«Πή­γα να τον απο­χαι­ρε­τή­σω στη Βι­βλιο­θή­κη του Μπου­έ­νος Άι­ρες. "Ελά­τε" εί­πε "να σας δεί­ξω". Πή­γαι­νε μπρο­στά· ακο­λου­θού­σα – ήταν τρα­γι­κό μα­ζί και υπερ­ρε­α­λι­στι­κό, υπο­γραμ­μί­ζει. Ανε­βή­κα­με σε μια στρι­φο­γυ­ρι­στή σκά­λα. "Εδώ" έλε­γε ψη­λα­φώ­ντας κά­θε τό­σο "ήταν ένα άνοιγ­μα στον τοί­χο, το έκλει­σαν" (ils l'ont muré')". Ανε­βή­κα­με ακό­μη, βγή­κα­με έξω από τον τρού­λο, προ­χω­ρή­σα­με στο μά­κρος του πα­ρα­πέ­του, όταν εκεί κά­που ο Μπόρ­χες άνοι­ξε κά­τι σαν κα­τα­πα­κτή: "Εδώ δού­λευαν κά­τι ερ­γά­τες" εί­πε ¨κοι­τά­χτε¨. Κοί­τα­ξα και εί­δα μια μπα­νιέ­ρα, μό­νη.
Η δι­ή­γη­σή του δί­νει την εντύ­πω­ση ενός υστε­ρό­γρα­φου στη ¨Βι­βλιο­θή­κη της Βα­βέ먻.

[Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Θ΄, (Ιούλιος 1964), επιμ. Κ. Κρίκου-Davis, Ίκαρος 2019]