Η ιστορία του στρατιώτη

Η ιστορία του στρατιώτη

[ Δεύ­τε­ρο και τε­λευ­ταίο μέ­ρος ]

Η Ιστο­ρία του στρα­τιώ­τη (L’ Histoire du Soldat) εί­ναι μια πα­ρα­βο­λή για τον πει­ρα­σμό και πώς μπο­ρεί να κά­νει τον άν­θρω­πο παι­χνί­δι στα χέ­ρια της εξου­σί­ας. Βα­σί­ζε­ται στο πα­ρα­δο­σια­κό ρω­σι­κό πα­ρα­μύ­θι «Ο στρα­τιώ­της και ο Θά­να­τος» (γνω­στό και ως «Ο λι­πο­τά­κτης και ο Διά­βο­λος») που πε­ρι­γρά­φει την ιστο­ρία ενός φα­ντά­ρου που υπη­ρέ­τη­σε πι­στά για 25 χρό­νια τον Τσά­ρο και μην έχο­ντας απο­κο­μί­σει πα­ρά τρία πα­ξι­μά­δια για πε­ριου­σία απο­φα­σί­ζει να λι­πο­τα­κτή­σει. Στην φυ­γή του συ­να­ντά­ει τον Διά­βο­λο / Θά­να­το (στα ρω­σι­κά ο θά­να­τος εί­ναι θη­λυ­κού γέ­νους) που παί­ζει με την ανά­γκη του και την στέ­ρη­σή του και τον οδη­γεί στην κα­τα­στρο­φή. Το γαλ­λι­κό λι­μπρέ­το έγρα­ψε ο Ελ­βε­τός συγ­γρα­φέ­ας Charles Ferdinand Ramuz στην κο­ρύ­φω­ση του Πρώ­του Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου και μας πα­ρου­σιά­ζει τον στρα­τιώ­τη να δί­νει το αγα­πη­μέ­νο βιο­λί του στον διά­βο­λο με αντάλ­λαγ­μα την υπό­σχε­ση για πλού­τη. Την μου­σι­κή συ­νέ­θε­σε ο Igor Stravisnsky το 1918, για ένα σε­πτέ­το με βιο­λί, κο­ντρα­μπά­σο, κλα­ρι­νέ­το, φα­γκό­το, κορ­νέ­τα (ή τρο­μπέ­τα), τρο­μπό­νι και κρου­στά (γκραν-κά­σα, τα­μπούρ­λο, τύ­μπα­να, κύμ­βα­λα, τρί­γω­νο). Την ιστο­ρία αφη­γού­νται τρείς ηθο­ποιοί: ο στρα­τιώ­της, ο διά­βο­λος και ο αφη­γη­τής. Μια χο­ρεύ­τρια παί­ζει τον ( βου­βό) ρό­λο της πρι­γκή­πισ­σας και μπο­ρεί να υπάρ­χουν και άλ­λοι χο­ρευ­τές. Λό­γω των ποι­κί­λων συγ­χρο­νι­σμών που χρειά­ζε­ται οι μου­σι­κοί συ­νή­θως διευ­θύ­νο­νται από μα­έ­στρο. Η πρε­μιέ­ρα του έρ­γου έγι­νε στη Λω­ζάν­νη στις 28/9/1918 με την χο­ρη­γία του Ελ­βε­τού φι­λάν­θρω­που Werner Reinhart, στον οποίο έχει αφιε­ρώ­σει το έρ­γο ο Stravinsky.

Η πα­ρά­στα­ση διαρ­κεί πε­ρί­που μία ώρα.



H ΙΣΤΟ­ΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗ

(1918)

Για να δια­βα­στεί, να παι­χτεί και να χο­ρευ­τεί


[ Ολό­κλη­ρο το λι­μπρέ­το του C.F. Ramuz ]

Ορ­χή­στρα
βιο­λί, κο­ντρα­μπά­σο, κλα­ρι­νέ­το, φα­γκό­το, κορ­νέ­τα, τρο­μπό­νι, σει­ρά κρου­στών (γκραν-κά­σα, τα­μπούρ­λο, τύ­μπα­να, κύμ­βα­λα, τρί­γω­νο)
Χα­ρα­κτή­ρες
ο Αφη­γη­τής, ο Στρα­τιώ­της, ο Διά­βο­λος
Βου­βά πρό­σω­πα
Η Πρι­γκί­πισ­σα, δύο Χο­ρεύ­τριες

Η ιστορία του στρατιώτη

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ

Το χω­ριό εί­ναι κο­ντά
Αλ­λ’ αυ­τός δε στα­μα­τά

Περ­πα­τά­ει ευ­θεία γραμ­μή
το χω­ριό εί­ναι από κει.
Το ρυά­κι, πά­ει, το γε­φύ­ρι πά­ει…
Ποιός το ξέ­ρει πού τρα­βά­ει;

        (Τέ­λος μου­σι­κής)

δεν το ξέ­ρει ού­τε ο ίδιος, δεν το ξέ­ρει ού­τε κι αυ­τός,
θέ­λει μό­νο να φύ­γει μα­κριά
για­τί δεν αντέ­χει πια.

Τί­πο­τε δεν κρά­τη­σε από τα πα­λιά του πλού­τη, τά ’χει ξε­φορ­τω­θεί
Τί­πο­τε δεν εί­πε σε ψυ­χή, φεύ­γει όπως-όπως, να σω­θεί
Κι έτσι εί­ναι πά­λι μες στο χρό­νο
Μεί­ον το σά­κο και τα πρά­μα­τά του, μό­νο.

(Ξα­ναρ­χί­ζει η μου­σι­κή «Airs de marche»)

Νά, τρα­βά­ει προς το χω­ριό του
εί­ν’ εκεί το σπι­τι­κό του
αλ­λ’ αυ­τός εί­ν’ άλ­λος πια
φεύ­γει πά­λι, δεν γυρ­νά

Περ­νά και ξα­να­περ­νά
περ­πα­τά, όλο περ­πα­τά

(τέ­λος μου­σι­κής)

Τώ­ρα, μια άλ­λη χώ­ρα
κι ένα χω­ριό κά­που κει πέ­ρα

«Να μπω;» σκέ­φτε­ται – μπαί­νει

Βγαί­νει μπρο­στά του ένα παν­δο­χείο – μπή­κε κι εκεί,
πα­ράγ­γει­λε ένα κα­το­στά­ρι, μό­λις κι εκεί­νο κα­τε­βεί
ύστε­ρα τι;
Να χα­ζεύ­ει αρ­χί­ζει, να κοι­τά­ζει
μέ­σα απ’ τα τε­τρα­γω­νά­κια
τα κε­νά στα κουρ­τι­νά­κια
από άσπρη μου­σε­λί­να που ανα­ση­κώ­νουν μα­λα­κά
κόκ­κι­να δα­χτυ­λί­δια από χο­ντρό τα­φτά
όμορ­φα κουρ­τι­νά­κια κα­τά­λευ­κα κομ­ψά
βλέ­πει τα φύλ­λα που κου­νιού­νται απέ­ξω ελα­φρά

Αλ­λά τι ’ναι αυ­τό; Έξαφ­να πλή­θος έξω απ’ το φούρ­νο…
Αρ­χι­νά­ει να κρο­τα­λί­ζει το τα­μπούρ­λο
Χτυ­πά­νε το τα­μπούρ­λο για την κό­ρη του βα­σι­λιά
(του βα­σι­λιά του βα­σι­λεί­ου εδω­νά)
που εί­ναι άρ­ρω­στη και δεν κοι­μά­ται πια
δεν τρώ­ει, δεν μι­λά­ει πια

Και με τον ήχο του τα­μπούρ­λου ο βα­σι­λιάς ανα­κοι­νώ­νει αυ­τά:

Η ιστορία του στρατιώτη

Πως θα δο­θεί η κό­ρη του βα­σι­λιά
(του βα­σι­λιά του βα­σι­λεί­ου εδω­νά)
Σε όποιον την κά­νει πά­λι κα­λά …

Την ώρα εκεί­νη ακρι­βώς μπαί­νει ένας άντρας και του λέ­ει

Βρε κα­λώς το το αδέρ­φι
(κι ας μη σε ξέ­ρω απ’ το χω­ριό
αλ­λά κι εγώ ήμουν στο στρα­τό)
Γι αυ­τό σε λέω έτσι, κι όταν σε εί­δα να κά­θε­σαι αυ­τού
Εί­πα ας του μι­λή­σου­με του αδερ­φού
Δεν φαί­νε­ται χα­ρού­με­νος, εί­πα με τον εαυ­τό μου
Μπο­ρεί να πιά­σει τό­πο το κα­λό μου
Η βα­σι­λο­πού­λα μας, που λές, του βα­σι­λιά η χαϊ­δε­μέ­νη
Μην το σκέ­φτε­σαι κα­θό­λου, για σέ­να εί­ναι φτιαγ­μέ­νη
Για­τί εγώ, όπως βλέ­πεις, εί­μαι κιό­λας πα­ντρε­μέ­νος
Μα εσύ ’σαι λεύ­τε­ρος και κα­λο­κα­μω­μέ­νος.
Και για­τρός, αυ­τό που θέ­λουν, κα­τα­λα­βαί­νεις,
τί­πο­τα δεν δια­κιν­δυ­νεύ­εις
Για­τρός-Στρα­τιώ­της θα τους πεις
αξί­ζει η προ­σπά­θεια, κι ας μην τα κα­τα­φέ­ρεις.

Χτύ­πη­μα της γρο­θιάς του αφη­γη­τή στο τρα­πέ­ζι

Για­τί όχι;

Κι άλ­λο χτύ­πη­μα

Για­τί όχι, στο κά­τω κά­τω;
Κόλ­λα το αδερ­φέ κι ευ­χα­ρι­στώ !

Ση­κώ­νε­ται αμέ­σως και τρα­βά­ει
Μπρος στην αυ­λό­πορ­τα του βα­σι­λιά
Ρω­τά­νε οι φρου­ροί που πά­ει
Που πάω – Μα, στο βα­σι­λιά!!

(Ηχεί το «βα­σι­λι­κό μαρς» (Marche Royale). Όλα τα φώ­τα σβή­νουν.Ο αφη­γη­τής ανά­βει τα δύο φώ­τα στο τρα­πέ­ζι του)

Βά­λαν να παί­ξει μου­σι­κή, ο βα­σι­λιάς με δέ­χτη­κε
Πά­ει κα­λά.
Μου λέ­ει « Εί­στε για­τρός;»
Του λέω « ναι – στρα­τιω­τι­κός»
Για­τί ήρ­θαν, ξέ­ρε­τε, πολ­λοί
αλ­λά κα­λό δεν εί­δε η μι­κρή»
Και λέω εγώ: « Δεν εί­ναι ίδιοι όλοι οι για­τροί»
«Ωραία, τό­τε θα την δεί­τε το πρωί».

Ο αφη­γη­τής κρα­τά­ει μια τρά­που­λα και την στρι­φο­γυ­ρί­ζει στα χέ­ρια του

Πά­ει κα­λά σας λέω, μα το θεό !
Ο φί­λος εί­χε δί­κιο. Για­τί όχι εγώ;
Γυ­ναί­κα πά­λι να κρα­τά στην αγκα­λιά του
τό­σον και­ρό που έζη­σε στη μο­να­ξιά του.

Η ιστορία του στρατιώτη

( Ση­κώ­νε­ται η αυ­λαία. Μέ­σα στο ημί­φως βλέ­που­με μια αί­θου­σα πα­λα­τιού. Ο στρα­τιώ­της εί­ναι κα­θι­σμέ­νος με μια τρά­που­λα σε ένα μι­κρό τρα­πε­ζά­κι όμοιο με αυ­τό του αφη­γη­τή. Πά­νω του καί­νε επί­σης δυό κη­ρο­πή­για. Μια κα­να­τί­τσα κι ένα πο­τή­ρι όπως του αφη­γη­τή)

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ

Θα τα κα­τα­φέ­ρω; Τι λέ­νε τα χαρ­τιά;
Εφτά κού­πα, δέ­κα κού­πα, όλο κού­πες και καρ­δού­λες. Όλα τα ατού δι­κά μου εί­ναι

(πί­νει)

Και για­τί όχι εγώ δη­λα­δή; Για σκέ­ψου!
Νά ’χω μια γυ­ναί­κα όλη δι­κιά μου και να εί­ναι και κό­ρη βα­σι­λιά!

