Ξενοδοχεία, πρεσβείες, αρχαιολογικοί χώροι: υλικό για γραφιάδες

Τον Ιού­νιο του 2024 η Ισπα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας Μάρ­τα Σανθ επι­σκέ­φθη­κε την Αθή­να προ­σκε­κλη­μέ­νη τους Φε­στι­βάλ LEA και των εκ­δό­σε­ων Carnívora με αφορ­μή την κυ­κλο­φο­ρία στα ελ­λη­νι­κά του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός της Μι­κρές κόκ­κι­νες γυ­ναί­κες, σε με­τά­φρα­ση Κων­στα­ντί­νου Πα­λαιο­λό­γου. Δύο εβδο­μά­δες με­τά, στις 4 Ιου­λί­ου 2024, από την επι­στρο­φή της στη Μα­δρί­τη, δη­μο­σί­ευ­σε (κά­ποιες) από της εντυ­πώ­σεις της στην εβδο­μα­διαία στή­λη της στην εφη­με­ρί­δα El País.

Ξενοδοχεία, πρεσβείες, αρχαιολογικοί χώροι: υλικό για γραφιάδες



Από τη βε­ρά­ντα του ξε­νο­δο­χεί­ου μπο­ρεί κα­νείς να απο­λαύ­σει μια πα­νο­ρα­μι­κή θέα της Αθή­νας που, σε γε­νι­κό πλά­νο, εί­ναι μια λευ­κή κου­βέρ­τα. Στη μία άκρη υψώ­νε­ται η Ακρό­πο­λη· στο βά­θος, ο Παρ­θε­νώ­νας μοιά­ζει με κα­τα­σκευή lego. Νιώ­θω σαν τον Δία-Λό­ρενς Ολί­βιε στο Η σύ­γκρου­ση των Τι­τά­νων με τα οπτι­κά εφέ του Ρέι Χα­ρι­χά­ου­ζεν: ο Θε­ός χει­ρα­γω­γεί αν­θρώ­πι­νες φι­γού­ρες πά­νω σ’ έναν κύ­κλο. Κα­τε­βαί­νο­ντας από τα ύψη, η Αθή­να έχει άλ­λα χρώ­μα­τα, ηλιο­κα­μέ­να, φθαρ­μέ­να, μυ­ρω­δά­τα. Τα αυ­το­κί­νη­τα ει­σβάλ­λουν σε στε­νά σο­κά­κια που οδη­γούν στο Μο­να­στη­ρά­κι και τα κα­τα­στή­μα­τά του με τα στοι­βαγ­μέ­να ρο­λά υφα­σμά­των. Μου αρέ­σει η ανο­μοιο­μορ­φία, αλ­λά επί­σης και η οκτα­γω­νι­κή ισορ­ρο­πία των Αέ­ρη­δων. Οι γά­τες της Πλά­κας και της Κε­ντρι­κής Αγο­ράς. Το φως εί­ναι τό­σο δια­πε­ρα­στι­κό που οι φω­το­γρα­φί­ες βγαί­νουν σαν κα­μέ­νες. Εμείς, οι του­ρί­στριες, φο­ρά­με κα­σκέ­τα και κοι­τά­ζου­με τους άστε­γους της Αθή­νας που στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Ρο­ντρί­γο Ρέι Ρό­σα εί­ναι με­τεν­σαρ­κώ­σεις των σο­φι­στών. Δεν υπάρ­χει κα­νέ­να στυ­λι­ζά­ρι­σμα, πα­ρά μό­νο σε­βα­σμός στον άν­θρω­πο σε μια επο­χή απα­ξί­ω­σης της κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης. Για τον Ρέι Ρό­σα, ο Μπο­λά­νιο έγρα­ψε: «Το να τον δια­βά­ζεις εί­ναι σαν να μα­θαί­νεις να γρά­φεις».

Ο Ρο­ντρί­γο προ­ε­τοι­μά­ζει μια επί­σκε­ψη στο Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο για τη Σά­ρα Μέ­σα κι εμέ­να. Μας συ­νο­δεύ­ει ο συγ­γρα­φέ­ας και ελ­λη­νι­στής Πέ­δρο Ολά­για –το τε­λευ­ταίο του έρ­γο έχει τον τί­τλο Αι­γαί­ου Λό­γος–, και μα­ζί του μοι­ρα­ζό­μα­στε τη χα­ρά της μά­θη­σης μέ­σω της πα­ρα­τή­ρη­σης. Όταν κοι­τά­ζου­με ένα έρ­γο τέ­χνης, κά­τι αγ­γί­ζει την καρ­διά μας πέ­ρα από τη λο­γι­κή, αλ­λά έχο­ντας το πλαί­σιο και τη γνώ­ση η από­λαυ­ση αυ­ξά­νε­ται.

Γί­νε­ται προ­νό­μιο, και σαν προ­νο­μιού­χα όντα πε­ρι­πλα­νιό­μα­στε στις αί­θου­σες –κά­ποιες κλει­στές λό­γω έλ­λει­ψης προ­σω­πι­κού– και θαυ­μά­ζου­με το χα­μό­γε­λο κο­ρών και κού­ρων· τα κόκ­κι­να κρί­να της ανοι­ξιά­τι­κης τοι­χο­γρα­φί­ας που χρο­νο­λο­γεί­ται από τον 16ο αιώ­να π.Χ.· τα τη­γα­νό­σχη­μα ημε­ρο­λό­για της Αφρο­δί­της –οστά, κολ­πι­κά ανοίγ­μα­τα, κύ­μα­τα και άνε­μοι–· τον χάλ­κι­νο Πο­σει­δώ­να του Αρ­τε­μι­σί­ου, του οποί­ου ο γα­λή­νιος έλεγ­χος μιας χα­μέ­νης τρί­αι­νας εν­σαρ­κώ­νει μια ιδέα της τέ­χνης που εί­ναι ξέ­νη προς την έντο­νη σω­μα­τι­κή προ­σπά­θεια. Σε άλ­λη αί­θου­σα, ένα παι­δί ανα­βά­της με σφιγ­μέ­νους μύ­ες ιπ­πεύ­ει το πο­λύ γρή­γο­ρο άλο­γό του. Η Αφρο­δί­τη, επί­σης, βγά­ζει το σαν­δά­λι της για να βα­ρέ­σει τον Πά­να, ο οποί­ος έχει αρ­χί­σει να γί­νε­ται φορ­τι­κός. Δύο γυ­ναί­κες και δύο άντρες συγ­γρα­φείς επι­σκέ­πτο­νται ένα αρ­χαιο­λο­γι­κό μου­σείο. Βά­ζω τον εαυ­τό μου στη θέ­ση αυ­τού του φρε­σκο­συ­ντη­ρη­μέ­νου δη­μο­φι­λή Δία, αν και το δη­μο­φι­λής ακού­γε­ται ιν­στα­γκρα­μι­κό, και πα­ρα­τη­ρώ πό­σο χο­ντροί δεί­χνου­με. Η εί­σο­δος στο Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο θα έπρε­πε να εί­ναι φθη­νό­τε­ρη, αλ­λά τα αθλη­τι­κά πα­πού­τσια, τα κι­νη­τά τη­λέ­φω­να τε­λευ­ταί­ας τε­χνο­λο­γί­ας και οι συ­ναυ­λί­ες της Τέι­λορ Σουίφτ που υπο­τί­θε­ται ότι εί­ναι λι­γό­τε­ρο ελι­τί­στι­κα εί­ναι πο­λύ, πο­λύ ακρι­βό­τε­ρα. Στο σπί­τι του Ισπα­νού πρέ­σβη, ένας συν­δαι­τυ­μό­νας πα­ρα­τη­ρεί ότι οι πλού­σιοι στην Ελ­λά­δα εξευ­τε­λί­ζο­νται κά­νο­ντας ου­ρά σε πο­λυ­τε­λή κα­τα­στή­μα­τα. Του απα­ντώ ότι το βρί­σκω μια χα­ρά. Στο Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο δεν υπάρ­χει ου­ρά. Μάλ­λον αγνο­ού­με τι ση­μαί­νει πο­λυ­τέ­λεια.

Για να κα­λύ­ψου­με τα νώ­τα μας από τυ­χόν κα­τη­γο­ρί­ες πε­ρί ελι­τι­σμού –πρε­σβεί­ες, αρ­χαιο­λο­γι­κοί χώ­ροι, υλι­κό για γρα­φιά­δες– τρώ­με στα Εξάρ­χεια, την γει­το­νιά των αναρ­χι­κών. Εκεί υπάρ­χουν μνη­μειώ­δη αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κά γκρά­φι­τι, υπαί­θριοι κι­νη­μα­το­γρά­φοι, τα­βέρ­νες, εκ­δο­τι­κοί οί­κοι και βι­βλιο­πω­λεία όπως το Polyglot, όπου ο Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος πα­ρου­σιά­ζει την εξαι­ρε­τι­κή με­τά­φρα­σή του των Μι­κρών κόκ­κι­νων γυ­ναι­κών. Στα Εξάρ­χεια εξα­κο­λου­θούν να υπάρ­χουν δια­μαρ­τυ­ρί­ες και επει­σό­δια, πνεύ­μα πα­ρα­βα­τι­κό τη­τας, αλ­λά με τον τρό­πο τους εί­ναι κα­θα­ρή γκλα­μου­ριά, στα πρό­θυ­ρα μό­δας, του συρ­μού, όπως συμ­βαί­νει στη Μα­δρί­τη με τη Μα­λα­σά­νια ή το Τρα­στέ­βε­ρε. Πή­γα στην Αθή­να με­τά από πρό­σκλη­ση του λο­γο­τε­χνι­κού φε­στι­βάλ ΛΕΑ. Ο Κώ­στας, ο τα­ξι­τζής του φε­στι­βάλ, μου εξή­γη­σε ότι η λέ­ξη «τα­ξί» προ­έρ­χε­ται από τα ελ­λη­νι­κά και μου έκα­νε μια απο­κά­λυ­ψη: «Δεν έχω ανά­γκη να δου­λεύω. Εί­μαι πλού­σιος». Νο­μί­ζω ότι αστειεύ­ε­ται. «Έχω 30 δια­με­ρί­σμα­τα στην Αθή­να. Το μη­νιαίο ει­σό­δη­μά μου εί­ναι 20.000 ευ­ρώ». Λα­βω­μέ­νοι πέ­νη­τες σο­φι­στές στην πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος, νέ­ο­πλου­τοι που στή­νο­νται στην ου­ρά, κον­σερ­βο­ποι­η­μέ­νοι επα­να­στά­τες, τα­ξι­τζή­δες που δου­λεύ­ουν από χό­μπι, η σιω­πη­λή πο­λυ­τέ­λεια της αυ­θε­ντι­κής εξου­σί­ας. Κε­φα­λαλ­γία και τα­ξί εί­ναι λέ­ξεις που προ­έρ­χο­νται από τα ελ­λη­νι­κά. Η ου­το­πία και η δυ­στο­πία επί­σης.



Η Marta Sanz (Μα­δρί­τη 1967) εί­ναι μια από τις πιο κα­τα­ξιω­μέ­νες Ισπα­νί­δες συγ­γρα­φείς σή­με­ρα. Τα έρ­γα της έχουν βρα­βευ­τεί με τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες δια­κρί­σεις τής ισπα­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, όπως το βρα­βείο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος «Herralde», το βρα­βείο «Ojo Crítico» ή το βρα­βείο «Vargas Llosa» για τα δι­η­γή­μα­τά της.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: