Σημειώσεις από το περιβάλλον. Καταγραφές από την επικαιρότητα ή πέρα απ' αυτήν

Εδώ γράφουν


Πάρκαρα έξω από τα γραφεία της Εταιρείας Συγγραφέων κι ήρθε ένας τύπος και μου λέει: «Πρόσεξε, φίλε, εδώ γράφουν». [Αλιευμένο από το fb]

Γνώση & απόγνωση


«Βιβλιοπωλείο έπρεπε να ανοίξεις», είπε η μητέρα μου, βλέποντας να μπαίνω με μια σακούλα γεμάτη βιβλία. Παρά τη σχέση της με τα βιβλία, που ήταν εγνωσμένη, απεγνωσμένη φαινόταν, καθώς περίμενε γυναίκα.
Αργότερα το βράδυ έγινε ή μάλλον έκανε κάποια προεργασία βάζοντας προσωρινά σε κιβώτια βιβλία στοιβαγμένα στο πάτωμα ή οπουδήποτε υπήρχαν ελεύθερες επιφάνειες, που έπρεπε να καθαριστούν.
Όταν την επόμενη ημέρα ήρθε η γυναίκα, επανέλαβε αυτό που μου είχε πει: «Βιβλιοπωλείο έπρεπε να ανοίξει ο γιος μου».
«Μπα», είπε η γυναίκα, κοιτάζοντας τα βιβλία. «Αυτά δεν πουλιούνται. Είναι για διάβασμα».

1786: Οι 39 από το Κερί


Στον καιρό της Βενετίας, έτος του Σωτήρος Χριστού 1786, στο χωριό Κερί της Ζακύνθου, ήρθε η κουβέντα για ζήτημα μεγάλο. Άρχισαν δηλαδή οι άνθρωποι να ρωτούν γιατί πάντα να υπάρχει Βενετσιάνος Προβλεπτής και ποτέ κάποιος από εμάς; Πολλοί είπαν τι τα θέλετε και τα συζητάτε τώρα αυτά; Σε κακό θα μας βγουν. Κι άλλοι τόσοι είπαν, και γιατί να μην τα συζητάμε, αφού το σωστό και το δίκαιο είναι να έχουμε κι εμείς σειρά στα πράγματα του κόσμου. Κάποιοι άλλοι πρότειναν και γιατί δεν πάμε να ρωτήσουμε ταπεινά τον Προβλεπτή μας; Να βάλουμε τα καλά μας, λουσμένοι, πλυμένοι και ξυρισμένοι, να του φτιάξουμε κι ένα γλυκό, αφού λένε ότι είναι λιχούδης να μην πάμε με άδεια χέρια. Οι περισσότεροι συμφώνησαν να γίνει το πράγμα έτσι, επειδή το πράγμα δεν ήταν για γέλια. Να πάμε χαρούμενοι, είπαν, να μη δείχνουμε θλιμμένοι, συνοφρυωμένοι, υποκριτές. Και μαζεύτηκαν σαράντα, πήραν το δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι και χτύπησαν την πόρτα του Προβλεπτή.


– Μα δεν είπες ότι ήταν τριανταεννιά; θα ρωτούσε ο Φραγκίσκος τον μοναχό μαθητή του.

– Τριανταεννιά ήταν στο τέλος, αλλά σαράντα πήγαν. Χτύπησαν την πόρτα του Προβλεπτή και για να μην τα πολυλογούμε του άφησαν ένα κουτί σοκολατάκια κι άλλο ένα με φοντάν.

– Μα υπήρχαν τότε τέτοια γλυκά;
θα γελούσε ο Φραγκίσκος.
– Ήταν σπιτίσια.

– Και τι έγινε μετά;

– Είπαν στον Προβλεπτή την απορία τους. Γιατί πάντα Βενετσιάνος κι όχι δικός μας; Δίκιο έχετε να ρωτάτε απάντησε ο άρχοντας και έβαλε τα γέλια, αλλά για να πω την αλήθεια δεν γνωρίζω το λόγο, το ζήτημα μου φαίνεται δύσκολο και μόνο το Συμβούλιο των Δέκα της Γαληνοτάτης που ξέρει τα πάντα και δεν αστειεύεται, επειδή δεν έχει καλή γνώμη για το γέλιο, θα ξέρει να σας δώσει απάντηση. Λέω λοιπόν να σας ετοιμάσω μια γαλέρα και να πάτε στη Βενετία να ρωτήσετε. Έτσι δεν θα χάνουμε τον καιρό μας με υποθέσεις και θα έχουμε σίγουρη και τελειωτική απάντηση. Αν μάλιστα το πράγμα εξηγηθεί καλά, θα πρέπει όλοι να είσαστε εκεί, ώστε το Συμβούλιο να βγάλει έναν από σας Προβλεπτή.

Να πάμε λοιπόν συμφώνησαν οι χωριάτες.
«Όλοι εκτός από εμένα!» είπε κάποιος που ξεγλίστρισε κι έφυγε γελώντας. Κάτι είχε υποψιαστεί, του φαινόταν για γέλια να γίνει τέτοια κουβέντα με τέτοιο τρόπο. Κι ετοιμάστηκε η γαλέρα και μπήκαν οι τριάντα εννιά γελαστοί. Και σαλπάρισε το πλεούμενο. Κι αντί να πάει στη Βενετία ήρθε κι άραξε στο Βόιδι, στο νησάκι έξω από τη Ζάκυνθο, ούτε τριακόσια μέτρα από την ακτή. Το τσούρμο άρπαξε τους χωριάτες, τους πήρε τα υπάρχοντά τους, τους ξύλισε, τους έβγαλε στα βράχια και τους έφερε σε ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι, όπου ρίχτηκαν σ’ ανήλιαγα και μισογκρεμισμένα κελιά. Εκεί τους άφησαν δίχως νερό και δίχως φαί, ώσπου πέθαναν ψάλλοντας την Τρίτη Διεθνή.
– Δεν ήταν δικό μας το μοναστήρι, θα ομολογούσε ο Φραγκίσκος.

Ο Σαιν-Τζων Περς στον Σεφέρη περί Μπόρχες

«Πήγα να τον αποχαιρετήσω στη Βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες. "Ελάτε" είπε "να σας δείξω". Πήγαινε μπροστά· ακολουθούσα – ήταν τραγικό μαζί και υπερρεαλιστικό, υπογραμμίζει. Ανεβήκαμε σε μια στριφογυριστή σκάλα. "Εδώ" έλεγε ψηλαφώντας κάθε τόσο "ήταν ένα άνοιγμα στον τοίχο, το έκλεισαν" (ils l'ont muré')". Ανεβήκαμε ακόμη, βγήκαμε έξω από τον τρούλο, προχωρήσαμε στο μάκρος του παραπέτου, όταν εκεί κάπου ο Μπόρχες άνοιξε κάτι σαν καταπακτή: "Εδώ δούλευαν κάτι εργάτες" είπε ¨κοιτάχτε¨. Κοίταξα και είδα μια μπανιέρα, μόνη.
Η διήγησή του δίνει την εντύπωση ενός υστερόγραφου στη ¨Βιβλιοθήκη της Βαβέ먻.

[Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Θ΄, (Ιούλιος 1964), επιμ. Κ. Κρίκου-Davis, Ίκαρος 2019]

2003: Τα παιδιά του δρόμου (Τιφλίδα – ένα χατσιαπούρι)

Περπατούσα αργά, μουσκευόμουν. Κατέβαινα τη λεωφόρο Τσαβτσαβάτζε, πλησίαζα στο ξενοδοχείο μου. Στη τελευταία γωνία, κάτω από ένα υπόστεγο, ερχόταν ένας ήχος που θύμιζε καλαμένια φλογέρα. Εκεί ήταν ένα παιδί ηλικίας οκτώ ετών περίπου, ένα παιδί κακοντυμένο, ένα παιδί όμορφο, με ένα πολύχρωμο σκούφο στο κεφάλι του, που φυσούσε σε ένα πλαστικό καλαμάκι και, κοιτάζοντας τους ελάχιστους περαστικούς στα μάτια, έπαιζε μια ήρεμη μελωδία: ένας δεξιοτέχνης. Το πλαστικό καλαμάκι γεννούσε τη μελωδία, που το παιδί είχε γεννήσει μέσα του. Δίπλα του το σκυλί.

Το πλησίασα. Δεν έπαψε να παίζει. Ακούμπησα το χέρι στον ώμο του. Συνέχισε να παίζει, η μελωδία με χτυπούσε κατάμουτρα. Το ρώτησα γιατί στεκόταν εκεί. Μου έδειξε στην απέναντι πλευρά του στενού δρόμου ένα μισοφωτισμένο μαγαζί που πουλούσε χατσιαπούρι (είδος τυρόπιττας στην Γεωργία, που πωλείται σε φούρνους, αλλά και στο δρόμο από υπαίθριους περιποιητές) μου ψιθύρισε ότι πεινούσε, περίμενε να μαζέψει λίγα χρήματα για να αγοράσει ένα χατσιαπούρι. Κοίταξα γύρω μου, σκέφτηκα πως κάποιος ενήλικος είχε βάλει εκεί το παιδί να ζητιανέψει και να του πάρει τα λεφτά. Του έδωσα χρήματα, του είπα να πάει απέναντι και να φάει, να κρατήσει τα ρέστα για να φάει και αύριο. Του είπα πως θα στεκόμουν κάτω από το υπόστεγο για να βεβαιωθώ ότι θα έτρωγε και ότι δεν θα εμφανιζόταν κάποιος να του πάρει τα χρήματα. Του είπα να φάει μέσα στο μαγαζί και να μην τολμήσει να βγει στο δρόμο, σκέφτηκα πως αν έβγαινε στο δρόμο κάποιος θα του έκλεβε το φαγητό του. Του είπα να φυλάξει το πλαστικό καλαμάκι, δεν του χρειαζόταν άλλο σήμερα. Του είπα πως αν έτρωγε μέσα στο μαγαζί, θα βλεπόμαστε κάθε μέρα την ίδια ώρα, θα του έδινα χρήματα κάθε βράδυ για να έχει το δείπνο του. Με άκουγε σοβαρό. Με άκουγε και το σκυλί.

Ποτέ στη ζωή μου δεν πρόκειται να ξεχάσω την αξιοπρέπεια εκείνου του παιδιού. Ποτέ στη ζωή μου δεν πρόκειται να ξεχάσω τη ματιά του: στεκόταν πίσω από τη μισοφωτισμένη βιτρίνα του μισοφωτισμένου μαγαζιού, έτρωγε αργά, κατάπινε αργά, κοίταζε το χατσιαπούρι του, μου έδειχνε ότι το έτρωγε πράγματι, εκείνη τη στιγμή έγινε διακοπή ρεύματος. Το σκυλί με πλησίασε.

Πέρασα στην απέναντι μεριά του δρόμου, έβλεπα το παιδί, τα μάτια του παιδιού. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνα τα μάτια. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο το παιδί, που δεν συνάντησα άλλη φορά, που δεν ήρθε στο ραντεβού μας: η συγκίνηση δεν με άφησε να μάθω περισσότερα για εκείνο το παιδί. Ο σκύλος δεν ήξερε κάτι.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα μάτια του. Την αγάπη του. Χάιδεψα τον σκύλο. Μου έκανε χαρές. ‘Ηταν δίπλα μου τις λίγες μέρες που έμεινα στην Τιφλίδα. Ύστερα, χαθήκαμε. Φορτώσαμε παλιοσίδερα στο Πότι και φύγαμε για Μοντεβιδέο.

Τόνι Μόρισον (1931-2019)

Στις 5 Αυγούστου πέθανε η βραβευμένη με Νομπέλ (1993) Αφρο-Αμερικανίδα πεζογράφος Toni Morrison. Μυθιστορήματά της: The Bluest Eye (Το πιο γαλανό μάτι, 1970), Sula (Σούλα, 1973), Song of Solomon (Τραγούδι του Σολομώντα, 1977), Tar Baby (Μωρό από πίσσα, 1981), Beloved (Αγαπημένη, 1987), Jazz (Τζαζ, 1992), Paradise (Παράδεισος, 1997), Love (Αγάπη, 2003), A Mercy (Έλεος, 2008), Home (Σπίτι, 2012), God Help the Child (Ο Θεός να σώσει το παιδί, 2015).

«Η αγάπη δεν είναι ποτέ καλύτερη από εκείνον που αγαπά.»
(Το πιο γαλανό μάτι)

«Αν παραδιδόσουν στον αέρα, θα μπορούσες να πετάς.»
(Τραγούδι του Σολομώντα)

«Ο ρόλος της ελευθερίας είναι να ελευθερώσεις κάποιον άλλον.»
(Ομιλία σε τελετή αποφοίτησης στο Κολέγιο Μπάρναρντ το 1979)

«Δεν ζήτησα ποτέ από τον Τολστόι να γράψει για εμένα, ένα μικρό έγχρωμο κορίτσι στο Λορέιν στο Οχάιο. Δεν ζήτησα ποτέ από τον Τζόυς να μην αναφέρει τον Καθολικισμό ή τον κόσμο του Δουβλίνου. Ποτέ. Και δεν ξέρω γιατί θα έπρεπε να μου ζητηθεί να εξηγήσω τη δική σου ζωή σε εσένα. Έχουμε υπέροχους συγγραφείς να το κάνουν αυτό, αλλά εγώ δεν είμαι μία από αυτούς. Είναι αυτή η ιστορία του να είσαι παγκόσμιος, μια λέξη απελπισμένα απαλλαγμένη από κάθε νόημα για εμένα. Ο Φώκνερ έγραφε αυτό που υποθέτω θα μπορούσε να αποκληθεί τοπική λογοτεχνία και εκδιδόταν σε όλον τον κόσμο. Αυτό είναι που θέλω να κάνω. Αν προσπαθούσα να γράψω ένα παγκόσμιο μυθιστόρημα, θα ήταν νερό. Η ερώτηση που μου γίνεται υποκρύπτει τον υπαινιγμό ότι το να γράφεις για μαύρους ανθρώπους κατά κάποιον τρόπο μειώνει το γράψιμο. Όπως το βλέπω, υπάρχουν μόνο μαύροι άνθρωποι. Όταν λέω ‘άνθρωποι’, αυτό εννοώ.»
(Συζήτηση με τον Thomas LeClair στο περ. New Republic, 21 Μαρτίου 1981)

«Το γράψιμο για εμένα είναι μια προχωρημένη και αργή μορφή ανάγνωσης. Αν βρεις ένα βιβλίο που πραγματικά θέλεις να διαβάσεις αλλά δεν έχει γραφεί ακόμη, τότε πρέπει να το γράψεις.»
(Συνέντευξη στην εφ. The Cincinnati Enquirer, 27 Σεπτ. 1981, μετά από ομιλία στο Συμβούλιο Τεχνών του Οχάιο)

«Οι προσδιορισμοί ανήκουν στους προσδιοριστές, όχι στους προσδιοριζόμενους.»
(Αγαπημένη)

«Αν δεν μπορείς να το φανταστείς, δεν μπορείς να το έχεις.»
(Διάλεξη στο Πόρτλαντ, Όρεγκον το 1992)

«Μόνον η γλώσσα μάς προστατεύει από τον τρόμο των πραγμάτων χωρίς όνομα.»
(Oμιλία κατά την απονομή του Βραβείου Νομπέλ)

«Πεθαίνουμε. Αυτό μπορεί να είναι το νόημα της ζωής. Αλλά κάνουμε γλώσσα. Αυτό μπορεί να είναι το μέτρο της ζωής …»
(Ομιλία κατά την απονομή του Βραβείου Νομπέλ)

«Πιστεύω στη δύναμη της γνώσης και στην αγριότητα της ομορφιάς, οπότε, όπως το βλέπω, η ζωή σας είναι ήδη ένα έργο τέχνης – που περιμένει, απλώς περιμένει, από εσάς να την κάνετε τέχνη.»
(Ομιλία σε τελετή αποφοίτησης στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον το 2005)

Για τον Λαυρέντη


Με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα συνεργαστήκαμε μόλις δύο χρόνια 1993-95. Δεν προλάβαμε να γίνουμε φίλοι αλλά κάναμε πολύ ωραία τραγούδια.

Σ’ ευχαριστώ πολύ Λαυρέντη, γιατί χάρη στις αρετές ενός χαρισματικού Τραγουδοποιού σαν κι εσένα, άκουσα τα πρώτα μου σουξέ, με εξαίρεση το «Σου μι τζου» του Ξυδάκη που είχε προηγηθεί.

Είσαι αρτεσιανός μελωδός, ερμηνευτής με ιδιαίτερη χροιά φωνής και έχεις πολύ καλή σχέση με τον λόγο και τους ακροατές σου.

Χαιρετισμούς στον Μάνο και στους άλλους λαλητάδες του κάτω κόσμου. Να μας θυμάστε, όσο κι εμείς.