(Ο διά­βο­λος φα­νε­ρώ­νε­ται δί­πλα στο στρα­τιώ­τη κρα­τώ­ντας το βιο­λί πά­νω στην καρ­διά του)

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ

Σε πρό­λα­βε άλ­λος.

( Σιω­πή. Ο στρα­τιώ­της σκύ­βει το κε­φά­λι και μέ­νει ακί­νη­τος)

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ (γυρ­νώ­ντας γύ­ρω από το τρα­πέ­ζι)

Άδι­κα μου θυ­μώ­νεις.
Εί­χες λε­φτά όσα κα­νείς
για ένα πεί­σμα πά­νε όλα.
Φτω­χέ μου, εί­σαι χα­μέ­νος τώ­ρα

(Και­νούρ­για σιω­πή. Ο στρα­τιώ­της μέ­νει πά­ντα ακί­νη­τος)

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ (ει­ρω­νι­κά)

Εφτά κού­πα, δέ­κα κού­πα, ντά­μα κού­πα. Όλα κα­λά.
Έλε­γες «Νά ’τη η ευ­τυ­χία». Με τό­ση σι­γου­ριά.
Και το πί­στευ­ες βα­θιά… Ή κά­νω κά­ποιο σφάλ­μα εδώ;

(Στρι­φο­γυρ­νά­ει γύ­ρω από το στρα­τιώ­τη κά­νο­ντας τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κά με το βιο­λί)

Μό­νο εγώ τό ’χω το για­τρι­κό.

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ (χα­μη­λό­φω­να)

Εί­ν’ αλή­θεια όσα λέ­ει, στο χέ­ρι με κρα­τά­ει
Το ’χει αυ­τός το για­τρι­κό
Τί­πο­τα δεν μου ’χει μεί­νει να σω­θώ.

(Από­το­μο στα­μά­τη­μα. Ύστε­ρα ο αφη­γη­τής στρί­βει στο πλάι και μι­λά­ει κα­τευ­θεί­αν στο στρα­τιώ­τη)

Μω­ρέ πά­ρε μπρος, όρ­μα του, κά­ντον μαύ­ρο στο ξύ­λο!

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ (ακί­νη­τος)

Δεν εί­ναι άν­θρω­πος. Τί­πο­τα δεν μπο­ρώ να του κά­νω.

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ

Μα ναι, μα ναι, σου λέω ! Κά­τι υπάρ­χει να τον βά­λεις κά­τω.
Ετού­τος σε κρα­τά­ει ακό­μα για­τι έχεις λε­φτά δι­κά του.

(Ο στρα­τιώ­της ση­κώ­νει το κε­φά­λι και κοι­τά­ει τον αφη­γη­τή)

Ξε­φορ­τώ­σου τα λε­φτά του να γλι­τώ­σεις.

Παίξ­τα στα χαρ­τιά. Θα σε κερ­δί­σει.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ (στον διά­βο­λο, από­το­μα)

Παί­ζεις; Έχω λε­φτά.

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ (στα­μα­τά­ει ξαφ­νια­σμέ­νος)

Τι πρά­μα;

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ

Σου λέω: Θες να παί­ξου­με;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ

Χρυ­σέ μου αν­θρω­πε (παίρ­νει μια κα­ρέ­κλα)
μ’ όλη μου την καρ­διά ( κά­θε­ται)

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ (στον στρα­τιώ­τη)

Θα σε νι­κή­σει. Θέ­λει πά­ντα να κερ­δί­ζει.
Κι εσύ θα χά­σεις. Κι ο χα­μέ­νος θα ‘ναι αυ­τός !

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ ( βγά­ζο­ντας τα χρή­μα­τα από τις τσέ­πες του)

Χρυ­σός, χαρ­το­νο­μί­σμα­τα, επι­τα­γές

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ (ακου­μπά­ει το βιο­λί στα γό­να­τά του)

Πο­λύ κα­λά

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ

Πό­σα;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ

Δέ­κα λε­πτά ο πό­ντος

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ

Δέ­κα φρά­γκα ο πό­ντος, αλ­λιώς δεν αξί­ζει ο κό­πος

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ

Όπως θέ­λεις, αλ­λά πρό­σε­ξε

        (ο στρα­τιώ­της ανα­κα­τεύ­ει ο διά­βο­λος κό­βει τα χαρ­τιά)

πά­ει το βι­βλίο, πά­ει το βιο­λί
μεί­ναν κά­τι ψι­λά, αν τα χά­σεις κι αυ­τά

        (παί­ζουν, ο διά­βο­λος κερ­δί­ζει)

θα ’ναι πια το τέ­λος
δεν υπάρ­χει μέλ­λον

        (παί­ζουν, ο διά­βο­λος κερ­δί­ζει)

Θα πει­νά­σεις. ΘΑ ΠΕΙ-ΝΑ-ΣΕΙΣ. Πεί­να!

        (Παί­ζουν, ο διά­βο­λος κερ­δί­ζει)

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ

Τα βλέ­πεις; Τί­πο­τα δεν θα σου μεί­νει
θα τρι­γυρ­νάς ξυ­πό­λυ­τος, γυ­μνός

        (Παί­ζουν, ο διά­βο­λος κερ­δί­ζει)

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ (στο στρα­τιώ­τη)

Θάρ­ρος. Βά­λε χι­λιά­ρι­κο.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ

Ένα χι­λιά­ρι­κο.

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ

Α, μα εσύ εί­σαι τε­λεί­ως τρε­λός

        (Παί­ζουν, ο διά­βο­λος κερ­δί­ζει)

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ ( φω­νά­ζο­ντας)

Πέ­ντε χι­λιά­δες.

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ

Πιο μα­λα­κά… φί­λε μου…, ... πιο μα…λα…κά

        (Παί­ζουν, ο διά­βο­λος κερ­δί­ζει)

Πάν..τως κέ…ρδι…σα πά..λι

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ ( μι­λώ­ντας πά­ντα στον στρα­τιώ­τη)

Βάλ­τα όλα

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ

Όλα τα λε­φτά μου!

(Βγά­ζει από την τσέ­πη του όσα λε­φτά του έχουν μεί­νει και τα πε­τά­ει στο τρα­πέ­ζι)

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ (ση­κώ­νε­ται αρ­γά)

Άσ­σος σπα­θί, άσ…σος σπα…θι, κι..εσύ;

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ

Ντά­μα κού­πα !

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ

Πά..πά …πά…λι ε…γώ

        (Πα­ρα­πα­τά­ει)

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ

Βλέ­πεις; ΒΛΕ­ΠΕΙΣ;

( Ο στρα­τιώ­της σπρώ­χνει πί­σω την κα­ρέ­κλα του βά­ζει τα χέ­ρια στους μη­ρούς του και σκύ­βο­ντας μπρος εξε­τά­ζει τον Διά­βο­λο που πα­ρα­παί­ει όλο και πε­ρι­σό­τε­ρο)

Βλέ­πεις; Βλέ­πεις; Πά­ει να πέ­σει.
Άκου. Για την ώρα δώ­σ’ του ένα χέ­ρι.
Να πιει κά­τι να τον συ­νε­φέ­ρει.
Πες του «Στην υγειά σου»

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ ( πη­γαί­νο­ντας προς τον Διά­βο­λο με ένα πο­τή­ρι)

Έλα πιες το θα σε συ­νε­φέ­ρει

(Ο Δια­βο­λος πα­ρα­πα­τώ­ντας προ­σπα­θεί να το σπρώ­ξει μα­κριά)

Σου λέω πιες, έλα κα­τέ­βα­σέ το

(Ανα­γκά­ζει τον Διά­βο­λο να πιει. Ξα­να­γε­μί­ζει το πο­τή­ρι)

Άντε, στην υγειά σου

        (ξα­να­γε­μί­ζο­ντας το πο­τή­ρι)

Άλ­λο ένα…

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ

Πά..ει πο…λύ. Δεν…

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ

Πρό­σε­χε, θα πέ­σει.

(Εντέ­λει ο Διά­βο­λος πέ­φτει προς τα πί­σω στην κα­ρέ­κλα και ο κορ­μός του γέρ­νει μπρός και σω­ριά­ζε­ται στο τρα­πέ­ζι. )

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ

Ελεύ­θε­ρος !! Ελεύ­θε­ρος!!

        (Σκύ­βει προς τον Διά­βο­λο και προ­σπα­θεί να πά­ρει το βιο­λί)

Ε, ε, μπας και μπο­ρώ τώ­ρα;

        (Ο Διά­βο­λος συ­σπά­ται)

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ

Δεν εί­ναι εντε­λώς αναί­σθη­τος

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ (Ο στρα­τιώ­της αδειά­ζει το πο­τή­ρι πολ­λές φο­ρές στο στό­μα του Δια­βό­λου)

Α, έτσι μπρά­βο…έλα, έλα, ΕΛΑ

        (Πε­ρι­μέ­νει λί­γο. Ο Διά­βο­λος δεν κου­νιέ­ται άλ­λο)

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ

Πάρ­το πί­σω τώ­ρα το κα­λό σου

(Ο Στρα­τιώ­της αρ­πά­ζει το βιο­λί και με­τά όρ­θιος στο πλάι του Δια­βό­λου αρ­χί­ζει να παί­ζει. Μου­σι­κή «Petit Concert». Ο Διά­βο­λος πέ­φτει από την κα­ρέ­κλα. Η αυ­λαία κα­τε­βαί­νει )

Βα­σι­λο­πού­λα μου κα­λή τώ­ρα μπο­ρώ να σου το πω
Αυ­τός που θα σε σώ­σει εί­ν’ εδώ
Σε λί­γη ώρα στο πλάι σου θα ‘ναι το παλ­λι­κά­ρι
Που το κα­κό από πά­νω σου θα πά­ρει.
Γρή­γο­ρα έξω απ’ την πόρ­τα σου θα στέ­κε­ται
Τώ­ρα που με τον εαυ­τό του ξα­να­βρέ­θη­κε
Θα ’ρ­θει και θα ’ρ­θει δυ­να­τός
Διέ­σχι­σε το θά­να­το και έφτα­σε γε­ρός.

        (Τέ­λος του «Petit Concert»)

Η ιστορία του στρατιώτη

Η αυ­λαία ση­κώ­νε­ται.

Φω­τα­ψία. Το δω­μά­τιο της βα­σι­λο­πού­λας. Εί­ναι ξα­πλω­μέ­νη φαρ­διά-πλα­τιά στο κρε­βά­τι της και δεν κου­νιέ­ται κα­θό­λου. Ο στρα­τιώ­της μπαί­νει και αρ­χί­ζει να παί­ζει. Μου­σι­κή. Ανοί­γει τα μά­τια της και στρέ­φει προς τον στρα­τιώ­τη. Ανα­κά­θε­ται στο κρε­βά­τι της.  Η αυ­λαία κα­τε­βαί­νει.

Χο­ροί μπρο­στά στην αυ­λαία. Tango, Valse, Rag-time. Τέ­λος της μου­σι­κής.
Η αυ­λαία ση­κώ­νε­ται

Ίδιο σκη­νι­κό. Ο στρα­τιώ­της και η βα­σι­λο­πού­λα εί­ναι αγκα­λια­σμέ­νοι. Φο­βε­ρές κραυ­γές από τα πα­ρα­σκή­νια. Μπαί­νει ο Διά­βο­λος ντυ­μέ­νος σαν διά­βο­λος. Περ­πα­τά­ει στα τέσ­σε­ρα. Πρέ­πει να νιώ­θου­με ότι η δρά­ση που ξε­κί­νη­σε μπρο­στά από την αυ­λαία έχει με­τα­φερ­θεί τώ­ρα στη σκη­νή. Οι χο­ρευ­τές μπο­ρούν να συμ­με­τέ­χουν. Ο Διά­βο­λος στιρ­φο­γυρ­νά­ει γύ­ρω από τον στρα­τιώ­τη, πό­τε ικε­τεύ­ο­ντάς τον να του πα­ρα­δώ­σει το βιο­λί και πό­τε προ­σπα­θώ­ντας να το αρ­πά­ξει, ενώ ο στρα­τιώ­της τον κρα­τά­ει σε από­στα­ση με το δο­ξά­ρι. Η βα­σι­λο­πού­λα έχει κρυ­φτεί πί­σω από την πλά­τη του στρα­τιώ­τη και κα­θώς κι­νεί­ται αυ­τός κι­νεί­ται κι αυ­τή πά­ντα μέ­νο­ντας κρυμ­μέ­νη πί­σω από την πλά­τη του. Ο Διά­βο­λος, με­ρι­κές φο­ρές πέ­φτο­ντας πί­σω και με­ρι­κές φο­ρές ορ­μώ­ντας μπρος επι­τα­χύ­νει τις κι­νή­σεις του. Ο στρα­τιώ­της έχει μια ιδέα. Αρ­χί­ζει να παί­ζει το βιο­λί του. Μου­σι­κή «Danse du Diable». Συ­σπά­σεις. Ο Διά­βο­λος προ­σπα­θεί να κρα­τή­σει ακί­νη­τα τα πό­δια του αλ­λά επη­ρε­ά­ζε­ται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο. Πέ­φτει εξα­ντλη­μέ­νος. Ο στρα­τιώ­της παίρ­νει τη βα­σι­λο­πού­λα από το χέ­ρι. Εκεί­νη δεν εί­ναι φο­βι­σμέ­νη πια. Η βα­σι­λο­πού­λα χο­ρεύ­ει γύ­ρω από τον Διά­βο­λο. Με­τά. Με ένα νεύ­μα του στρα­τιώ­τη, πιά­νει τον Διά­βο­λο από το ένα άκρο και μα­ζί τον σέρ­νουν στα πα­ρα­σκή­νια. Γυρ­νούν στο κέ­ντρο της σκη­νής και πέ­φτουν ο ένας στην αγκα­λιά του άλ­λου.

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ (προ­βάλ­λο­ντας από­το­μα το κε­φά­λι του από την πόρ­τα στο βά­θος. ‘Chanson du diable)

Κι αν για τώ­ρα πά­ει κα­λά,
το βα­σί­λειο μια στα­λιά

(ο στρα­τιώ­της και η βα­σι­λο­πού­λα στρέ­φο­νται προς το Διά­βο­λο. Με­τά όπως πρώ­τα)

κι όποιος τα σύ­νο­ρα περ­νά,
στα νύ­χια μου ξα­να­γυρ­νά.

(Ίδιο παι­χνί­δι)

Και το σκοι­νί πο­λύ ας μην τε­ντω­θεί
για­τί η κυ­ρά μας θα ξα­να­κρε­βα­τω­θεί
και το βα­σι­λό­που­λο ας το συ­ναι­σθαν­θεί
πως η υπο­μο­νή μου έχει εξα­ντλη­θεί

(ίδιο παι­χνί­δι)

Εκεί κά­τω θα σπα­ρά­ζει
Θα ψή­νε­ται και θα ου –ρρρ-λιάζει

(ίδιο παι­χνί­δι. Πρώ­τη φρά­ση του «choral» κα­θώς κα­τε­βαί­νει η αυ­λαία)

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ

Δεν πρέ­πει να ζη­τάς δυο τύ­χες
κι αυ­τήν που έχεις κι αυ­τήν που εί­χες
και ού­τε πρέ­πει να κρα­τάς μα­ζί
ό,τι εί­χες πριν κι ότι πο­θείς.

Πρέ­πει να ξέ­ρεις να δια­λέ­γεις.
Κα­νείς δεν επι­τρέ­πε­ται όλα να τα μα­ζεύ­ει.

Μια ευ­τυ­χία εί­ναι όλη η ευ­τυ­χία
Δυό εί­ναι ίσες με κα­μία.

(Choral)

«Όλα τα ’χω, όλα» σκέ­φτε­ται αυ­τός
Ένα πρωί όμως αυ­τή του λέ­ει
«Δεν ξέ­ρω τί­πο­τε για σέ­να, πες μου
Λί­γο για σέ­να μί­λη­σέ μου».

(Choral)

Ήτα­νε τον πα­λιό και­ρό
που ήμουν ακό­μη στο στρα­τό
ζού­σα στης μά­νας το χω­ριό
μα εί­ναι μα­κριά από δω

(τέ­λος του Choral)

«Αχ! Αν πη­γαί­να­με ως εκεί»
«Αυ­τή εί­ναι απα­γο­ρευ­μέ­νη ευ­χή»
Μα γρή­γο­ρα θα ξα­ναρ­θού­με
Και κα­νε­νός δεν θα το πού­με
Στα μά­τια τον κοι­τά­ζει και του ξα­να­λέ­ει
Το ξέ­ρω πως το θες κι εσύ
Μα ναι, κι εσύ, κι εσύ, κι εσύ
Αφού το βλέ­πω, θες κι εσύ
Αυ­τός της λέ­ει «Εί­σαι τρε­λή»
Εκεί­νη όλο κι επι­μέ­νει
Και να ’την που τον κα­τα­φέρ­νει
Μέ­σα του φου­ντώ­νει η νο­σταλ­γία
Δεν θέ­λει να του φύ­γει η ευ­και­ρία
Σκέ­φτε­ται: ίσως η μά­να με γνω­ρί­σει
Κι έρ­θει μα­ζί μας πια να ζή­σει
Η ψυ­χή του γα­λη­νεύ­ει
Ξε­χνά τον κίν­δυ­νο που ενε­δρεύ­ει

(Εκεί­νη τη στιγ­μή ο Διά­βο­λος περ­νά­ει μπρο­στά από την αυ­λαία φο­ρώ­ντας ένα υπέ­ρο­χο κόκ­κι­νο κο­στού­μι)

Ξε­κί­νη­σαν, σχε­δόν φτά­νουν στο χω­ριό
φαί­νε­ται το κα­μπα­να­ριό
φτά­νει εκεί­νος πρώ­τος στην άκρη
εκεί­νη μέ­νει λί­γο πιο πί­σω μο­νά­χη

    (Ο Διά­βο­λος ξα­να­περ­νά μπρο­στά από την αυ­λαία)

αυ­τός γυ­ρί­ζει να τη δει, να τη φω­νά­ξει…

(Η αυ­λαία ση­κώ­νε­ται. Ίδιο σκη­νι­κό με την δεύ­τε­ρη σκη­νή. Το κα­μπα­να­ριό του χω­ριού και το ορό­ση­μο στο σύ­νο­ρο. Βλέ­που­με τον στρα­τιώ­τη που έχει γυ­ρι­σμέ­νο το κε­φά­λι και κά­νει σι­νιά­λα. Ξα­ναρ­χί­ζει να περ­πα­τά­ει και φτά­νει στο ορό­ση­μο. Ο Διά­βο­λος του βγαί­νει μπρο­στά. Κρα­τά­ει πά­λι το βιο­λί και παί­ζει. Μου­σι­κή. «Marche triomphale du diable».

Ο στρα­τιώ­της σκύ­βει το κε­φά­λι. Ακο­λου­θεί τον Διά­βο­λο, πο­λύ αρ­γά, χω­ρίς αντί­στα­ση. Τον φω­νά­ζουν από τα πα­ρα­σκή­νια. Γυ­ρί­ζει μια στιγ­μή. Ο Διά­βο­λος επι­μέ­νει. Ο Διά­βο­λος και ο στρα­τιώ­της φεύ­γουν από τη σκη­νή. Ξα­να­φω­νά­ζουν τε­λευ­ταία φο­ρά τον στρα­τιώ­τη. Η αυ­λαία κα­τε­βαί­νει αρ­γά. Τέ­λος της μουσι­κής.)


Τ • Ε • Λ • Ο • Σ

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: