Χάρτης 74 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-74/diereynhseis/apo-ton-kosmo-toi-kwsta-akseloy
Όταν αξιώνουμε να γνωρίσουμε μία προσωπικότητα, επιχειρούμε, όσο γίνεται, να φωτίσουμε κάποιες πτυχές μέσα από τα καθημερινά και υπερ-καθημερινά γεγονότα και ειπωμένα, που θα μας οδηγήσουν στα ανείπωτα, με ένα λυχνάρι που άλλοτε απαυγάζει και άλλοτε αχνοφέγγει, αφού κατά τον Αξελό η ζωή με τις πιο ιδιωτικές, τις πιο μυστικές εκφάνσεις της διαποτίζει κατάβαθα τη σκέψη ακόμα και την πιο θεωρησιακή. Καίτοι δεν γνώρισα προσωπικά τον Αξελό, μελετώντας το έργο του και συναντώντας αγαπημένους του ανθρώπους, είχα την αίσθηση ότι περπατούσαμε δίπλα-δίπλα, συνομιλώντας ποιητικά εκ βαθέων για μεγάλα και μικρά, ένιωσα το ανείπωτο, διέκρινα τις κατευθυντήριες γραμμές, χάθηκα σε δαιδαλώδεις διαδρομές της σκέψης, του τόπου, του χρόνου.
1945: μία αξονική εποχή ξεκινά με το ταξίδι της διανόησης από το κατάστρωμα του πλοίου «Ματαρόα» (που σημαίνει «η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια» στα πολυνησιακά) προς τον Τάραντα και από εκεί με τραίνο προς τη Γαλλία. Ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Οκτάβιος Μερλιέ, ένθερμος φιλέλληνας με προοδευτικές πεποιθήσεις, προσφέρει με υποτροφίες οδό διαφυγής σε δεκάδες αντιστασιακά διωκόμενα ελληνόπουλα (124 στο «Ματαρόα» και άλλα τόσα περίπου σε άλλο πλοίο), που έμελλε να εξελιχθούν σε μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης και των γραμμάτων: Νίκος Σβορώνος, Αριστομένης Προβελέγγιος, Μιμίκα Κρανάκη*, Κώστας Κουλεντιανός, Μάτση Χατζηλαζάρου, Νέλλη Ανδρικοπούλου, Εμμανουήλ Κριαράς, Δημήτρης Χωραφάς, Ντίκος Βυζάντιος, Έλλη Αλεξίου και πολλοί άλλοι. Ανάμεσά τους και τρεις νεαροί άντρες στα είκοσι και κάτι, οι οποίοι έμελλε να επηρέασουν τις επόμενες δεκαετίες την ευρωπαϊκή σκέψη: Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997), ο Κώστας Παπαϊωάννου (1925-1981) και ο Κώστας Αξελός (1924-2010).
Ο Κώστας Αξελός γεννιέται στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου του 1924 σε μία ευκατάστατη αστική οικογένεια με φιλελεύθερες, προοδευτικές, ορθολογιστικές τάσεις. Είναι ο πρωτότοκος, ο χαϊδεμένος όλων, συνεσταλμένος και συνάμα γοητευτικός. Ανατρέφεται με αυστηρές αρχές. Η εφηβεία τον βρίσκει να φοιτά στο Πρότυπο Βαρβάκειο Λύκειο, στη Γερμανική Σχολή και στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Ο νεαρός Αξελός εκδηλώνει από πολύ νωρίς τα φιλοσοφικά και στοχαστικά του ενδιαφέροντα, μελετώντας Νίτσε, Ηράκλειτο Καρτέσιο, Πασκάλ, Μάρξ, Φρόιντ, Ρουσό, Ντοστογιέφσκι, Σαίξπηρ, ‘Ιψεν. Δεκαοκτώ ετών εγγράφεται στη Νομική. Το 1942 θα προσχωρήσει στην ΕΠΟΝ. Το 1944, κατά τον εμφύλιο, ο Αξελός βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, συλλαμβάνεται, ξυλοκοπείται άγρια και, ενώ ο διπλανός του ψελλίζει «σταμάτα πια αυτό το ειρωνικό χαμόγελο», βιώνει την εικονική εκτέλεση. Δραπετεύει με άλλους μία νύχτα του Δεκέμβρη και καθώς το μυδραλιοβόλο αρχίζει να βάλλει, ο Αξελός, ριψοκίνδυνος και θαρραλέος, βουτάει στην παγωμένη θάλασσα. Όσοι διστάζουν έστω και ένα δευτερόλεπτο γαζώνονται επί τόπου.
Μετά την ανακωχή, τη συμφωνία της Βάρκιζας το 1945 έρχεται η υποτροφία του Μερλιέ και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Κόβει τις επαφές με το Κομμουνιστικό Κόμμα, καταγγέλλοντας τη γραφειοκρατία και την ιδεολογική σκλήρυνση του κόμματος. Αυτό δεν θα εμποδίσει ένα στρατιωτικό δικαστήριο να τον καταδικάσει ερήμην εις θάνατον.
«Αφήναμε πίσω μας την αστική και την κομμουνιστική Ελλάδα και φεύγαμε προς τα έξω, σε χώρους που έδιναν ευκαιρίες, δυνάτοτητες που έγιναν συχνά πραγματικότητες» θα πει ο ίδιος. Στις αρχές διαμένει σε ένα ξενοδοχείο της οδού Vauginard, όχι μακριά από το Πάρκο του Λουξεμβούργου. Εγγράφεται το 1946 στη φιλοσοφική Σχολή της Σορβόνης και αισθάνεται αβάσταχτη πλήξη από τους περισσότερους δασκάλους του. Από το 1950 έως το 1957 εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών της Γαλλίας (το περίφημο CNRS/Centre national de la recherche scientifique), ενώ συγχρόνως εκπονεί στη Σορβόννη τις δύο διδακτορικές του διατριβές για τον Ηράκλειτο και τον Μαρξ, κείμενα που αποτέλεσαν δύο από τα τρία βιβλία της πρώτης του τριλογίας.Διακρίνεται από ένα πρωτοποριακό στοχασμό που έχει ως κύριο άξονα την έννοια του παιχνιδιού και της στοχαστικής διερώτησης σε ένα ολικό και περικλείον σύστημα. Το καλοκαίρι του 1956, του δίδεται αμνηστία και επιστρέφει στην Ελλάδα, επιβεβαιώνοντας την διορατική άποψή του για τους Νεοέλληνες, την οποία είχε δημοσιεύσει σε ένα άρθρο για τη μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, που πάντα τον απασχολεί: «Βεβαίως η Ελλάδα δεν παρέχει το πρότυπο ενός σύγχρονου έθνους, εν τούτοις όμως ζει στην καρδιά του σύγχρονου κόσμου. Συμπεριφέρεται σαν να ήταν μια σύγχρονη χώρα; Ή, απλώς, υπάρχει όπως οι φελλάχοι και οι «πρωτόγονοι» που ζουν ταυτόχρονα μέσα και στο περιθώριο του πολιτισμένου κόσμου»; Διαχρονικό το ερώτημα.
Το 1956 γίνεται συνεργάτης και αργότερα αρχισυντάκτης του πρωτοποριακού φιλοσοφικού περιοδικού Arguments (Επιχειρήματα) που είχαν ιδρύσει την ίδια χρονιά οι Εντγκάρ Μορέν και Ζαν Ντιβινιό.Από το 1962 διδάσκει φιλοσοφία στην Σορβόννη μέχρι το 1973, οπότε κρίνει αφενός ότι δεν του ταιριάζει ο συντηρητικός ακαδημαϊσμός και αφετέρου εκδηλώνει την επιθυμία να αφιερωθεί ριζικά στη στοχαστική εργασία. Η ανάγκη του επόμενου βήματος γίνεται αισθητή. Το ζητούμενο για τον ίδιο, μέσα από το στοχασμό του, δεν είναι να προχωρήσει σε μία σταδιακή αποδόμηση των φιλοσοφικών θεωριών,αλλά να πάρει θέση μέσα σε αυτές, να περιπλανηθεί, να ξεπεράσει οτιδήποτε έχει παγιωθεί, γιατί η σκέψη έχει ανοιχτή διαδρομή, όπως και ο κόσμος. Το άλλο, το μη ακριβώς διατυπώσιμο, ο κόσμος που τον παρασύρει τον οδηγεί να ατενίζει πέρα από τον οριοθετημένο ορίζοντα. Εκδιπλώνει τη στοχαστική του σε μία τριλογία που περιλαμβάνει εννέα τόμους, οδηγώντας μας από τον Ηράκλειτο και τον Μαρξ στην εποχή της πλανητικής σκέψης και της τεχνικής. Ο άνθρωπος ανοίγεται στο παιχνίδι του κόσμου, όντας και παίκτης και παίγνιο ( μας θυμίζει εν μέρει τη θεωρία των παιγνίων του Νας). Ο άνθρωπος ζητά την ταυτότητά του, που είναι ένα θραύσμα του κ/Κόσμου. Ο Κόσμος αν και δεν έχει ούτε χρονική αρχή ούτε τέλος, ο χρόνος τον εξουσιάζει. Ο χρόνος είναι ειρωνικός, ξεπερνάει τ΄ ανθρώπινα πλάσματα και τα σχέδιά τους. Όσα συμβαίνουν στην ολότητά του είναι μετάβαση, αλλαγή, κίνηση. Χωρίς σκοπό, χωρίς τελικό νόημα και στόχο, χωρίς έσχατη βούληση, όπως ένα παιδί που παίζει με τα ζάρια. «Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη». (Το Γίγνεσθαι, απ. 52), γράφει ο Ηράκλειτος. «Το ποτάμι κυλά όπως κυλά η ζωή, και η ζωή είναι αστείρευτη όπως και το ποτάμι. Συνεχώς αλλάζει η ζωή και δεν μπορούμε να ξαναζήσουμε για δεύτερη φορά την ίδια στιγμή, γιατί και εμείς αλλάζουμε» (αναφέρει στη διδακτορική του διατριβή Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, σ. 244).Το γίγνεσθαι εκδηλώνεται μέσα από την αλλαγή που οδηγεί σε μια αέναη κυκλική πορεία, όπου στην περιφέρεια του κύκλου αρχή και πέρας συμπίπτουν, τα πάντα τελειώνουν και ξαναδημιουργούνται. «Ξυνόν γαρ αρχή και πέρας επί κύκλου περιφερείας, αναφέρει ο Ηράκλειτος». Ο Αξελός, όμως, θεωρεί ότι ο κόσμος είναι μία σπείρα ανοιχτή, που ξετυλίγεται χωρίς ημερολογιακώς προσδιοριστέα αρχή και χωρίς προβλεπτό τέλος. Στοχαστής του παιχνιδιού του κόσμου έρχεται σε επαφή με αξιόλογους διανοητές, όπως ο Jasprers, o Breton, o Heidegger, o Picasso, o Luottar, o Lacan. Συγχρόνως όμως διακατέχεται από την εμμονή του παιχνιδιού της ζωής. Έτσι γνωρίζοντας όλους τους μεγάλους άνδρες, εκτός των έργων τους, παρατηρούσε κυρίως τον τρόπο που λειτουργούσαν στην καθημερινή τους ζωή. Διαπίστωνε την ασύμφωνη συμφωνία, κατά τον Ηράκλειτο, ανάμεσα σε σκέψη και ζωή, μια μόνιμη και πάντοτε ενδεικτική απόκλιση ανάμεσα στη μεγαλοσύνη του έργου και μια ορισμένη μικρότητα ζωής. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως η μεγαλοσύνη της σκέψης του Heidegger συμβιβαζόταν με την προσχώρησή του στο ναζισμό. Ο άνθρωπος,τονίζει ο Αξελός,δεν είναι το θεμέλιο του εαυτού του, δεν είναι όν ιδιαίτερο, αλλά απόσπασμα μιας ολότητας. Άνθρωπος και κόσμος αποτελούν μία ενότητα, μία μη ίση ταυτότητα. Κανένας δεν είναι ο άλλος, όμως κανένας δεν μπορεί να παίξει χωρίς τον άλλον. Το κέντρο αυτής της σχέσης δονείται, η σχέση συνεχώς μεταμορφώνεται και «εναπόκειται σε εμάς να παρακολουθήσουμε προσεκτικά τα σήματα και τις ενδείξεις που εμφανίζονται εδώ και εκεί», τις διαμεσολαβητικές δυνάμεις που πλανώνται και σφυρηλατούν την αμφίδρομη επενέργεια της σχέσης άνθρωπος - κόσμος.
Και άλλες δυνάμεις, που τις ονομάζει Στοιχειώδεις δυνάμεις, επιτρέπουν στον άνθρωπο να εντάσσεται ενεργητικά στον κόσμο και υποτείνουν τις μεγάλες δυνάμεις (θρησκείες, ποίηση –τέχνη, πολιτική, φιλοσοφία, τεχνική), συμμετέχοντας στο παιχνίδι του κ/Κόσμου:Αυτές οι Στοιχειώδεις δυνάμεις είναι:
Α) Η γλώσσα και η σκέψη, που αναδύονται από ένα πυκνό καμβά, στον οποίο αποτυπώνουν τα χρώματά τους και φωτίζουν την αποσπασματική και διασπασμένη ολότητα του κόσμου. Κατά μία άποψη η σχέση γλώσσας και σκέψης του Αξελού θυμίζει τη ρήση του Wittgestein: τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου», αφού ο Αξελός αναφέρει ότι «η σημασία του λόγου είναι προσιτή σε όλους τους ανθρώπους. Εντούτοις, μόνο μερικοί φθάνουν στο σημείο της κατανόησης και αυτοί είναι οι αφυπνισμένοι». Γιατί όπως είπε και ένας άλλος απόφοιτος του Βαρβακείου (του σχολείου που απεφοίτησε ο Αξελός), ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,“εγγράμματου έχουμε, μορφωμένους θέλουμε”. Σκεπτόμενους δηλαδή, αφυπνισμένους. Στον Ηράκλειτο βρίσκει τις σημαντικές λέξεις που διέπουν τη σημερινή σκέψη και θα διέπουν και την αυριανή: λόγος, κόσμος, φύσις, θεός, άνθρωπος, πόλις. Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης αναφέρει ότι ο Αξελός έγραφε στη Γαλλική γλώσσα, γιατί απαρτιώθηκε από την ηλικία των 21 σε ένα ισχυρότατο σταυροδρόμι τάσεων και ιδεών κι έχασε τη δυνατότητα να εκφρασθεί στην πιο φιλοσοφική γλώσσα του κόσμου, την ελληνική. Σε αντιστάθμισμα όμως κατόρθωσε να γράφει σε μία γαλλική που δεν θα την έφτανε κανένας Γάλλος, εάν δεν είχε στη συνείδηση και στο υποσυνείδητό του τη γλωσσική ελληνική δομή και παιδεία. Όσο σεβασμό δείχνει στη γλώσσα που χρησιμοποιεί, τόση προσοχή δίνει και στο παρακείμενο, στους τίτλους δηλ. των βιβλίων του ή των άρθρων του, οι οποίοι είναι σημειολογικοί, παραπέμποντας στο κέντρο που διατρέχει τη σκέψη του. Περιέχον και περιεχόμενο βρίσκονται σε ρόλο ώσμωσης. Διοχετεύει την πληροφορία με ένα παιχνίδισμα, το οποίο συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός ορισμένου ορίζοντα προσδοκιών. Οι τίτλοι των έργων του, το παρακείμενο, ευφάνταστοι και εύστοχοι. Το παιχνίδι του κόσμου, Για μια προβληματική ηθική, Αυτή η διερώτηση. Η πρόθεση δια σημαίνει δια μέσου, δυνάμει, μοίρασμα, ερώτηση που περνά, διεισδύει μέσα από τα φίλτρα του εαυτού μου ή του άλλου, ερώτηση που παρέχει διόδους, ερώτηση που ανοίγει διαλεκτική αλληλεπίδραση, διαδρομή, περιπλάνηση, ερώτηση που μοιράζεται με άλλους τις ίδιες ανησυχίες, ερώτηση που συνεπάγεται διαρκή αποτίμηση, συστηματοποιημένη εμβάθυνση, που αποδεικνύεται γονιμότερη από την «απάντηση». Άλλος τίτλος: Αινιγματικές απαντήσεις: Η σκέψη προσπαθεί να μας κατευθύνει, όπως λέει ο ίδιος, σε μια παραγωγική υπέρβαση, σε μία δημιουργία, ξεκινώντας από ένα κέντρο, το οποίο είναι και ερωτών και ερωτώμενο. Ο ίδιος ο Αξελός στοχάζεται, απαντά, αλλά γνωρίζει ότι στο αέναο παιχνίδι του κόσμου μέσα στο χρόνο, οι απαντήσεις δεν θα είναι οριστικές και θα μετασχηματιστούν αυτόματα σε ερωτήσεις. Ρωτά και ξαναρωτά όχι μόνο για τα ανώτερα ζητήματα της στοχαστικής του, αναφέρει ο Έρικ Χάβιλαντ. «Το γιατί υπάρχει ο κόσμος έχει ποτέ αποδειχθεί; Από που να πιαστεί ο σύγχρονος άνθρωπος για να υπάρξει; αλλά και για τα απλούστερα: όταν κολυμπώ, αμέσως ρωτιέμαι γιατί κολυμπώ, γιατί ο κόσμος θέλει να μαυρίσει;». Αν ρωτήσει κάποιος για μία οδό, αν πρόκειται για ανηφόρα ή κατηφόρα, μπορείς να του δώσεις σίγουρη απάντηση; Όχι, αφού εξαρτάται από το ποιο σημείο του δρόμου στέκεται ― αναφέρει και ο Ηράκλειτος.
Β) Άλλη στοιχειώδης δύναμη που διαπερνά το σύνολο του γίγνεσθαι είναι η εργασία, η οποία εμψυχώνει τον οικονομικό βίο, η πάλη για εξουσία και δύναμη, η οποία ταράζει κάθε πρόσκαιρη αρμονία, μέσα από συγκρούσεις των αντιθέτων, αέναο ανταγωνισμό, οδηγώντας σε διαρκή ενέργεια και παραγωγική δυνατότητα, κατά το Ηρακλείτιο «πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους. » (Περί φύσεως, απ. 53).
Γ) Στοιχειώδης δύναμη της ανθρώπινης ολότητας, αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τη γλώσσα και τη σκέψη, την εργασία και την πάλη, είναι ο έρωτας, αχώριστος από το θάνατο. Ο έρωτας – ιδιαίτερη διαμόρφωση της ολικής φιλίας, αχώριστη από την έριδα- είναι μια αγάπη, μια ερωτική πρακτική, μια σεξουαλικότητα, με λεπτές αποχρώσεις στην παλέτα. Διαβαθμίζεται, νοσταλγεί, αναζητεί υπόσχεση μέλλοντος, δονείται, σπινθιρίζει, ρέπει στις υποκαταστάσεις, στις μεταμφιέσεις, αντιφάσκει, φεύγει, τολμά, επιστρέφει. Ο έρωτας τείνει να είναι ταυτόχρονα «φυσικός», «συναισθηματικός», «πνευματικός». Μία του διάσταση επικυριαρχεί στις άλλες, ακόμη κι αν όλα τα στοιχεία συνυπάρχουν αφανώς, όμως όσο λιγότερο ένας έρωτας είναι πλούσιος σε συνθετικά, τόσο γρηγορότερα εξαντλείται. Η ψυχαναλυτική ματιά (ήταν θιασώτης της ψυχανάλυσης) του Αξελού έχει τη δύναμη να φωτίσει μυστικά συναισθηματικά μονοπάτια, να συλλάβει και να αποκρυπτογραφήσει τις μύχιες σκέψεις κάθε είδους ερωτισμού, με εύστοχο χειρισμό της γλώσσας, καθώς αναφέρεται με μοναδική διεισδυτική ικανότητα στις ενσαρκώσεις της γυναίκας για τον άνδρα, στις μονογαμικές εμμονές, στον κύκλο της εκδίκησης και της πικρίας, στην ανάγκη σταθερότητας και στοργής, που κινδυνεύει από πλήξη, στον πειρασμό της ανακάλυψης του αγνώστου, στην έλξη που ασκεί το απωθημένο, το ανείπωτο, στην προοπτική της διατήρησης του ζευγαριού.
Δ)Τελευταία από τις στοιχειώδεις δυνάμεις, ο θάνατος, αναπόσπαστος και όμως διαφοροποιημένος από τη ζωή, δεν συνιστά αμιγή αρνητικότητα, αλλά διαδραματίζει επίσης θετικό ρόλο κι όμως ουδέποτε τον στοχάστηκαν ριζικά, όπως άλλωστε, ούτε ο ίδιος ο Αξελός. Οδηγεί στον ανοιχτό χωροχρόνο του παιχνιδιού. Παρόλο που δεν πιστεύει απόλυτα στον οπτιμιστικό μύθο, αφού η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία είναι δίδυμα αδέλφια, συγκατανεύει στα αντίθετα, δεν παρατάει το παιχνίδι. Δεν προσβλέπει στον προορισμό, αλλά στο ταξίδι, «αφού σ’ ολόκληρη την ιστορία της η σκέψη άφηνε πάντα πλευρές απροσπέλαστες. Το παιχνίδι του ανθρώπου, παραδομένο στο παιχνίδι της σκέψης μέσα στη σπείρα του παιχνιδιού του κόσμου έχει κάποιο έργο να εκπονήσει, αναφέρει ο Αξελός και μοιράζεται μαζί μας κάποιους στοχασμούς στο ερώτημα ποιο μπορεί να είναι αυτό το έργο:
―Να παίζει ο άνθρωπος με την πλατιά και πλήρη σημασία του όρου, μοχθώντας όσο γίνεται να σώζει το όνειρο, μιας και δε γίνεται να το πραγματοποιήσει-πράγμα αδύνατο.
―Να μην ψάχνει για το νόημα του κόσμου ή της ζωής, αλλά να μπαίνει στο παιγνίδι τους.
―Να μην υπομένει παθητικά την εποχή.
―Να παραχωρεί την ελευθερία στην αναγνωρισμένη και ανειλημμένη αναγκαιότητα.
―Να αναγνωρίζει την ενότητα και την ταυτότητα μαζί με την άρνηση και τη διαφορά.
―Να δέχεται και το κρύο και τη ζέστη, δηλαδή τη χλιαρότητα
―Να ναι έτοιμος να δεχτεί τις επανεμφανίσεις, τις επιστροφές
―Να συμφιλιώνεται με τις τρεις διαστάσεις του χρόνου, παρόν, παρελθόν, μέλλον, συνενωμένες μέσα σε Ένα – όλο, ολόκληρου του χρόνου.
―Να μάθει να γυμνάζεται – σωματικά, ψυχικά, στοχαστικά -,να μάθει να μαθαίνει, να μάθει να ξεχνάει, να μάθει να ξαναθυμάται.
―Να εξωθεί την ασυμφωνία ανάμεσα σε κείνο που οι άνθρωποι κάνουν και σε κείνο που λένε και σκέφτονται, στο απόλυτο ξεγύμνωμά της.
―Να δείχνει τακτ, αλλά μαζί και πνεύμα ανταρσίας, να καλλιεργεί την ανάμνηση και την πρωτοβουλία, να αφήνει να ξεσπά η λυτρωτική βία όπου χρειάζεται, ν΄αποβλέπει στην ανανέωση.
―Γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει κύριος του παιχνιδιού, να παίζει όσο πιο παραγωγικά και πιο ποιητικά γίνεται.
―Να ξέρει να καλωσορίζει εκείνο που έρχεται, να ξέρει να χάνει, να ξέρει να αποχαιρετά εκείνο που φεύγει ή και να ξαναδέχεται το ίδιο μεταμορφωμένο σε άνοιγμα, κλείσιμο, διάνοιξη.Το σφαιρικό παιχνίδι περιέχει και ξεπερνάει τα παιχνίδια μέσα στον κόσμο. «Να αφήνεται στο άνοιγμα», είχε αναφέρει στο Γιώργο Δουατζή στην τελευταία του συνέντευξη: «Το άνοιγμα δεν είναι κάτι το μυστηριώδες. Ας πάρουμε μια παρέα στην παραλία. Οι μεν φωτογραφίζουν τους δε. Θέλουν να τους οικειοποιηθούν, να τους αρχειοθετήσουν. Οι άλλοι φωτογραφίζουν τη θάλασσα, θέλουν να την ακινητοποιήσουν. Οι άλλοι λένε, τι ωραία που είναι, δες, δες τι ωραία που χτυπάει το κύμα. Όλα αυτά είναι μορφές ακινητοποίησης του χρόνου, του χώρου και όχι άνοιγμα στο χωροχρόνο. Άνοιγμα είναι να έκαναν μπάνιο, να χαίρονταν, να ζούσαν χωρίς αυτό το δες, δες...». Και σήμερα το ίδιο συμβαίνει με αυτό που λέει ο Αξελός.Τα «κινητά» κλέβουν την ψυχή της στιγμής. Άνοιγμα είναι η αποφασιστική διαδρομή, η πράξη, αντί της προσπάθειας να ερμηνεύουμε κατά τρόπο σχολικό τα κείμενα και τα αναφέρει, στοχαζόμενος πάνω στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Άνοιγμα είναι η ποίηση και η τέχνη, τις οποίες βλέπει να τελειώνουν στις μέρες μας, εξ αιτίας της προοδευτικής ατροφίας των ιδιοτήτων μας. Άνοιγμα είναι η αληθινή φιλία με ψυχικές συγγένειες, ικανή να υφάνει δεσμούς λεπτούς και ισχυρούς, δύσκολο όμως ακόμη και να μιλάμε για αυτήν, αφού μόνο ο χρόνος την τοποθετεί στην ανάλογη θέση. Άνοιγμα είναι η πειθαρχία και η σκληρότητα, όπου χρειάζεται. Άνοιγμα και η τρυφερότητα.
Γράφει ο Χάβιλαντ ότι, όταν ο Αξελός συζούσε με τη Francoise Gilot, την πρώην σύντροφο του Picasso τα παιδιά της Gilot και του Picasso, Κλοντ και Παλόμα, είχαν τη συνήθεια να ζητούν από τον πατέρα τους, προτού κοιμηθούν, ένα σκίτσο. Την εποχή εκείνη το σκίτσο αυτό το ζητούσαν από τον Αξελό, αφού ζούσαν μαζί του κι εκείνος που λάτρευε τα παιδιά, αν και δεν ήξερε να σχεδιάζει ή να ζωγραφίζει, δεν τους χαλούσε χατίρι. «Σχεδιάζεις καλύτερα από τον μπαμπά», του έλεγαν τα μικρά, αποπροσανατολισμένα από την τέχνη του πατέρα τους. Όλο αυτό σκιαγραφεί τη μοναδικά πυκνή ύφανση της διανοητικής και της συναισθηματικής του νοημοσύνης, της οξύνοιας και της παιδικής τρυφερότητας, που ενδυναμώνει τις ιδιότητες του «ολοκληρωμένου πολυεπίπεδου ανθρώπου». Η ίδια η Gilot «μεγαλύνομαι χάριν εσού», του έλεγε σε διάφορες στιγμές της ζωής τους, ακόμη και όταν χώρισαν, δηλώνοντας εύστοχα και απλά την ενσυναίσθηση και το ψυχικό του απόθεμα. Είχε αυθεντικότητα, ήταν ο γνήσιος, ο αληθινός που βρισκόταν πάντα στην αναζήτηση του ίδιου παιδικού ονείρου: να ταυτιστεί το όνειρο με την πραγματικότητα. Γερνώντας, γράφει ο Χάβιλαντ, κρατούσε μερικά ίχνη, θραύσματα του ονείρου του, και υπέφερε γι΄ αυτό το σπάσιμο της «πρόζας» της ζωής από την «πρόζα» του κόσμου, ξέροντας ταυτόχρονα πια πως η μια δεν μπορεί να είναι αξεχώριστη από την άλλη. Υιοθετώντας στοχασμούς του αγαπημένου του Ηρακλείτου, ο οποίος δεν ιδανικοποιούσε τον κόσμο ούτε τον έβλεπε ιδανικά πλασμένο, έλεγε ότι ο κάλλιστος του κόσμου είναι συγχρόνως κι ένας σωρός από σκουπίδια. Διατεινόταν ότι αυτό που χαρακτηρίζει την αρχαία ελληνική σκέψη είναι η προβληματική με αντίλογο, η οποία είναι αυστηρή, μεθοδική χωρίς να υιοθετεί μια μέθοδο, συστηματική, χωρίς να υιοθετεί ένα σύστημα, ποιητική χωρίς να είναι παρδαλή. Η φιλοσοφική σκέψη δε δίνει λύσεις. Δουλειά της είναι να θέτει παραγωγικά ερωτήματα και να βοηθά τον άνθρωπο να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, να είναι ανοιχτός στις μεταμορφώσεις. Η αρωγή της σκέψης συντελεί ώστε ο άνθρωπος να ζήσει μισοσερνάμενος, μισοόρθια στο κενό του παιχνιδιού που δεν είναι μόνο κενό. Είναι και πλήρες.
Επωδή
Η παρούσα εισήγησή μου εκφωνήθηκε σε αφιέρωμα – φιλοσοφικό συμπόσιο προς τιμήν του Κώστα Αξελού το 2013, με τίτλο «Αναστοχασμοί», στο Μουσείο της Aκρόπολης και τη συμπλήρωνε ταινία που επιμελήθηκα με συνεντεύξεις από σημαντικούς άλλους που μοιράστηκαν το καθημερινό και το υπερ-καθημερινό μαζί του. Εκείνο το βράδυ ένας από τους ομιλητές του Συμποσίου προσέγγισε με θεοκρατική αντίληψη εκφάνσεις του έργου του Αξελού. Από το ακροατήριο υπήρξε έντονη η αντίδραση μιας κυρίας, η οποία πυροδότητησε διχογνωμία ως προς την πρόσληψη του έργου του Στοχαστή. Δημιουργήθηκε,αναταραχή,ένταση, διαπληκτισμοί. Βαβέλ.
Ανατρέχοντας αστραπιαία σε ρήσεις του Αξελού, ανακάλεσα στη μνήμη μου ένα από τα σημειολογικά φιλοσοφικά του ανέκδοτα εμπνευσμένα από την ανατολική φιλοσοφία.Πήρα το μικρόφωνο και δήλωσα ότι ο Αξελός, αν και πολύ μακριά, έχει την ικανότητα να επιλύσει τη διχογνωμία ως γνήσιος Φιλό - σοφος.
Η ΓΛΩΣΣΑ (οντο-λογία: ο λόγος του όντος) «Επτά κάτοικοι της Ατλαντίδας ξεκινούν για ένα περίπατο. Ένας ποιητής. Ένας ζωγράφος. Ένας ιερέας. Ένας ληστής. Ένας τοκογλύφος. Ένας ερωτευμένος. Ένας στοχαστής. Φτάνουν στην είσοδο μιας σπηλιάς. “Τι μέρος κατάλληλο για έμπνευση!” αναφωνεί ο ποιητής. “Τι υπέροχο ζωγραφικό θέμα!” λέει ο ζωγράφος. “Τι τόπος πρόσφορος για προσευχή!” ψαλμωδεί ο ιερέας. “Τι ονειρεμένη τοποθεσία για ενέδρα!” ομολογεί ο ληστής. ‘Μια ανυπέρβλητη κρυψώνα!” μουρμουρίζει ο τοκογλύφος. “Τι καταφύγιο για τον έρωτά μου!” ονειροπολεί φωναχτά ο ερωτευμένος. “Είναι μια σπηλιά!” συμπληρώνει ο στοχαστής.»
Το αμφιθέατρο του Μουσείου Ακρόπολης ξέσπασε σε χειροκροτήματα.Ο Αξελός είχε δώσει την απάντηση σε όλους. Στη φιλοσοφία τίποτε δεν είναι συμπερασματικό ούτε τελειωμένο, όπως υποστηρίζει και ο Γιάσπερς. Αυτή η διαπίστωση ισχύει ακόμη περισσότερο για την πρόσληψη της φιλοσοφικής σκέψης. Ανάλογα τα βιώματα, τις εμπειρίες, τον κλάδο που έχει σπουδάσει κάποιος, τον χρόνο ανάγνωσης εξαρτάται και η πρόσληψη. Ίσχύει ό,τι και στη λογοτεχνία. Όσες οι αναγνώσεις τόσες και οι προσλήψεις.
Φιλοσοφικά ανέκδοτα του Κώστα Αξελού δημοσιεύτηκαν τον Μάιο του 1984 στο περιοδικό Η λέξη (τ. 34, μτφρ. Θωμάς Σκάσης):
ΤΟ ΟΝ (και η ουσία αυτού που είναι)
Ένας Κινέζος σοφός περιδιαβάζει με τον μαθητή του. Περνούν ένα γεφύρι. “Ποια είναι η ουσία (ή το είναι) του γεφυριού”; ρωτάει ο μαθητευόμενος φιλόσοφος. Ο δάσκαλός του τον κοιτάει και με μια σπρωξιά τον ρίχνει στο ποτάμι.
ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (το τεχνο-λογικό κι εσχατο-λογικό τέλος και η νέα απ-αρχή)
Η χαλιναγωγημένη ατομική ενέργεια ξεχύθηκε επιτέλους αχαλίνωτη και κατέστρεψε κάθε ανθρώπινη ζωή στον πλανήτη. Μόνος διασωθείς ένας κάτοικος ουρανοξύστη στο Σικάγο. Αφού έφαγε και ήπιε ό,τι είχε στο ψυγείο του, διάβασε, είδε κι άκουσε την ιδεατή του βιβλιοθήκη, το φανταστικό του μουσείο και την υπαρκτή του δισκοθήκη, απελπισμένος που έβλεπε πως δεν πέθαινε, αποφασίζει ν’ αυτοκαταστραφεί και ρίχνεται από τον τεσσαρακοστό όροφο στο κενό. Τη στιγμή που περνά μπροστά από το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου ακούει το τηλέφωνο που καλεί.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ(και η αγάπη για τη ζωή)
Ένας κινέζος μανδαρίνος πρότεινε κάποτε στον κυβερνήτη μιας επαρχίας ένα μέτρο που δεν άργησε να υιοθετηθεί. Την ώρα που το θύμα ακουμπούσε το κεφάλι στο κούτσουρο για να μπορέσει ο δήμιος να το αποκόψει έφτανε καλπάζοντας ένας πλουμισμένος ιππέας και φώναζε: “Σταματήστε! Ο Άρχοντας έδωσε χάρη στον καταδικασμένο”. Εκείνη τη στιγμή της υπέρτατης ευφορίας ο δήμιος έκοβε το κεφάλι του ευτυχισμένου θνητού.
ΘΕΟΣ (ή το ολοκληρωτικό και θεο-λογικό Από-λυτο)
Ένας βραχμάνος αρχιερέας καλεί τους αντιρρησίες να πάρουν το λόγο. “Ο Θεός σας είναι φενάκη”, παρατηρεί βίαια κάποιος. “Η θρησκεία σας είναι ψέμα και χίμαιρα κι εσείς, οι ιερείς, το στήριγμα της καταισχύνης. Θεός, θρησκεία και ιερείς πρέπει να καταπολεμηθούν και να εκμηδενιστούν. Τι έχεις να μου πεις, εσύ, αρχιερέα;”. “Κι εσύ δικός μας είσαι”, του απαντά γαλήνια ο βραχμάνος.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ (οι μυθο-λογικές παγίδες)
Ένα ζευγάρι κένταυροι αποθαυμάζει το παιδί του που χοροπηδάει από δω κι από κει σε μια παραλία της Μεσογείου. Ο πατέρας γυρνάει προς τη μάνα και τη ρωτάει: “Πρέπει άραγε να του πούμε πως δεν είναι παρά ένας μύθος;
Ο ΕΡΩΤΑΣ (η ψυχή, η αρνητικότητα κι ο θάνατος)
Ένας Γερμανος φοιτητής πάει ένα βράδυ στο χορό. Εκεί βρίσκει μια πανέμορφη κοπέλα με κατακάστανα μαλλιά κι ολόλευκο δέρμα. Γύρω απ’ το λαιμό της μια λεπτή μαύρη κορδέλα μ’ ένα μικρότατο κομπάκι. Ο φοιτητής χορεύει όλη τη νύχτα με την κοπέλα. Την αυγή την πηγαίνει στη σοφίτα του. Όταν αρχίζει να την ξεντύνει η κοπέλα τον θερμοπαρακαλεί να μην της βγάλει την κορδέλα που έχει στο λαιμό. Μένει γυμνή στην αγκαλιά του με τη λεπτή κορδέλα της. Αγαπιούνται κι ύστερα αποκοιμιούνται. Ο φοιτητής ξυπνάει πρώτος και κοιτάζει το κοιμισμένο πρόσωπο της κοπέλας που, ακουμπισμένη στο άσπρο μαξιλάρι, εξακολουθεί να έχει τη μαύρη κορδέλα στο λαιμό. Με μία κίνηση ακριβείας λύνει τον κόμπο. Και το κεφάλι της κοπέλας κυλάει κατάχαμα.
Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για τον κ/Κόσμο του Κώστα Αξελού.Θα τελειώσω όμως το κείμενό μου με μνήμες του ποιητή Τίτου Πατρίκιου που αποδεικνύουν τον ανοιχτό στοχασμό του Αξελού και τη συμφωνία των λόγων του με τη στάση ζωής του, «τη σύμφωνη συμφωνία». Ο Τίτος Πατρίκιος θυμάται, δεκαπεντάχρονος μαθητής του Βαρβακείου, ότι επισκεπτόταν συχνά τον Χρήστο Αξελό, μικρότερο αδελφό του Κώστα, για δραστηριότητες της ΕΠΟΝ, στο ωραίο σπίτι της μεγαλοαστικής οικογένειας στην οδό Ακαδημίας. Ο Κώστας ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από τον Τίτο. Η διαφορά των τεσσάρων χρόνων στην εφηβεία είναι τεράστια. Στα μάτια του φάνταζε πολύ όμορφος, ψηλόκορμος, ευθυτενής, χαρισματικός, ιδιοφυής. Ξεχώριζε παντού, καθώς μου αφηγείται. Ο πατέρας τους γιατρός, πολύ αυστηρός, έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον πρωτότοκό του. Ο μικρότερος αδελφός, ο Χρήστος, αισθανόταν παραγνωρισμένος και ίσως καταπιεσμένος από τα «χαρίσματα του μεγάλου». Οι σχέσεις των δύο αδελφων διαπνέονταν από ένταση. Ο Χρήστος, ενώ ο πατέρας τους τον προόριζε για γιατρό, για να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση, εκείνος βάδισε στα χνάρια του Κώστα. Σπούδασε Φιλοσοφία στη Γερμανία και εργάστηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και του Αμβούργου. Ο Κώστας διαλλακτικός έκανε πάντα προσπάθειες να αποκατασταθεί η σχέση, καλώντας πολλές φορές τον αδελφό του στο Παρίσι εις μάτην.
Αποδεικνύεται ότι η σκέψη του Αξελού συμπυκνώνε το καταστάλαγμα, με μια διαύγεια που δεν κρυσταλλωνόταν σε τίποτα που θα την ακινητοποιούσε.Δεν έμενε στις αδύναμες στιγμές. Άφηνε περιόδους διερευνήσεων, εξηγήσεων, μυρηκασμών. Επέτρεπε στο μεταβάλλον να αναπαύεται. Οι διαμεσολαβητικές δυνάμεις, το άνοιγμα του στοχασμού, οι αποδείξεις ευφυίας πάντα παρούσες. Οι στοχασμοί και οι ρήσεις δε λίμναζαν σε θεωρησιακό επίπεδο αλλά μεταμορφώνονταν σε πράξη και μέχρι σήμερα αναδεικνύουν καίριες αλήθειες:Το «παιγνίδι συνεχίζεται» στα χέρια του «ποιητικού δαίμονα της σκέψης» απέναντι σε μια κοινωνία που διατηρείται «ανυπόφορα μέτρια και απατηλή» «xαρά και λύπη σα να μη βρίσκουν το λογαριασμό τους».
Τι πιο αληθινό και διαχρονικό από τα λόγια του;
______________
*Δύο από τις επιβάτιδες του «Ματαρόα», δύο μέλη της «Υποτροφιάδας», η
εικαστικός Νέλλη Ανδρικοπούλου και η φιλόσοφος-συγγραφέας Μιμίκα
Κρανάκη, φωτίζουν με δύο βιβλία-μαρτυρίες τα πρόσωπα και την εποχή,
μεταφέροντας μνήμες, συναισθήματα, αποτιμήσεις και κρίσεις για το ταξίδι
του 1945.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αξελός Κώστας, Ανοιχτή συστηματική, μτφ. Νίκος Φωκάς, Εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1989.
Αξελός Κώστας, Γράμματα σ’ ένα νέο στοχαστή, Εκδ. Εξάντας – Νήματα 1997.
Αξελός Κώστας, Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, μτφ. Κατερίνα Δασκαλάκη, εκδ. Νεφέλη 1998.
Αξελός Κώστας, Αυτή η διερώτηση, μτφ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 2003.
Αξελός Κώστας, Αινιγματικές απαντήσεις, μτφ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 2010.
Αξελός Κώστας, Για μια προβληματική Ηθική, Εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 2010.
Haviland Eric, Κώστας Αξελός, Βίος Στοχαστικός - Βιωμένη Σκέψη, μτφ.Στέλλα Μανέ, Εστία 1998.
Κρανάκη Μιμίκα, «Mataroa a deux vois», περιοδικό Les Temps modernes του Jean Paul Sarte, Αύγουστος 1950 (το κείμενο, σε μετάφραση της συγγραφέως, συμπεριελήφθη στο αφιέρωμα του περιοδικού Νέα κοινωνιολογία, με τίτλο «Η ελληνική διανόηση στο Παρίσι», τχ. 43, χειμώνας 2006-2007).
Νικολαϊδης Αριστοτέλης, Η Ποιητική Σκέψη και Γλώσσα του Κώστα Αξελού (Τέσσερα Δοκίμια), Εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1984.