Η μυθοπλαστική ανασκαφή ενός φασματικού τόπου

Η μυθοπλαστική ανασκαφή ενός φασματικού τόπου

Έλενα Μαρούτσου, «Ντόμινο», Κίχλη 2024

Για να ξε­κλει­δώ­σω τη σπον­δυ­λω­τή συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ντό­μι­νο της Έλε­νας Μα­ρού­τσου  χρειά­στη­κα δύο κλει­διά: το ένα το βρή­κα στο ποι­η­τι­κό ντο­κι­μα­ντέρ Ζά­κρος του Φί­λιπ­που Κου­τσα­φτή· το άλ­λο μέ­σα σε ένα σκάμ­μα που άνοι­ξε o ΟΤΕ στο πε­ζο­δρό­μιο έξω από το σπί­τι μου. Ακο­λου­θούν λί­γα λό­για για κα­θέ­ναν από αυ­τούς τους δύο τό­πους ευ­ρέ­σε­ως.

Με­τά το αξε­πέ­ρα­στο ντο­κι­μα­ντέρ Αγέ­λα­στος πέ­τρα και, εν συ­νε­χεία, το Αρ­κα­δία χαί­ρε, ο Κου­τσα­φτής στο Ζά­κρος επι­κε­ντρώ­νε­ται σε έναν αρ­χαιο­λο­γι­κό χώ­ρο, τη μι­νω­ι­κή πό­λη στην κά­τω Ζά­κρο της Κρή­της, ακο­λου­θώ­ντας τις ανα­σκα­φές του ση­μα­ντι­κού αρ­χαιο­λό­γου Νι­κο­λά­ου Πλά­τω­να και ανα­δει­κνύ­ο­ντας τα ευ­ρή­μα­τα της πε­ριο­χής. Ο σκη­νο­θέ­της δεν εστιά­ζει την προ­σο­χή του στο ση­μα­ντι­κό μι­νω­ι­κό ανά­κτο­ρο που απο­κα­λύ­φθη­κε (το τέ­ταρ­το σε μέ­γε­θος του μι­νω­ι­κού πο­λι­τι­σμού με­τά από εκεί­να της Κνω­σού, της Φαι­στού και των Μα­λί­ων), αλ­λά στα τα­πει­νά μι­κρά πή­λι­να κύ­πελ­λα με τα οποία οι Μι­νω­ί­τες έπι­ναν το νε­ρό ή τη ρα­κή τους. Αυ­τά τα κύ­πελ­λα βρέ­θη­καν σε πο­λύ με­γά­λους αριθ­μούς, πά­νω από ένα εκα­τομ­μύ­ριο, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ακέ­ραια, απο­θη­κευ­μέ­να το ένα μέ­σα στο άλ­λο, θαμ­μέ­να εκεί για τρει­σή­μι­σι χι­λιά­δες χρό­νια. Υπήρ­χαν πα­ντού, από τα ανά­κτο­ρα μέ­χρι τα πιο τα­πει­νά αγρο­τό­σπι­τα. Δεν εί­ναι γνω­στό πώς τα έλε­γαν στην επο­χή τους˙ οι αρ­χαιο­λό­γοι τούς έδω­σαν την επι­στη­μο­νι­κή ονο­μα­σία «άω­τα κω­νι­κά κύ­πε­λα» ενώ ο απλός κό­σμος στην πε­ριο­χή της Φαι­στού τα λέ­ει «σκου­τε­λά­κια».
Το σκάμ­μα επί του πε­ζο­δρο­μί­ου έξω από το σπί­τι μου, μία από τις πολ­λές το­μές που γί­νο­νται κα­θη­με­ρι­νά στο σώ­μα του δη­μό­σιου χώ­ρου, απο­κα­λύ­πτει, χω­ρίς κά­ποια ιδιαί­τε­ρη φι­λο­δο­ξία, ένα μέ­ρος της στρω­μα­το­γρα­φί­ας του εδά­φους, τον τρό­πο με τον οποίο συ­μπλέ­κο­νται οι ρί­ζες των δέ­ντρων με τις αρ­τη­ρί­ες των σω­λη­νώ­σε­ων και τα νεύ­ρα των κα­λω­δί­ων˙ με άλ­λα λό­για, εκ­θέ­τει σε κοι­νή θέα τα σω­θι­κά της πό­λης.
Θα ανα­ρω­τη­θεί κα­νείς, πώς συν­δέ­ο­νται όλα αυ­τά με το βι­βλίο της Μα­ρού­τσου; Η απά­ντη­ση εί­ναι ότι, και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις, έχου­με να κά­νου­με με ανα­σκα­φι­κές πρά­ξεις: στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση πρό­κει­ται για αρ­χαιο­λο­γι­κή ανα­σκα­φή, ενώ στη δεύ­τε­ρη για λει­τουρ­γι­κή. Και, κα­τά τη γνώ­μη μου, το ίδιο το Ντό­μι­νο συ­νι­στά μια μυ­θο­πλα­στι­κή ανα­σκα­φή επί της νε­ο­ελ­λη­νι­κής συν­θή­κης.
Έχω εντο­πί­σει στο βι­βλίο της Μα­ρού­τσου του­λά­χι­στον δύο κα­θα­ρές ανα­φο­ρές στη Γερ­τρού­δη Στάιν, με το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό μο­τί­βο επα­να­λή­ψε­ων που δη­μιουρ­γεί λέ­ξεις και φρά­σεις οι οποί­ες με­τα­το­πί­ζο­νται από τις συ­ντα­κτι­κές και ση­μα­σιο­λο­γι­κές τους λει­τουρ­γί­ες: «η Βα­σι­λι­κή εί­ναι η Βα­σι­λι­κή εί­ναι η Βα­σι­λι­κή όπως ένα ρό­δο εί­ναι ένα ρό­δο εί­ναι ένα ρό­δο» γρά­φει στο δι­ή­γη­μα με τί­τλο «Βα­σι­λι­κή», και «σ’ αγα­πώ για­τί σ’ αγα­πώ για­τί σ’ αγα­πώ» στο δι­ή­γη­μα με τί­τλο «Κρι­στιά­νε». Η Στάιν εν­δια­φέρ­θη­κε για τις επι­φα­νεια­κές ιδιό­τη­τες της γλώσ­σας, κα­λώ­ντας τους ανα­γνώ­στες, μέ­σω μιας παι­γνιώ­δους και πλα­στι­κής χρή­σης των λέ­ξε­ων, να εστιά­σουν όχι στο πε­ριε­χό­με­νο και στα κί­νη­τρα που κρύ­βο­νται πί­σω από τις λέ­ξεις, αλ­λά στις λέ­ξεις τις ίδιες. Με τον τρό­πο αυ­τό, οι λέ­ξεις στα κεί­με­να της Στάιν κα­θί­στα­νται αυ­τό­νο­μα αντι­κεί­με­να, και πο­λύ συ­χνά τα αντι­κεί­με­να με­τα­τρέ­πο­νται σε υπο­κεί­με­να, όπως κα­ληώ­ρα συμ­βαί­νει και στο Ντό­μι­νο, όπου έχου­με ένα στρώ­μα κρε­βα­τιού να μας δι­η­γεί­ται τις εμπει­ρί­ες του, δια­τη­ρώ­ντας, τρό­πον τι­νά, ένα ιδιό­τυ­πο «Ημε­ρο­λό­γιο Στρώ­μα­τος».
Μπο­ρεί όμως να συμ­βεί και το αντί­θε­το: τα υπο­κεί­με­να να γί­νο­νται αντι­κεί­με­να. Από το εξώ­φυλ­λο κιό­λας, οι ήρω­ες των σπον­δυ­λω­τών ιστο­ριών της Μα­ρού­τσου –η Εύα και η Κρι­στιά­νε, ο Μίλ­τος και η Στέλ­λα, η Βα­σι­λι­κή, ο Θά­νος και ο Στρα­τής, ο Άλ­κης και η Ιω­άν­να, ο Τζου­λιά­νο και η Νά­σια– προ­σο­μοιά­ζουν σε «σκου­τε­λά­κια» που πέ­φτουν και συσ­σω­ρεύ­ο­νται το ένα πά­νω στο άλ­λο, μέ­σα στο άλ­λο, θαμ­μέ­να κά­τω από το ασή­κω­το βά­ρος της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, των προ­σω­πι­κών και οι­κο­γε­νεια­κών βιω­μά­των, μα και της επί­ση­μης ιστο­ρί­ας. Μό­νο που, σε αντί­θε­ση με τα σκου­τε­λά­κια της Ζά­κρου τα οποία στην πλειο­ψη­φία τους βρέ­θη­καν ακέ­ραια, εδώ έχου­με να κά­νου­με με αν­θρώ­πους σπα­σμέ­νους.
Η Μα­ρού­τσου, σε αυ­τό το βι­βλίο, ανα­λαμ­βά­νει ρό­λο ανα­σκα­φέα τού νε­ο­ελ­λη­νι­κού κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κού το­πί­ου, αφαι­ρώ­ντας τις πλα­κο­στρώ­σεις ή τον ασφαλ­το­τά­πη­τα όπου χρειά­ζε­ται, με­θο­δι­κά, χω­ρίς συ­ναι­σθη­μα­τι­κές εξάρ­σεις, όπως άλ­λω­στε το συ­νη­θί­ζει. Αυ­τές οι πρώ­τες στρώ­σεις συ­νί­στα­νται από τα τρα­γι­κά γε­γο­νό­τα της επι­και­ρό­τη­τας τον και­ρό που συ­νέ­γρα­φε αυ­τό το βι­βλίο, όπως οι δε­κα­ο­χτώ με­τα­νά­στες που κά­η­καν ζω­ντα­νοί στο δά­σος της Δα­διάς (στο δι­ή­γη­μα «Κρι­στιά­νε»), ο άν­θρω­πος με νοη­τι­κή υστέ­ρη­ση που πνί­γη­κε όταν σπρώ­χτη­κε στη θά­λασ­σα από μέ­λη του πλη­ρώ­μα­τος του «Blue Horizon» στον Πει­ραιά (στο δι­ή­γη­μα «Βα­σι­λι­κή»), η κα­τα­στρο­φι­κή πλημ­μύ­ρα στη Θεσ­σα­λία (στο δι­ή­γη­μα «Τζου­λιά­νο»), η έναρ­ξη του πο­λέ­μου με­τα­ξύ Χα­μάς και Ισ­ρα­ήλ (στα δι­η­γή­μα­τα «Άλ­κης» και «Τζου­λιά­νο»).
Στη συ­νέ­χεια η Μα­ρού­τσου σκά­βει βα­θύ­τε­ρα, δια­περ­νώ­ντας τα αλ­λε­πάλ­λη­λα στρώ­μα­τα επι­και­ρό­τη­τας που συν­δέ­ουν το πα­ρόν με το εγ­γύ­τα­το πα­ρελ­θόν, μέ­χρι να απο­κα­λυ­φθούν τα στρω­μα­το­γρα­φι­κά όρια της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ιστο­ριο­γρα­φί­ας: Μνη­μό­νια, Με­τα­πο­λί­τευ­ση, Χού­ντα (μέ­σα από την ιστο­ρία του βα­σα­νι­στή πα­τέ­ρα, στο δι­ή­γη­μα «Άλ­κης»), Εμ­φύ­λιος, Κα­το­χή (μέ­σα από τη σφα­γή στα Κα­νά­λια Μα­γνη­σί­ας από τους Γερ­μα­νούς, στο δι­ή­γη­μα «Τζου­λιά­νο»), Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή (μέ­σα από την αφή­γη­ση του στρώ­μα­τος, στο ομό­τι­τλο δι­ή­γη­μα, για το πώς στοι­βά­ζο­νταν οι πρό­σφυ­γες σε πρό­χει­ρα πα­ρά­σπι­τα δί­πλα στο πο­λυ­τε­λές ξε­νο­δο­χείο Σάρ­λι­τζα Πα­λάς της Λέ­σβου), Βαλ­κα­νι­κοί Πό­λε­μοι (μέ­σα από το Η ζωή εν τά­φω του Στρα­τή Μυ­ρι­βή­λη, στο ίδιο δι­ή­γη­μα), κι από κά­τω οι πε­θα­μέ­νοι να γο­νι­μο­ποιούν τη γη, «μα­λα­κιά γη», γρά­φει η Μα­ρού­τσου, «λά­σπη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας», μέ­σα από την οποία μπο­ρεί να φα­ντα­στεί κα­νείς να ανα­δύ­ο­νται τα φα­ντά­σμα­τα γερ­μα­νό­φω­νων πε­ρι­η­γη­τών του 19ου αιώ­να, υπο­κεί­με­νων στην τυ­ραν­νία ενός ανέ­φι­κτου ιδε­ώ­δους, μαρ­μά­ρων άμω­μων και λευ­κών, όπως ακρι­βώς ανα­θυ­μά­ται τον εαυ­τό του να βγαί­νει από το ευ­ρω­παϊ­κό ερ­γο­στά­σιο το ομι­λούν στρώ­μα της Μα­ρού­τσου, πριν έρ­θει στα μέ­ρη μας και το κη­λι­δώ­σει η ζωή.
Και κα­θώς κά­που εκεί ολο­κλη­ρώ­νε­ται το επί χάρ­του ανα­σκα­φι­κό έρ­γο της Μα­ρού­τσου, πα­ρου­σιά­ζε­ται εκ νέ­ου –ex absentia αυ­τή τη φο­ρά– η Γερ­τρού­δη Στάιν με τη διά­ση­μη φρά­ση της «There is no there there» (από το τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο της αυ­το­βιο­γρα­φί­ας της με τί­τλο Everybody’s Autobiography), η οποία ανα­φέ­ρε­ται στο εξα­φα­νι­σμέ­νο πα­τρι­κό σπί­τι της Στάιν στο Όκλαντ της Κα­λι­φόρ­νιας. «Δεν υπάρ­χει εκεί εκεί», μοιά­ζει να απο­φαί­νε­ται και η Μα­ρού­τσου, υπο­νο­ώ­ντας ότι ο νε­ο­ελ­λη­νι­κός τό­πος, τον οποίο επί εκα­τόν εβδο­μή­ντα σε­λί­δες ανέ­σκα­πτε, έχει πλέ­ον κα­τα­στεί τό­πος φα­σμα­τι­κός, πά­ει να πει, φά­ντα­σμα του εαυ­τού του.
«Δεν εί­ναι η πτώ­ση πρά­ξη μιας στιγ­μής», εί­ναι το μό­το που επί­λε­ξε η Μα­ρού­τσου για το βι­βλίο της. Πρό­κει­ται για στί­χο του ομό­τι­τλου ποι­ή­μα­τος της Έμι­λι Ντί­κιν­σον από τη συλ­λο­γή 44 ποι­ή­μα­τα και 3 γράμ­μα­τα (μτ­φρ. Ερ­ρί­κος Σο­φράς, εκδ. Το Ρο­δα­κιό 2005). Κλεί­νω αυ­τό το κεί­με­νο, πα­ρα­θέ­το­ντας ολό­κλη­ρο το ποί­η­μα της Ντί­κιν­σον:

Δεν εί­ναι η Πτώ­ση Πρά­ξη μιας στιγ­μής
Μια ορι­στι­κή δια­κο­πή
Οι τρό­ποι της Ερεί­πω­σης
Εί­ναι φθο­ρές ορ­γα­νω­μέ­νες –

Ιστός Αρά­χνης, πρώ­τα, στην Ψυ­χή
Και Στρώ­ση Σκό­νης ελα­φριά
Σα­ρά­κι που τρυ­πά τον Άξο­να
Μες στο Στοι­χείο η σκου­ριά –

Επί­ση­μη η Κα­τάρ­ρευ­ση – δου­λειά
Δια­βό­λου – αδιά­κο­πη κι αρ­γή –
Σε μια στιγ­μή κα­νείς δε χά­θη­κε
Αρ­γά γλι­στράς – στη Συ­ντρι­βή –

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: