Χάρτης 9 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://www.hartismag.gr/hartis-9/hartaki/h-istoria-toy-stratiwth
[ Δεύτερο και τελευταίο μέρος ]
Η Ιστορία του στρατιώτη (L’ Histoire du Soldat) είναι μια παραβολή για τον πειρασμό και πώς μπορεί να κάνει τον άνθρωπο παιχνίδι στα χέρια της εξουσίας. Βασίζεται στο παραδοσιακό ρωσικό παραμύθι «Ο στρατιώτης και ο Θάνατος» (γνωστό και ως «Ο λιποτάκτης και ο Διάβολος») που περιγράφει την ιστορία ενός φαντάρου που υπηρέτησε πιστά για 25 χρόνια τον Τσάρο και μην έχοντας αποκομίσει παρά τρία παξιμάδια για περιουσία αποφασίζει να λιποτακτήσει. Στην φυγή του συναντάει τον Διάβολο / Θάνατο (στα ρωσικά ο θάνατος είναι θηλυκού γένους) που παίζει με την ανάγκη του και την στέρησή του και τον οδηγεί στην καταστροφή. Το γαλλικό λιμπρέτο έγραψε ο Ελβετός συγγραφέας Charles Ferdinand Ramuz στην κορύφωση του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και μας παρουσιάζει τον στρατιώτη να δίνει το αγαπημένο βιολί του στον διάβολο με αντάλλαγμα την υπόσχεση για πλούτη. Την μουσική συνέθεσε ο Igor Stravisnsky το 1918, για ένα σεπτέτο με βιολί, κοντραμπάσο, κλαρινέτο, φαγκότο, κορνέτα (ή τρομπέτα), τρομπόνι και κρουστά (γκραν-κάσα, ταμπούρλο, τύμπανα, κύμβαλα, τρίγωνο). Την ιστορία αφηγούνται τρείς ηθοποιοί: ο στρατιώτης, ο διάβολος και ο αφηγητής. Μια χορεύτρια παίζει τον ( βουβό) ρόλο της πριγκήπισσας και μπορεί να υπάρχουν και άλλοι χορευτές. Λόγω των ποικίλων συγχρονισμών που χρειάζεται οι μουσικοί συνήθως διευθύνονται από μαέστρο. Η πρεμιέρα του έργου έγινε στη Λωζάννη στις 28/9/1918 με την χορηγία του Ελβετού φιλάνθρωπου Werner Reinhart, στον οποίο έχει αφιερώσει το έργο ο Stravinsky.
Η παράσταση διαρκεί περίπου μία ώρα.
•
H ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ
(1918)
Για να διαβαστεί, να παιχτεί και να χορευτεί
[ Ολόκληρο το λιμπρέτο του C.F. Ramuz ]
Ορχήστρα
βιολί, κοντραμπάσο, κλαρινέτο, φαγκότο, κορνέτα, τρομπόνι, σειρά κρουστών (γκραν-κάσα, ταμπούρλο, τύμπανα, κύμβαλα, τρίγωνο)
Χαρακτήρες
ο Αφηγητής, ο Στρατιώτης, ο Διάβολος
Βουβά πρόσωπα
Η Πριγκίπισσα, δύο Χορεύτριες
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Το χωριό είναι κοντά
Αλλ’ αυτός δε σταματά
Περπατάει ευθεία γραμμή
το χωριό είναι από κει.
Το ρυάκι, πάει, το γεφύρι πάει…
Ποιός το ξέρει πού τραβάει;
(Τέλος μουσικής)
δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος, δεν το ξέρει ούτε κι αυτός,
θέλει μόνο να φύγει μακριά
γιατί δεν αντέχει πια.
Τίποτε δεν κράτησε από τα παλιά του πλούτη, τά ’χει ξεφορτωθεί
Τίποτε δεν είπε σε ψυχή, φεύγει όπως-όπως, να σωθεί
Κι έτσι είναι πάλι μες στο χρόνο
Μείον το σάκο και τα πράματά του, μόνο.
(Ξαναρχίζει η μουσική «Airs de marche»)
Νά, τραβάει προς το χωριό του
είν’ εκεί το σπιτικό του
αλλ’ αυτός είν’ άλλος πια
φεύγει πάλι, δεν γυρνά
Περνά και ξαναπερνά
περπατά, όλο περπατά
(τέλος μουσικής)
Τώρα, μια άλλη χώρα
κι ένα χωριό κάπου κει πέρα
«Να μπω;» σκέφτεται – μπαίνει
Βγαίνει μπροστά του ένα πανδοχείο – μπήκε κι εκεί,
παράγγειλε ένα κατοστάρι, μόλις κι εκείνο κατεβεί
ύστερα τι;
Να χαζεύει αρχίζει, να κοιτάζει
μέσα απ’ τα τετραγωνάκια
τα κενά στα κουρτινάκια
από άσπρη μουσελίνα που ανασηκώνουν μαλακά
κόκκινα δαχτυλίδια από χοντρό ταφτά
όμορφα κουρτινάκια κατάλευκα κομψά
βλέπει τα φύλλα που κουνιούνται απέξω ελαφρά
Αλλά τι ’ναι αυτό; Έξαφνα πλήθος έξω απ’ το φούρνο…
Αρχινάει να κροταλίζει το ταμπούρλο
Χτυπάνε το ταμπούρλο για την κόρη του βασιλιά
(του βασιλιά του βασιλείου εδωνά)
που είναι άρρωστη και δεν κοιμάται πια
δεν τρώει, δεν μιλάει πια
Και με τον ήχο του ταμπούρλου ο βασιλιάς ανακοινώνει αυτά:
Πως θα δοθεί η κόρη του βασιλιά
(του βασιλιά του βασιλείου εδωνά)
Σε όποιον την κάνει πάλι καλά …
Την ώρα εκείνη ακριβώς μπαίνει ένας άντρας και του λέει
Βρε καλώς το το αδέρφι
(κι ας μη σε ξέρω απ’ το χωριό
αλλά κι εγώ ήμουν στο στρατό)
Γι αυτό σε λέω έτσι, κι όταν σε είδα να κάθεσαι αυτού
Είπα ας του μιλήσουμε του αδερφού
Δεν φαίνεται χαρούμενος, είπα με τον εαυτό μου
Μπορεί να πιάσει τόπο το καλό μου
Η βασιλοπούλα μας, που λές, του βασιλιά η χαϊδεμένη
Μην το σκέφτεσαι καθόλου, για σένα είναι φτιαγμένη
Γιατί εγώ, όπως βλέπεις, είμαι κιόλας παντρεμένος
Μα εσύ ’σαι λεύτερος και καλοκαμωμένος.
Και γιατρός, αυτό που θέλουν, καταλαβαίνεις,
τίποτα δεν διακινδυνεύεις
Γιατρός-Στρατιώτης θα τους πεις
αξίζει η προσπάθεια, κι ας μην τα καταφέρεις.
Χτύπημα της γροθιάς του αφηγητή στο τραπέζι
Γιατί όχι;
Κι άλλο χτύπημα
Γιατί όχι, στο κάτω κάτω;
Κόλλα το αδερφέ κι ευχαριστώ !
Σηκώνεται αμέσως και τραβάει
Μπρος στην αυλόπορτα του βασιλιά
Ρωτάνε οι φρουροί που πάει
Που πάω – Μα, στο βασιλιά!!
(Ηχεί το «βασιλικό μαρς» (Marche Royale). Όλα τα φώτα σβήνουν.Ο αφηγητής ανάβει τα δύο φώτα στο τραπέζι του)
Βάλαν να παίξει μουσική, ο βασιλιάς με δέχτηκε
Πάει καλά.
Μου λέει « Είστε γιατρός;»
Του λέω « ναι – στρατιωτικός»
Γιατί ήρθαν, ξέρετε, πολλοί
αλλά καλό δεν είδε η μικρή»
Και λέω εγώ: « Δεν είναι ίδιοι όλοι οι γιατροί»
«Ωραία, τότε θα την δείτε το πρωί».
Ο αφηγητής κρατάει μια τράπουλα και την στριφογυρίζει στα χέρια του
Πάει καλά σας λέω, μα το θεό !
Ο φίλος είχε δίκιο. Γιατί όχι εγώ;
Γυναίκα πάλι να κρατά στην αγκαλιά του
τόσον καιρό που έζησε στη μοναξιά του.
( Σηκώνεται η αυλαία. Μέσα στο ημίφως βλέπουμε μια αίθουσα παλατιού. Ο στρατιώτης είναι καθισμένος με μια τράπουλα σε ένα μικρό τραπεζάκι όμοιο με αυτό του αφηγητή. Πάνω του καίνε επίσης δυό κηροπήγια. Μια κανατίτσα κι ένα ποτήρι όπως του αφηγητή)
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Θα τα καταφέρω; Τι λένε τα χαρτιά;
Εφτά κούπα, δέκα κούπα, όλο κούπες και καρδούλες. Όλα τα ατού δικά μου είναι
(πίνει)
Και γιατί όχι εγώ δηλαδή; Για σκέψου!
Νά ’χω μια γυναίκα όλη δικιά μου και να είναι και κόρη βασιλιά!
(Ο διάβολος φανερώνεται δίπλα στο στρατιώτη κρατώντας το βιολί πάνω στην καρδιά του)
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Σε πρόλαβε άλλος.
( Σιωπή. Ο στρατιώτης σκύβει το κεφάλι και μένει ακίνητος)
ΔΙΑΒΟΛΟΣ (γυρνώντας γύρω από το τραπέζι)
Άδικα μου θυμώνεις.
Είχες λεφτά όσα κανείς
για ένα πείσμα πάνε όλα.
Φτωχέ μου, είσαι χαμένος τώρα
(Καινούργια σιωπή. Ο στρατιώτης μένει πάντα ακίνητος)
ΔΙΑΒΟΛΟΣ (ειρωνικά)
Εφτά κούπα, δέκα κούπα, ντάμα κούπα. Όλα καλά.
Έλεγες «Νά ’τη η ευτυχία». Με τόση σιγουριά.
Και το πίστευες βαθιά… Ή κάνω κάποιο σφάλμα εδώ;
(Στριφογυρνάει γύρω από το στρατιώτη κάνοντας ταχυδακτυλουργικά με το βιολί)
Μόνο εγώ τό ’χω το γιατρικό.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ (χαμηλόφωνα)
Είν’ αλήθεια όσα λέει, στο χέρι με κρατάει
Το ’χει αυτός το γιατρικό
Τίποτα δεν μου ’χει μείνει να σωθώ.
(Απότομο σταμάτημα. Ύστερα ο αφηγητής στρίβει στο πλάι και μιλάει κατευθείαν στο στρατιώτη)
Μωρέ πάρε μπρος, όρμα του, κάντον μαύρο στο ξύλο!
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (ακίνητος)
Δεν είναι άνθρωπος. Τίποτα δεν μπορώ να του κάνω.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Μα ναι, μα ναι, σου λέω ! Κάτι υπάρχει να τον βάλεις κάτω.
Ετούτος σε κρατάει ακόμα γιατι έχεις λεφτά δικά του.
(Ο στρατιώτης σηκώνει το κεφάλι και κοιτάει τον αφηγητή)
Ξεφορτώσου τα λεφτά του να γλιτώσεις.
Παίξτα στα χαρτιά. Θα σε κερδίσει.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (στον διάβολο, απότομα)
Παίζεις; Έχω λεφτά.
ΔΙΑΒΟΛΟΣ (σταματάει ξαφνιασμένος)
Τι πράμα;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Σου λέω: Θες να παίξουμε;
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Χρυσέ μου ανθρωπε (παίρνει μια καρέκλα)
μ’ όλη μου την καρδιά ( κάθεται)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ (στον στρατιώτη)
Θα σε νικήσει. Θέλει πάντα να κερδίζει.
Κι εσύ θα χάσεις. Κι ο χαμένος θα ‘ναι αυτός !
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ( βγάζοντας τα χρήματα από τις τσέπες του)
Χρυσός, χαρτονομίσματα, επιταγές
ΔΙΑΒΟΛΟΣ (ακουμπάει το βιολί στα γόνατά του)
Πολύ καλά
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Πόσα;
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Δέκα λεπτά ο πόντος
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Δέκα φράγκα ο πόντος, αλλιώς δεν αξίζει ο κόπος
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Όπως θέλεις, αλλά πρόσεξε
(ο στρατιώτης ανακατεύει ο διάβολος κόβει τα χαρτιά)
πάει το βιβλίο, πάει το βιολί
μείναν κάτι ψιλά, αν τα χάσεις κι αυτά
(παίζουν, ο διάβολος κερδίζει)
θα ’ναι πια το τέλος
δεν υπάρχει μέλλον
(παίζουν, ο διάβολος κερδίζει)
Θα πεινάσεις. ΘΑ ΠΕΙ-ΝΑ-ΣΕΙΣ. Πείνα!
(Παίζουν, ο διάβολος κερδίζει)
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Τα βλέπεις; Τίποτα δεν θα σου μείνει
θα τριγυρνάς ξυπόλυτος, γυμνός
(Παίζουν, ο διάβολος κερδίζει)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ (στο στρατιώτη)
Θάρρος. Βάλε χιλιάρικο.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Ένα χιλιάρικο.
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Α, μα εσύ είσαι τελείως τρελός
(Παίζουν, ο διάβολος κερδίζει)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ ( φωνάζοντας)
Πέντε χιλιάδες.
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Πιο μαλακά… φίλε μου…, ... πιο μα…λα…κά
(Παίζουν, ο διάβολος κερδίζει)
Πάν..τως κέ…ρδι…σα πά..λι
ΑΦΗΓΗΤΗΣ ( μιλώντας πάντα στον στρατιώτη)
Βάλτα όλα
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Όλα τα λεφτά μου!
(Βγάζει από την τσέπη του όσα λεφτά του έχουν μείνει και τα πετάει στο τραπέζι)
ΔΙΑΒΟΛΟΣ (σηκώνεται αργά)
Άσσος σπαθί, άσ…σος σπα…θι, κι..εσύ;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Ντάμα κούπα !
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Πά..πά …πά…λι ε…γώ
(Παραπατάει)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Βλέπεις; ΒΛΕΠΕΙΣ;
( Ο στρατιώτης σπρώχνει πίσω την καρέκλα του βάζει τα χέρια στους μηρούς του και σκύβοντας μπρος εξετάζει τον Διάβολο που παραπαίει όλο και περισότερο)
Βλέπεις; Βλέπεις; Πάει να πέσει.
Άκου. Για την ώρα δώσ’ του ένα χέρι.
Να πιει κάτι να τον συνεφέρει.
Πες του «Στην υγειά σου»
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ( πηγαίνοντας προς τον Διάβολο με ένα ποτήρι)
Έλα πιες το θα σε συνεφέρει
(Ο Διαβολος παραπατώντας προσπαθεί να το σπρώξει μακριά)
Σου λέω πιες, έλα κατέβασέ το
(Αναγκάζει τον Διάβολο να πιει. Ξαναγεμίζει το ποτήρι)
Άντε, στην υγειά σου
(ξαναγεμίζοντας το ποτήρι)
Άλλο ένα…
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Πά..ει πο…λύ. Δεν…
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Πρόσεχε, θα πέσει.
(Εντέλει ο Διάβολος πέφτει προς τα πίσω στην καρέκλα και ο κορμός του γέρνει μπρός και σωριάζεται στο τραπέζι. )
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Ελεύθερος !! Ελεύθερος!!
(Σκύβει προς τον Διάβολο και προσπαθεί να πάρει το βιολί)
Ε, ε, μπας και μπορώ τώρα;
(Ο Διάβολος συσπάται)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Δεν είναι εντελώς αναίσθητος
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (Ο στρατιώτης αδειάζει το ποτήρι πολλές φορές στο στόμα του Διαβόλου)
Α, έτσι μπράβο…έλα, έλα, ΕΛΑ
(Περιμένει λίγο. Ο Διάβολος δεν κουνιέται άλλο)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Πάρτο πίσω τώρα το καλό σου
(Ο Στρατιώτης αρπάζει το βιολί και μετά όρθιος στο πλάι του Διαβόλου αρχίζει να παίζει. Μουσική «Petit Concert». Ο Διάβολος πέφτει από την καρέκλα. Η αυλαία κατεβαίνει )
Βασιλοπούλα μου καλή τώρα μπορώ να σου το πω
Αυτός που θα σε σώσει είν’ εδώ
Σε λίγη ώρα στο πλάι σου θα ‘ναι το παλλικάρι
Που το κακό από πάνω σου θα πάρει.
Γρήγορα έξω απ’ την πόρτα σου θα στέκεται
Τώρα που με τον εαυτό του ξαναβρέθηκε
Θα ’ρθει και θα ’ρθει δυνατός
Διέσχισε το θάνατο και έφτασε γερός.
(Τέλος του «Petit Concert»)
Η αυλαία σηκώνεται.
Φωταψία. Το δωμάτιο της βασιλοπούλας. Είναι ξαπλωμένη φαρδιά-πλατιά στο κρεβάτι της και δεν κουνιέται καθόλου. Ο στρατιώτης μπαίνει και αρχίζει να παίζει. Μουσική. Ανοίγει τα μάτια της και στρέφει προς τον στρατιώτη. Ανακάθεται στο κρεβάτι της. Η αυλαία κατεβαίνει.
Χοροί μπροστά στην αυλαία. Tango, Valse, Rag-time. Τέλος της μουσικής.
Η αυλαία σηκώνεται
Ίδιο σκηνικό. Ο στρατιώτης και η βασιλοπούλα είναι αγκαλιασμένοι. Φοβερές κραυγές από τα παρασκήνια. Μπαίνει ο Διάβολος ντυμένος σαν διάβολος. Περπατάει στα τέσσερα. Πρέπει να νιώθουμε ότι η δράση που ξεκίνησε μπροστά από την αυλαία έχει μεταφερθεί τώρα στη σκηνή. Οι χορευτές μπορούν να συμμετέχουν. Ο Διάβολος στιρφογυρνάει γύρω από τον στρατιώτη, πότε ικετεύοντάς τον να του παραδώσει το βιολί και πότε προσπαθώντας να το αρπάξει, ενώ ο στρατιώτης τον κρατάει σε απόσταση με το δοξάρι. Η βασιλοπούλα έχει κρυφτεί πίσω από την πλάτη του στρατιώτη και καθώς κινείται αυτός κινείται κι αυτή πάντα μένοντας κρυμμένη πίσω από την πλάτη του. Ο Διάβολος, μερικές φορές πέφτοντας πίσω και μερικές φορές ορμώντας μπρος επιταχύνει τις κινήσεις του. Ο στρατιώτης έχει μια ιδέα. Αρχίζει να παίζει το βιολί του. Μουσική «Danse du Diable». Συσπάσεις. Ο Διάβολος προσπαθεί να κρατήσει ακίνητα τα πόδια του αλλά επηρεάζεται όλο και περισσότερο. Πέφτει εξαντλημένος. Ο στρατιώτης παίρνει τη βασιλοπούλα από το χέρι. Εκείνη δεν είναι φοβισμένη πια. Η βασιλοπούλα χορεύει γύρω από τον Διάβολο. Μετά. Με ένα νεύμα του στρατιώτη, πιάνει τον Διάβολο από το ένα άκρο και μαζί τον σέρνουν στα παρασκήνια. Γυρνούν στο κέντρο της σκηνής και πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
ΔΙΑΒΟΛΟΣ (προβάλλοντας απότομα το κεφάλι του από την πόρτα στο βάθος. ‘Chanson du diable’)
Κι αν για τώρα πάει καλά,
το βασίλειο μια σταλιά
(ο στρατιώτης και η βασιλοπούλα στρέφονται προς το Διάβολο. Μετά όπως πρώτα)
κι όποιος τα σύνορα περνά,
στα νύχια μου ξαναγυρνά.
(Ίδιο παιχνίδι)
Και το σκοινί πολύ ας μην τεντωθεί
γιατί η κυρά μας θα ξανακρεβατωθεί
και το βασιλόπουλο ας το συναισθανθεί
πως η υπομονή μου έχει εξαντληθεί
(ίδιο παιχνίδι)
Εκεί κάτω θα σπαράζει
Θα ψήνεται και θα ου –ρρρ-λιάζει
(ίδιο παιχνίδι. Πρώτη φράση του «choral» καθώς κατεβαίνει η αυλαία)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Δεν πρέπει να ζητάς δυο τύχες
κι αυτήν που έχεις κι αυτήν που είχες
και ούτε πρέπει να κρατάς μαζί
ό,τι είχες πριν κι ότι ποθείς.
Πρέπει να ξέρεις να διαλέγεις.
Κανείς δεν επιτρέπεται όλα να τα μαζεύει.
Μια ευτυχία είναι όλη η ευτυχία
Δυό είναι ίσες με καμία.
(Choral)
«Όλα τα ’χω, όλα» σκέφτεται αυτός
Ένα πρωί όμως αυτή του λέει
«Δεν ξέρω τίποτε για σένα, πες μου
Λίγο για σένα μίλησέ μου».
(Choral)
Ήτανε τον παλιό καιρό
που ήμουν ακόμη στο στρατό
ζούσα στης μάνας το χωριό
μα είναι μακριά από δω
(τέλος του Choral)
«Αχ! Αν πηγαίναμε ως εκεί»
«Αυτή είναι απαγορευμένη ευχή»
Μα γρήγορα θα ξαναρθούμε
Και κανενός δεν θα το πούμε
Στα μάτια τον κοιτάζει και του ξαναλέει
Το ξέρω πως το θες κι εσύ
Μα ναι, κι εσύ, κι εσύ, κι εσύ
Αφού το βλέπω, θες κι εσύ
Αυτός της λέει «Είσαι τρελή»
Εκείνη όλο κι επιμένει
Και να ’την που τον καταφέρνει
Μέσα του φουντώνει η νοσταλγία
Δεν θέλει να του φύγει η ευκαιρία
Σκέφτεται: ίσως η μάνα με γνωρίσει
Κι έρθει μαζί μας πια να ζήσει
Η ψυχή του γαληνεύει
Ξεχνά τον κίνδυνο που ενεδρεύει
(Εκείνη τη στιγμή ο Διάβολος περνάει μπροστά από την αυλαία φορώντας ένα υπέροχο κόκκινο κοστούμι)
Ξεκίνησαν, σχεδόν φτάνουν στο χωριό
φαίνεται το καμπαναριό
φτάνει εκείνος πρώτος στην άκρη
εκείνη μένει λίγο πιο πίσω μονάχη
(Ο Διάβολος ξαναπερνά μπροστά από την αυλαία)
αυτός γυρίζει να τη δει, να τη φωνάξει…
(Η αυλαία σηκώνεται. Ίδιο σκηνικό με την δεύτερη σκηνή. Το καμπαναριό του χωριού και το ορόσημο στο σύνορο. Βλέπουμε τον στρατιώτη που έχει γυρισμένο το κεφάλι και κάνει σινιάλα. Ξαναρχίζει να περπατάει και φτάνει στο ορόσημο. Ο Διάβολος του βγαίνει μπροστά. Κρατάει πάλι το βιολί και παίζει. Μουσική. «Marche triomphale du diable».
Ο στρατιώτης σκύβει το κεφάλι. Ακολουθεί τον Διάβολο, πολύ αργά, χωρίς αντίσταση. Τον φωνάζουν από τα παρασκήνια. Γυρίζει μια στιγμή. Ο Διάβολος επιμένει. Ο Διάβολος και ο στρατιώτης φεύγουν από τη σκηνή. Ξαναφωνάζουν τελευταία φορά τον στρατιώτη. Η αυλαία κατεβαίνει αργά. Τέλος της μουσικής.)
Τ • Ε • Λ • Ο • Σ