος. Επισκευάζονται σαλόνια. Παραγγελίες σκυροδέματος. Στο βάθος της ανηφόρας τραπεζάκια μιας καφετέριας της γειτονιάς. Εδώ θα έπινε τον καφέ του ο Μπαλζάκ, αν έμενε κοντά. Λίγο πιο μέσα από τις ακτές της Μεσογείων, όπου κοπάζει ο θόρυβος των αυτοκινήτων, ενώ τα φύλλα των δέντρων φιλτράρουν το φως.
Παραδοσιακό ή πλαστικό, ρώτησε η κυρία που εμφανίστηκε πίσω από την προθήκη για να ψήσει τον καφέ. Κρατούσε ήδη το μικρό λευκό φλιτζάνι και έγνευσα χωρίς να χρειαστεί με λόγια να απαντήσω. Ζάχαρη, ρώτησε. Όχι, είπα. Έχει γλυκάνει ο καιρός. Η θερμοκρασία έπεσε. Τα σύννεφα πυκνώνουν. Ο ουρανός φαίνεται σκεφτικός.
Έπινα αργά τον καφέ. Θα περίμενα αρκετή ώρα. Αν φορούσα ρολόι, αν κοντά υπήρχε ρολογάς, θα ζητούσα να το ρυθμίσει να πηγαίνει πιο αργά, όπως στις ακτές σκάνε τα κύματα των αυτοκινήτων. Κάθε μέρα μοιάζει ατελείωτη. Μόνον οι μήνες και τα χρόνια γρήγορα περνούν.
Από τον ουρανό έρχεται το νερό, όταν από το έδαφος ή τη θάλασσα το περιμένεις. Αυτό δημιουργεί δυσπιστία για τις επιλογές σου. Μήπως δεν έπρεπε να αλλάξω λάστιχα; Μήπως κουπιά έπρεπε να αγοράσω; Αν ήμουν πιο προνοητικός. Αν πιο μακριά έβλεπα να βουλιάζει το μέλλον.
Συγγνώμη, τηλεφώνησαν να μου πουν. Ελάτε να πάρετε το αυτοκίνητο. Θα χρειαστεί να έρθετε πάλι αύριο. Μας έφεραν λάθος λάστιχα. Την άλλη ημέρα η αντιπροσωπεία έστειλε τα ελαστικά, αλλά σε λάθος συνεργείο. Γενικά υπάρχει μεγάλη ελαστικότητα.
Διαρκώς περιμένω, ενώ συσσωρεύονται μικρών διαστάσεων καταστροφές, που ελπίζουν πως μια τεράστια καταστροφή θα τις ξεπλύνει. Ποιος μιλά για ρυάκια βρώμικου νερού, που μολύνουν τις ακτές, μετά από ένα τσουνάμι;
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Στις ακτές του Ειρηνικού § Νεότερα για την [εγ]κληματική αλλαγή § Οι βλαβερές συνέπειες της γραφής
Γιώργος Χουλιάρας
Γνώρισα έναν άνδρα στο μπαρ ενός ξενοδοχείου και συζητήσαμε για Ρουβικώνες. Μου αφηγήθηκε πως τον είχε χτυπήσει κεραυνός, τριακόσια εκατομμύρια βολτ εισήλθαν στο σώμα του από το μέτωπο και εξήλθαν από την αριστερή του φτέρνα. Η διαδρομή τους μπορεί να μην τον σκότωσε, αλλά άφησε πίσω σημάδια ώστε να μην ξεχαστεί. Ολόκληρη η πλάτη του πλέον καλυπτόταν από πληγές, εύοπτες γραμμές σαν χαραγμένες από χέρι. Όταν τις πρωτοείδε, μου είπε, αναγνώρισε αμέσως τι απεικόνιζαν. Tο δέντρο της ζωής και το δέντρο της γνώσης, οι δύο αειθαλείς γίγαντες του κήπου της Εδέμ. Αυτός ήταν ο δικός του Ρουβικώνας, το ποτάμι που αφού διασχίσεις δεν υπάρχει επιστροφή. Τριακόσια εκατομμύρια βολτ αργότερα η ζωή του καθοριζόταν από τη δυαδικότητα της μεταφυσικής χλωρίδας, και εκτός αν τον χτυπούσε ένας δεύτερος κεραυνός με διαφορετικές απόψεις, αυτό δεν θα άλλαζε μέχρι τον θάνατο του. Όποιες αμφιβολίες και πεποιθήσεις είχε πριν, τις έκαψε το ρεύμα. Δεν μοιράστηκα αυτή τη σκέψη μαζί του, αλλά αναρωτήθηκα τι μορφή θα έπαιρνε ένας δικός μου Ρουβικώνας. Ίσως τίποτα τόσο δραματικό και μυστηριακό, κάτι ευθύτερο. Ίσως απλά το ίδιο το ποτάμι, το αρχαίο νερό που πότιζε το χώμα του κήπου πολύ πριν το γευτούν οι ρίζες οποιουδήποτε δέντρου, χαραγμένο στο σώμα μου, ρέον από το στέρνο μέχρι τον λαιμό. Παρασυρμένος από την περιέργεια, του ζήτησα να μου δείξει τις πληγές στην πλάτη του, αλλά, νιώθοντας αμήχανα, αρνήθηκε.
Λουκάς Παπαδημητρίου
Ήθελε ο Τζίμης ο Πανούσης να πάμε να δούμε τον Κώστα Χατζηχρήστο σε μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις στο θέατρο, στην επιθεώρηση, μεγάλος που ήτανε πια, τότε που πρόλαβα κι εγώ και του πήρα μια συνέντευξη για την Ελευθεροτυπία.
Πήγαμε. Πήγαμε πριν και στο καμαρίνι του να τον δούμε. Μας δέχτηκε, ένα μαζεμένο γεροντάκι με μια ρόμπα, ευγενικά αλλά κάπως ξέπνοα, είπαμε δυο κουβέντες, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, αν ο Χατζηχρήστος ήξερε και τόσο τον Πανούση, της δικής του μεγάλης τέχνης την αξία.
Καθίσαμε μετά στις θέσεις μας. Σε λίγο, πάνω στη σκηνή είδαμε έναν Χατζηχρήστο άχρονο, να χοροπηδάει όπως πάντα, να έχει πετάξει από πάνω του την ηλικία του, να μην κρατιέται.
Ο Τζίμης μου είπε πως δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό, παρά την εικόνα του στο καμαρίνι. Για της σκηνής τον άλλο, μεθυστικό, αναστάσιμο τόπο και τρόπο.
(Στο Δελφινάριο, πάλι με τον Τζίμη στον Βέγγο, το ίδιο: μας έστειλε και ποτά να μας κεράσει, αλλά πριν, στα παρασκήνια, μας έλεγε: —Τι θέλετε εδώ; Φύγετε, δεν κάνει εδώ. Μετά, στη σκηνή, ήταν ο ίδιος, ο Βέγγος, ο Βέγγος που υπεραγαπούσαμε. Που αυτός ήξερε πολύ καλά, καταλάβαμε, και για τον Πανούση).
(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )
Σωτήρης Κακίσης
Οι στίχοι ενός εκ των πρωτεργατών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, ανασαίνουν στο περιβάλλον του άλσους. Είναι του Γεωργίου Δροσίνη, από την ποιητική συλλογή Κλειστά βλέφαρα (1914-1917), μια από τις πιο χαρακτηριστικές της ώριμης ηλικίας του. Οι στίχοι του ποιήματος, που φέρει τον τίτλο «Αμουσία», ήταν αφιερωμένοι σε ένα από τα μεγάλα ινδάλματά του, τον Γερμανό Φρίντριχ Σίλερ. ‘Όταν ο Δροσίνης αποφάσισε να σπουδάσει στο εξωτερικό, επέλεξε την Γερμανία, πατρίδα του Γκαίτε και του Σίλερ, τους οποίους θαύμαζε απεριόριστα. Ο ίδιος έγραψε αργότερα στο ημερολόγιό του: «Ήταν Άνοιξη και πρώιμα ζεστός καιρός. Είχα κάνει τάμα όταν σπούδαζα στη Λειψία, να επισκεφθώ τους τάφους του Γκαίτε και του Σίλερ». Ο Δροσίνης ήθελε να προσκυνήσει στην τελευταία τους κατοικία, ως ελάχιστη ένδειξη τιμής και θαυμασμού. Η προτίμησή του, όμως, έκλινε προς τον τελευταίο: «Ήξερα πως ο Σίλερ είναι ο καθ’ αυτού εθνικός ποιητής της Γερμανίας, πολύ αγαπητότερος του Γκαίτε». Το πορτρέτο του Σίλερ, «επάνω σε μαύρο ατλάζι μέσα σε γυαλοσκέπαστη μαύρη κορνίζα», όπως ανέφερε στο ημερολόγιό του, μαζί με ένα φύλλο δάφνης που πήρε από τα στέφανα στον τάφο του μεγάλου ποιητή, φυλάσσονται στο δωμάτιό του, στο Μουσείο Γ. Δροσίνη (βίλα «Αμαρυλλίς»), στην Κηφισιά.
Άρης Μαλανδράκης
Οι μπαταρίες με το πέρασμα του χρόνου γίνονται πιο «σοφές» από αυτόν που τις έφτιαξε, μπορεί να αντιλαμβάνονται γεγονότα ή ακόμη-ακόμη μπορεί να επεξεργάζονται δεδομένα κι έτσι, πολλές φορές, να αρνούνται πεισματικά να φορτιστούν και να συμμετέχουν στην επικοινωνία μπαταριακού τύπου. Πιθανόν εντός των μπαταριών να κατοικεί κάποιος εξωγήινος ακτιβιστής ―καλής πάστας εξωγήινος― που την πάτησε πολύ πιο πριν από εμάς και ανέλαβε δράση για να διαφυλάξει την εσωτερική μας ισορροπία, όση μας έχει απομείνει από το συνεχές πάρε δώσε.
Η υπόθεση αυτή, που στην αρχή διατυπώθηκε σαν νερόβραστο αστείο από τον Τέλεσμαν, έναν Άγγλο ηλεκτρολόγο, στάθηκε αφορμή για περαιτέρω έρευνα. Διαπιστώθηκε λοιπόν, ότι εντός των μπαταριών του υπολογιστή και του κινητού, δεν κατοικεί κάποιος εξωγήινος, αλλά συμβαίνει κάτι χειρότερο: Οι υποδοχείς των μπαταριών έχουν την δυνατότητα να μεταφέρουν σε χρόνο απειροελάχιστο στη νέα μπαταρία την εμπειρία τους από την οδυνηρή πορεία εκφόρτωσης και την ποιότητα των δράσεών μας που οδηγούν σ΄ αυτή. Η απίστευτη αυτή ανακάλυψη έφερε στην επιφάνεια με τη σειρά της την εξής διαπίστωση: Οι παντελώς ανώφελες, άνευ περιεχομένου, δράσεις που εκφορτίζουν τις μπαταρίες μας φθάνουν στο ογδόντα τοις εκατό, δεκαοκτώ τοις εκατό αφορούν σε τυπικές επαφές χωρίς κανένα ενδιαφέρον με το οικογενειακό περιβάλλον και μόνο το δυο τοις εκατό φαίνεται να είναι δράσεις αναγκαίες και κάπως σημαντικές.
Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα η εκφόρτιση προκαλείται κυρίως ανώφελα, με αποτέλεσμα τα άψυχα, οι μπαταρίες εν προκειμένω, να αρνούνται να σπαταλούν το δυναμικό τους. Το γεγονός αυτό εγείρει έναν σημαντικό κίνδυνο: Αν και άλλα άψυχα, ρούχα, γυαλιά, παπούτσια, τοστιέρες και διάφορα γκάτζετ αρχίσουν σταδιακά να αρνούνται να συμμετέχουν στη διαδικασία της εκφορτίσεως από την καθημερινότητά μας θα βρεθούμε στην άκρως δυσάρεστη θέση να εφεύρουμε επειγόντως νέα, απονήρευτα αντικείμενα, πριν προλάβουν και αυτά να υποπτευθούν ότι η θυσία τους δεν θα έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Γιάννης Πάσχος
Π Ρ Ο Σ O X H:
Aναφορές στο κείμενο ενδέχεται να είναι οδυνηρές για κάποιους αναγνώστες
__________
Κατάθεση ψυχής ή βροχή από εσώρουχα θεωρούν πολλοί τη λογοτεχνία. Αποκαλύπτει ό,τι κατάσαρκα φορά ο συγγραφέας, για όσους ασπάζονται νεορομαντικές αντιλήψεις. Εναλλακτικά, αν προκρίνεται κλασικότροπη προσέγγιση, πρόκειται για εσώρουχα άλλων. Βροχή τα συγχαρητήρια εν πάση περιπτώσει. Κανείς δεν κινδυνεύει να βραχεί, αφού περισσεύουν οι τέντες. Σε άλλες χώρες όμως δεν έχουν ευχέρεια να τεντώνονται. Όταν τίποτε δεν κατεβαίνει από τον ουρανό, αρχίζουν χορούς της βροχής και λιτανείες, γνωστές από έργα του Μπουνιουέλ ή ιταλικές ταινίες. Κανείς ιερουργός ή σαμάνος, εκτός από τον Χατζιδάκι, δεν δανείζει τον ιδρώτα του ωστόσο. Ευτυχώς η επιστήμη επινόησε τρόπους για να γονιμοποιούνται τα σύννεφα.
Τι κάνουν στην Κίνα; Υπερβολικές θερμοκρασίες για περισσότερο από μία εβδομάδα στην πόλη Τσονγκκίνγκ καθυστέρησαν την έναρξη του σχολικού έτους. Λόγω του κύματος καύσωνα, τεχνητή βροχή αποφάσισαν να προκαλέσουν εκτοξεύοντας σχεδόν διακόσιες ρουκέτες, που σύννεφα σχηματίζουν. Άρχισε να βρέχει. Στις 2 Σεπτεμβρίου όμως ξέσπασαν άνεμοι, με ταχύτητα που έφτανε τα 122 χλμ. την ώρα. Φυσικό φαινόμενο, που δεν προκλήθηκε από την τεχνητή βροχή, χαρακτήρισε τους ανέμους το τοπικό Γραφείο Τροποποίησης Καιρού. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, οι κάτοικοι ποτέ δεν θα ξεχάσουν αυτή την ημέρα.
Βγήκα έξω και ξαφνικά άρχισε να βρέχει εσώρουχα από τον ουρανό, λέει η Ήθελ, που ηθελημένα αποτελεί ψευδώνυμο, σε ανάρτηση στην κινεζική πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Weibo. Από μπαλκόνια σε ψηλά κτήρια τα εσώρουχα είχε πάρει ο δυνατός αέρας. Βίντεο με σουτιέν και βρακιά, που πετούσαν στον αέρα, κρέμονταν από δέντρα ή προσγειώνονταν στο έδαφος, γέμισαν το Douyin, εφαρμογή αντίστοιχη του Tik Tok. Ποιος θα με αποζημιώσει ψυχικά για τα καινούργια Κάλβιν Κλάιν που έχασα; Η καταιγίδα από εσώρουχα με έκανε εσωστρεφή για την υπόλοιπη ζωή μου. Πρόκειται για κάποια από δεκάδες χιλιάδες σχόλια, καθώς 7 εκατομμύρια άτομα στην Κίνα διαδικτυακό χρόνο σε πρώτη φάση επένδυσαν στην «εσώρουχη κρίση». Άλλα 18 εκατομμύρια ακολούθησαν την ετικέτα συζήτησης (hashtag) «αν νομίζετε ότι κάποιο λάθος κάνατε στη δουλειά, απλώς σκεφτείτε» τη μετεωρολογική υπηρεσία.
Υπήρχαν και αισιόδοξοι. Ήταν πολύ ρομαντικό, γράφει ένα άτομο. Ενώ περπατάς στον δρόμο, να έχεις την προοπτική να βρεις ό,τι πιο σφιχτά κρατά το άτομο που σε ενδιαφέρει. Ελπίδες για αυξημένες πωλήσεις εκφράστηκαν από καταστήματα που πουλούν εσώρουχα. Πόσο επικίνδυνο άραγε είναι να φοράς εσώρουχα; Πόσο ακίνδυνο να μη φοράς; Αυξάνεται ο κίνδυνος σε λάθος μέρος να το ξεχάσεις, αν το εσώρουχο έχει το μονόγραμμά σου; Σε αυτά τα ερωτήματα δεν έχει δοθεί απάντηση, ακόμη και αν η ζωή τίποτε άλλο δεν είναι παρά μια επαλήθευση της λογοτεχνίας.
Ενώ στην Κίνα χάνουν ό,τι πιο κοντά στο σώμα τους βρίσκεται, στην Ιαπωνία χάνουν το ίδιο τους το σώμα. Μία ημέρα πριν από την καταιγίδα στο Τσονγκκίνγκ είναι η πιο θλιβερή ημέρα στα νησιά του ανατέλλοντος ηλίου. Την 1η Σεπτεμβρίου γίνονται οι περισσότερες από κάθε άλλη ημέρα αυτοκτονίες ανηλίκων στην Ιαπωνία. Μεταξύ των οικονομικά πιο ανεπτυγμένων, πρόκειται για τη χώρα όπου η αυτοκτονία αποτελεί την κυριότερη αιτία θανάτου για εφήβους. Πέρυσι αυτοκτόνησαν 513 ανήλικοι. Συνήθως λίγο πριν αρχίσουν τα σχολεία, όπου δεν θέλουν να επιστρέψουν. Προβλήματα με οικογένειες και φίλους και εκφοβισμός είναι τα σημαντικότερα που αναφέρονται. Αν και στον συνολικό πληθυσμό μειώνονται, οι αυτοκτονίες νέων αυξάνονται.
Στις 31 Αυγούστου φέτος στη Γιοκοχάμα μία 17χρονη μαθήτρια λυκείου πήδηξε από κτήριο σε εμπορικό κέντρο και έπεσε πάνω σε μία 32χρονη γυναίκα, που είχε βγει με τις φίλες της για το Σάββατο. Μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο, όπου η μαθήτρια πέθανε σε μία ώρα και λίγο μετά η γυναίκα, πάνω στην οποία είχε πέσει. Το ίδιο είχε συμβεί σε εμπορικό κέντρο στην Οσάκα πριν από τέσσερα χρόνια, όταν από την ταράτσα πήδηξε 17χρονος και πέφτοντας σκότωσε μια 19χρονη φοιτήτρια, που περνούσε. Κατηγορίες για ανθρωποκτονία από αμέλεια του απηύθυναν αρχικά, που αργότερα αποσύρθηκαν.
Όσοι αυτοκτονούν δεν αντέχουν τον εγωισμό εκείνων που ζουν. Όσοι συνεχίζουν να ζουν δεν αντέχουν τον εγωισμό εκείνων που αυτοκτονούν. Όλα τα αντέχει ο εγωισμός, εκτός από τον εαυτό του.
Π Α Ρ Ε Μ Φ Ε Ρ Η
Χ. Ψ. Ωρολόγιος
Κατεβαίνω για τη θάλασσα και περπατώ στα κύματα.
Κρατώ επιθύριο χεράκι. Δεν έχει φωνή.
Κανένα δεν μπορεί να ξυπνήσει.
Ελεύθερος φεύγω.
«Το σπίτι» (Συνοπτική διαδικασία, 1980)