Μια γυναίκα, ένα φως ζωής

Η Agafia Lykova έχει ζή­σει όλη της τη ζωή στη ρω­σι­κή ερη­μιά, μό­λις 250 χι­λιό­με­τρα από τον πλη­σιέ­στε­ρο πο­λι­τι­σμό – μια πό­λη. Το 1988 πέ­θα­νε ο τε­λευ­ταί­ος της συγ­γε­νής (ο πα­τέ­ρας της). Η οι­κο­γέ­νεια, που ήταν Πα­λαιο­πι­στοί, διέ­φυ­γε από τον τρό­μο και τις διώ­ξεις της επο­χής του Στά­λιν τη δε­κα­ε­τία του 1930. Ζού­σαν απο­μο­νω­μέ­νοι μέ­χρι τα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του 1970, όταν μια απο­στο­λή Ρώ­σων γε­ω­λό­γων εντό­πι­σε την οι­κο­γέ­νεια βα­θιά μέ­σα στην τάι­γκα. Νέα από τον έξω κό­σμο δεν υπήρ­χαν πο­τέ δια­θέ­σι­μα. Μό­νο οι ιστο­ρί­ες του πα­τέ­ρα της και μια ρω­σι­κή Αγία Γρα­φή από τον 18ο αιώ­να εί­χαν δια­μορ­φώ­σει την ανα­τρο­φή και την αντί­λη­ψη της Αγκά­φια Λι­κό­βα για τον κό­σμο γύ­ρω της. Απ’ όσο γνω­ρί­ζω η Λι­κό­βα ζει ακό­μη, αλ­λά δεν εί­ναι βέ­βαιο. Ο ρα­διο­πο­μπός επεί­γου­σας ανά­γκης που της εί­χαν δώ­σει οι ρω­σι­κές αρ­χές ίσως δεν λει­τουρ­γεί πια. Το ερώ­τη­μα που θέ­τω συ­χνά στον εαυ­τό μου επι­θυ­μώ να το δια­τυ­πώ­σω και εδώ: Τι γνω­ρί­ζει η Αγκά­φια Λι­κό­βα για τον πό­λε­μο κα­τά της Ου­κρα­νί­ας και τη θέ­ση της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας της Ρω­σί­ας; ― Μ. Οι.


Agafia Lykova (γ. 1944)
Agafia Lykova (γ. 1944)




Μια πα­ντο­τι­νά επί­μο­νη ει­κό­να, που σί­γου­ρα εντυ­πω­σιά­ζει τον Πα­ντο­κρά­το­ρα;

Η Αγκά­φια Λι­κό­βα αφου­γκρά­ζε­ται τον βι­βλι­κό κό­σμο της ψυ­χής

σε δά­ση όπου η βουή του ορ­μη­τι­κού πο­τα­μού φτε­ρο­κο­πά σαν ση­μαία.

Μέ­ρες αλ­λο­τι­νές κυ­λούν ήρε­μα στην ανα­μο­νή της νύ­χτας,

ηχώ­ντας αιώ­νια εβραϊ­κά στο τρί­ξι­μο του κρε­βα­τιού

στην πα­ρά­γκα, πο­λύ όμοιο με τον ήχο της φάτ­νης από τη μα­κρι­νή Βη­θλε­έμ.

Τα κι­τρι­νι­σμέ­να ανα­γνώ­σμα­τα της Αγκά­φια Λι­κό­βα ακό­μη πε­ρι­σώ­ζουν

για το μέλ­λον όλα τα πα­λαιο­δια­θη­κώα θαύ­μα­τα.

Και εκεί­νη δεν παύ­ει να ερευ­νά. Και πε­ρι­μέ­νει! Και

φο­βά­ται το ψυ­χρό κε­νό στην έρη­μο της μνή­μης!

Βή­χει και πα­γώ­νει, δη­μιουρ­γεί μι­κρούς κή­πους

με το σταυ­ρο­κό­πη­μά της, ενώ­νει τα χέ­ρια της

σ’ έναν δέ­κα­το όγδοο αιώ­να, ωσάν τα άν­θη και οι λει­μώ­νες

της προ­σευ­χής να λά­μπουν μέ­σα σε θεϊ­κά αιώ­νια πε­ρι­βο­λή,

βγαί­νο­ντας μέ­σα από ένα εγώ που με­γά­λω­σε με τον Θεό, και μό­νον τον Θεό.

                            Οι σω­μα­τι­κοί πό­νοι όμως κα­θό­λου δεν

με­τριά­ζουν τον κρύο αέ­ρα από τον Γολ­γο­θά: κά­θε νύ­χτα

η ακρί­βεια κα­τα­γρά­φει στην ψυ­χή ακρι­βείς ερω­τή­σεις

που εκεί­νη δεν θέ­λει ν’ ακού­σει. Πό­σο κο­στί­ζει

να μην επι­τρέ­πεις στον εαυ­τό σου να αμ­φι­βάλ­λει;

Πό­σο βοη­θά η Αγία Γρα­φή όταν η προ­σευ­χή έχει γί­νει

αιώ­νια σι­σύ­φεια ανα­κού­φι­ση, τό­σο μα­κριά από

τη χά­ρη και τη συμ­φι­λί­ω­ση του Θε­ού της αγά­πης;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: