Ση­μειώ­σεις από το πε­ρι­βάλ­λον. Κα­τα­γρα­φές από την επι­και­ρό­τη­τα ή πέ­ρα απ' αυ­τήν


[…]

Κι εγώ μέ­σα στους αχι­νούς / στις γού­βες στ’ αρ­μυ­ρί­κια
Σαν τους πα­λιούς θα­λασ­σι­νούς / ρω­τού­σα τα τζι­τζί­κια:

– Ε σεις τζι­τζί­κια μου άγ­γε­λοι / γεια σας κι η ώρα η κα­λή
Ο βα­σι­λιάς ο Ήλιος ζει; / κι όλ’ απο­κρί­νο­νται μα­ζί:

– Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει

[ Oδυσ­σέ­ας Eλύ­της, Τα ρω του έρω­τα ]

Ο Μορ­ντί­γιο δε μέ­νει πια εδώ

«Αφού δη­μιούρ­γη­σε τον κό­σμο, ο Θε­ός έπλα­σε τον άν­δρα και τη γυ­ναί­κα. Κα­τό­πιν δη­μιούρ­γη­σε την αί­σθη­ση του χιού­μορ. Ευ­τυ­χώς». Τα λό­για του Γκι­γιέρ­μο Μορ­ντί­γιο θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­χθούν στον τά­φο του. Ο θά­να­τός του, ακρι­βώς πριν ένα μή­να (1/7/2019) και λί­γο πριν γιορ­τά­σει τα 87α γε­νέ­θλιά του, άφη­σε ένα με­γά­λο κε­νό στην –ανε­ξά­ντλη­τη κα­τά τα άλ­λα– σά­τι­ρα. Ένας από τους πιο αγα­πη­μέ­νους καρ­του­νί­στες (στο χαρ­τί και στην οθό­νη), ο Γκι­γιέρ­μο Μορ­ντί­γιο υ Με­ρέ­ντεζ όπως ήταν το πλή­ρες όνο­μά του, γεν­νή­θη­κε στο Μπου­έ­νος Άι­ρες από γο­νείς Ισπα­νούς με­τα­νά­στες. Έμελ­λε να γί­νει –κυ­ριο­λε­κτι­κά– ένας πο­λί­της του κό­σμου, με πολ­λές χώ­ρες να τον φι­λο­ξε­νούν στη δη­μιουρ­γι­κή ζωή του.
Αφε­τη­ρία του η Αρ­γε­ντι­νή, όπου σε ηλι­κία μό­λις 18 ετών, ει­κο­νο­γρα­φεί με επι­τυ­χία παι­δι­κά βι­βλία και πα­ρου­σιά­ζει τις πρώ­τες ται­νί­ες του κι­νου­μέ­νων σχε­δί­ων στην τη­λε­ό­ρα­ση και τον κι­νη­μα­το­γρά­φο. Το 1955 τα­ξι­δεύ­ει στο Πε­ρού, δη­μιουρ­γεί χιου­μο­ρι­στι­κές κάρ­τες και δη­μο­σιεύ­ει τα πρώ­τα δείγ­μα­τα του με­τέ­πει­τα στιλ που τον χα­ρα­κτή­ρι­σε: 2-4 ει­κό­νες, σε ορι­ζό­ντιο «σι­νε­μα­σκόπ» format, ή σε κά­θε­τες στή­λες, πα­ρου­σιά­ζουν «τη­λε­γρα­φι­κά» μια πλή­ρη ιστο­ρία με αρ­χή, μέ­ση και τέ­λος. Η τέ­χνη του Μορ­ντί­γιο εί­ναι κα­τε­ξο­χήν οπτι­κή, με το απροσ­δό­κη­το να και­ρο­φυ­λα­κτεί στη γω­νία. Στο τέ­λος κά­θε οπτι­κού χάι-κου, επι­φύ­λασ­σε στους ανα­γνώ­στες την έκ­πλη­ξη ενός γκαγκ. Πά­ντα ανα­πά­ντε­χου, πά­ντα σκα­ντα­λιά­ρι­κου και πά­ντα ευ­φρό­συ­νου στο τε­λι­κό απο­τέ­λε­σμα.
Το τα­ξί­δι του στην Αμε­ρι­κή, το 1960, διεύ­ρυ­νε τους επαγ­γελ­μα­τι­κούς του ορί­ζο­ντες. Ο Μορ­ντί­γιο άφη­σε στην άκρη το θε­ό­τρε­λο χιού­μορ του και δού­λε­ψε για λί­γα χρό­νια σε ένα άλ­λο, δια­φο­ρε­τι­κό πε­δίο. Σε κά­τι που ήδη γνώ­ρι­ζε κα­λά. Από το σχε­δια­στή­ριό του, στα στού­ντιο της Πα­ρα­μά­ουντ όπου προ­σε­λή­φθη, βγή­καν αρ­κε­τές ται­νί­ες κι­νου­μέ­νων σχε­δί­ων με ετε­ρό­κλη­τους (σχε­δια­στι­κά και χιου­μο­ρι­στι­κά) πρω­τα­γω­νι­στές: Από τον Πο­πάι μέ­χρι τη Μι­κρή Λου­λού.
Επό­με­νος όσο και κα­θο­ρι­στι­κός σταθ­μός στη δου­λειά του ήταν η εγκα­τά­στα­ση στο Πα­ρί­σι, στα μι­σά της δε­κα­ε­τί­ας του ’60. Η φή­μη του εί­χε προη­γη­θεί και έτσι πε­ριο­δι­κά με­γά­λης κυ­κλο­φο­ρί­ας, όπως το γαλ­λι­κό Paris Match και το γερ­μα­νι­κό Stern, μα­ζί με διά­φο­ρους εκ­δο­τι­κούς οί­κους κό­μικς τού πρό­σφε­ραν την ευ­και­ρία να γί­νει ευ­ρύ­τα­τα γνω­στός. Αφί­σες, χιου­μο­ρι­στι­κές κάρ­τες, ημε­ρο­λό­για, παζλ και ένα σω­ρό άλ­λα προ­ϊ­ό­ντα με τις φι­γού­ρες του, κα­τέ­κλυ­σαν την αγο­ρά. Την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη δια­μόρ­φω­σε ορι­στι­κά το μι­νι­μα­λι­στι­κό στιλ που ακο­λού­θη­σε έκτο­τε. Σε μια συ­νέ­ντευ­ξή του απο­κά­λυ­ψε ότι οι χο­ντρές, πλα­κου­τσω­τές μύ­τες και τα γουρ­λω­μέ­να μά­τια που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τα αν­θρω­πά­κια του, ήταν εμπνευ­σμέ­να από τους επτά νά­νους της Χιο­νά­της, στην ται­νία κι­νου­μέ­νων σχε­δί­ων του Ντίσ­νεϊ που λά­τρευε.
Το σύ­μπαν που δη­μιούρ­γη­σε ο Μορ­ντί­γιο δεν εί­ναι κλει­στό. Αντί­θε­τα, επι­κοι­νω­νεί με το πνεύ­μα και το χιού­μορ πολ­λών συ­να­δέλ­φων του σε ολό­κλη­ρο τον κό­σμο. Δεν θα ήταν υπερ­βο­λή να ισχυ­ρι­στεί κά­ποιος ότι τα αστεία αν­θρω­πά­κια του Μορ­ντί­γιο «συ­νο­μι­λούν» ισό­τι­μα με τα αστεία αν­θρω­πά­κια του δι­κού μας Κυρ. Ού­τε θα ήταν υπερ­βο­λή να θε­ω­ρή­σει κα­νείς ότι τα ζώα που πρω­τα­γω­νι­στούν στα σκί­τσα του (από κα­μη­λο­παρ­δά­λεις μέ­χρι αγε­λά­δες και ιποπ­πο­τά­μους), κου­βα­λώ­ντας τα σπαρ­τα­ρι­στά βί­τσια και τον ασυ­γκρά­τη­το ερω­τι­σμό τους, εί­ναι εφά­μιλ­λα με κά­ποιους επι­γό­νους στην κι­βω­τό του Αρ­κά («Ξυ­πνάς μέ­σα μου το ζώο»).
Στη διάρ­κεια της κα­ριέ­ρας του, ο Μορ­ντί­γιο δη­μιούρ­γη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρα από 2.000 σκί­τσα, πα­ρά­γο­ντας, όπως εί­χε δη­λώ­σει, γύ­ρω στα 60-80 τον χρό­νο. Όλα χω­ρίς λό­για. Η αι­τία αυ­τής της κα­θο­λι­κής σι­γής στις ει­κό­νες εί­χε να κά­νει με τον Μορ­ντί­γιο και την αδυ­να­μία του να μά­θει γαλ­λι­κά. Αφού λοι­πόν δεν τα μι­λού­σε, επέ­βα­λε σιω­πη­τή­ριο και στους ήρω­ες του. Ότι έχουν να πουν, το λέ­νε με τη γλώσ­σα του σώ­μα­τος. Δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι ο σπου­δαί­ος μί­μος Μαρ­σέλ Μαρ­σό, προ­λο­γί­ζο­ντας ένα άλ­μπουμ με σκί­τσα του με­γά­λου Αρ­γε­ντί­νου, έγρα­ψε τα ακό­λου­θα: «Βα­θιά μέ­σα του εί­ναι ένας ποι­η­τής της μα­τιάς και της ψυ­χής. Οι χα­ρα­κτή­ρες του, πα­ρά­δο­ξοι και αστεί­οι, στέ­κο­νται μπρο­στά μας μαρ­τυ­ρώ­ντας την βα­θύ­τε­ρη ου­σία τους. Μέ­σω αυ­τών, ο ποι­η­τής Μορ­ντί­γιο απο­κα­λύ­πτει την πί­στη του στην υπε­ρο­χή του αν­θρώ­που».

Ένα ωραίο από­γευ­μα (πριν) τη με­γά­λη νύ­χτα…

― Ήρ­θα με το μπου­ζού­κι του Μάρ­κου, να σου πρω­το­παί­ξω τα τρα­γού­δια μας.
Έτσι μου εί­πε. Έτσι μου εί­χε πει εκεί­νο το πο­λύ φω­τει­νό για μέ­να από­γευ­μα ο Στέ­λιος ο Βαμ­βα­κά­ρης, μπαί­νο­ντας με την Εβε­λί­να Αγ­γέ­λου του στο σπί­τι μου.
Εί­χα­με χα­θεί τε­λεί­ως τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ομο­λο­γώ. Κι εί­χα­με γνω­ρι­στεί για το Μια Μέ­ρα τη Νύ­χτα του Πα­νου­σό­που­λου, όπου εγώ κι ο Πα­νου­σό­που­λος με­τά το σε­νά­ριο, και τα τρα­γού­δια μα­ζί με τη μου­σι­κή του Στέ­λιου θέ­λα­με, βοη­θή­σα­με όσο κα­λύ­τε­ρα να γί­νουν. (Στο στού­ντιο τον πρω­το­θυ­μά­μαι, λοι­πόν, με τον Γιάν­νη τον Μπαχ να εί­μα­στε και τη Μα­ρί­να τη Σκια­δα­ρέ­ση να ’χω φέ­ρει εγώ, να τρα­γου­δή­σει με την τζαζ-μπλούζ φω­νή της τα τρα­γού­δια).
Συ­μπα­θη­θή­κα­με, νο­μί­ζω, αμέ­σως με τον Στέ­λιο, που εντός του με τον Μάρ­κο τον πα­τέ­ρα του και τα μπλουζ πά­λευε συ­νέ­χεια ηρω­ι­κά. Έτσι με­τά, όταν μου το ζή­τη­σε, του έγρα­ψα μια σει­ρά τρα­γου­διών, το «Σαν Μάρ­κο Πό­λο», με τρεις στον τί­τλο αυ­τό μέ­σα του ση­μα­σί­ες, με πιο βα­θειά απ’ όλες το σαν, το άγιος. Τα τρα­γού­δια αυ­τά ο Στέ­λιος τα με­λο­ποί­η­σε όλα, αλ­λά πο­τέ δεν μπή­κε στο στού­ντιο να τα ηχο­γρα­φή­σει, για­τί και με την πρό­τα­ση που εί­χα­με τό­τε από την «Πρό­τα­ση» δεν συμ­φώ­νη­σε, άλ­λα σκε­φτό­ταν, άλ­λα σ’ επο­χές ήδη δύ­σκο­λες επι­θυ­μού­σε, ήθε­λε.
Έχω να πω: το μπου­ζού­κι που τον έσω­ζε, την ίδια στιγ­μή γε­ρός, πο­λύ γε­ρός αντί­πα­λος μια ζωή τού ήταν, αλ­λά η πρό­τα­σή του κι εν­δια­φέ­ρον με­γά­λο εί­χε, κι άμοι­ρη αξί­ας κα­θό­λου δεν ήταν, τα ρε­μπέ­τι­κα σαν μπλουζ, τα μπλουζ σαν ρε­μπέ­τι­κα.

Κά­ποιος μου εί­πε πως ο Στέ­λιος έφυ­γε στον ύπνο του. Όπως την αγω­νία της ηρε­μί­ας εί­χε πά­ντο­τε μέ­σα του, λι­γό­τε­ρες, πο­λύ λι­γό­τε­ρες να ήταν οι φω­νές που του μι­λού­σαν από τα πα­λιά, στα ση­με­ρι­νά, στην τέ­χνη, στον βίο του. Οπό­τε …
Οπό­τε να ξα­να­πώ: πο­λύ, πά­ρα πο­λύ συ­γκι­νή­θη­κα, όταν μπή­κε εκεί­νο το από­γευ­μα στο σπί­τι μου, να μου πει τα λό­για αυ­τά που μου εί­πε, που σας τα ξα­να­λέω:
― Ήρ­θα με το μπου­ζού­κι του Μάρ­κου, να σου πρω­το­παί­ξω τα τρα­γού­δια μας.

(Από το ανέκ­δο­το βι­βλίο Νουάρ Στιγ­μές)

1. Σαν Μάρ­κο Πό­λο (ο ανέκ­δο­τος κύ­κλος τρα­γου­διών του Σω­τή­ρη Κα­κί­ση) :
http://​mou​sika​proa​stia.​blo​gspo​t.​com/​2018/​10/​blog-​post_​6.​html
2. Ο υπνο­βά­της (από το σά­ου­ντρακ της ται­νί­ας του Γιώρ­γου Πα­νου­σό­που­λου «Μια μέ­ρα τη νύ­χτα») : Στί­χοι: Σω­τή­ρης Κα­κί­σης, Γιώρ­γος Πα­νου­σό­που­λος. Μου­σι­κή: Στέ­λιος Βαμ­βα­κά­ρης. Ερ­μη­νεία: Μα­ρί­να Σκια­δα­ρέ­ση
https://​www.​youtube.​com/​watch?​v=vdR​A0sR​YvGc

1781, «Zong»

To δου­λε­μπό­ριο εξε­λί­χθη­κε, από τα πρώ­τα χρό­νια κιό­λας της κα­τά­κτη­σης του Νέ­ου Κό­σμου, σε εξαι­ρε­τι­κά προ­σο­δο­φό­ρα δρα­στη­ριό­τη­τα με­τα­ξύ των δύο πλευ­ρών του Ατλα­ντι­κού και χρειά­στη­κε να πε­ρά­σουν σχε­δόν τέσ­σε­ρις αιώ­νες για την κα­τάρ­γη­σή του, που δεν σή­μα­νε και το τέ­λος του. Η Με­σό­γειος ανέ­πτυ­ξε το δου­λε­μπό­ριο αιχ­μα­λώ­των πο­λέ­μων και πει­ρα­τεί­ας, την προ­σφο­ρά σκλά­βων, που εντάσ­σο­νταν, με­τά από πο­λύ­πλο­κες δια­δι­κα­σί­ες, δο­κι­μα­σί­ες και εκ­παί­δευ­σης, σε στρα­τεύ­μα­τα Οθω­μα­νών και Αρά­βων. Αφθο­νούν εξάλ­λου οι μαρ­τυ­ρί­ες για τον εξι­σλα­μι­σμό εκεί­νων των αν­θρώ­πων και για την έντα­ξη γυ­ναι­κών και παι­διών σε χα­ρέ­μια και στη διοί­κη­ση, όπου η άνο­δός τους στην ιε­ραρ­χία ήταν συ­χνή, απο­τέ­λε­σμα μη­χα­νο­ρα­φιών, αλ­λά και επι­λο­γής του σουλ­τα­νι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Η Ιστο­ρία προ­σφέ­ρει πολ­λά πα­ρα­δείγ­μα­τα σκλά­βων που έφτα­σαν σε ύψι­στα πο­λι­τι­κά και στρα­τιω­τι­κά αξιώ­μα­τα.
Αρ­κε­τές πε­ριο­χές της ση­με­ρι­νής Ελ­λά­δας εί­χαν με­ρί­διο στο δου­λε­μπό­ριο. Ο πε­ρι­η­γη­τής Giovani Zuallardo, που στάθ­μευ­σε το 1586 στη Ζά­κυν­θο κα­θ’ οδόν προς τους Αγί­ους Τό­πους, βε­βαιώ­νει: «Στη Ζά­κυν­θο με­τα­φέ­ρουν από την Αφρι­κή με­γά­λον αριθ­μό σκλά­βων και των δύο φύ­λων και τους που­λά­νε στους Τούρ­κους και στους Λε­βα­ντί­νους, σα­ρά­ντα, πε­νή­ντα ή εξή­ντα τσε­κί­νια τον κα­θέ­να, ανά­λο­γα με την αντο­χή τους για ερ­γα­σία». Δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο Γάλ­λος Henri Castella υπο­γραμ­μί­ζει: «Εί­χα την ευ­και­ρία να πε­ρι­δια­βά­σω στο νη­σί ενώ ο κα­πε­τά­νιος φόρ­τω­νε κρα­σιά στο κα­ρά­βι. Εί­δα ανά­με­σα σε άλ­λα, να που­λά­νε στην αγο­ρά μαύ­ρους, άντρες και γυ­ναί­κες, εί­κο­σι, τριά­ντα, σα­ρά­ντα και εξή­ντα σκού­δα τον κα­θέ­να». Τα κα­ρά­βια του Ιο­νί­ου φόρ­τω­ναν σκλά­βους μα­ζί με εμπο­ρεύ­μα­τα και προ­ο­ρι­σμό τις Δαλ­μα­τι­κές ακτές και τη Βε­νε­τία. Μα­ζί με αυ­τούς, Ελ­λη­νί­δες μά­γισ­σες και πόρ­νες, που έβρι­σκαν επαγ­γελ­μα­τι­κή απα­σχό­λη­ση στο λι­μά­νι και στις πο­λυά­ριθ­μες κοι­νό­τη­τες Γραι­κών, Λε­βα­ντί­νων, Μαλ­τέ­ζων, Εβραί­ων και Σλα­βώ­νων, της Γα­λη­νο­τά­της.
Η κα­τάρ­γη­ση της δου­λεί­ας, η οποία πλέ­ον δεν ήταν προ­σο­δο­φό­ρα, στα τέ­λη του 18ου αιώ­να, κα­θώς το γη­γε­νές ευ­ρω­παϊ­κό ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό αφθο­νού­σε, συμ­βα­δί­ζει με την ηθι­κή της εκ­με­τάλ­λευ­σης, αλ­λά δε ση­μαί­νει την υπο­χώ­ρη­ση του ρα­τσι­σμού. Αν η δου­λεία εν­νο­ού­σε πως ένας έγ­χρω­μος ήταν πράγ­μα (res), ο ρα­τσι­σμός πί­στευε πως ένας έγ­χρω­μος ήταν ον δεύ­τε­ρης κα­τη­γο­ρί­ας, κα­τα­δι­κα­σμέ­νο να ζει με αυ­τό το εκ φύ­σε­ως και εκ γε­νε­τής μειο­νέ­κτη­μα και όφει­λε να μη μο­λύ­νει τη λευ­κή φυ­λή. Η δου­λεία αντι­λαμ­βα­νό­ταν τον μη λευ­κό κό­σμο ως συμ­φέ­ρου­σα πη­γή υλι­κών και πραγ­μά­των, ενώ ο ρα­τσι­σμός αντι­λαμ­βα­νό­ταν τον ίδιο εκεί­νο κό­σμο ως φι­λο­σο­φι­κή υστέ­ρη­ση.
Λί­γα έχουν γρα­φεί για τη δου­λεία στον και­ρό της, πά­μπολ­λα για τον ρα­τσι­σμό στη δι­κή του ώρα. Δι­καιο­λο­γεί­ται λοι­πόν ο Άγ­γλος πλοί­αρ­χος του εμπο­ρι­κού σκά­φους «Zong», νηο­λο­γη­μέ­νου στο Λί­βερ­πουλ, που το έτος 1781 τα­ξί­δευε με δε­κα­πε­ντα­με­λές πλή­ρω­μα από την Αφρι­κή προς τη Τζα­μάι­κα, με­τα­φέ­ρο­ντας στα αμπά­ρια του με κα­τάλ­λη­λη στοι­βα­σία τε­τρα­κό­σιους σα­ρά­ντα δού­λους προς πώ­λη­ση. Δια­πι­στώ­νο­ντας ότι εκα­τόν τριά­ντα δύο από αυ­τούς εί­χαν προ­σβλη­θεί από δυ­σε­ντε­ρία και φο­βού­με­νος ότι το κα­κό θα με­τα­δι­δό­ταν στο υπό­λοι­πο φορ­τίο, πέ­τα­ξε τους ασθε­νείς στη θά­λασ­σα και συ­μπλή­ρω­σε τα έντυ­πα που χρειά­ζο­νταν προς απαί­τη­ση από την ασφα­λι­στι­κή εται­ρεία του πλοί­ου της δέ­ου­σας απο­ζη­μί­ω­σης λό­γω της απώ­λειας μέ­ρους του φορ­τί­ου του (partial claim). Η επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία του εί­χε ως εξής: λό­γω της έλ­λει­ψης νε­ρού στο σκά­φος, εί­χε υπο­χρε­ω­θεί να προ­βεί «εις θε­μι­τήν εξ ανά­γκης εγκα­τά­λει­ψιν μέ­ρους του φορ­τί­ου δού­λων και κα­τώ­τε­ρων αν­θρώ­πι­νων όντων, ίση προς το 30% της προ­βλε­πό­με­νης εκ του ασφα­λι­στη­ρί­ου συμ­βο­λαί­ου απο­ζη­μιώ­σε­ως».


1785, Το ξυ­λο­κά­να­το

Κα­νά­τι ξυ­λο­κά­να­το με ντού­γες και ξυ­λό­προ­κες βγά­ζει δι­κούς του στί­χους. Ο ποι­η­τής ανώ­νυ­μος, ανώ­νυ­μος κι ο τό­πος του.

Στη βρύ­ση στέ­κω και δι­ψώ, ζε­στό νε­ρό δεν πί­νω,
κοι­τά­ζο­ντα τες όμορ­φες, κοι­τά­ζο­ντα τες ρού­σες,
μου κλέ­ψαν το κα­νά­τι μου, μού πί­νουν το νε­ρό του.
– Κα­νά­τι, ξυ­λο­κά­να­το, να εί­χα το ρι­ζι­κό σου.

Γιώρ­γος Ιω­άν­νου, Τα δη­μο­τι­κά μας τρα­γού­δια, εκδ. Ερ­μής χ.χ., σελ. 141


Λα­ο­γρα­φι­κό Μου­σείο Με­τσό­βου


Οι ξύ­λι­νες κα­σέ­λες

Χί­λια μύ­ρια τα κα­νά­τια, δεν χω­ρούν όμως τα ρού­χα, τα ασπρό­ρου­χα, τα «σχο­λιά­τι­κα» για τις γιορ­τές και σχό­λες, τα κε­ντή­μα­τα και τα τζο­βαϊ­ρια, τα δα­χτυ­λί­δια και τα στέ­φα­να, τα προι­κιά, «βγά­λε, γυ­ναί­κα μου, τον γκρα απ’ την πα­λιο­κα­σέ­λα». Κα­λά τα κα­νά­τια, αλ­λά κα­λύ­τε­ρη η κα­σέ­λα για να γρά­φεις στις εσω­τε­ρι­κές επι­φά­νειες του ξύ­λου της ημε­ρο­μη­νί­ες γέν­νη­σης παι­διών και εγ­γο­νών, ονό­μα­τα νε­κρών και ξε­νη­τε­μέ­νων. Κα­λά τα κα­νά­τια, δεν μπο­ρείς όμως να τα ανοί­ξεις όπως ανοί­γο­νται οι κα­σέ­λες –με τις πε­ρί­τε­χνες κλει­δα­ριές και τα ξυ­λό­γλυ­πτα μο­τί­βα και τις ζω­γρα­φιές– στις αρ­χές του κα­λο­και­ριού ή την Πε­ντη­κο­στή ή του Άι-Γιαν­νιού του Κλύ­δω­να, για να βγουν τα ρού­χα να τα δει ο ήλιος και να τα κου­νή­σει ο αέ­ρας, να πά­ρουν ανά­σα. Να αλ­λά­ξουν τα πε­ρυ­σι­νά φύλ­λα αψι­θέ­ας, κα­πνού, λε­βά­ντας, βά­για, δα­δί από κυ­πα­ρίσ­σι, που διώ­χνουν το σκό­ρο και ό,τι άλ­λο πά­ει να βά­λει ο Εξα­πο­δώ για να μα­γα­ρί­σει αυ­τόν τον πλού­το του ευ­λο­γη­μέ­νου από τον Θεό νοι­κο­κυ­ριού. Ανοί­γο­νται με το με­γά­λο κλει­δί που φέρ­νει από τα ει­κο­νί­σμα­τα η νοι­κο­κυ­ρά. Και βρή­κα­με το ση­μεί­ω­μα: «Μά­τια μου, κα­νε­λό­ρι­ζα, σε φι­λώ γλυ­κά, έλα­βα τους θερ­μούς χαι­ρε­τι­σμούς σου, υγεί­αν έχω και υγεί­αν πο­θώ δια εσέ, μά­τια μου, να έχο­μεν υγεί­αν, αγα­πη­μέ­νη μου, σαλ­πά­ρου­με αύ­ριο Μό­ντε-βι­δέο, παίρ­νω το δρό­μο κι έρ­χο­μαι». Από τό­σο μα­κριά ακου­γό­ταν το τρα­γού­δι.

Μω­ρ’ το δε­ντρί που βγά­ζει την κα­νέ­λα.
Αμάν, αν αρ­ρω­στή­σω μά­τια μου, πά­ρε το δρό­μο κι έλα
κι αν δεν ερ­θείς, με τον και­ρό έλα στο θά­να­τό μου.
Στην πόρ­τα που θα πρω­το­μπείς δε­ξιά με­ριά ’ν’ το στρώ­μα.
Αμάν, σκύ­ψε, αγα­πη­μέ­νη μου, και φί­λει με στο στό­μα
κι άπλω­σε στην τσε­πού­λα μου και πά­ρε τα κλει­διά μου.
Αμάν, κι άνοι­ξε την κα­σέ­λα μου, βγά­λε τα σά­βα­νά μου,
και στο δε­ξί πα­ρά­κλι της εί­ναι μή­λα και ρό­δα.
Αμάν, και μοί­ρα­σ’ τα στις έμορ­φες να λεν τα μοι­ρο­λό­για.

Ένα αξέ­χα­στο κα­λο­καί­ρι



Το κα­λο­καί­ρι ξε­κί­νη­σε πα­ρά­ξε­να και συ­νέ­χι­σε πα­ρά­ξε­να. Οι άν­θρω­ποι γύ­ρι­σαν ανά­πο­δα. Περ­πα­τού­σαν με τις πα­λά­μες των χε­ριών τους και στις πα­τού­σες φο­ρού­σαν μάλ­λι­νες πο­λύ­χρω­μες κάλ­τσες από ντρο­πή προς τον ου­ρα­νό. Τα δέν­δρα πα­ρέ­μει­ναν στη θέ­ση τους για χά­ρη των τζι­τζι­κιών. Πα­ρό­μοια συ­μπε­ρι­φο­ρά εί­χε και η θά­λασ­σα, στα­θε­ρή και γα­λά­ζια για χά­ρη των ναυα­γι­σμέ­νων, των ηλί­θιων πε­τρό­ψα­ρων και των φο­βι­σμέ­νων χτα­πο­διών.
Επα­νέρ­χο­μαι στους αν­θρώ­πους. Οι άν­θρω­ποι κι­νιό­νταν σε slow motion κι έβγα­ζαν βόλ­τα χε­λώ­νες αντί για σκύ­λους και λοι­πά οι­κό­σι­τα. Μια δαι­μό­νια γυ­ναί­κα έλε­γε ότι τις χε­λώ­νες τις έφε­ραν οι οι­κο­λό­γοι και οι κρυ­φο­κομ­μου­νι­στές, μα­ζί με τα φί­δια και τους λύ­κους. Τους αν­θρώ­πους τους έφε­ρε η θά­λασ­σα. Οι πα­ρα­λί­ες όμως εί­χαν γε­μί­σει από τα αντί­γρα­φα ενός και μο­να­δι­κού αν­θρώ­που, του θλιμ­μέ­νου Ιού­δα, αυ­τού που ανα­στή­θη­κε κα­τ’ απο­κο­πή, τρεις μέ­ρες αφό­του κρε­μά­στη­κε από την κου­τσου­πιά. Φο­ρού­σε βα­τρα­χο­πέ­δι­λα και στο στή­θος του δια­κρί­νο­νταν ακό­μη με­ρι­κά διά­σπαρ­τα λέ­πια. Στην κοι­λιά του ήταν κα­λά στε­ρε­ω­μέ­νη μια ση­μαία. «Μου τη δώ­ρη­σε μια γα­λο­πού­λα», υπο­στή­ρι­ζε, «μια λευ­κή γα­λο­πού­λα με μπλε απο­χρώ­σεις στα φτε­ρά». Ήταν βλαμ­μέ­νος αυ­τός ο τύ­πος και προ­κλη­τι­κός. Μό­νο οι χε­λώ­νες τον θαύ­μα­ζαν. Αρ­γό­τε­ρα τον μί­ση­σαν και τον έσφα­ξαν, αρ­χές Ιού­λη, σαν κο­τό­που­λο. Έγι­ναν κι άλ­λα τρα­γι­κά πράγ­μα­τα. Ευ­τυ­χώς ή δυ­στυ­χώς, σ’ ένα διά­λει­μα της ζω­ής, από το βά­θος του χρό­νου φά­νη­κε ο στρα­τη­γός Γκε­όρ­γκι Ζού­κοφ. Ήταν βα­θιά λυ­πη­μέ­νος και τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος. Με τα δυο του χέ­ρια κρα­τού­σε από τις μα­σχά­λες, σαν να ήταν μα­ριο­νέ­τα, έναν μι­κρό Δά­κη που τρα­γου­δού­σε «Τό­σα κα­λο­καί­ρια / μου `χαν φύ­γει από τα χέ­ρια / τό­σα κα­λο­καί­ρια που δε σ’ αγα­πού­σα….».
«Ποιος τον έστει­λε αυ­τόν;», ψι­θύ­ρι­σε η φί­λη μου και συ­μπλή­ρω­σε: «γλυ­κο­τρά­γου­δα του κώ­λου…». Την εί­χα νο­σταλ­γή­σει την αγκα­λιά της. Και τους αν­θρώ­πους εί­χα νο­σταλ­γή­σει και τον εαυ­τό μου εί­χα νο­σταλ­γή­σει.

Η βι­βλιο­θή­κη ζει


Αθη­ναϊ­κό σχο­λείο στη Λε­ω­φό­ρο Αλε­ξάν­δρας, 2019. Φωτ. Σω­τή­ρης Κα­κί­σης

Ανα­φο­ρές


Μι­κρός πο­λύ και ντρο­πα­λός

Διά­φα­νο χνού­δι στο πη­γού­νι
με μια φάλ­τσα ξυ­ρα­φιά στην άκρη.
Βο­λεύ­ει τα χέ­ρια του όπως όπως
και το τρυ­πη­μέ­νο δέρ­μα
λά­μπει μέ­σα απ' τα μα­νί­κια.
Ένα κα­το­στά­ρι­κο ζη­τά
και το βλέμ­μα των πε­ρα­στι­κών πα­γώ­νει
στα λευ­κά του δό­ντια.
Το ακου­μπώ δει­λά στην πα­λά­μη
κι απο­τολ­μώ: Τι θα το κά­νεις;
Να πά­ρω ένα κου­λού­ρι, πει­νάω.
Και κοι­νο­το­πί­ες και μο­νο­σύλ­λα­βα.

Μι­κρός πο­λύ και ντρέ­πε­ται
την πεί­να του θα­νά­του να ονο­μά­σει.

Χρι­στό­φο­ρος Λιο­ντά­κης, ποι­η­τής (1945-2019)

ΠΡΟ­ΣΕ­ΧΩΣ

Λό­γω αυ­το­νό­η­των δια­δι­κα­σιών, το επό­με­νο τεύ­χος του Χάρ­τη θα βγει, κα­τ’ εξαί­ρε­σιν, στις 10 Σε­πτεμ­βρί­ου, ενώ εξα­κο­λου­θούν να ετοι­μά­ζο­νται μι­κρά και με­γά­λα αφιε­ρώ­μα­τα και ανα­φο­ρές για τους:
Άδω­νη, Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη, Τά­σο Δε­νέ­γρη, Ίτα­λο Καλ­βί­νο, Χού­λιο Κορ­τά­σαρ, Γιάν­νη Πά­νου, Γιώρ­γο Πά­τσα, Έλ­λη Σκο­πε­τέα, κ.ά.

Με κά­θε νέο τεύ­χος του δια­δι­κτυα­κού Χάρ­τη, ανε­βαί­νει σκα­να­ρι­σμέ­νο κα­τά σει­ρά και το αντί­στοι­χο τεύ­χος του Χάρ­τη (1-26) της έντυ­πης πε­ριό­δου (1982-1988).