Από τον κόσμο του Κώστα Αξελού

Ο Κώστας Αξελός
Ο Κώστας Αξελός

Όταν αξιώ­νου­με να γνω­ρί­σου­με μία προ­σω­πι­κό­τη­τα, επι­χει­ρού­με, όσο γί­νε­ται, να φω­τί­σου­με κά­ποιες πτυ­χές μέ­σα από τα κα­θη­με­ρι­νά και υπερ-κα­θη­με­ρι­νά γε­γο­νό­τα και ει­πω­μέ­να, που θα μας οδη­γή­σουν στα ανεί­πω­τα, με ένα λυ­χνά­ρι που άλ­λο­τε απαυ­γά­ζει και άλ­λο­τε αχνο­φέγ­γει, αφού κα­τά τον Αξε­λό η ζωή με τις πιο ιδιω­τι­κές, τις πιο μυ­στι­κές εκ­φάν­σεις της δια­πο­τί­ζει κα­τά­βα­θα τη σκέ­ψη ακό­μα και την πιο θε­ω­ρη­σια­κή. Καί­τοι δεν γνώ­ρι­σα προ­σω­πι­κά τον Αξε­λό, με­λε­τώ­ντας το έρ­γο του και συ­να­ντώ­ντας αγα­πη­μέ­νους του αν­θρώ­πους, εί­χα την αί­σθη­ση ότι περ­πα­τού­σα­με δί­πλα-δί­πλα, συ­νο­μι­λώ­ντας ποι­η­τι­κά εκ βα­θέ­ων για με­γά­λα και μι­κρά, ένιω­σα το ανεί­πω­το, διέ­κρι­να τις κα­τευ­θυ­ντή­ριες γραμ­μές, χά­θη­κα σε δαι­δα­λώ­δεις δια­δρο­μές της σκέ­ψης, του τό­που, του χρό­νου.
1945: μία αξο­νι­κή επο­χή ξε­κι­νά με το τα­ξί­δι της δια­νό­η­σης από το κα­τά­στρω­μα του πλοί­ου «Μα­τα­ρόα» (που ση­μαί­νει «η γυ­ναί­κα με τα με­γά­λα μά­τια» στα πο­λυ­νη­σια­κά) προς τον Τά­ρα­ντα και από εκεί με τραί­νο προς τη Γαλ­λία. Ο διευ­θυ­ντής του Γαλ­λι­κού Ιν­στι­τού­του Οκτά­βιος Μερ­λιέ, έν­θερ­μος φι­λέλ­λη­νας με προ­ο­δευ­τι­κές πε­ποι­θή­σεις, προ­σφέ­ρει με υπο­τρο­φί­ες οδό δια­φυ­γής σε δε­κά­δες αντι­στα­σια­κά διω­κό­με­να ελ­λη­νό­που­λα (124 στο «Μα­τα­ρόα» και άλ­λα τό­σα πε­ρί­που σε άλ­λο πλοίο), που έμελ­λε να εξε­λι­χθούν σε με­γά­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες της τέ­χνης και των γραμ­μά­των: Νί­κος Σβο­ρώ­νος, Αρι­στο­μέ­νης Προ­βε­λέγ­γιος, Μι­μί­κα Κρα­νά­κη*, Κώ­στας Κου­λε­ντια­νός, Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Νέλ­λη Αν­δρι­κο­πού­λου, Εμ­μα­νου­ήλ Κρια­ράς, Δη­μή­τρης Χω­ρα­φάς, Ντί­κος Βυ­ζά­ντιος, Έλ­λη Αλε­ξί­ου και πολ­λοί άλ­λοι. Ανά­με­σά τους και τρεις νε­α­ροί άντρες στα εί­κο­σι και κά­τι, οι οποί­οι έμελ­λε να επη­ρέ­α­σουν τις επό­με­νες δε­κα­ε­τί­ες την ευ­ρω­παϊ­κή σκέ­ψη: Ο Κορ­νή­λιος Κα­στο­ριά­δης (1922-1997), ο Κώ­στας Πα­παϊ­ω­άν­νου (1925-1981) και ο Κώ­στας Αξε­λός (1924-2010).

Ο Κώ­στας Αξε­λός γεν­νιέ­ται στην Αθή­να στις 26 Ιου­νί­ου του 1924 σε μία ευ­κα­τά­στα­τη αστι­κή οι­κο­γέ­νεια με φι­λε­λεύ­θε­ρες, προ­ο­δευ­τι­κές, ορ­θο­λο­γι­στι­κές τά­σεις. Εί­ναι ο πρω­τό­το­κος, ο χαϊ­δε­μέ­νος όλων, συ­νε­σταλ­μέ­νος και συ­νά­μα γοη­τευ­τι­κός. Ανα­τρέ­φε­ται με αυ­στη­ρές αρ­χές. Η εφη­βεία τον βρί­σκει να φοι­τά στο Πρό­τυ­πο Βαρ­βά­κειο Λύ­κειο, στη Γερ­μα­νι­κή Σχο­λή και στο Γαλ­λι­κό Ιν­στι­τού­το. Ο νε­α­ρός Αξε­λός εκ­δη­λώ­νει από πο­λύ νω­ρίς τα φι­λο­σο­φι­κά και στο­χα­στι­κά του εν­δια­φέ­ρο­ντα, με­λε­τώ­ντας Νί­τσε, Ηρά­κλει­το Καρ­τέ­σιο, Πα­σκάλ, Μάρξ, Φρόιντ, Ρου­σό, Ντο­στο­γιέφ­σκι, Σαίξ­πηρ, ‘Ιψεν. Δε­κα­ο­κτώ ετών εγ­γρά­φε­ται στη Νο­μι­κή. Το 1942 θα προ­σχω­ρή­σει στην ΕΠΟΝ. Το 1944, κα­τά τον εμ­φύ­λιο, ο Αξε­λός βρί­σκε­ται στην πρώ­τη γραμ­μή, συλ­λαμ­βά­νε­ται, ξυ­λο­κο­πεί­ται άγρια και, ενώ ο δι­πλα­νός του ψελ­λί­ζει «στα­μά­τα πια αυ­τό το ει­ρω­νι­κό χα­μό­γε­λο», βιώ­νει την ει­κο­νι­κή εκτέ­λε­ση. Δρα­πε­τεύ­ει με άλ­λους μία νύ­χτα του Δε­κέμ­βρη και κα­θώς το μυ­δρα­λιο­βό­λο αρ­χί­ζει να βάλ­λει, ο Αξε­λός, ρι­ψο­κίν­δυ­νος και θαρ­ρα­λέ­ος, βου­τά­ει στην πα­γω­μέ­νη θά­λασ­σα. Όσοι δι­στά­ζουν έστω και ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο γα­ζώ­νο­νται επί τό­που.
Με­τά την ανα­κω­χή, τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας το 1945 έρ­χε­ται η υπο­τρο­φία του Μερ­λιέ και εγκα­θί­στα­ται στο Πα­ρί­σι. Κό­βει τις επα­φές με το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα, κα­ταγ­γέλ­λο­ντας τη γρα­φειο­κρα­τία και την ιδε­ο­λο­γι­κή σκλή­ρυν­ση του κόμ­μα­τος. Αυ­τό δεν θα εμπο­δί­σει ένα στρα­τιω­τι­κό δι­κα­στή­ριο να τον κα­τα­δι­κά­σει ερή­μην εις θά­να­τον.
«Αφή­να­με πί­σω μας την αστι­κή και την κομ­μου­νι­στι­κή Ελ­λά­δα και φεύ­γα­με προς τα έξω, σε χώ­ρους που έδι­ναν ευ­και­ρί­ες, δυ­νά­το­τη­τες που έγι­ναν συ­χνά πραγ­μα­τι­κό­τη­τες» θα πει ο ίδιος. Στις αρ­χές δια­μέ­νει σε ένα ξε­νο­δο­χείο της οδού Vauginard, όχι μα­κριά από το Πάρ­κο του Λου­ξεμ­βούρ­γου. Εγ­γρά­φε­ται το 1946 στη φι­λο­σο­φι­κή Σχο­λή της Σορ­βό­νης και αι­σθά­νε­ται αβά­στα­χτη πλή­ξη από τους πε­ρισ­σό­τε­ρους δα­σκά­λους του. Από το 1950 έως το 1957 ερ­γά­ζε­ται στο Εθνι­κό Κέ­ντρο Ερευ­νών της Γαλ­λί­ας (το πε­ρί­φη­μο CNRS/Centre national de la recherche scientifique), ενώ συγ­χρό­νως εκ­πο­νεί στη Σορ­βόν­νη τις δύο δι­δα­κτο­ρι­κές του δια­τρι­βές για τον Ηρά­κλει­το και τον Μαρξ, κεί­με­να που απο­τέ­λε­σαν δύο από τα τρία βι­βλία της πρώ­της του τρι­λο­γί­ας.Δια­κρί­νε­ται από ένα πρω­το­πο­ρια­κό στο­χα­σμό που έχει ως κύ­ριο άξο­να την έν­νοια του παι­χνι­διού και της στο­χα­στι­κής διε­ρώ­τη­σης σε ένα ολι­κό και πε­ρι­κλεί­ον σύ­στη­μα. Το κα­λο­καί­ρι του 1956, του δί­δε­ται αμνη­στία και επι­στρέ­φει στην Ελ­λά­δα, επι­βε­βαιώ­νο­ντας την διο­ρα­τι­κή άπο­ψή του για τους Νε­ο­έλ­λη­νες, την οποία εί­χε δη­μο­σιεύ­σει σε ένα άρ­θρο για τη μοί­ρα της σύγ­χρο­νης Ελ­λά­δας, που πά­ντα τον απα­σχο­λεί: «Βε­βαί­ως η Ελ­λά­δα δεν πα­ρέ­χει το πρό­τυ­πο ενός σύγ­χρο­νου έθνους, εν τού­τοις όμως ζει στην καρ­διά του σύγ­χρο­νου κό­σμου. Συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται σαν να ήταν μια σύγ­χρο­νη χώ­ρα; Ή, απλώς, υπάρ­χει όπως οι φελ­λά­χοι και οι «πρω­τό­γο­νοι» που ζουν ταυ­τό­χρο­να μέ­σα και στο πε­ρι­θώ­ριο του πο­λι­τι­σμέ­νου κό­σμου»; Δια­χρο­νι­κό το ερώ­τη­μα.
Το 1956 γί­νε­ται συ­νερ­γά­της και αρ­γό­τε­ρα αρ­χι­συ­ντά­κτης του πρω­το­πο­ρια­κού φι­λο­σο­φι­κού πε­ριο­δι­κού Arguments (Επι­χει­ρή­μα­τα) που εί­χαν ιδρύ­σει την ίδια χρο­νιά οι Εντ­γκάρ Μο­ρέν και Ζαν Ντι­βι­νιό.Από το 1962 δι­δά­σκει φι­λο­σο­φία στην Σορ­βόν­νη μέ­χρι το 1973, οπό­τε κρί­νει αφε­νός ότι δεν του ται­ριά­ζει ο συ­ντη­ρη­τι­κός ακα­δη­μαϊ­σμός και αφε­τέ­ρου εκ­δη­λώ­νει την επι­θυ­μία να αφιε­ρω­θεί ρι­ζι­κά στη στο­χα­στι­κή ερ­γα­σία. Η ανά­γκη του επό­με­νου βή­μα­τος γί­νε­ται αι­σθη­τή. Το ζη­τού­με­νο για τον ίδιο, μέ­σα από το στο­χα­σμό του, δεν εί­ναι να προ­χω­ρή­σει σε μία στα­δια­κή απο­δό­μη­ση των φι­λο­σο­φι­κών θε­ω­ριών,αλ­λά να πά­ρει θέ­ση μέ­σα σε αυ­τές, να πε­ρι­πλα­νη­θεί, να ξε­πε­ρά­σει οτι­δή­πο­τε έχει πα­γιω­θεί, για­τί η σκέ­ψη έχει ανοι­χτή δια­δρο­μή, όπως και ο κό­σμος. Το άλ­λο, το μη ακρι­βώς δια­τυ­πώ­σι­μο, ο κό­σμος που τον πα­ρα­σύ­ρει τον οδη­γεί να ατε­νί­ζει πέ­ρα από τον οριο­θε­τη­μέ­νο ορί­ζο­ντα. Εκ­δι­πλώ­νει τη στο­χα­στι­κή του σε μία τρι­λο­γία που πε­ρι­λαμ­βά­νει εν­νέα τό­μους, οδη­γώ­ντας μας από τον Ηρά­κλει­το και τον Μαρξ στην επο­χή της πλα­νη­τι­κής σκέ­ψης και της τε­χνι­κής. Ο άν­θρω­πος ανοί­γε­ται στο παι­χνί­δι του κό­σμου, όντας και παί­κτης και παί­γνιο ( μας θυ­μί­ζει εν μέ­ρει τη θε­ω­ρία των παι­γνί­ων του Νας). Ο άν­θρω­πος ζη­τά την ταυ­τό­τη­τά του, που εί­ναι ένα θραύ­σμα του κ/Κό­σμου. Ο Κό­σμος αν και δεν έχει ού­τε χρο­νι­κή αρ­χή ού­τε τέ­λος, ο χρό­νος τον εξου­σιά­ζει. Ο χρό­νος εί­ναι ει­ρω­νι­κός, ξε­περ­νά­ει τ΄ αν­θρώ­πι­να πλά­σμα­τα και τα σχέ­διά τους. Όσα συμ­βαί­νουν στην ολό­τη­τά του εί­ναι με­τά­βα­ση, αλ­λα­γή, κί­νη­ση. Χω­ρίς σκο­πό, χω­ρίς τε­λι­κό νό­η­μα και στό­χο, χω­ρίς έσχα­τη βού­λη­ση, όπως ένα παι­δί που παί­ζει με τα ζά­ρια. «Αἰὼν παῖς ἐστι παί­ζων πεσ­σεύ­ων· παιδὸς ἡ βα­σι­λη­ίη». (Το Γί­γνε­σθαι, απ. 52), γρά­φει ο Ηρά­κλει­τος. «Το πο­τά­μι κυ­λά όπως κυ­λά η ζωή, και η ζωή εί­ναι αστεί­ρευ­τη όπως και το πο­τά­μι. Συ­νε­χώς αλ­λά­ζει η ζωή και δεν μπο­ρού­με να ξα­να­ζή­σου­με για δεύ­τε­ρη φο­ρά την ίδια στιγ­μή, για­τί και εμείς αλ­λά­ζου­με» (ανα­φέ­ρει στη δι­δα­κτο­ρι­κή του δια­τρι­βή Ο Ηρά­κλει­τος και η φι­λο­σο­φία, σ. 244).Το γί­γνε­σθαι εκ­δη­λώ­νε­ται μέ­σα από την αλ­λα­γή που οδη­γεί σε μια αέ­ναη κυ­κλι­κή πο­ρεία, όπου στην πε­ρι­φέ­ρεια του κύ­κλου αρ­χή και πέ­ρας συ­μπί­πτουν, τα πά­ντα τε­λειώ­νουν και ξα­να­δη­μιουρ­γού­νται. «Ξυ­νόν γαρ αρ­χή και πέ­ρας επί κύ­κλου πε­ρι­φε­ρεί­ας, ανα­φέ­ρει ο Ηρά­κλει­τος». Ο Αξε­λός, όμως, θε­ω­ρεί ότι ο κό­σμος εί­ναι μία σπεί­ρα ανοι­χτή, που ξε­τυ­λί­γε­ται χω­ρίς ημε­ρο­λο­για­κώς προσ­διο­ρι­στέα αρ­χή και χω­ρίς προ­βλε­πτό τέ­λος. Στο­χα­στής του παι­χνι­διού του κό­σμου έρ­χε­ται σε επα­φή με αξιό­λο­γους δια­νοη­τές, όπως ο Jasprers, o Breton, o Heidegger, o Picasso, o Luottar, o Lacan. Συγ­χρό­νως όμως δια­κα­τέ­χε­ται από την εμ­μο­νή του παι­χνι­διού της ζω­ής. Έτσι γνω­ρί­ζο­ντας όλους τους με­γά­λους άν­δρες, εκτός των έρ­γων τους, πα­ρα­τη­ρού­σε κυ­ρί­ως τον τρό­πο που λει­τουρ­γού­σαν στην κα­θη­με­ρι­νή τους ζωή. Δια­πί­στω­νε την ασύμ­φω­νη συμ­φω­νία, κα­τά τον Ηρά­κλει­το, ανά­με­σα σε σκέ­ψη και ζωή, μια μό­νι­μη και πά­ντο­τε εν­δει­κτι­κή από­κλι­ση ανά­με­σα στη με­γα­λο­σύ­νη του έρ­γου και μια ορι­σμέ­νη μι­κρό­τη­τα ζω­ής. Δεν μπο­ρού­σε να κα­τα­λά­βει πως η με­γα­λο­σύ­νη της σκέ­ψης του Heidegger συμ­βι­βα­ζό­ταν με την προ­σχώ­ρη­σή του στο να­ζι­σμό. Ο άν­θρω­πος,το­νί­ζει ο Αξε­λός,δεν εί­ναι το θε­μέ­λιο του εαυ­τού του, δεν εί­ναι όν ιδιαί­τε­ρο, αλ­λά από­σπα­σμα μιας ολό­τη­τας. Άν­θρω­πος και κό­σμος απο­τε­λούν μία ενό­τη­τα, μία μη ίση ταυ­τό­τη­τα. Κα­νέ­νας δεν εί­ναι ο άλ­λος, όμως κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να παί­ξει χω­ρίς τον άλ­λον. Το κέ­ντρο αυ­τής της σχέ­σης δο­νεί­ται, η σχέ­ση συ­νε­χώς με­τα­μορ­φώ­νε­ται και «ενα­πό­κει­ται σε εμάς να πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με προ­σε­κτι­κά τα σή­μα­τα και τις εν­δεί­ξεις που εμ­φα­νί­ζο­νται εδώ και εκεί», τις δια­με­σο­λα­βη­τι­κές δυ­νά­μεις που πλα­νώ­νται και σφυ­ρη­λα­τούν την αμ­φί­δρο­μη επε­νέρ­γεια της σχέ­σης άν­θρω­πος - κό­σμος.
Και άλ­λες δυ­νά­μεις, που τις ονο­μά­ζει Στοι­χειώ­δεις δυ­νά­μεις, επι­τρέ­πουν στον άν­θρω­πο να εντάσ­σε­ται ενερ­γη­τι­κά στον κό­σμο και υπο­τεί­νουν τις με­γά­λες δυ­νά­μεις (θρη­σκεί­ες, ποί­η­ση –τέ­χνη, πο­λι­τι­κή, φι­λο­σο­φία, τε­χνι­κή), συμ­με­τέ­χο­ντας στο παι­χνί­δι του κ/Κό­σμου:Αυ­τές οι Στοι­χειώ­δεις δυ­νά­μεις εί­ναι:

Α) Η γλώσ­σα και η σκέ­ψη, που ανα­δύ­ο­νται από ένα πυ­κνό καμ­βά, στον οποίο απο­τυ­πώ­νουν τα χρώ­μα­τά τους και φω­τί­ζουν την απο­σπα­σμα­τι­κή και δια­σπα­σμέ­νη ολό­τη­τα του κό­σμου. Κα­τά μία άπο­ψη η σχέ­ση γλώσ­σας και σκέ­ψης του Αξε­λού θυ­μί­ζει τη ρή­ση του Wittgestein: τα όρια της γλώσ­σας μου εί­ναι τα όρια του κό­σμου μου», αφού ο Αξε­λός ανα­φέ­ρει ότι «η ση­μα­σία του λό­γου εί­ναι προ­σι­τή σε όλους τους αν­θρώ­πους. Εντού­τοις, μό­νο με­ρι­κοί φθά­νουν στο ση­μείο της κα­τα­νό­η­σης και αυ­τοί εί­ναι οι αφυ­πνι­σμέ­νοι». Για­τί όπως εί­πε και ένας άλ­λος από­φοι­τος του Βαρ­βα­κεί­ου (του σχο­λεί­ου που απε­φοί­τη­σε ο Αξε­λός), ο Αλέ­ξαν­δρος Πα­πα­δια­μά­ντης,“εγ­γράμ­μα­του έχου­με, μορ­φω­μέ­νους θέ­λου­με”. Σκε­πτό­με­νους δη­λα­δή, αφυ­πνι­σμέ­νους. Στον Ηρά­κλει­το βρί­σκει τις ση­μα­ντι­κές λέ­ξεις που διέ­πουν τη ση­με­ρι­νή σκέ­ψη και θα διέ­πουν και την αυ­ρια­νή: λό­γος, κό­σμος, φύ­σις, θε­ός, άν­θρω­πος, πό­λις. Ο Αρι­στο­τέ­λης Νι­κο­λα­ΐ­δης ανα­φέ­ρει ότι ο Αξε­λός έγρα­φε στη Γαλ­λι­κή γλώσ­σα, για­τί απαρ­τιώ­θη­κε από την ηλι­κία των 21 σε ένα ισχυ­ρό­τα­το σταυ­ρο­δρό­μι τά­σε­ων και ιδε­ών κι έχα­σε τη δυ­να­τό­τη­τα να εκ­φρα­σθεί στην πιο φι­λο­σο­φι­κή γλώσ­σα του κό­σμου, την ελ­λη­νι­κή. Σε αντι­στάθ­μι­σμα όμως κα­τόρ­θω­σε να γρά­φει σε μία γαλ­λι­κή που δεν θα την έφτα­νε κα­νέ­νας Γάλ­λος, εάν δεν εί­χε στη συ­νεί­δη­ση και στο υπο­συ­νεί­δη­τό του τη γλωσ­σι­κή ελ­λη­νι­κή δο­μή και παι­δεία. Όσο σε­βα­σμό δεί­χνει στη γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιεί, τό­ση προ­σο­χή δί­νει και στο πα­ρα­κεί­με­νο, στους τί­τλους δηλ. των βι­βλί­ων του ή των άρ­θρων του, οι οποί­οι εί­ναι ση­μειο­λο­γι­κοί, πα­ρα­πέ­μπο­ντας στο κέ­ντρο που δια­τρέ­χει τη σκέ­ψη του. Πε­ριέ­χον και πε­ριε­χό­με­νο βρί­σκο­νται σε ρό­λο ώσμω­σης. Διο­χε­τεύ­ει την πλη­ρο­φο­ρία με ένα παι­χνί­δι­σμα, το οποίο συμ­βάλ­λει στη δια­μόρ­φω­ση ενός ορι­σμέ­νου ορί­ζο­ντα προσ­δο­κιών. Οι τί­τλοι των έρ­γων του, το πα­ρα­κεί­με­νο, ευ­φά­ντα­στοι και εύ­στο­χοι. Το παι­χνί­δι του κό­σμου, Για μια προ­βλη­μα­τι­κή ηθι­κή, Αυ­τή η διε­ρώ­τη­ση. Η πρό­θε­ση δια ση­μαί­νει δια μέ­σου, δυ­νά­μει, μοί­ρα­σμα, ερώ­τη­ση που περ­νά, διεισ­δύ­ει μέ­σα από τα φίλ­τρα του εαυ­τού μου ή του άλ­λου, ερώ­τη­ση που πα­ρέ­χει διό­δους, ερώ­τη­ση που ανοί­γει δια­λε­κτι­κή αλ­λη­λε­πί­δρα­ση, δια­δρο­μή, πε­ρι­πλά­νη­ση, ερώ­τη­ση που μοι­ρά­ζε­ται με άλ­λους τις ίδιες ανη­συ­χί­ες, ερώ­τη­ση που συ­νε­πά­γε­ται διαρ­κή απο­τί­μη­ση, συ­στη­μα­το­ποι­η­μέ­νη εμ­βά­θυν­ση, που απο­δει­κνύ­ε­ται γο­νι­μό­τε­ρη από την «απά­ντη­ση». Άλ­λος τί­τλος: Αι­νιγ­μα­τι­κές απα­ντή­σεις: Η σκέ­ψη προ­σπα­θεί να μας κα­τευ­θύ­νει, όπως λέ­ει ο ίδιος, σε μια πα­ρα­γω­γι­κή υπέρ­βα­ση, σε μία δη­μιουρ­γία, ξε­κι­νώ­ντας από ένα κέ­ντρο, το οποίο εί­ναι και ερω­τών και ερω­τώ­με­νο. Ο ίδιος ο Αξε­λός στο­χά­ζε­ται, απα­ντά, αλ­λά γνω­ρί­ζει ότι στο αέ­ναο παι­χνί­δι του κό­σμου μέ­σα στο χρό­νο, οι απα­ντή­σεις δεν θα εί­ναι ορι­στι­κές και θα με­τα­σχη­μα­τι­στούν αυ­τό­μα­τα σε ερω­τή­σεις. Ρω­τά και ξα­να­ρω­τά όχι μό­νο για τα ανώ­τε­ρα ζη­τή­μα­τα της στο­χα­στι­κής του, ανα­φέ­ρει ο Έρικ Χά­βι­λαντ. «Το για­τί υπάρ­χει ο κό­σμος έχει πο­τέ απο­δει­χθεί; Από που να πια­στεί ο σύγ­χρο­νος άν­θρω­πος για να υπάρ­ξει; αλ­λά και για τα απλού­στε­ρα: όταν κο­λυ­μπώ, αμέ­σως ρω­τιέ­μαι για­τί κο­λυ­μπώ, για­τί ο κό­σμος θέ­λει να μαυ­ρί­σει;». Αν ρω­τή­σει κά­ποιος για μία οδό, αν πρό­κει­ται για ανη­φό­ρα ή κα­τη­φό­ρα, μπο­ρείς να του δώ­σεις σί­γου­ρη απά­ντη­ση; Όχι, αφού εξαρ­τά­ται από το ποιο ση­μείο του δρό­μου στέ­κε­ται ― ανα­φέ­ρει και ο Ηρά­κλει­τος.

Β) Άλ­λη στοι­χειώ­δης δύ­να­μη που δια­περ­νά το σύ­νο­λο του γί­γνε­σθαι εί­ναι η ερ­γα­σία, η οποία εμ­ψυ­χώ­νει τον οι­κο­νο­μι­κό βίο, η πά­λη για εξου­σία και δύ­να­μη, η οποία τα­ρά­ζει κά­θε πρό­σκαι­ρη αρ­μο­νία, μέ­σα από συ­γκρού­σεις των αντι­θέ­των, αέ­ναο αντα­γω­νι­σμό, οδη­γώ­ντας σε διαρ­κή ενέρ­γεια και πα­ρα­γω­γι­κή δυ­να­τό­τη­τα, κα­τά το Ηρα­κλεί­τιο «πό­λε­μος πά­ντων μὲν πα­τήρ ἐστι, πά­ντων δὲ βα­σι­λεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδει­ξε τοὺς δὲ ἀνθρώ­πους, τοὺς μὲν δού­λους ἐποί­η­σε τοὺς δὲ ἐλευ­θέ­ρους. » (Πε­ρί φύ­σε­ως, απ. 53).

Γ) Στοι­χειώ­δης δύ­να­μη της αν­θρώ­πι­νης ολό­τη­τας, αδιάρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νη με τη γλώσ­σα και τη σκέ­ψη, την ερ­γα­σία και την πά­λη, εί­ναι ο έρω­τας, αχώ­ρι­στος από το θά­να­το. Ο έρω­τας – ιδιαί­τε­ρη δια­μόρ­φω­ση της ολι­κής φι­λί­ας, αχώ­ρι­στη από την έρι­δα- εί­ναι μια αγά­πη, μια ερω­τι­κή πρα­κτι­κή, μια σε­ξουα­λι­κό­τη­τα, με λε­πτές απο­χρώ­σεις στην πα­λέ­τα. Δια­βαθ­μί­ζε­ται, νο­σταλ­γεί, ανα­ζη­τεί υπό­σχε­ση μέλ­λο­ντος, δο­νεί­ται, σπιν­θι­ρί­ζει, ρέ­πει στις υπο­κα­τα­στά­σεις, στις με­ταμ­φιέ­σεις, αντι­φά­σκει, φεύ­γει, τολ­μά, επι­στρέ­φει. Ο έρω­τας τεί­νει να εί­ναι ταυ­τό­χρο­να «φυ­σι­κός», «συ­ναι­σθη­μα­τι­κός», «πνευ­μα­τι­κός». Μία του διά­στα­ση επι­κυ­ριαρ­χεί στις άλ­λες, ακό­μη κι αν όλα τα στοι­χεία συ­νυ­πάρ­χουν αφα­νώς, όμως όσο λι­γό­τε­ρο ένας έρω­τας εί­ναι πλού­σιος σε συν­θε­τι­κά, τό­σο γρη­γο­ρό­τε­ρα εξα­ντλεί­ται. Η ψυ­χα­να­λυ­τι­κή μα­τιά (ήταν θια­σώ­της της ψυ­χα­νά­λυ­σης) του Αξε­λού έχει τη δύ­να­μη να φω­τί­σει μυ­στι­κά συ­ναι­σθη­μα­τι­κά μο­νο­πά­τια, να συλ­λά­βει και να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει τις μύ­χιες σκέ­ψεις κά­θε εί­δους ερω­τι­σμού, με εύ­στο­χο χει­ρι­σμό της γλώσ­σας, κα­θώς ανα­φέ­ρε­ται με μο­να­δι­κή διεισ­δυ­τι­κή ικα­νό­τη­τα στις εν­σαρ­κώ­σεις της γυ­ναί­κας για τον άν­δρα, στις μο­νο­γα­μι­κές εμ­μο­νές, στον κύ­κλο της εκ­δί­κη­σης και της πι­κρί­ας, στην ανά­γκη στα­θε­ρό­τη­τας και στορ­γής, που κιν­δυ­νεύ­ει από πλή­ξη, στον πει­ρα­σμό της ανα­κά­λυ­ψης του αγνώ­στου, στην έλ­ξη που ασκεί το απω­θη­μέ­νο, το ανεί­πω­το, στην προ­ο­πτι­κή της δια­τή­ρη­σης του ζευ­γα­ριού.

Δ)Τε­λευ­ταία από τις στοι­χειώ­δεις δυ­νά­μεις, ο θά­να­τος, ανα­πό­σπα­στος και όμως δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νος από τη ζωή, δεν συ­νι­στά αμι­γή αρ­νη­τι­κό­τη­τα, αλ­λά δια­δρα­μα­τί­ζει επί­σης θε­τι­κό ρό­λο κι όμως ου­δέ­πο­τε τον στο­χά­στη­καν ρι­ζι­κά, όπως άλ­λω­στε, ού­τε ο ίδιος ο Αξε­λός. Οδη­γεί στον ανοι­χτό χω­ρο­χρό­νο του παι­χνι­διού. Πα­ρό­λο που δεν πι­στεύ­ει από­λυ­τα στον οπτι­μι­στι­κό μύ­θο, αφού η αι­σιο­δο­ξία και η απαι­σιο­δο­ξία εί­ναι δί­δυ­μα αδέλ­φια, συ­γκα­τα­νεύ­ει στα αντί­θε­τα, δεν πα­ρα­τά­ει το παι­χνί­δι. Δεν προ­σβλέ­πει στον προ­ο­ρι­σμό, αλ­λά στο τα­ξί­δι, «αφού σ’ ολό­κλη­ρη την ιστο­ρία της η σκέ­ψη άφη­νε πά­ντα πλευ­ρές απρο­σπέ­λα­στες. Το παι­χνί­δι του αν­θρώ­που, πα­ρα­δο­μέ­νο στο παι­χνί­δι της σκέ­ψης μέ­σα στη σπεί­ρα του παι­χνι­διού του κό­σμου έχει κά­ποιο έρ­γο να εκ­πο­νή­σει, ανα­φέ­ρει ο Αξε­λός και μοι­ρά­ζε­ται μα­ζί μας κά­ποιους στο­χα­σμούς στο ερώ­τη­μα ποιο μπο­ρεί να εί­ναι αυ­τό το έρ­γο:

―Να παί­ζει ο άν­θρω­πος με την πλα­τιά και πλή­ρη ση­μα­σία του όρου, μο­χθώ­ντας όσο γί­νε­ται να σώ­ζει το όνει­ρο, μιας και δε γί­νε­ται να το πραγ­μα­το­ποι­ή­σει-πράγ­μα αδύ­να­το.
―Να μην ψά­χνει για το νό­η­μα του κό­σμου ή της ζω­ής, αλ­λά να μπαί­νει στο παι­γνί­δι τους.
―Να μην υπο­μέ­νει πα­θη­τι­κά την επο­χή.
―Να πα­ρα­χω­ρεί την ελευ­θε­ρία στην ανα­γνω­ρι­σμέ­νη και ανει­λημ­μέ­νη ανα­γκαιό­τη­τα.
―Να ανα­γνω­ρί­ζει την ενό­τη­τα και την ταυ­τό­τη­τα μα­ζί με την άρ­νη­ση και τη δια­φο­ρά.
―Να δέ­χε­ται και το κρύο και τη ζέ­στη, δη­λα­δή τη χλια­ρό­τη­τα
―Να ναι έτοι­μος να δε­χτεί τις επα­νεμ­φα­νί­σεις, τις επι­στρο­φές
―Να συμ­φι­λιώ­νε­ται με τις τρεις δια­στά­σεις του χρό­νου, πα­ρόν, πα­ρελ­θόν, μέλ­λον, συ­νε­νω­μέ­νες μέ­σα σε Ένα – όλο, ολό­κλη­ρου του χρό­νου.
―Να μά­θει να γυ­μνά­ζε­ται – σω­μα­τι­κά, ψυ­χι­κά, στο­χα­στι­κά -,να μά­θει να μα­θαί­νει, να μά­θει να ξε­χνά­ει, να μά­θει να ξα­να­θυ­μά­ται.
―Να εξω­θεί την ασυμ­φω­νία ανά­με­σα σε κεί­νο που οι άν­θρω­ποι κά­νουν και σε κεί­νο που λέ­νε και σκέ­φτο­νται, στο από­λυ­το ξε­γύ­μνω­μά της.
―Να δεί­χνει τακτ, αλ­λά μα­ζί και πνεύ­μα ανταρ­σί­ας, να καλ­λιερ­γεί την ανά­μνη­ση και την πρω­το­βου­λία, να αφή­νει να ξε­σπά η λυ­τρω­τι­κή βία όπου χρειά­ζε­ται, ν΄απο­βλέ­πει στην ανα­νέ­ω­ση.
―Γνω­ρί­ζο­ντας ότι δεν υπάρ­χει κύ­ριος του παι­χνι­διού, να παί­ζει όσο πιο πα­ρα­γω­γι­κά και πιο ποι­η­τι­κά γί­νε­ται.
―Να ξέ­ρει να κα­λω­σο­ρί­ζει εκεί­νο που έρ­χε­ται, να ξέ­ρει να χά­νει, να ξέ­ρει να απο­χαι­ρε­τά εκεί­νο που φεύ­γει ή και να ξα­να­δέ­χε­ται το ίδιο με­τα­μορ­φω­μέ­νο σε άνοιγ­μα, κλεί­σι­μο, διά­νοι­ξη.Το σφαι­ρι­κό παι­χνί­δι πε­ριέ­χει και ξε­περ­νά­ει τα παι­χνί­δια μέ­σα στον κό­σμο. «Να αφή­νε­ται στο άνοιγ­μα», εί­χε ανα­φέ­ρει στο Γιώρ­γο Δουα­τζή στην τε­λευ­ταία του συ­νέ­ντευ­ξη: «Το άνοιγ­μα δεν εί­ναι κά­τι το μυ­στη­ριώ­δες. Ας πά­ρου­με μια πα­ρέα στην πα­ρα­λία. Οι μεν φω­το­γρα­φί­ζουν τους δε. Θέ­λουν να τους οι­κειο­ποι­η­θούν, να τους αρ­χειο­θε­τή­σουν. Οι άλ­λοι φω­το­γρα­φί­ζουν τη θά­λασ­σα, θέ­λουν να την ακι­νη­το­ποι­ή­σουν. Οι άλ­λοι λέ­νε, τι ωραία που εί­ναι, δες, δες τι ωραία που χτυ­πά­ει το κύ­μα. Όλα αυ­τά εί­ναι μορ­φές ακι­νη­το­ποί­η­σης του χρό­νου, του χώ­ρου και όχι άνοιγ­μα στο χω­ρο­χρό­νο. Άνοιγ­μα εί­ναι να έκα­ναν μπά­νιο, να χαί­ρο­νταν, να ζού­σαν χω­ρίς αυ­τό το δες, δες...». Και σή­με­ρα το ίδιο συμ­βαί­νει με αυ­τό που λέ­ει ο Αξε­λός.Τα «κι­νη­τά» κλέ­βουν την ψυ­χή της στιγ­μής. Άνοιγ­μα εί­ναι η απο­φα­σι­στι­κή δια­δρο­μή, η πρά­ξη, αντί της προ­σπά­θειας να ερ­μη­νεύ­ου­με κα­τά τρό­πο σχο­λι­κό τα κεί­με­να και τα ανα­φέ­ρει, στο­χα­ζό­με­νος πά­νω στην Ποι­η­τι­κή του Αρι­στο­τέ­λη. Άνοιγ­μα εί­ναι η ποί­η­ση και η τέ­χνη, τις οποί­ες βλέ­πει να τε­λειώ­νουν στις μέ­ρες μας, εξ αι­τί­ας της προ­ο­δευ­τι­κής ατρο­φί­ας των ιδιο­τή­των μας. Άνοιγ­μα εί­ναι η αλη­θι­νή φι­λία με ψυ­χι­κές συγ­γέ­νειες, ικα­νή να υφά­νει δε­σμούς λε­πτούς και ισχυ­ρούς, δύ­σκο­λο όμως ακό­μη και να μι­λά­με για αυ­τήν, αφού μό­νο ο χρό­νος την το­πο­θε­τεί στην ανά­λο­γη θέ­ση. Άνοιγ­μα εί­ναι η πει­θαρ­χία και η σκλη­ρό­τη­τα, όπου χρειά­ζε­ται. Άνοιγ­μα και η τρυ­φε­ρό­τη­τα.

Γρά­φει ο Χά­βι­λαντ ότι, όταν ο Αξε­λός συ­ζού­σε με τη Francoise Gilot, την πρώ­ην σύ­ντρο­φο του Picasso τα παι­διά της Gilot και του Picasso, Κλοντ και Πα­λό­μα, εί­χαν τη συ­νή­θεια να ζη­τούν από τον πα­τέ­ρα τους, προ­τού κοι­μη­θούν, ένα σκί­τσο. Την επο­χή εκεί­νη το σκί­τσο αυ­τό το ζη­τού­σαν από τον Αξε­λό, αφού ζού­σαν μα­ζί του κι εκεί­νος που λά­τρευε τα παι­διά, αν και δεν ήξε­ρε να σχε­διά­ζει ή να ζω­γρα­φί­ζει, δεν τους χα­λού­σε χα­τί­ρι. «Σχε­διά­ζεις κα­λύ­τε­ρα από τον μπα­μπά», του έλε­γαν τα μι­κρά, απο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­να από την τέ­χνη του πα­τέ­ρα τους. Όλο αυ­τό σκια­γρα­φεί τη μο­να­δι­κά πυ­κνή ύφαν­ση της δια­νοη­τι­κής και της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής του νοη­μο­σύ­νης, της οξύ­νοιας και της παι­δι­κής τρυ­φε­ρό­τη­τας, που εν­δυ­να­μώ­νει τις ιδιό­τη­τες του «ολο­κλη­ρω­μέ­νου πο­λυ­ε­πί­πε­δου αν­θρώ­που». Η ίδια η Gilot «με­γα­λύ­νο­μαι χά­ριν εσού», του έλε­γε σε διά­φο­ρες στιγ­μές της ζω­ής τους, ακό­μη και όταν χώ­ρι­σαν, δη­λώ­νο­ντας εύ­στο­χα και απλά την εν­συ­ναί­σθη­ση και το ψυ­χι­κό του από­θε­μα. Εί­χε αυ­θε­ντι­κό­τη­τα, ήταν ο γνή­σιος, ο αλη­θι­νός που βρι­σκό­ταν πά­ντα στην ανα­ζή­τη­ση του ίδιου παι­δι­κού ονεί­ρου: να ταυ­τι­στεί το όνει­ρο με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Γερ­νώ­ντας, γρά­φει ο Χά­βι­λαντ, κρα­τού­σε με­ρι­κά ίχνη, θραύ­σμα­τα του ονεί­ρου του, και υπέ­φε­ρε γι΄ αυ­τό το σπά­σι­μο της «πρό­ζας» της ζω­ής από την «πρό­ζα» του κό­σμου, ξέ­ρο­ντας ταυ­τό­χρο­να πια πως η μια δεν μπο­ρεί να εί­ναι αξε­χώ­ρι­στη από την άλ­λη. Υιο­θε­τώ­ντας στο­χα­σμούς του αγα­πη­μέ­νου του Ηρα­κλεί­του, ο οποί­ος δεν ιδα­νι­κο­ποιού­σε τον κό­σμο ού­τε τον έβλε­πε ιδα­νι­κά πλα­σμέ­νο, έλε­γε ότι ο κάλ­λι­στος του κό­σμου εί­ναι συγ­χρό­νως κι ένας σω­ρός από σκου­πί­δια. Δια­τει­νό­ταν ότι αυ­τό που χα­ρα­κτη­ρί­ζει την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή σκέ­ψη εί­ναι η προ­βλη­μα­τι­κή με αντί­λο­γο, η οποία εί­ναι αυ­στη­ρή, με­θο­δι­κή χω­ρίς να υιο­θε­τεί μια μέ­θο­δο, συ­στη­μα­τι­κή, χω­ρίς να υιο­θε­τεί ένα σύ­στη­μα, ποι­η­τι­κή χω­ρίς να εί­ναι παρ­δα­λή. Η φι­λο­σο­φι­κή σκέ­ψη δε δί­νει λύ­σεις. Δου­λειά της εί­ναι να θέ­τει πα­ρα­γω­γι­κά ερω­τή­μα­τα και να βοη­θά τον άν­θρω­πο να συμ­φι­λιω­θεί με τον εαυ­τό του, να εί­ναι ανοι­χτός στις με­τα­μορ­φώ­σεις. Η αρω­γή της σκέ­ψης συ­ντε­λεί ώστε ο άν­θρω­πος να ζή­σει μι­σο­σερ­νά­με­νος, μι­σο­όρ­θια στο κε­νό του παι­χνι­διού που δεν εί­ναι μό­νο κε­νό. Εί­ναι και πλή­ρες.

Επω­δή

Η πα­ρού­σα ει­σή­γη­σή μου εκ­φω­νή­θη­κε σε αφιέ­ρω­μα – φι­λο­σο­φι­κό συ­μπό­σιο προς τι­μήν του Κώ­στα Αξε­λού το 2013, με τί­τλο «Ανα­στο­χα­σμοί», στο Μου­σείο της Aκρό­πο­λης και τη συ­μπλή­ρω­νε ται­νία που επι­με­λή­θη­κα με συ­νε­ντεύ­ξεις από ση­μα­ντι­κούς άλ­λους που μοι­ρά­στη­καν το κα­θη­με­ρι­νό και το υπερ-κα­θη­με­ρι­νό μα­ζί του. Εκεί­νο το βρά­δυ ένας από τους ομι­λη­τές του Συ­μπο­σί­ου προ­σέγ­γι­σε με θε­ο­κρα­τι­κή αντί­λη­ψη εκ­φάν­σεις του έρ­γου του Αξε­λού. Από το ακρο­α­τή­ριο υπήρ­ξε έντο­νη η αντί­δρα­ση μιας κυ­ρί­ας, η οποία πυ­ρο­δό­τη­τη­σε δι­χο­γνω­μία ως προς την πρό­σλη­ψη του έρ­γου του Στο­χα­στή. Δη­μιουρ­γή­θη­κε,ανα­τα­ρα­χή,έντα­ση, δια­πλη­κτι­σμοί. Βα­βέλ.
Ανα­τρέ­χο­ντας αστρα­πιαία σε ρή­σεις του Αξε­λού, ανα­κά­λε­σα στη μνή­μη μου ένα από τα ση­μειο­λο­γι­κά φι­λο­σο­φι­κά του ανέκ­δο­τα εμπνευ­σμέ­να από την ανα­το­λι­κή φι­λο­σο­φία.Πή­ρα το μι­κρό­φω­νο και δή­λω­σα ότι ο Αξε­λός, αν και πο­λύ μα­κριά, έχει την ικα­νό­τη­τα να επι­λύ­σει τη δι­χο­γνω­μία ως γνή­σιος Φι­λό - σο­φος.

Η ΓΛΩΣ­ΣΑ (οντο-λο­γία: ο λό­γος του όντος) «Επτά κά­τοι­κοι της Ατλα­ντί­δας ξε­κι­νούν για ένα πε­ρί­πα­το. Ένας ποι­η­τής. Ένας ζω­γρά­φος. Ένας ιε­ρέ­ας. Ένας λη­στής. Ένας το­κο­γλύ­φος. Ένας ερω­τευ­μέ­νος. Ένας στο­χα­στής. Φτά­νουν στην εί­σο­δο μιας σπη­λιάς. “Τι μέ­ρος κα­τάλ­λη­λο για έμπνευ­ση!” ανα­φω­νεί ο ποι­η­τής. “Τι υπέ­ρο­χο ζω­γρα­φι­κό θέ­μα!” λέ­ει ο ζω­γρά­φος. “Τι τό­πος πρό­σφο­ρος για προ­σευ­χή!” ψαλ­μω­δεί ο ιε­ρέ­ας. “Τι ονει­ρε­μέ­νη το­πο­θε­σία για ενέ­δρα!” ομο­λο­γεί ο λη­στής. ‘Μια ανυ­πέρ­βλη­τη κρυ­ψώ­να!” μουρ­μου­ρί­ζει ο το­κο­γλύ­φος. “Τι κα­τα­φύ­γιο για τον έρω­τά μου!” ονει­ρο­πο­λεί φω­να­χτά ο ερω­τευ­μέ­νος. “Εί­ναι μια σπη­λιά!” συ­μπλη­ρώ­νει ο στο­χα­στής.»
Το αμ­φι­θέ­α­τρο του Μου­σεί­ου Ακρό­πο­λης ξέ­σπα­σε σε χει­ρο­κρο­τή­μα­τα.Ο Αξε­λός εί­χε δώ­σει την απά­ντη­ση σε όλους. Στη φι­λο­σο­φία τί­πο­τε δεν εί­ναι συ­μπε­ρα­σμα­τι­κό ού­τε τε­λειω­μέ­νο, όπως υπο­στη­ρί­ζει και ο Γιά­σπερς. Αυ­τή η δια­πί­στω­ση ισχύ­ει ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο για την πρό­σλη­ψη της φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψης. Ανά­λο­γα τα βιώ­μα­τα, τις εμπει­ρί­ες, τον κλά­δο που έχει σπου­δά­σει κά­ποιος, τον χρό­νο ανά­γνω­σης εξαρ­τά­ται και η πρό­σλη­ψη. Ίσχύ­ει ό,τι και στη λο­γο­τε­χνία. Όσες οι ανα­γνώ­σεις τό­σες και οι προ­σλή­ψεις.
Φι­λο­σο­φι­κά ανέκ­δο­τα του Κώ­στα Αξε­λού δη­μο­σιεύ­τη­καν τον Μάιο του 1984 στο πε­ριο­δι­κό Η λέ­ξη (τ. 34, μτ­φρ. Θω­μάς Σκά­σης):


ΤΟ ΟΝ (και η ου­σία αυ­τού που εί­ναι)

Ένας Κι­νέ­ζος σο­φός πε­ρι­δια­βά­ζει με τον μα­θη­τή του. Περ­νούν ένα γε­φύ­ρι. “Ποια εί­ναι η ου­σία (ή το εί­ναι) του γε­φυ­ριού”; ρω­τά­ει ο μα­θη­τευό­με­νος φι­λό­σο­φος. Ο δά­σκα­λός του τον κοι­τά­ει και με μια σπρω­ξιά τον ρί­χνει στο πο­τά­μι.


ΟΙ ΦΩ­ΝΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩ­ΠΗΣ (το τε­χνο-λο­γι­κό κι εσχα­το-λο­γι­κό τέ­λος και η νέα απ-αρ­χή)

Η χα­λι­να­γω­γη­μέ­νη ατο­μι­κή ενέρ­γεια ξε­χύ­θη­κε επι­τέ­λους αχα­λί­νω­τη και κα­τέ­στρε­ψε κά­θε αν­θρώ­πι­νη ζωή στον πλα­νή­τη. Μό­νος δια­σω­θείς ένας κά­τοι­κος ου­ρα­νο­ξύ­στη στο Σι­κά­γο. Αφού έφα­γε και ήπιε ό,τι εί­χε στο ψυ­γείο του, διά­βα­σε, εί­δε κι άκου­σε την ιδε­α­τή του βι­βλιο­θή­κη, το φα­ντα­στι­κό του μου­σείο και την υπαρ­κτή του δι­σκο­θή­κη, απελ­πι­σμέ­νος που έβλε­πε πως δεν πέ­θαι­νε, απο­φα­σί­ζει ν’ αυ­το­κα­τα­στρα­φεί και ρί­χνε­ται από τον τεσ­σα­ρα­κο­στό όρο­φο στο κε­νό. Τη στιγ­μή που περ­νά μπρο­στά από το δια­μέ­ρι­σμα του πρώ­του ορό­φου ακού­ει το τη­λέ­φω­νο που κα­λεί.

Ο ΘΑ­ΝΑ­ΤΟΣ(και η αγά­πη για τη ζωή)

Ένας κι­νέ­ζος μαν­δα­ρί­νος πρό­τει­νε κά­πο­τε στον κυ­βερ­νή­τη μιας επαρ­χί­ας ένα μέ­τρο που δεν άρ­γη­σε να υιο­θε­τη­θεί. Την ώρα που το θύ­μα ακου­μπού­σε το κε­φά­λι στο κού­τσου­ρο για να μπο­ρέ­σει ο δή­μιος να το απο­κό­ψει έφτα­νε καλ­πά­ζο­ντας ένας πλου­μι­σμέ­νος ιπ­πέ­ας και φώ­να­ζε: “Στα­μα­τή­στε! Ο Άρ­χο­ντας έδω­σε χά­ρη στον κα­τα­δι­κα­σμέ­νο”. Εκεί­νη τη στιγ­μή της υπέρ­τα­της ευ­φο­ρί­ας ο δή­μιος έκο­βε το κε­φά­λι του ευ­τυ­χι­σμέ­νου θνη­τού.

ΘΕ­ΟΣ (ή το ολο­κλη­ρω­τι­κό και θεο-λο­γι­κό Από-λυ­το)

Ένας βραχ­μά­νος αρ­χιε­ρέ­ας κα­λεί τους αντιρ­ρη­σί­ες να πά­ρουν το λό­γο. “Ο Θε­ός σας εί­ναι φε­νά­κη”, πα­ρα­τη­ρεί βί­αια κά­ποιος. “Η θρη­σκεία σας εί­ναι ψέ­μα και χί­μαι­ρα κι εσείς, οι ιε­ρείς, το στή­ριγ­μα της κα­ται­σχύ­νης. Θε­ός, θρη­σκεία και ιε­ρείς πρέ­πει να κα­τα­πο­λε­μη­θούν και να εκ­μη­δε­νι­στούν. Τι έχεις να μου πεις, εσύ, αρ­χιε­ρέα;”. “Κι εσύ δι­κός μας εί­σαι”, του απα­ντά γα­λή­νια ο βραχ­μά­νος.


ΠΡΑΓ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΟ ΚΑΙ ΦΑ­ΝΤΑ­ΣΤΙ­ΚΟ (οι μυ­θο-λο­γι­κές πα­γί­δες
)

Ένα ζευ­γά­ρι κέ­νταυ­ροι απο­θαυ­μά­ζει το παι­δί του που χο­ρο­πη­δά­ει από δω κι από κει σε μια πα­ρα­λία της Με­σο­γεί­ου. Ο πα­τέ­ρας γυρ­νά­ει προς τη μά­να και τη ρω­τά­ει: “Πρέ­πει άρα­γε να του πού­με πως δεν εί­ναι πα­ρά ένας μύ­θος;


Ο ΕΡΩ­ΤΑΣ (η ψυ­χή, η αρ­νη­τι­κό­τη­τα κι ο θά­να­τος)

Ένας Γερ­μα­νος φοι­τη­τής πά­ει ένα βρά­δυ στο χο­ρό. Εκεί βρί­σκει μια πα­νέ­μορ­φη κο­πέ­λα με κα­τα­κά­στα­να μαλ­λιά κι ολό­λευ­κο δέρ­μα. Γύ­ρω απ’ το λαι­μό της μια λε­πτή μαύ­ρη κορ­δέ­λα μ’ ένα μι­κρό­τα­το κο­μπά­κι. Ο φοι­τη­τής χο­ρεύ­ει όλη τη νύ­χτα με την κο­πέ­λα. Την αυ­γή την πη­γαί­νει στη σο­φί­τα του. Όταν αρ­χί­ζει να την ξε­ντύ­νει η κο­πέ­λα τον θερ­μο­πα­ρα­κα­λεί να μην της βγά­λει την κορ­δέ­λα που έχει στο λαι­μό. Μέ­νει γυ­μνή στην αγκα­λιά του με τη λε­πτή κορ­δέ­λα της. Αγα­πιού­νται κι ύστε­ρα απο­κοι­μιού­νται. Ο φοι­τη­τής ξυ­πνά­ει πρώ­τος και κοι­τά­ζει το κοι­μι­σμέ­νο πρό­σω­πο της κο­πέ­λας που, ακου­μπι­σμέ­νη στο άσπρο μα­ξι­λά­ρι, εξα­κο­λου­θεί να έχει τη μαύ­ρη κορ­δέ­λα στο λαι­μό. Με μία κί­νη­ση ακρι­βεί­ας λύ­νει τον κό­μπο. Και το κε­φά­λι της κο­πέ­λας κυ­λά­ει κα­τά­χα­μα.


Θα μπο­ρού­σα να μι­λάω ώρες για τον κ/Κό­σμο του Κώ­στα Αξε­λού.Θα τε­λειώ­σω όμως το κεί­με­νό μου με μνή­μες του ποι­η­τή Τί­του Πα­τρί­κιου που απο­δει­κνύ­ουν τον ανοι­χτό στο­χα­σμό του Αξε­λού και τη συμ­φω­νία των λό­γων του με τη στά­ση ζω­ής του, «τη σύμ­φω­νη συμ­φω­νία». Ο Τί­τος Πα­τρί­κιος θυ­μά­ται, δε­κα­πε­ντά­χρο­νος μα­θη­τής του Βαρ­βα­κεί­ου, ότι επι­σκε­πτό­ταν συ­χνά τον Χρή­στο Αξε­λό, μι­κρό­τε­ρο αδελ­φό του Κώ­στα, για δρα­στη­ριό­τη­τες της ΕΠΟΝ, στο ωραίο σπί­τι της με­γα­λο­α­στι­κής οι­κο­γέ­νειας στην οδό Ακα­δη­μί­ας. Ο Κώ­στας ήταν τέσ­σε­ρα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος από τον Τί­το. Η δια­φο­ρά των τεσ­σά­ρων χρό­νων στην εφη­βεία εί­ναι τε­ρά­στια. Στα μά­τια του φά­ντα­ζε πο­λύ όμορ­φος, ψη­λό­κορ­μος, ευ­θυ­τε­νής, χα­ρι­σμα­τι­κός, ιδιο­φυ­ής. Ξε­χώ­ρι­ζε πα­ντού, κα­θώς μου αφη­γεί­ται. Ο πα­τέ­ρας τους για­τρός, πο­λύ αυ­στη­ρός, έτρε­φε με­γά­λο θαυ­μα­σμό για τον πρω­τό­το­κό του. Ο μι­κρό­τε­ρος αδελ­φός, ο Χρή­στος, αι­σθα­νό­ταν πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νος και ίσως κα­τα­πιε­σμέ­νος από τα «χα­ρί­σμα­τα του με­γά­λου». Οι σχέ­σεις των δύο αδελ­φων δια­πνέ­ο­νταν από έντα­ση. Ο Χρή­στος, ενώ ο πα­τέ­ρας τους τον προ­ό­ρι­ζε για για­τρό, για να ακο­λου­θή­σει την οι­κο­γε­νεια­κή πα­ρά­δο­ση, εκεί­νος βά­δι­σε στα χνά­ρια του Κώ­στα. Σπού­δα­σε Φι­λο­σο­φία στη Γερ­μα­νία και ερ­γά­στη­κε ως κα­θη­γη­τής στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Βε­ρο­λί­νου και του Αμ­βούρ­γου. Ο Κώ­στας διαλ­λα­κτι­κός έκα­νε πά­ντα προ­σπά­θειες να απο­κα­τα­στα­θεί η σχέ­ση, κα­λώ­ντας πολ­λές φο­ρές τον αδελ­φό του στο Πα­ρί­σι εις μά­την.
Απο­δει­κνύ­ε­ται ότι η σκέ­ψη του Αξε­λού συ­μπυ­κνώ­νε το κα­τα­στά­λαγ­μα, με μια διαύ­γεια που δεν κρυ­σταλ­λω­νό­ταν σε τί­πο­τα που θα την ακι­νη­το­ποιού­σε.Δεν έμε­νε στις αδύ­να­μες στιγ­μές. Άφη­νε πε­ριό­δους διε­ρευ­νή­σε­ων, εξη­γή­σε­ων, μυ­ρη­κα­σμών. Επέ­τρε­πε στο με­τα­βάλ­λον να ανα­παύ­ε­ται. Οι δια­με­σο­λα­βη­τι­κές δυ­νά­μεις, το άνοιγ­μα του στο­χα­σμού, οι απο­δεί­ξεις ευ­φυί­ας πά­ντα πα­ρού­σες. Οι στο­χα­σμοί και οι ρή­σεις δε λί­μνα­ζαν σε θε­ω­ρη­σια­κό επί­πε­δο αλ­λά με­τα­μορ­φώ­νο­νταν σε πρά­ξη και μέ­χρι σή­με­ρα ανα­δει­κνύ­ουν καί­ριες αλή­θειες:Το «παι­γνί­δι συ­νε­χί­ζε­ται» στα χέ­ρια του «ποι­η­τι­κού δαί­μο­να της σκέ­ψης» απέ­να­ντι σε μια κοι­νω­νία που δια­τη­ρεί­ται «ανυ­πό­φο­ρα μέ­τρια και απα­τη­λή» «xα­ρά και λύ­πη σα να μη βρί­σκουν το λο­γα­ρια­σμό τους».

Τι πιο αλη­θι­νό και δια­χρο­νι­κό από τα λό­για του;

______________
*Δύο από τις επι­βά­τι­δες του «Μα­τα­ρόα», δύο μέ­λη της «Υπο­τρο­φιά­δας», η ει­κα­στι­κός Νέλ­λη Αν­δρι­κο­πού­λου και η φι­λό­σο­φος-συγ­γρα­φέ­ας Μι­μί­κα Κρα­νά­κη, φω­τί­ζουν με δύο βι­βλία-μαρ­τυ­ρί­ες τα πρό­σω­πα και την επο­χή, με­τα­φέ­ρο­ντας μνή­μες, συ­ναι­σθή­μα­τα, απο­τι­μή­σεις και κρί­σεις για το τα­ξί­δι του 1945.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αξε­λός Κώ­στας, Ανοι­χτή συ­στη­μα­τι­κή, μτφ. Νί­κος Φω­κάς, Εκδ. Βι­βλιο­πω­λεί­ον της «Εστί­ας» 1989.
Αξε­λός Κώ­στας, Γράμ­μα­τα σ’ ένα νέο στο­χα­στή, Εκδ. Εξά­ντας – Νή­μα­τα 1997.
Αξε­λός Κώ­στας, Αυ­το­βιο­γρα­φι­κές ση­μειώ­σεις, μτφ. Κα­τε­ρί­να Δα­σκα­λά­κη, εκδ. Νε­φέ­λη 1998.
Αξε­λός Κώ­στας, Αυ­τή η διε­ρώ­τη­ση, μτφ. Κα­τε­ρί­να Δα­σκα­λά­κη, Εκδ. Βι­βλιο­πω­λεί­ον της «Εστί­ας» 2003.
Αξε­λός Κώ­στας, Αι­νιγ­μα­τι­κές απα­ντή­σεις, μτφ. Κα­τε­ρί­να Δα­σκα­λά­κη, Εκδ. Βι­βλιο­πω­λεί­ον της «Εστί­ας» 2010.
Αξε­λός Κώ­στας, Για μια προ­βλη­μα­τι­κή Ηθι­κή, Εκδ. Βι­βλιο­πω­λεί­ον της «Εστί­ας» 2010.
Haviland Eric, Κώ­στας Αξε­λός, Βί­ος Στο­χα­στι­κός - Βιω­μέ­νη Σκέ­ψη, μτφ.Στέλ­λα Μα­νέ, Εστία 1998.
Κρα­νά­κη Μι­μί­κα, «Mataroa a deux vois», πε­ριο­δι­κό Les Temps modernes του Jean Paul Sarte, Αύ­γου­στος 1950 (το κεί­με­νο, σε με­τά­φρα­ση της συγ­γρα­φέ­ως, συ­μπε­ριε­λή­φθη στο αφιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού Νέα κοι­νω­νιο­λο­γία, με τί­τλο «Η ελ­λη­νι­κή δια­νό­η­ση στο Πα­ρί­σι», τχ. 43, χει­μώ­νας 2006-2007).
Νι­κο­λαϊ­δης Αρι­στο­τέ­λης, Η Ποι­η­τι­κή Σκέ­ψη και Γλώσ­σα του Κώ­στα Αξε­λού (Τέσ­σε­ρα Δο­κί­μια), Εκδ. Βι­βλιο­πω­λεί­ον της «Εστί­ας» 1984.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: