Μην φανταστείς πως ήταν εύκολο
να σπαταλιόμαστε, Οδυσσέα,
στα κάστρα και τις πολεμίστρες
και στα σκοτάδια
να μαντεύουμε τις φρυκτωρίες.
Και με το φως της μέρας πάλι,
ν’ αναζητούμε το λευκό πανί
ή το πλωτό σου σάβανο
στο σκουριασμένο πέλαγος.
Κι άλλες βραδιές
ν’ αφουγκραζόμαστε
τα βήματα της Πηνελόπης: τοκ, τοκ,
το βογκητό του αργαλειού της: τακ, τακ
και το ανατρίχιασμα του στημονιού,
καθώς το ξήλωνε κρυφά
η ξεροκέφαλη γυναίκα
τον θάνατό μας εξυφαίνοντας.
Ήτανε βαρετό να μένουμε άπραγοι
στα μαρμαρένια σου παλάτια,
απ’ το να ξανοιχτούμε στο Ιόνιο.
Όμως δεν μας ευνόησε ο ξενιτεμός σου,
και πού να ψάξουμε να βρούμε
τον καλύτερό μας εαυτό
στην ίδια θάλασσα με σένα;
Ένα «Εγώ» πέφτει βαρύ
σε μια Μεσόγειο.