To δουλεμπόριο εξελίχθηκε, από τα πρώτα χρόνια κιόλας της κατάκτησης του Νέου Κόσμου, σε εξαιρετικά προσοδοφόρα δραστηριότητα μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού και χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τέσσερις αιώνες για την κατάργησή του, που δεν σήμανε και το τέλος του. Η Μεσόγειος ανέπτυξε το δουλεμπόριο αιχμαλώτων πολέμων και πειρατείας, την προσφορά σκλάβων, που εντάσσονταν, μετά από πολύπλοκες διαδικασίες, δοκιμασίες και εκπαίδευσης, σε στρατεύματα Οθωμανών και Αράβων. Αφθονούν εξάλλου οι μαρτυρίες για τον εξισλαμισμό εκείνων των ανθρώπων και για την ένταξη γυναικών και παιδιών σε χαρέμια και στη διοίκηση, όπου η άνοδός τους στην ιεραρχία ήταν συχνή, αποτέλεσμα μηχανοραφιών, αλλά και επιλογής του σουλτανικού περιβάλλοντος. Η Ιστορία προσφέρει πολλά παραδείγματα σκλάβων που έφτασαν σε ύψιστα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα.
Αρκετές περιοχές της σημερινής Ελλάδας είχαν μερίδιο στο δουλεμπόριο. Ο περιηγητής Giovani Zuallardo, που στάθμευσε το 1586 στη Ζάκυνθο καθ’ οδόν προς τους Αγίους Τόπους, βεβαιώνει: «Στη Ζάκυνθο μεταφέρουν από την Αφρική μεγάλον αριθμό σκλάβων και των δύο φύλων και τους πουλάνε στους Τούρκους και στους Λεβαντίνους, σαράντα, πενήντα ή εξήντα τσεκίνια τον καθένα, ανάλογα με την αντοχή τους για εργασία». Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο Γάλλος Henri Castella υπογραμμίζει: «Είχα την ευκαιρία να περιδιαβάσω στο νησί ενώ ο καπετάνιος φόρτωνε κρασιά στο καράβι. Είδα ανάμεσα σε άλλα, να πουλάνε στην αγορά μαύρους, άντρες και γυναίκες, είκοσι, τριάντα, σαράντα και εξήντα σκούδα τον καθένα». Τα καράβια του Ιονίου φόρτωναν σκλάβους μαζί με εμπορεύματα και προορισμό τις Δαλματικές ακτές και τη Βενετία. Μαζί με αυτούς, Ελληνίδες μάγισσες και πόρνες, που έβρισκαν επαγγελματική απασχόληση στο λιμάνι και στις πολυάριθμες κοινότητες Γραικών, Λεβαντίνων, Μαλτέζων, Εβραίων και Σλαβώνων, της Γαληνοτάτης.
Η κατάργηση της δουλείας, η οποία πλέον δεν ήταν προσοδοφόρα, στα τέλη του 18ου αιώνα, καθώς το γηγενές ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό αφθονούσε, συμβαδίζει με την ηθική της εκμετάλλευσης, αλλά δε σημαίνει την υποχώρηση του ρατσισμού. Αν η δουλεία εννοούσε πως ένας έγχρωμος ήταν πράγμα (res), ο ρατσισμός πίστευε πως ένας έγχρωμος ήταν ον δεύτερης κατηγορίας, καταδικασμένο να ζει με αυτό το εκ φύσεως και εκ γενετής μειονέκτημα και όφειλε να μη μολύνει τη λευκή φυλή. Η δουλεία αντιλαμβανόταν τον μη λευκό κόσμο ως συμφέρουσα πηγή υλικών και πραγμάτων, ενώ ο ρατσισμός αντιλαμβανόταν τον ίδιο εκείνο κόσμο ως φιλοσοφική υστέρηση.
Λίγα έχουν γραφεί για τη δουλεία στον καιρό της, πάμπολλα για τον ρατσισμό στη δική του ώρα. Δικαιολογείται λοιπόν ο Άγγλος πλοίαρχος του εμπορικού σκάφους «Zong», νηολογημένου στο Λίβερπουλ, που το έτος 1781 ταξίδευε με δεκαπενταμελές πλήρωμα από την Αφρική προς τη Τζαμάικα, μεταφέροντας στα αμπάρια του με κατάλληλη στοιβασία τετρακόσιους σαράντα δούλους προς πώληση. Διαπιστώνοντας ότι εκατόν τριάντα δύο από αυτούς είχαν προσβληθεί από δυσεντερία και φοβούμενος ότι το κακό θα μεταδιδόταν στο υπόλοιπο φορτίο, πέταξε τους ασθενείς στη θάλασσα και συμπλήρωσε τα έντυπα που χρειάζονταν προς απαίτηση από την ασφαλιστική εταιρεία του πλοίου της δέουσας αποζημίωσης λόγω της απώλειας μέρους του φορτίου του (partial claim). Η επιχειρηματολογία του είχε ως εξής: λόγω της έλλειψης νερού στο σκάφος, είχε υποχρεωθεί να προβεί «εις θεμιτήν εξ ανάγκης εγκατάλειψιν μέρους του φορτίου δούλων και κατώτερων ανθρώπινων όντων, ίση προς το 30% της προβλεπόμενης εκ του ασφαλιστηρίου συμβολαίου αποζημιώσεως».
1785, Το ξυλοκάνατο
Κανάτι ξυλοκάνατο με ντούγες και ξυλόπροκες βγάζει δικούς του στίχους. Ο ποιητής ανώνυμος, ανώνυμος κι ο τόπος του.
Στη βρύση στέκω και διψώ, ζεστό νερό δεν πίνω,
κοιτάζοντα τες όμορφες, κοιτάζοντα τες ρούσες,
μου κλέψαν το κανάτι μου, μού πίνουν το νερό του.
– Κανάτι, ξυλοκάνατο, να είχα το ριζικό σου.
Γιώργος Ιωάννου, Τα δημοτικά μας τραγούδια, εκδ. Ερμής χ.χ., σελ. 141
Λαογραφικό Μουσείο Μετσόβου
Οι ξύλινες κασέλες
Χίλια μύρια τα κανάτια, δεν χωρούν όμως τα ρούχα, τα ασπρόρουχα, τα «σχολιάτικα» για τις γιορτές και σχόλες, τα κεντήματα και τα τζοβαϊρια, τα δαχτυλίδια και τα στέφανα, τα προικιά, «βγάλε, γυναίκα μου, τον γκρα απ’ την παλιοκασέλα». Καλά τα κανάτια, αλλά καλύτερη η κασέλα για να γράφεις στις εσωτερικές επιφάνειες του ξύλου της ημερομηνίες γέννησης παιδιών και εγγονών, ονόματα νεκρών και ξενητεμένων. Καλά τα κανάτια, δεν μπορείς όμως να τα ανοίξεις όπως ανοίγονται οι κασέλες –με τις περίτεχνες κλειδαριές και τα ξυλόγλυπτα μοτίβα και τις ζωγραφιές– στις αρχές του καλοκαιριού ή την Πεντηκοστή ή του Άι-Γιαννιού του Κλύδωνα, για να βγουν τα ρούχα να τα δει ο ήλιος και να τα κουνήσει ο αέρας, να πάρουν ανάσα. Να αλλάξουν τα περυσινά φύλλα αψιθέας, καπνού, λεβάντας, βάγια, δαδί από κυπαρίσσι, που διώχνουν το σκόρο και ό,τι άλλο πάει να βάλει ο Εξαποδώ για να μαγαρίσει αυτόν τον πλούτο του ευλογημένου από τον Θεό νοικοκυριού. Ανοίγονται με το μεγάλο κλειδί που φέρνει από τα εικονίσματα η νοικοκυρά. Και βρήκαμε το σημείωμα: «Μάτια μου, κανελόριζα, σε φιλώ γλυκά, έλαβα τους θερμούς χαιρετισμούς σου, υγείαν έχω και υγείαν ποθώ δια εσέ, μάτια μου, να έχομεν υγείαν, αγαπημένη μου, σαλπάρουμε αύριο Μόντε-βιδέο, παίρνω το δρόμο κι έρχομαι». Από τόσο μακριά ακουγόταν το τραγούδι.
Μωρ’ το δεντρί που βγάζει την κανέλα.
Αμάν, αν αρρωστήσω μάτια μου, πάρε το δρόμο κι έλα
κι αν δεν ερθείς, με τον καιρό έλα στο θάνατό μου.
Στην πόρτα που θα πρωτομπείς δεξιά μεριά ’ν’ το στρώμα.
Αμάν, σκύψε, αγαπημένη μου, και φίλει με στο στόμα
κι άπλωσε στην τσεπούλα μου και πάρε τα κλειδιά μου.
Αμάν, κι άνοιξε την κασέλα μου, βγάλε τα σάβανά μου,
και στο δεξί παράκλι της είναι μήλα και ρόδα.
Αμάν, και μοίρασ’ τα στις έμορφες να λεν τα μοιρολόγια.