Σεληνογραφίες [Το Νυχτόραμα]

Σεληνογραφίες [Το Νυχτόραμα]



 ––––––––––
Ει­κό­νες: Βα­σί­λης Κου­τσο­γιάν­νης
––––––––––


Το 2022 δη­μο­σιεύ­τη­κε από τις εκδ. Πε­ρι­σπω­μέ­νη ένα βι­βλίο με τί­τλο Το Νυ­χτό­ρα­μα. Μια πλα­τω­νι­κή ανά­γνω­ση. Μο­λο­νό­τι το υλι­κό εί­χε ήδη διέλ­θει πολ­λα­πλά στρώ­μα­τα επε­ξερ­γα­σί­ας, το αί­σθη­μα του ημι­τε­λούς πα­ρέ­μει­νε. Έτσι η ερ­γα­σία συ­νε­χί­στη­κε. Από αυ­τήν προ­έ­κυ­ψε, με­τα­ξύ άλ­λων, ένα νέο κε­φά­λαιο, τρί­το ως προς την ορ­γά­νω­ση του βι­βλί­ου, που απο­τε­λεί εξί­σου μιαν αυ­τό­νο­μη ενό­τη­τα. Μια ακο­λου­θία από picturae, ή ενα πλέγ­μα ορυγ­μά­των που εκτεί­νε­ται προς πολ­λα­πλές κα­τευ­θύν­σεις, πα­ρα­κο­λου­θεί τις συ­στρο­φές μιας ρωγ­μής που συν­δέ­ει το πλα­τω­νι­κό κεί­με­νο με το ιστο­ρι­κό πα­ρόν.

Σεληνογραφίες [Το Νυχτόραμα]



Όσο εξε­λίσ­σε­ται ένα ισχαι­μι­κό επει­σό­διο, κά­ποια αρ­τη­ρία του εγκε­φά­λου απο­φράσ­σε­ται δη­μιουρ­γώ­ντας έτσι μια πε­ριο­χή νέ­κρω­σης γύ­ρω της. Ο εγκε­φα­λι­κός ιστός που πε­ρι­βάλ­λει την πε­ριο­χή του θρόμ­βου τώ­ρα υπο­αι­μα­τώ­νε­ται, χω­ρίς ωστό­σο να νε­κρω­θεί άμε­σα. Η τα­χύ­τη­τα της ια­τρι­κής πα­ρέμ­βα­σης σε αυ­τή ακρι­βώς την εν­διά­με­ση αγ­γεια­κή ζώ­νη, που θα έμοια­ζε να τα­λα­ντεύ­ε­ται για λί­γες ώρες με­τα­ξύ ζω­ής και θα­νά­του, κα­θο­ρί­ζει, με τους όρους των σύγ­χρο­νων τε­χνι­κών δυ­να­το­τή­των, την εξέ­λι­ξη της εγκε­φα­λι­κής βλά­βης και την υγεία του ασθε­νούς. Στην ια­τρι­κή ορο­λο­γία, η κρί­σι­μη αυ­τή ζώ­νη, αυ­τός ο εσω­τε­ρι­κός χώ­ρος στο έλε­ος ενός χρό­νου που πυ­κνώ­νει ασφυ­κτι­κά, ονο­μά­ζε­ται penumbra.
Ο ίδιος όρος εί­χε προη­γου­μέ­νως μια μα­κρά δια­δρο­μή στο δί­καιο. Για την ακρί­βεια, απο­τε­λεί ‘μια από τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες κι αι­νιγ­μα­τι­κό­τε­ρες χω­ρι­κές με­τα­φο­ρές του αμε­ρι­κα­νι­κού συ­νταγ­μα­τι­κού δι­καί­ου’.[1] Κα­θο­ρι­στι­κή για την με­τέ­πει­τα πο­ρεία του εί­ναι η εμ­φά­νι­σή του σε ένα κεί­με­νο του δι­κα­στή Όλι­βερ Ου­έ­ντελ Χολμς, μέ­λους του Ανω­τά­του Δι­κα­στη­ρί­ου και επι­φα­νούς προ­σω­πι­κό­τη­τας της νο­μο­θε­τι­κής Ιστο­ρί­ας των Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών, το 1873. Ανα­λο­γι­ζό­με­νος την εξέ­λι­ξη της νο­μο­λο­γί­ας στον και­ρό του, ο Χολμς πα­ρα­τη­ρεί πως πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κές δι­κα­στι­κές υπο­θέ­σεις μπο­ρούν κα­ταρ­χάς να επι­λυ­θούν με γνώ­μο­να τις γε­νι­κές αρ­χές του δι­καί­ου. Αλ­λά κα­θώς με την πά­ρο­δο των χρό­νων συ­στά­δες υπο­θέ­σε­ων αρ­χί­ζουν να συ­ναρ­θρώ­νο­νται (cluster) γύ­ρω από τις αρ­χές εκεί­νες, οι απο­στά­σεις ανά­με­σά τους στα­δια­κά μειώ­νο­νται και μια σει­ρά υπο­θέ­σε­ων μπο­ρεί στο εξής να επι­λυ­θεί προς μια κα­τεύ­θυν­ση, αλ­λά κι εξί­σου προς την αντί­θε­τή της. Οι δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές γί­νο­νται τό­τε αβέ­βαιες, οι δια­κρί­σεις απο­βαί­νουν ‘φι­λο­σο­φι­κής φύ­σε­ω­ς’ και συ­νε­πώς οι απο­φά­σεις ‘αυ­θαί­ρε­τε­ς’, έγρα­φε ο Χολμς. Κα­τέ­λη­γε δε με τα ακό­λου­θα λό­για: ‘εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να τρα­βή­ξει κα­νείς μια γραμ­μή κά­που μέ­σα στην penumbra, ανά­με­σα στο φως και το σκο­τά­δι, πα­ρά να πα­ρα­μέ­νει στην αβε­βαιό­τη­τα’. Ακρι­βώς αυ­τή η γραμ­μή τερ­μα­τί­ζει την αβε­βαιό­τη­τα και εντέ­λει εξο­βε­λί­ζει (banish) την penumbra, σχο­λιά­ζει ο Χέν­λυ πα­ρα­θέ­το­ντάς τον (84).
Θα έπρε­πε εν­δε­χο­μέ­νως να δη­λω­θεί κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά, προ­σθέ­τει ο Χολμς με αφορ­μή άλ­λη υπό­θε­ση χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, πως οι συ­νταγ­μα­τι­κοί κα­νό­νες κα­τα­λή­γουν, όπως κι εκεί­νοι του εθι­μι­κού δι­καί­ου, σε μια penumbra όπου το νο­μο­θε­τι­κό σώ­μα έχει μια ορι­σμέ­νη ελευ­θε­ρία, a certain freedom, να ορί­σει την γραμ­μή με τον ίδιο τρό­πο που κά­τι τέ­τοιο έχει ανα­γνω­ρι­στεί στην αστυ­νο­μι­κή εξου­σία. H αβε­βαιό­τη­τα δεν θα συ­νι­στού­σε λοι­πόν πα­ρά την άλ­λη όψη μιας θε­με­λιώ­δους ευ­χέ­ρειας που πα­ρα­χω­ρεί­ται στον νο­μο­θέ­τη, προ­σή­κου­σας μάλ­λον στη διαί­σθη­ση, όπως δια­βά­ζου­με, πα­ρά στη λο­γι­κή του - αλ­λά και δο­μι­κά συγ­γε­νι­κής ταυ­τό­χρο­να με μια ομι­χλώ­δη ζώ­νη βί­ας που, εξ ορι­σμού της, δεν υπό­κει­ται σε σα­φή και προ­κα­θο­ρι­σμέ­να όρια. Έτσι, η penumbral uncertainty θα διο­λί­σθαι­νε εσω­τε­ρι­κά σε μια penumbral force: σε μια θαυ­μα­τουρ­γή δύ­να­μη αυ­το­α­ναί­ρε­σης της αδυ­να­μί­ας, έναν βί­αιο εκτο­πι­σμό της, όπως σχο­λί­α­ζε ο Χέν­λυ προ­ξε­νώ­ντας μια σει­ρά συ­νειρ­μών, από το έδα­φος του συλ­λο­γι­κού βί­ου. Ως εκ τού­του, η πε­ριο­χή αυ­τή δεν απο­δί­δει πα­ρά την πη­γή της εξου­σί­ας του δι­καί­ου, για την οποία το σύ­νταγ­μα δεν μπο­ρεί, ού­τε θέ­λει, να προ­δια­γρά­ψει ένα πλαί­σιο θε­μι­τής άσκη­σης.
Ο Χέν­λυ πα­ρα­κο­λου­θεί τη δια­δρο­μή και τις τρο­πές της ιδέ­ας της ‘απε­ριό­ρι­στης από­φα­ση­ς’ του Χολμς μέ­σα στην Ιστο­ρία του αμε­ρι­κα­νι­κού δι­καί­ου. Η λει­τουρ­γία της penumbra ως μιας θο­λής πε­ριο­χής που συν­δέ­ε­ται υπόρ­ρη­τα με τον πυ­ρή­να του δι­καί­ου, που τον εμ­ψυ­χώ­νει και τον προ­στα­τεύ­ει, κα­θώς δια­βά­ζου­με, δια­τη­ρεί­ται μέ­σα σε αυ­τές τις τρο­πές. Ο συ­νειρ­μός του Καρλ Σμιτ εί­ναι διά­χυ­τος στην πα­ρου­σί­α­ση, μο­λο­νό­τι το όνο­μά του δεν ανα­φέ­ρε­ται που­θε­νά, μο­λο­νό­τι, επί­σης, η με­τα­τό­πι­ση της από­φα­σης από τη νο­μο­θε­τι­κή στη δι­κα­στι­κή εξου­σία και η επα­κό­λου­θη δια­σπο­ρά των υπο­κει­μέ­νων της άσκη­σής της απο­στα­θε­ρο­ποιεί, αν δεν αντι­στρέ­φει ήδη πλή­ρως, τη συ­γκε­ντρω­τι­κή πο­λι­τι­κή λο­γι­κή του Σμιτ. Αλ­λά σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση η penumbra απο­δί­δει τον τό­πο μιας εξαί­ρε­σης από τη φυ­σιο­λο­γι­κή λει­τουρ­γία ενός συ­στή­μα­τος, θε­σμι­κού ή βιο­λο­γι­κού, που αιω­ρεί­ται φευ­γα­λέα σε μια οντο­λο­γι­κή με­θό­ριο και όπου το φά­σμα μιας κα­τα­στρο­φής υπο­δη­λώ­νει την ώρα κρί­σι­μων απο­φά­σε­ων.

*

Δη­μο­σιεύ­σεις, ωστό­σο, που ακο­λού­θη­σαν το άρ­θρο του Χέν­λυ υπέ­δει­ξαν πως η πρώ­τη νο­μι­κή ανα­φο­ρά σε μια penumbra δεν γί­νε­ται το 1873, αλ­λά δύο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Το νό­η­μα του όρου σε κεί­νη την δι­κα­στι­κή υπό­θε­ση ήταν αυ­τό της ‘αφά­νεια­ς’, του χρο­νι­κού εκεί­νου δια­στή­μα­τος δη­λα­δή όπου κά­ποιο πρό­σω­πο θε­ω­ρεί­ται αγνο­ού­με­νο, όπως εί­δα­με νω­ρί­τε­ρα να το κα­θο­ρί­ζει νο­μι­κά ο σύγ­χρο­νος Αστι­κός Κώ­δι­κας.[2] Η penumbra δεν θα ήταν τό­τε μια πε­ριο­χή του αν­θρώ­πι­νου ορ­γα­νι­σμού υπό ένα ορι­σμέ­νο χρο­νι­κό κα­θε­στώς, ού­τε ένας πε­ρι­στα­σια­κός νο­μι­κός μη­χα­νι­σμός· θα υπέ­δει­χνε, αντι­θέ­τως, μια νο­μι­κή συν­θή­κη στην οποία έχει πε­ριέλ­θει κα­νείς κα­θο­λι­κά και η οποία αντι­στοι­χεί σε μια οντο­λο­γι­κή με­θό­ριο. Σε μια ζώ­νη αδια­κρι­σί­ας με­τα­ξύ ζω­ής και θα­νά­του δη­λα­δή, η ια­τρι­κή εν­νοιο­λό­γη­ση της οποί­ας συ­να­ντά αυ­τήν του δι­καί­ου, όπου το σώ­μα αιω­ρεί­ται σε μια απροσ­διό­ρι­στη, φα­σμα­τι­κή πε­ριο­χή έξω από κά­θε χαρ­το­γρά­φη­ση ή μέ­τρη­ση. Αιω­ρεί­ται εκτο­πι­σμέ­νο, φέρ­νο­ντας στο νου την κου­βέ­ντα του Χέν­λυ - εκτο­πι­σμέ­νο, με μια μοι­ραία βία, από την επι­κρά­τεια της ορα­τό­τη­τας. Το αφα­νές σώ­μα ενός αγνο­ού­με­νου, χα­μέ­νο από τα μά­τια μας, πε­ρι­πλα­νώ­με­νο σε έναν τό­πο δί­χως όνο­μα, έρ­χε­ται τό­τε σε μια ου­σιώ­δη συ­νά­φεια με το πε­δίο του νό­μου ως κυ­ρί­αρ­χου εξο­βε­λι­σμού της ίδιας της αφά­νειας. Αυ­τό συμ­βαί­νει δε την ώρα που ο νό­μος βρί­σκε­ται αντι­μέ­τω­πος με έναν κίν­δυ­νο πα­ρά­λυ­σης - με το φά­σμα μιας δι­κής του αφά­νι­σης. Δεν εί­ναι, λοι­πόν, τυ­χαίο ότι η απώ­τα­τη κα­τα­γω­γή της penumbra δεν βρί­σκε­ται ού­τε στην ια­τρι­κή, ού­τε στο δί­καιο, αλ­λά στην οπτι­κή και στη σε­λη­νια­κή αστρο­νο­μία. Ως εάν στη Σε­λή­νη να κρύ­βο­νταν εξαρ­χής τα μυ­στι­κά του δι­καί­ου, όσο και των ορ­γά­νων του αν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος.
Η λέ­ξη εμ­φα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φο­ρά στο Astronomiae pars optica του Κέ­πλερ το 1604, την ίδια χρο­νιά που αυ­τός επρό­κει­το να πα­ρα­τη­ρή­σει αρ­γό­τε­ρα έναν υπερ­και­νο­φα­νή αστέ­ρα φτά­νο­ντας έτσι στο συ­μπέ­ρα­σμα της με­τα­βλη­τό­τη­τας του ου­ρα­νού. Κι επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται στο σώ­μα των εκτε­τα­μέ­νων ση­μειώ­σε­ων του Κέ­πλερ στο Somnium, τε­λευ­ταί­ου κει­μέ­νου του, στα 1630, που προ­ε­κτεί­νει ανα­πά­ντε­χα τα ίχνη του Τί­μαιου όσο και τις αρ­χές της δι­κής του αστρο­νο­μί­ας μέ­χρι το κα­τώ­φλι της σύγ­χρο­νης επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας.[3] Σε αυ­τά τα κεί­με­να, η ση­μα­σία της penumbra, την οποία επι­νο­εί γλωσ­σι­κά ο Κέ­πλερ, εί­ναι εκεί­νη της πα­ρα­σκιάς, της ‘σχε­δόν σκιά­ς’, paene umbra σύμ­φω­να με τα λα­τι­νι­κά έτυ­μα της λέ­ξης. Έτσι, στο Οπτι­κό μέ­ρος της αστο­νο­μί­ας όπως και στη ση­μεί­ω­ση 184 του Ονεί­ρου δια­βά­ζου­με πως ένα υπό­λειμ­μα ηλια­κού φω­τός κα­θί­στα­ται αι­σθη­τό στη σκιά που αφή­νει η Γη στη Σε­λή­νη κα­τά την διάρ­κεια μιας με­ρι­κής έκλει­ψης Σε­λή­νης, ή επί­σης, αντί­στρο­φα, στη σκιά που αφή­νει η Σε­λή­νη στη Γη κα­τά την διάρ­κεια μιας με­ρι­κής έκλει­ψης Ηλί­ου. Η οπτι­κή θέ­ση που υπο­δη­λώ­νε­ται σε αυ­τή την δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση εί­ναι κά­ποιου που θα κοί­τα­ζε τη Γη από τη Σε­λή­νη σε ό,τι, από την δι­κή του σκο­πιά, θα ήταν επί­σης μια με­ρι­κή έκλει­ψη Γης, αντε­στραμ­μέ­νη θέ­ση που εξαρ­χής επι­θυ­μεί να διε­ρευ­νή­σει η ονει­ρι­κή αστρο­νο­μία του Κέ­πλερ. Υπό­λειμ­μα φω­τός, επο­μέ­νως, μέ­σα στις πα­ρα­σκιές που αφή­νει ένας πλα­νή­της πά­νω σε κά­ποιον άλ­λο, τρί­τον γέ­νος ανά­με­σα στο φως και το σκο­τά­δι - ‘ένα εί­δος ωχρό­τη­τας και συ­σκό­τι­ση­ς’ ως εάν μια ελα­φριά ομί­χλη, συ­μπλη­ρώ­νει ο Κέ­πλερ στο Somnium, να εί­χε πέ­σει πά­νω τους κα­θι­στώ­ντας ακα­θό­ρι­στα τα πε­ρι­γράμ­μα­τά τους.

Να, λοι­πόν, που συμ­βαί­νουν όσα μας απα­σχο­λούν σε αυ­τό το βι­βλίο: στον τό­πο και στον χρό­νο μιας penumbra της Γης, ή της Σε­λή­νης. Στους σκιώ­δεις κα­το­πτρι­σμούς τους, όσο και στο υπό­λειμ­μα φω­τός εντός τους, μπο­ρού­με να ανα­γνω­ρί­σου­με τις όψεις ενός συμ­βά­ντος κρί­σι­μου, πλην ου­σιω­δώς αμ­φί­ση­μου στις προ­ε­κτά­σεις του. Από εκεί ξε­πη­δούν οι αντί­θε­τες εσω­τε­ρι­κές λο­γι­κές μιας κα­τά­στα­σης εξαί­ρε­σης, μιας ώρας κιν­δύ­νου, οι τρο­πι­κό­τη­τες της μνή­μης που πρω­τί­στως ανα­σύ­ρει και οι δι­και­ϊ­κο-πο­λι­τι­κές δια­λε­κτι­κές που κι­νη­το­ποιεί. Αν μια από τις λο­γι­κές αυ­τές, κυ­ρί­αρ­χη ιστο­ρι­κά, επι­κα­λέ­στη­κε συ­χνά τη θε­με­λια­κή σχέ­ση της με την κα­τα­γω­γή της με­τα­φυ­σι­κής, εδώ διε­ρευ­νώ­νται συ­νά­φειες, αντη­χή­σεις, υπό­γειες διάρ­κειες μιας δια­φο­ρε­τι­κής, αντί­θε­της λο­γι­κής της και της κά­πο­τε απρό­σμε­νης δι­κής της σχέ­σης με την ίδια κα­τα­γω­γή.

*

Ξα­νά και ξα­νά στην Οδύσ­σεια, το να ζει κα­νείς συ­μπί­πτει με το να χαί­ρε­ται το φως του ήλιου. Το ακού­με από το στό­μα του Με­νέ­λα­ου (δ 540), της Πη­νε­λό­πης (δ 833), εντέ­λει του ίδιου του Οδυσ­σέα (κ 498): κα­θώς μας βλέ­πει ο ήλιος, κα­θώς για την ακρί­βεια τον βλέ­που­με να μας βλέ­πει, εί­μα­στε ζω­ντα­νοί. Τό­τε μας βλέ­πουν δε και οι άλ­λοι, το φω­τει­νό βλέμ­μα του ήλιου μάς κα­θι­στά ορα­τούς σε κεί­νους επί­σης. Η δι­πλή αυ­τή ορα­τό­τη­τα, το μοί­ρα­σμα της εμ­φά­νειας κα­θι­δρυ­μέ­νο από το φως του ήλιου, απο­δί­δει τη δια­φο­ρά ανά­με­σα στη ζωή και τον θά­να­το. Όμως αν το πρό­σω­πο του ήλιου κοι­τά­ζει τους ζω­ντα­νούς και επι­κυ­ρώ­νει τη ζωή τους, εκεί­νο της σε­λή­νης τι κοι­τά­ζει άρα­γε; Ακρι­βώς αυ­τό το ερώ­τη­μα υφέρ­πει στο Πε­ρί του εμ­φαι­νο­μέ­νου προ­σώ­που τω κύ­κλω της σε­λή­νης του Πλού­ταρ­χου, κεί­με­νο διά­στι­κτο από ομη­ρι­κούς στί­χους. Αν εν­δια­φέ­ρει σε τι συ­νί­στα­ται το πρό­σω­πο της σε­λή­νης, εί­ναι εντέ­λει διό­τι αυ­τό κρύ­βει το αγω­νιώ­δες ερώ­τη­μα τι εί­δους πρό­σω­πο αντα­να­κλά­ται στο βλέμ­μα της: ποιον βλέ­πει, ποιος εί­ναι κεί­νος που την κοι­τά­ζει με την απο­ρία του εαυ­τού του; Εί­ναι ζω­ντα­νός, ή νε­κρός; Με άλ­λους δί­πλα του, ή μό­νος; Εί­ναι ίσως ένα πρό­σω­πο, ή μή­πως μια μά­σκα;
Από την αρ­χή μέ­χρι το τέ­λος ενός δια­λό­γου όπου ο Τί­μαιος θα αντη­χεί σε κά­θε βή­μα, η Σε­λή­νη διε­ρευ­νά­ται ως κά­το­πτρο της Γης. Αλ­λά τι θα ήταν ένα ου­ρά­νιο κά­το­πτρο; Σύμ­φω­να με τη Στω­ι­κή θέ­ση, η Σε­λή­νη θα απο­τε­λού­νταν από σκο­τει­νό αέ­ρα και φω­τιά σαν αν­θρα­κιά, μοιά­ζο­ντας με έναν ‘αλα­μπή, στα­χτω­μέ­νο κε­ραυ­νό’ (922A).[4] Όμως πα­ρά την αραιή και άμορ­φη συ­στα­σή της, ή ίσως εξαι­τί­ας ακρι­βώς αυ­τής εντέ­λει, η Σε­λή­νη θα απέ­δι­δε κα­το­πτρι­κά έναν χάρ­τη της Γης δι­πλα­σιά­ζο­ντάς την με τη μορ­φή μιας αι­θέ­ριας ει­κό­νας. O πλα­τω­νι­κός αντί­λο­γος θα δια­κρί­νει αντί­θε­τα στη Σε­λή­νη συγ­γέ­νεια με τη γη στην υλι­κό­τη­τά της, εφό­σον, δε, εκεί­νη ει­σέρ­χε­ται συ­χνά στον χθό­νιον και νυ­κτέ­ριον τό­πον, δη­λα­δή στη σκιά της Γης, στο αφεγ­γές χω­ρί­ον που απο­τε­λεί κλή­ρο της, η Σε­λή­νη θα βρι­σκό­ταν μέ­σα στα όρια της τε­λευ­ταί­ας (925C-D, 934Α). Και μά­λι­στα, όπως θα το εί­χε ήδη δια­τυ­πώ­σει ο ποι­η­τής της Οδύσ­σειας που μνη­μο­νεύ­ει εδώ ξα­νά ο Πλού­ταρ­χος, θα έθε­τε εκεί­νη το πέ­ρας και το τέρ­μα της γης (942F). Άλ­λο­τε πά­λι ανά­με­σα στην Ήλιο και τη Γη σαν το συ­κώ­τι που βρί­σκε­ται ανά­με­σα στην καρ­διά και την κοι­λιά (928C), η Σε­λή­νη, νυ­χτε­ρι­νό μα­ντείο μιας ου­ρά­νιας επι­κρά­τειας αν ακο­λου­θή­σει κα­νείς τον συ­νειρ­μό του Τί­μαιου που ανα­δύ­ε­ται εδώ, θα ήταν ‘γη σε αφύ­σι­κη θέ­ση’, σαν εκεί­νη στην οποία βρί­σκε­ται εξί­σου το αό­ρα­το εντός των αι­σθη­τών (926C). Όσο για το χρώ­μα της Σε­λή­νης, αν­θρα­κώ­δες και δια­κα­ές, δια­βά­ζου­με (934Β), θα υπέ­δει­χνε πως η φω­τιά δεν μπο­ρεί να συ­νι­στά τη φύ­ση της, όπως εξί­σου και οι με­τα­πτώ­σεις των απο­χρώ­σε­ών της, άλ­λο­τε ερυ­θρές, άλ­λο­τε πά­λι γα­λα­ζω­πές, που υπο­δη­λώ­νουν πως κά­τι αλ­λό­τριον εμπλέ­κε­ται ήδη στο στά­χτω­μα. Ό,τι θα αντί­κρι­ζε κα­νείς κοι­τά­ζο­ντάς την θα ήταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ένα λείμ­μα του φω­τός, κα­θώς το ρεύ­μα σκιάς που ει­σέρ­χε­ται στο εσω­τε­ρι­κό ενός ου­ρά­νιου πε­λά­γους από φως, δη­λα­δή το κω­νι­κό απο­τύ­πω­μα της γης στον αστρι­κό χώ­ρο, κη­λι­δώ­νε­ται από τη σε­λή­νη (934D-E).
Μια κη­λί­δα στο αφεγ­γές χω­ρί­ον ως λείμ­μα του φω­τός - η σε­λή­νη θα ήταν λοι­πόν πράγ­μα­τι ένα κά­το­πτρο. Ένα πα­ρά­ξε­νο κά­το­πτρο ωστό­σο, όπου τί­πο­τα δεν ανα­κλά­ται απα­ράλ­λα­χτο, τί­πο­τα δεν επι­στρέ­φει αλώ­βη­το από εκεί στον ήλιο ή στη γη, του­να­ντί­ον. Ένας ήλιος μέ­σα στη σκιά, ένας άλ­λος ήλιος, ή ένας σω­σί­ας του· ίχνος του ήλιου μέ­σα σε μια σκο­τει­νή πε­ριο­χή, μια ωχρή μνή­μη του μέ­σα στον ίδιο τον κλή­ρο της γης εντέ­λει - σε αυ­τό το ει­δι­κό κά­το­πτρο κά­θε οπτι­κή ακτί­να φυλ­λορ­ρο­εί, θρύ­πτε­ται και απο­λεί­πει (936F). Κά­θε κα­τα­γω­γή ανα­φαί­νε­ται εκεί αμυ­δρή και σπα­σμέ­νη, ένα αδρα­νές λεί­ψα­νον (929E, 935C, 937Β). Αλ­λά η σκέ­ψη αυ­τή προ­έρ­χε­ται από το αυ­τί εξί­σου με το μά­τι, διό­τι όπως στην ηχώ ο αρ­χι­κός ήχος επι­στρέ­φει εξα­σθε­νη­μέ­νος, σχή­μα που επι­κα­λεί­ται εδώ ο Λεύ­κιος, έτσι ό,τι φα­νε­ρώ­νε­ται στη σε­λή­νη δεν θα ήταν εντέ­λει άλ­λο από οπτι­κοί από­η­χοι των πραγ­μά­των. Κά­τι ακό­μα έχει, όμως, εδώ ση­μα­σία: οι ανω­μα­λί­ες της επι­φά­νειας της σε­λή­νης κα­θι­στούν κά­θε ανταύ­γειαν προ­ϊ­όν μιας πολ­λό­τη­τας κα­τό­πτρων, όχι ενός μό­νο (930D-E). Οι οπτι­κοί από­η­χοι της σε­λή­νης συ­γκρο­τούν λοι­πόν μια ισχνή πο­λυ­φω­νία, ένα ηχη­τι­κό κο­λάζ σε χα­μη­λούς τό­νους.
Θα έπρε­πε άρα­γε να μας εκ­πλή­ξει πως μια τέ­τοια σε­λή­νη δεν θα έχει στραμ­μέ­νο το βλέμ­μα της στην επι­φά­νεια της γης, αλ­λά στον βυ­θό της; Το πρό­σω­πό της, βλο­συ­ρόν τι και φρι­κώ­δες (944Β), δεν θα έβλε­πε το πα­ρόν της γης, αλ­λά εκεί­να ακρι­βώς, τα αμυ­δρά και σπα­σμέ­να, τα ‘απο­μα­κρυ­σμέ­να και πε­ρα­σμέ­να’ της νι­τσεϊ­κής φρά­σης, που το πα­ρόν απω­θεί. Γορ­γό­νιον σύμ­φω­να με μια αλυ­σί­δα ανα­φο­ρών που, ξε­κι­νώ­ντας από την ορ­φι­κή ποί­η­ση, κα­τα­λή­γει μέ­σω του Επι­γέ­νη του γραμ­μα­τι­κού στον Κλή­με­ντα τον Αλε­ξαν­δρέα (Στρω­ματ., 5, 8, 49), το πρό­σω­πο αυ­τό δεν θα απέ­δι­δε τα φα­νε­ρά, αλ­λά τα αφα­νή. Η Σε­λή­νη θα ήταν τό­τε ένα αρ­χείο των σβη­σμέ­νων και εγκα­τα­λειμ­μέ­νων πραγ­μά­των της Γης, ο τε­φρώ­δης χάρ­της των ερει­πί­ων της - το λείμ­μα, εντέ­λει, της ίδιας της Γης. Να για­τί στο κεί­με­νο του Πλού­τα­χου η Σε­λή­νη εί­ναι και δεν εί­ναι Γη, ή εί­ναι μια Γη ‘αφύ­σι­κη’: εκεί­νη γί­νε­ται εδώ η Ιστο­ρία της Γης γυ­ρι­σμέ­νη το μέ­σα έξω, μια αρ­νη­τι­κή φω­το­γρα­φία της.
Ως ρη­τά δια­τυ­πω­μέ­νη δεν θα εμ­φα­νι­στεί μια τέ­τοια σύ­να­ψη της Σε­λή­νης με τα χα­μέ­να πράγ­μα­τα της Γης πα­ρά μο­νά­χα πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, σε δύο ανα­γνώ­στες του Πλού­ταρ­χου και του Λου­κια­νού. Στο Όνει­ρο, ένα ασυ­νή­θι­στα σκο­τει­νό, δια­λο­γι­κό κεί­με­νο του Αλ­μπέρ­τι στα μέ­σα του δε­κά­του πέμ­πτου αιώ­να και κα­τό­πιν ξα­νά, κυ­ρί­ως εδώ, στο 34ο άσμα του επι­κού Μαι­νό­με­νου Ορ­λάν­δου του Αριό­στο έναν αιώ­να αρ­γό­τε­ρα.[5] Όμως οι ανα­γεν­νη­σια­κές ανε­μο­συρ­μές μιας οξυ­μέ­νης ιστο­ρι­κής συ­νεί­δη­σης, όσο και οι ανά­λο­γες αι­σθη­τι­κές της μέ­ρι­μνες, φυ­σού­σαν ήδη όχι μό­νο στα φα­ντα­στι­κά τα­ξί­δια του Λου­κια­νού, αλ­λά επί­σης και πρω­τί­στως στον αστρο­νο­μι­κό διά­λο­γο του Πλού­ταρ­χου.

*

Τρεις φο­ρές συν­δέ­ε­ται στο κεί­με­νο η Σε­λή­νη με την ει­κό­να του βυ­θού: 925Β, 938D, 940D-E. Εφό­σον ό,τι βλέ­που­με, ορώ­μεν, να κα­τοι­κεί­ται στη Γη, θα έμοια­ζε με κο­ρυ­φές ή χερ­σο­νή­σους που ανα­δύ­ο­νται από τον βυ­θό, έτσι και η ύπαρ­ξη της Σε­λή­νης, πι­θα­νώς ακα­τοί­κη­της, δεν εί­ναι μά­ταιη - κά­θε άλ­λο, θα εί­χε την κα­τα­γω­γι­κή ση­μα­σία του γή­ι­νου βυ­θού. Εκεί­νου που χω­ρίς να τον βλέ­που­με και, για την ακρί­βεια, χω­ρίς να έχει ζωή ο ίδιος, θα ήταν εντού­τοις η προ­έ­λευ­ση κά­θε δυ­να­τής φα­νέ­ρω­σης και ζω­ής. Μοιά­ζο­ντας επο­μέ­νως με τον βυ­θό της Γης, η άγο­νη Σε­λή­νη δεν θα έπαυε να συ­ντρέ­χει ταυ­τό­χρο­να μια αλ­λιώ­τι­κη γο­νι­μό­τη­τα (938F). Απε­να­ντί­ας, μια ανά­σα μέ­σα στην ίδια την ασφυ­ξία, ένα έν­δον πέ­ρα­σμα της δεύ­τε­ρης στην πρώ­τη: να με τι θα έμοια­ζε η εσώ­τα­τη λει­τουρ­γία της.
Γι' αυ­τό και ίσως η σε­λή­νη να μην εί­ναι εντέ­λει έρη­μη από ζω­ντα­νά πλά­σμα­τα, θα δια­βά­σου­με λί­γο αρ­γό­τε­ρα. Το ζή­τη­μα αφο­ρά το κρι­τή­ριο της ζω­ής εν­γέ­νει, εφό­σον τα ζω­ντα­νά πλά­σμα­τα, σύμ­φω­να με μια κρί­σι­μη σκέ­ψη του Λα­μπρία, θα εί­χαν με­τα­ξύ τους δια­φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρες από ό,τι με τα μη-ζω­ντα­νά (μη ζώα, 940Β). Κά­τι εντός της τά­ξης του ζώ­ντος ξε­περ­νά τη δια­φο­ρά του από το νε­κρό. Κι έτσι σε λί­γο θα ακου­στεί πως, όπως εκεί­νος που, ξέ­νος προς τη θά­λασ­σα και την εμπει­ρία της, θα θε­ω­ρού­σε την άπο­ψη ότι στον βυ­θό της ζουν θη­ρία και ζώα κά­θε μορ­φής ως μύ­θευ­μα και τε­ρα­το­λό­γη­μα, πα­ρό­μοια φα­ντά­ζει και σε μάς η ιδέα πως η Σε­λή­νη κα­τοι­κεί­ται από κά­ποιο εί­δος αν­θρώ­πων (τι­νας αν­θρώ­πους). Όμως αυ­τό, κοι­τά­ζο­ντας τη γη σαν κα­τα­κά­θι και λά­σπη (υπο­στάθ­μην και ιλύν) του σύ­μπα­ντος να αχνο­φαί­νε­ται, θα απο­ρού­σε ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο αν εκεί­νη φι­λο­ξε­νεί κά­ποια ζωή ή όχι.
Ανε­παί­σθη­τα πλά­σμα­τα που μοιά­ζουν με ό,τι βρί­σκε­ται κά­τω από το βά­ρος των ωκε­α­νών της γης, πιο πε­θα­μέ­να από τα πε­θα­μέ­να κι όμως ζω­ντα­νά την ίδια στιγ­μή, ένα εί­δος αν­θρώ­πων στο πέ­ρας της επι­κρά­τειας της ζω­ής - από τη θέ­ση μιας τέ­τοιας ετε­ρό­τη­τας εγκα­τε­στη­μέ­νης σε έναν ορια­κό εσω­τε­ρι­κό κλή­ρο, η γη θα έδει­χνε αλ­λιώς: αντε­στραμ­μέ­νη. Θα έμοια­ζε τό­τε ως εάν ο Άδης να εί­χε με­τα­κο­μί­σει εδώ (940F), ξα­νά μια ομη­ρι­κή αντή­χη­ση, οπό­τε η σε­λή­νη θα υπο­κα­θι­στού­σε πια τη γη (γην δε μί­αν εί­ναι την σε­λή­νην), ή ως εάν το ‘εδώ’ να ήταν μια άλ­λη λέ­ξη για έναν λα­σπό­το­πο. Ανα­δει­κνύ­ο­ντας έτσι μια γη κά­τω από τη γη, η σε­λή­νη θα την δι­πλα­σί­α­ζε σαν σω­σί­ας της, ή θα πα­ρή­γα­γε μια κρί­σι­μη εσω­τε­ρι­κή δια­φο­ρά της, με­γα­λύ­τε­ρη από εκεί­νη ανά­με­σα στην ύπαρ­ξη και την ανυ­παρ­ξία της. Δεν εί­ναι, λοι­πόν, τυ­χαίο ότι σε αυ­τό ακρι­βώς το ση­μείο, όπου ανα­κα­λεί­ται μια βυ­θι­σμέ­νη Ατλα­ντί­δα ως ει­κό­να της Γης εν­γέ­νει, ο διά­λο­γος με­τα­βαί­νει στη μυ­θι­κή αφή­γη­ση γύ­ρω από ένα σύ­μπλεγ­μα νη­σιών βα­θιά μέ­σα σε ένα πέ­λα­γος που θα λε­γό­ταν Κρό­νιο. Σε αυ­τές τις άλ­λες κη­λί­δες που βρί­σκο­νται ξα­νά μέ­σα σε ένα ρεύ­μα σκιάς στο εσω­τε­ρι­κό ενός πε­λά­γους, σε αυ­τούς τους νέ­ους εγκι­βω­τι­σμούς, η Σε­λή­νη θα εί­χε πλέ­ον εν­σω­μα­τω­θεί στη γε­ω­γρα­φία της Γης και το ανοί­κειο κά­το­πτρο θα εί­χε εγκα­τα­στα­θεί εντός.

*

Σε μια νη­σιω­τι­κή πε­ριο­χή όπου ο Δί­ας κρα­τού­σε φυ­λα­κι­σμέ­νο τον Κρό­νο θα κα­τευ­θυ­νό­ταν ένας υβρι­δι­κός πλυ­θυ­σμός, ελ­λη­νι­κός και βαρ­βα­ρι­κός, εγκα­τε­στη­μέ­νος στην άκρη της ηπει­ρω­τι­κής γης, όταν ο αστέ­ρας του Κρό­νου, του Νυ­κτού­ρου στη βαρ­βα­ρι­κή γλώσ­σα, νυ­χτο­φύ­λα­κα δη­λα­δή, θα ει­σερ­χό­ταν στον Ταύ­ρο. Όσοι κα­τόρ­θω­ναν να φτά­σουν επί ξέ­νης θα εί­χαν μπρο­στά τους μια πα­ρα­μο­νή στα νη­σιά μέ­χρι, τριά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα στην ίδια πλα­νη­τι­κή συ­γκυ­ρία κι εφό­σον θα εί­χαν στο με­τα­ξύ αφιε­ρω­θεί στη λα­τρεία του θε­ού, να τους επι­τρα­πεί η επι­στρο­φή, ενώ ταυ­τό­χρο­να θα κα­τέ­φτα­ναν νέ­οι τα­ξι­διώ­τες από την ήπει­ρο. Πολ­λοί, ωστό­σο, εί­τε δεν θα ήθε­λαν να στε­ρη­θούν έναν βίο ορ­γα­νω­μέ­νο γύ­ρω από θυ­σί­ες και γιορ­τές, συ­ζη­τή­σεις και φι­λο­σο­φι­κούς στο­χα­σμούς, τον οποίο ζού­σαν στον νη­σιω­τι­κό τό­πο, εί­τε θα εμπο­δί­ζο­νταν να φύ­γουν από την θε­ό­τη­τα, που τους θε­ω­ρού­σε εφε­ξής φί­λους και οι­κεί­ους. Αυ­τοί θα εί­χαν, επι­πλέ­ον, εξοι­κειω­θεί με δαί­μο­νες και με φω­νές, στα όνει­ρά τους και όχι μό­νο εκεί, δια­μέ­σου αυ­τών δε και με μα­ντι­κές δυ­νά­μεις (941).
Πα­ρα­τε­τα­μέ­νη δια­μο­νή σε ένα με­σο­διά­στη­μα, όνει­ρα, μα­ντι­κή δύ­να­μη - τα παι­διά ενός πε­λά­γους στο άστρο της με­λαγ­χο­λί­ας θα γί­νο­νταν δε­ξιο­τέ­χνες στην ανά­γνω­ση των ιχνών του χρό­νου σε ου­ρά­νια κά­το­πτρα. Κι έτσι ο ανώ­νυ­μος ξέ­νος, από τον οποίο προ­έρ­χε­ται η μυ­θι­κή δι­ή­γη­ση που με­τα­φέ­ρει ο Σύλ­λας ως κε­ντρι­κό πρό­σω­πο του δια­λό­γου, θα εί­χε, με­τα­βαί­νο­ντας από το νη­σί όχι στην πα­τρί­δα του αλ­λά στην Καρ­χη­δό­να που εξί­σου τι­μού­σε τον Κρό­νο - θα εί­χε ο ξέ­νος αυ­τός φτά­σει σε μια κρί­σι­μη ανά­γνω­ση τέ­τοιου εί­δους. Ανα­κά­λυ­ψε, μα­θαί­νου­με, ιε­ρές περ­γα­μη­νές που, όταν η πα­λιά πό­λη κα­τα­στρά­φη­κε (η προ­τέ­ρα πό­λις απώλ­λυ­το, 942C), με­τα­φέρ­θη­καν έξω κρυ­φά πα­ρα­μέ­νο­ντας ξε­χα­σμέ­νες για και­ρό (δια­λα­θού­σας πο­λύν χρό­νον) μέ­σα στη γη. Αυ­τές ακρι­βώς οι περ­γα­μη­νές θα ανα­δεί­κνυαν την προ­νο­μια­κή ση­μα­σία της σε­λή­νης ως του βί­ου κυ­ριω­τά­την. Κεί­με­να λη­σμο­νη­μέ­να και θαμ­μέ­να έξω από τα τεί­χη της πό­λης, που θα έμοια­ζαν επι­πλέ­ον με αρ­χεία, αν όχι ήδη με αρ­χεία μιας κα­τα­στρο­φής, εί­ναι ό,τι επι­βιώ­νει λα­θραία από μια πό­λη που δεν υπάρ­χει πια πα­ρά μό­νο εκεί, μό­νο έτσι, εκτο­πι­σμέ­νη, εντα­φια­σμέ­νη και απο­τυ­πω­μέ­νη σε ξε­χα­σμέ­νες γρα­φές. Όμως ιδού, μια πό­λη συν­δε­δε­μέ­νη επί­σης με ένα ου­ρά­νιο κά­το­πτρο, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη σε αυ­τό, λες και το εσω­τε­ρι­κό της γης θα ήταν υπο­γεί­ως συ­ντο­νι­σμέ­νο μα­ζί του.
Στο κέ­ντρο μιας σει­ράς από εγκι­βω­τι­σμέ­νες αφη­γή­σεις, ο μυ­στη­ριώ­δης ξέ­νος με­τα­κι­νή­θη­κε από το κα­θε­στώς του χώ­ρου σε κεί­νο του χρό­νου κι από την τε­λε­τουρ­γία στη γρα­φή, στο βι­βλίο, που εί­ναι πά­ντα ίχνος ενός δια­λυ­μέ­νου κό­σμου. Και τώ­ρα, πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, σε έναν διά­λο­γο που θα εί­χε ήδη γί­νει κι αυ­τός βι­βλίο, πα­ρελ­θόν που μι­λά­ει, ο ξέ­νος με­τα­φέ­ρει μέ­σω του Σύλ­λα την ομή­γυ­ρη, κλεί­νο­ντας δε έτσι τη συ­ζή­τη­ση, ξα­νά στη θε­μα­τι­κή της σε­λή­νης. Η με­τα­κί­νη­ση αυ­τή ήταν ήδη εκεί­νη της σε­λή­νης ως τό­που ενός αφα­νούς πα­ρελ­θό­ντος. Ο ξέ­νος την εί­χε ανε­πί­γνω­στα ακο­λου­θή­σει και ο διά­λο­γος γυ­ρί­ζει τώ­ρα στον άξο­να όλης της αφή­γη­σης. Αλ­λά η σε­λη­νια­κή λο­γι­κή φα­νε­ρώ­νε­ται έτσι ως επι­τε­λε­στι­κά εγ­γε­γραμ­μέ­νη στο ίδιο το ασθε­νές σώ­μα της γρα­φής. Ο ανα­γνώ­στης δεν θα κοί­τα­ζε εδώ, λοι­πόν, πα­ρά μια κει­με­νι­κή κη­λί­δα μέ­σα σε ένα ρεύ­μα σκιάς, στον νυ­κτέ­ριον τό­πον της Ιστο­ρί­ας. Θα κοί­τα­ζε μια σε­λή­νη-κεί­με­νο που οποιοσ­δή­πο­τε, σαν άλ­λος ξέ­νος στις πα­ρυ­φές κά­ποιας κα­τε­στραμ­μέ­νης Καρ­χη­δό­νας, εί­ναι δυ­νη­τι­κά σε θέ­ση να δια­βά­σει στο αφεγ­γές πα­ρόν του, ένα κεί­με­νο που, ως εκ της ου­σί­ας του, δεν στα­μα­τά να ανα­σύ­ρε­ται αρ­χαιο­λο­γι­κά από τη συλ­λο­γι­κή λή­θη. Διό­τι εκεί­νη η κη­λί­δα δεν υπο­δει­κνύ­ει εντέ­λει πα­ρά μια ρωγ­μή κρυμ­μέ­νη στο κέ­ντρο κά­θε πο­λι­τι­σμι­κού χρό­νου: το φα­σμα­τι­κό πα­ρόν ενός ξέ­νου που θυ­μά­ται.
Σαν τα νη­σιά στο Κρό­νιο πέ­λα­γος, η σε­λή­νη θα απο­τε­λού­σε μια εν­διά­με­ση πε­ριο­χή, έναν χώ­ρο του μέ­σου (945C-D). Οι τε­λε­τουρ­γί­ες, που επι­τρέ­πουν μια εμπλου­τι­σμέ­νη επά­νο­δο στην αφε­τη­ρία, απο­δί­δουν την απώ­τε­ρη λει­τουρ­γία των νη­σιών όσο και της σε­λή­νης (943C), την κα­θαρ­κτι­κή προ­ο­πτι­κή τους. Με­τα­ξύ δύο θα­νά­των, όπως δια­βά­ζου­με, η σε­λή­νη θα απο­τε­λού­σε τό­πο όσων ψυ­χών δεν έχουν ακό­μα ελευ­θε­ρω­θεί στην ηγε­μο­νι­κή επι­κρά­τεια του νου και με­τε­ω­ρί­ζο­νται σε μια οντο­λο­γι­κή με­θό­ριο. Άστρου σύ­γκρα­μα και γης (943Ε), των άνω και κά­τω σύμ­μιγ­μα και με­τα­κέ­ρα­σμα (945D) - όμως σε αυ­τήν ακρι­βώς την ανά­μι­ξη, σε αυ­τή την υβρι­δι­κή πε­ριο­χή, η σε­λή­νη δεν θα φα­νε­ρω­νό­ταν μό­νο σαν μια δυ­να­τό­τη­τα κά­θαρ­σης, αλ­λά πρω­τί­στως σαν ένα πε­δίο δια­κο­πής, απο­ξέ­νω­σης, κα­θή­λω­σης (945Β), όπως συμ­βαί­νει και στο νη­σί του Κρό­νου. Σε ένα με­σο­διά­στη­μα, λοι­πόν, της τε­λε­τουρ­γί­ας όπου η προ­φο­ρι­κή γλώσ­σα μο­λύ­νε­ται και γί­νε­ται γρα­φή, μια γρα­φή με­τα­ξύ δύο θα­νά­των, ανά­με­σα στην ομι­λία του ζω­ντα­νού σώ­μα­τος και στη σιω­πή του κα­θα­ρού νου σαν ένα άλ­λο τρί­τον γέ­νος, Χώ­ρα της γρα­φής· σε μια τέ­τοια επι­κρά­τεια αμυ­δρών πραγ­μά­των, η ψυ­χή, απο­μέ­νο­ντας έρη­μος και μό­νη, θα δια­τη­ρού­σε ίχνη και όνει­ρα της ζω­ής (944F), αδρα­νή λεί­ψα­να του χρό­νου. Εκεί θα κα­το­πτρι­ζό­ταν το λείμ­μα μιας μνή­μης βυ­θι­σμέ­νης στο νε­ρό ή τη γη, αρ­χειο­θε­τη­μέ­νης σε σε­λη­νο­γρα­φί­ες που θα μπο­ρού­σαν να λέ­γο­νται Πο­λι­τεία ή Τί­μαιος και που δεν θα απέ­δι­δαν πα­ρά σκη­νές ενός Πει­ραιά στα όρια κά­θε Αθή­νας, μιας έσχα­της Θού­λης με­τα­το­πι­σμέ­νης στα όρια κά­θε Καρ­χη­δό­νας.

*

Έχο­ντας απο­τύ­χει στα επι­χει­ρη­μα­τι­κά του σχέ­δια και θέ­λο­ντας να απο­μο­νω­θεί σε ένα ήσυ­χο μέ­ρος προ­κει­μέ­νου να γρά­ψει ένα θε­α­τρι­κό έρ­γο, ο νε­α­ρός κύ­ριος Μπέ­ντ­φορντ κα­τα­λή­γει στο βρε­τα­νι­κό χω­ριό Λιμ της κο­μη­τεί­ας του Κεντ, σε μια πε­ριο­χή σχε­δόν απρό­σι­τη με αρ­γι­λώ­δες έδα­φος. Το κα­τά­λυ­μά του ήταν χτι­σμέ­νο στο χεί­λος ενός γκρε­μού πά­νω από τη θά­λασ­σα και εί­χε θέα σε ένα έλος δί­πλα της. ‘Πο­λύ αμ­φι­βάλ­λω’, δια­βά­ζου­με σε ένα δεύ­τε­ρο κεί­με­νο, το χρο­νι­κό μιας λο­ξο­δρό­μη­σης που ο Μπέ­ντ­φορντ θα εί­χε αρ­γό­τε­ρα κα­τα­φέ­ρει να συ­ντά­ξει στην Ιτα­λία, ‘αν θα υπήρ­χε καν αυ­τό το μέ­ρος αν δεν απο­τε­λού­σε μια θα­μπή ανά­μνη­ση κά­ποιων πραγ­μά­των που έχουν χα­θεί για πά­ντα’.[6] A fading memory, μνή­μη ξέ­θω­ρη, ωχρή, ένας από­η­χος που φυλ­λορ­ρο­εί. Στην ίδια θέ­ση βρι­σκό­ταν κά­πο­τε το Portus Lemanis ή Lemanae, το με­γά­λο λι­μά­νι της Αγ­γλί­ας τη ρω­μαϊ­κή επο­χή. Λι­μήν, limus/λά­σπη ή limen/κα­τώ­φλι - εκεί θα επι­κρα­τού­σε τό­τε οχλο­βοή, τα πλή­θη θα πη­γαι­νο­έρ­χο­νταν, με­τα­ξύ αυ­τών και κερ­δο­σκό­ποι σαν τον Μπέ­ντ­φορντ. Τώ­ρα, όμως, αυ­τός βρι­σκό­ταν εκεί μό­νος, κοί­τα­ζε σω­ρούς από ρω­μαϊ­κές πλιν­θο­δο­μές και σκε­φτό­ταν το έλος που εί­χε πά­ρει πια τη θέ­ση του λι­μα­νιού, διά­στι­κτο από ίχνη πό­λε­ων που ακο­λου­θού­σαν, όπως γρά­φει, τον Λι­μέ­να προς τον αφα­νι­σμό. Σε αυ­τό το φό­ντο θα συ­να­ντή­σει, στη δύ­ση μιας μέ­ρας, μια ‘πα­ρά­ξε­νη, κα­τά­μαυ­ρη μορ­φή’ που περ­πα­τού­σε σπα­σμω­δι­κά, σαν μα­ριο­νέ­τα πι­θα­νώς, με τα πό­δια βου­τηγ­μέ­να στη λά­σπη. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, κα­τά τη διάρ­κεια μιας κρί­σι­μης δο­κι­μής, το σπί­τι όπου κα­τοι­κεί αυ­τή η φι­γού­ρα θα κα­εί ολο­σχε­ρώς και εκεί­νη θα εμ­φα­νι­στεί τό­τε μπρο­στά στον Μπέ­ντ­φορντ σαν ‘το πιο κα­τε­στραμ­μέ­νο και αξιο­θρή­νη­το πλά­σμα’ που θα εί­χε αντι­κρί­σει πο­τέ του, κα­λυμ­μέ­νο ολό­κλη­ρο με λά­σπη, τη λά­σπη του τό­που και της ωχρής μνή­μης του, ένας ‘χω­μά­τι­νος όγκο­ς’ (41). Με αυ­τή τη σκη­νή μιας αμ­φί­ση­μης νέ­ας γέν­νη­σης του κυ­ρί­ου Κέι­βορ, τον οποίο ο Μπέ­ντ­φορντ θα ακο­λου­θή­σει αμέ­σως με­τά, ξε­κι­νά στο ελώ­δες το­πίο ενός θα­μπού χρό­νου που κα­τα­πί­νει και ανα­πλά­θει τα πρό­σω­πα, στα ίχνη μιας αφα­νι­σμέ­νης πό­λης μέ­σα στο το­πίο αυ­τό - εκεί λοι­πόν, τό­τε, σε έναν άλ­λο Πει­ραιά δί­πλα στη θά­λασ­σα, στο λείμ­μα μιας άλ­λης Ατλα­ντί­δας, ξε­κι­νά ένα τα­ξί­δι στο φεγ­γά­ρι.
Ο Μπέ­ντ­φορντ θα θυ­μη­θεί αρ­γό­τε­ρα την από­κο­σμη εμπει­ρία του φω­τός να μην κα­τε­βαί­νει από τον ου­ρα­νό, αλ­λά, κα­θώς το σκά­φος πλη­σί­α­ζε τη σε­λή­νη, να ανε­βαί­νει από κά­τω από τα πό­δια (66, 73) προ­ερ­χό­με­νο από έναν ήλιο που θα έμοια­ζε βυ­θι­σμέ­νος σε κά­ποιο αστρι­κό βά­ρα­θρο. Κυ­ρί­ως, δε, πα­ρα­πέ­μπο­ντας στο κρί­σι­μο κεί­με­νο του Κέ­πλερ, για τις ανά­γκες σύ­ντα­ξης του οποί­ου αυ­τός εί­χε πα­ράλ­λη­λα με­τα­φρά­σει και τυ­πώ­σει τον αστρο­νο­μι­κό διά­λο­γο του Πλού­ταρ­χου, θα ανα­κα­λέ­σει τον πυ­κνό χρό­νο της σε­λή­νης όπου όλα άν­θι­ζαν και γερ­νού­σαν πρό­ω­ρα (88, 131), μειώ­νο­ντας έτσι την από­στα­ση της γέν­νη­σης των πραγ­μά­των από το τέ­λος τους.[7] Όμως αυ­τή εί­ναι επί­σης η χρο­νι­κό­τη­τα που αρ­θρώ­νει τη νε­ω­τε­ρι­κή με­γα­λού­πο­λη, ένας ‘ρα­γδαί­ος συ­νω­στι­σμός εναλ­λασ­σό­με­νων ει­κό­νω­ν’, όπως διά­βα­ζε κα­νείς ήδη στον Ζί­μελ, η ιλιγ­γιώ­δης επι­τά­χυν­ση των ερε­θι­σμά­των, ο κα­τα­κλυ­σμός του υπο­κει­μέ­νου από το απροσ­δό­κη­το.[8] Εκεί, λοι­πόν, όπου η επι­τά­χυν­ση της τρο­χιάς των αντι­κει­μέ­νων συν­δέ­ε­ται με ένα φαι­νό­με­νο κα­τα­κλυ­σμού της συ­νεί­δη­σης, ανα­δύ­ε­ται ένα ει­δι­κό μνη­μο­νι­κό σχή­μα: ‘Κά­πως έτσι θα φα­ντα­ζό­ταν κα­νείς ότι φύ­τρω­σαν τα δέ­ντρα και τα φυ­τά κα­τά τη Δη­μιουρ­γία του κό­σμου και κά­λυ­ψαν την έρη­μη Γη, που εί­χε μό­λις φτια­χτεί’(88). Στη σε­λή­νη, την εντε­λώς άγρια και εντε­λώς με­λαγ­χο­λι­κή (77), θα ήταν ως εάν να εί­χε κα­νείς επι­στρέ­ψει σε μια αμνη­μό­νευ­τη κα­τα­γω­γή της ίδιας της γης. Όμοιο με σκη­νι­κό ονεί­ρου και συγ­γε­νές με τη μη­τρο­πο­λι­τι­κή συν­θή­κη συ­νά­μα, στο σε­λη­νια­κό το­πίο θα αντί­κρι­ζε κα­νείς μορ­φές ύπαρ­ξης που μοιά­ζουν με φυ­τά όσο και με ζώα, απροσ­διό­ρι­στα υβρί­δια που πα­ρα­πέ­μπουν σε όσα φα­ντά­ζε­ται πως κα­τοι­κούν στον βυ­θό της θά­λασ­σας (87, 94), βυ­θό του ιστο­ρι­κού χρό­νου, ζῶα πα­ντο­δαπἁ ταὶς μορ­φαὶς (940D-E).
Τέ­τοιες συ­νά­ψεις δεν ήταν εντε­λώς πρω­το­φα­νείς. Λί­γες δε­κα­ε­τί­ες πριν το κεί­με­νο του Ου­έλς, η αϋ­πνία και οι στε­νά­χω­ρες σκέ­ψεις της ωθούν τον αφη­γη­τή του Ντί­κενς σε μια σει­ρά μο­να­χι­κών πε­ρι­πλα­νή­σε­ων, αντι­συμ­βα­τι­κά τα­ξί­δια τις απο­κα­λεί, στο νυ­χτε­ρι­νό Λον­δί­νο. Ξε­στρα­τί­ζο­ντας στα εν­δό­τε­ρα ενός απο­κα­μω­μέ­νου κό­σμου, στην έρη­μο της νύ­χτας, δια­βά­ζω, όπου θα αντι­κρί­σει ένα σύ­μπαν από ασθε­νι­κές φλό­γες που τρε­μο­παί­ζουν, θα βρε­θεί να νιώ­θει ‘όπως ένας δύ­της στον βυ­θό της θά­λασ­σα­ς’. Η ει­κό­να αυ­τή θα τα­ξι­δέ­ψει βα­θιά μέ­σα στον 20ό αιώ­να φτά­νο­ντας, για πα­ρά­δειγ­μα, μέ­χρι το πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο Λον­δί­νο του Μπά­λαρντ και έναν ‘νευ­ρο­νι­κό χρό­νο’ που βυ­θί­ζει μια πό­λη σε ένα ‘αρ­χαιο­ψυ­χι­κό πα­ρελ­θό­ν’.[9] Πα­ρα­τη­ρώ­ντας, δε, σε μια από τις ‘άστε­γες βόλ­τε­ς’ του, ακα­νό­νι­στα ίχνη στο έδα­φος της λα­σπω­μέ­νης πό­λης, στο νου του αφη­γη­τή του Ντί­κενς θα έρ­χο­νταν οι ‘πα­τη­μα­σιές ενός εξα­φα­νι­σμέ­νου πλά­σμα­τος, πα­νάρ­χαιου, χα­μέ­νου στους αιώ­νες, που οι γε­ω­λό­γοι εί­χαν εντο­πί­σει στην όψη μιας από­το­μης βου­νο­πλα­γιά­ς’ (96). Στο επι­στέ­γα­σμα μιας τέ­τοιας μνη­μο­νι­κής το­πο­λο­γί­ας, όπου θα ανα­γνώ­ρι­ζε κα­νείς ξαφ­νι­κά το από­κο­σμο στον πυ­ρή­να του οι­κεί­ου και το αντί­στρο­φο, το απω­λε­σθέν στον πυ­ρή­να του πα­ρο­ντι­κού και το αντί­στρο­φο, οι αστρι­κοί τα­ξι­διώ­τες του Ου­έλς δεν αρ­γούν να ακού­σουν κά­τω από τα πό­δια τους έναν ήχο αρ­γό πλην επί­μο­νο που θα ‘έμοια­ζε με το χτύ­πη­μα ενός γι­γά­ντιου, θαμ­μέ­νου ρο­λο­γιού» (103).
Ό,τι ακο­λου­θεί, εί­ναι η πε­ρι­πλά­νη­ση στις σή­ραγ­γες ενός υπό­γειου κό­σμου, μιας επι­κρά­τειας σε ποι­κί­λες απο­χρώ­σεις του κυα­νού, θαμ­μέ­νης και ωστό­σο ζω­ντα­νής. Εκεί έχουν το εν­διαί­τη­μά τους πλά­σμα­τα αλ­λό­κο­τα που μοιά­ζουν με αν­θρώ­πους αλ­λά, δια­τη­ρώ­ντας κά­τι φρι­κτά ανοί­κειο (126, 130), λει­τουρ­γούν σαν πα­ρα­μορ­φω­τι­κά κά­το­πτρά τους. Τα βή­μα­τα σε μια τέ­τοια σε­λη­νια­κή δια­δρο­μή πα­ρα­κο­λου­θούν τους χτύ­πους ενός υπό­κω­φου ρο­λο­γιού του γή­ι­νου βί­ου και της πο­λι­τι­σμι­κής Ιστο­ρί­ας ως εάν να χω­ρο­με­τρού­σαν το εσω­τε­ρι­κό του. Πλη­σιά­ζο­ντας στο τέ­λος της, η δια­δρο­μή αυ­τή εξω­θεί τον νε­α­ρό κύ­ριο Μπέ­ντ­φορντ, μα­ταιω­μέ­νο παι­δί της φι­λό­δο­ξης επο­χής του, να συλ­λο­γι­στεί κα­τά­μο­νος και απελ­πι­σμέ­νος, με την αί­σθη­ση, όπως ση­μειώ­νει, ότι βρί­σκε­ται στην ‘τε­λευ­ταία Νύ­χτα του δια­στή­μα­το­ς’ ― να συλ­λο­γι­στεί ‘εκεί­νο το τε­ρά­στιο κε­νό μέ­σα στο οποίο όλο το φως, όλη η ζωή, όλα τα όντα εί­ναι σαν την αμυ­δρή, σβη­σμέ­νη λάμ­ψη ενός αστε­ριού που πέ­φτει’ (204).

*

Με­τά την επι­στρο­φή του στη Γη, ο Μπέ­ντ­φορντ θα υπέ­φε­ρε από κά­ποια δια­τα­ρα­χή της προ­σω­πι­κό­τη­τας: μια ‘διά­χυ­τη αμ­φι­βο­λί­α’ για την ταυ­τό­τη­τά του, μια ‘αυ­ξα­νό­με­νη ρή­ξη’ με τον εαυ­τό του, που πα­ρο­ξύ­νε­ται όταν αρ­χί­ζει να επα­νε­ξε­τά­ζει τη γε­νε­α­λο­γι­κή γραμ­μή του. Μο­λο­νό­τι φαι­νο­με­νι­κά θα επα­νέλ­θει στους κόλ­πους μιας κοι­νω­νι­κής και ψυ­χι­κής κα­νο­νι­κό­τη­τας, η σε­λη­νια­κή ‘πε­ρί­ο­δος διαύ­γεια­ς’, όπως ο ίδιος την απο­κα­λεί, το τραύ­μα μιας οντο­λο­γι­κής με­τα­τό­πι­σης, δεν παύ­ει να υπο­φώ­σκει εντός του (213-216, 233). Αυ­τή η κρυ­φή μη­χα­νή θα­νά­του, που οδη­γού­σε ήδη τα ανυ­πο­ψί­α­στα βή­μα­τα του Μπέ­ντ­φορντ ανά­με­σα στα ερεί­πια του Portus Lemanis, φέρ­νει στο νου μια άλ­λη αφή­γη­ση, γραμ­μέ­νη τρεις δε­κα­ε­τί­ες με­τά από εκεί­νη του Ου­έλς, που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται ξα­νά σε ένα αρ­χαίο λι­μά­νι, πα­ρηκ­μα­σμέ­νο και σχε­δόν έρη­μο πια, δί­πλα σε μιαν άλ­λη ελώ­δη πε­ριο­χή.
Ελά­χι­στα εί­ναι τα στοι­χεία που θα μπο­ρού­σε κα­νείς να βρει για την κα­κό­φη­μη πό­λη του Ίν­σμουθ στα χρο­νι­κά, ενώ η το­πο­θε­σία του δεν θα ήταν καν κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη στους χάρ­τες.[10] Όμως σε αυ­τή την αό­ρι­στη πε­ριο­χή απο­φα­σί­ζει ο ανώ­νυ­μος αφη­γη­τής να γιορ­τά­σει την ενη­λι­κί­ω­σή του με­λε­τώ­ντας την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή της που τον εν­δια­φέ­ρει ιδιαί­τε­ρα, κυ­ρί­ως, όμως, ανα­ζη­τώ­ντας πλη­ρο­φο­ρί­ες για ορι­σμέ­νους προ­γό­νους του που κα­τά­γο­νταν από εκεί. Γρή­γο­ρα θα έρ­θει αντι­μέ­τω­πος με τον πυ­κνό χρό­νο, ίδιο με εκεί­νον τον σε­λη­νια­κό του Κέ­πλερ και του Ου­έλς, που δια­τρέ­χει δια­βρω­τι­κά την πό­λη. Υπο­λείμ­μα­τα από θε­μέ­λια σπι­τιών εξέ­χουν στην έρη­μη ακρο­για­λιά, κε­νά στους τοί­χους και πα­ρά­θυ­ρα εγκα­τα­λειμ­μέ­νων σπι­τιών, διά­σπαρ­των στην πό­λη, κοι­τά­ζουν τον ήρωα σαν μά­τια που δεν πα­ρα­πέ­μπουν σε αν­θρώ­πους αλ­λά σε ψά­ρια· κα­μπα­να­ριά άλ­λο­τε εί­ναι απο­κε­φα­λι­σμέ­να κι άλ­λο­τε έχουν μαύ­ρα ανοίγ­μα­τα να δε­σπό­ζουν εκεί όπου κά­πο­τε βρί­σκο­νταν ρο­λό­για· συ­ντρίμ­μια από φά­ρους κι απο­βά­θρες βρί­σκο­νται σε διά­φο­ρα στά­δια απο­σύν­θε­σης - μια γε­ω­με­τρία της κα­τάρ­ρευ­σης (65) ιδιω­τι­κών όσο και δη­μό­σιων κτι­σμά­των, μια αρ­χι­τε­κτο­νι­κή της απώ­λειας, την οποία ο αφη­γη­τής πε­ρι­γρά­φει με υπνω­τι­κό ρυθ­μό, αρ­θρώ­νει το Ίν­σμουθ. Με­γά­λο μέ­ρος της νου­βέ­λας τον ακο­λου­θεί κα­θώς δια­σχί­ζει μια πό­λη που, εν­σαρ­κω­μέ­νη στους τε­ρα­τώ­δεις κα­τοί­κους της, πρό­ω­ρα γε­ρα­σμέ­νους λες και θα ήταν φο­ρείς μιας άγνω­στης εκ­φυ­λι­στι­κής ασθέ­νειας (21, 26), ή οι Σε­λη­νί­τες του Ου­έλς θα εί­χαν ήδη εγκα­τα­στα­θεί στη Γη, τον κα­τα­διώ­κει. Κα­τα­γρά­φει, έτσι, μια πε­ρι­πλά­νη­ση σε έναν αστι­κό εφιάλ­τη, σε ένα κε­νό που απέ­κτη­σε υλι­κό­τη­τα και πή­ρε τη μορ­φή μιας αντε­στραμ­μέ­νης πό­λης, πα­ρά­δο­ξα συ­γκρο­τη­μέ­νης ως κα­τα­στρο­φή. Ως εκ τού­του, το κρι­σι­μό­τε­ρο και πιο δυ­σοί­ω­νο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του Ίν­σμουθ εί­ναι ορα­τό στην ανοι­χτή θά­λασ­σα που εκτεί­νε­ται μπρο­στά του ως εάν το κρυ­φό του κέ­ντρο να βρι­σκό­ταν έξω από αυ­τό το ίδιο - στο κα­τώ­φλι, για την ακρί­βεια, μιας κα­τα­κλυ­σμιαί­ας ει­σβο­λής του ‘έξω’.

Αρ­χι­κά ο αφη­γη­τής θα προ­σέ­ξει μια μα­κριά μαύ­ρη γραμ­μή που μό­λις και προ­ε­ξεί­χε από το νε­ρό. Εκεί­νη την πρώ­τη στιγ­μή το συ­ναί­σθη­μά του θα τα­λα­ντευ­θεί: την φρι­κτή απέ­χθεια δια­δέ­χε­ται μια αμυ­δρή, στιγ­μιαία έλ­ξη πριν αυ­τή με­τα­τρα­πεί σε εντο­νό­τε­ρη απει­λή (45). Αρ­γό­τε­ρα θα ακού­σει ότι η μοι­ραία ασθέ­νεια που έναν αιώ­να νω­ρί­τε­ρα εξα­πλώ­θη­κε στην πό­λη εί­χε ξε­κι­νή­σει εκεί, σε έναν ύφα­λο όπου τα νε­ρά άρ­χι­ζαν να βα­θαί­νουν (78). Σύμ­φω­να με την ολωσ­διό­λου απί­στευ­τη αφή­γη­ση του γε­ρο-Ζά­ντοκ, ενός αλ­κο­ο­λι­κού μά­λα πα­λαιού που μι­λά πά­ντα ψι­θυ­ρι­στά με­τα­φέ­ρο­ντας λα­θραία την κρυ­φή ιστο­ρία της πό­λης, εκεί­νο το ορια­κό ση­μείο επι­κοι­νω­νεί με ένα νη­σί στις Νό­τιες Θά­λασ­σες κα­τά­σπαρ­το με πα­ρά­ξε­να, δια­βρω­μέ­να ερεί­πια, αρ­χαιό­τε­ρα από κά­θε μνή­μη των γη­γε­νών, λες και αυ­τά θα βρί­σκο­νταν κά­πο­τε κά­τω από τη θά­λασ­σα. Η αλ­λό­κο­τη αρ­χαιο­λο­γία του Ζά­ντοκ ολο­κλη­ρώ­νε­ται με έναν αντε­στραμ­μέ­νο κα­τα­κλυ­σμό: το νη­σί εί­χε ανα­δυ­θεί από τον πυθ­μέ­να της θά­λασ­σας, όπου πά­ντα υπήρ­χαν κυ­κλώ­πειες πό­λεις με ενά­λια, υβρι­δι­κά πλά­σμα­τα, ξέ­να στο αν­θρώ­πι­νο εί­δος, βγαί­νο­ντας δε αρ­γό­τε­ρα στη ξη­ρά, αυ­τά ενώ­νο­νται με τους γη­γε­νείς σε τε­ρα­τώ­δεις επι­μει­ξί­ες (80-85). Η αν­θρω­πό­τη­τα εν­γέ­νει θα εί­χε μια διαρ­κή σύν­δε­ση με κεί­να, κα­θε­τί ζω­ντα­νό στην ξη­ρά θα πα­ρέ­πε­μπε στην τρο­μα­κτι­κή και αμνη­μό­νευ­τη υπο­θά­λασ­σια κα­τα­γω­γή. Επι­πλέ­ον, η λαν­θά­νου­σα αυ­τή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που ο Ζά­ντοκ θα εί­χε αντι­λη­φθεί για πρώ­τη φο­ρά με τα μά­τια ενός μο­να­χι­κού παι­διού, τα ίδια που εί­ναι τώ­ρα δα­κρυ­σμέ­να κα­θώς μι­λά­ει στον αφη­γη­τή (101), μοιά­ζει την πα­ρού­σα στιγ­μή να φτά­νει στην κο­ρύ­φω­σή της, δη­λα­δή σε μια επι­στρο­φή στη θά­λασ­σα (106). Βυ­θι­σμέ­νο ολο­έ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο στη συν­θή­κη ενός άμορ­φου χρό­νου, την χει­ρί­στην πα­σών εν πα­ντί, κα­θώς δια­βά­ζα­με για μια νε­ο­σύ­στα­τη ευ­ρω­παϊ­κή πρω­τεύ­ου­σα του 19ου αιώ­να γε­μά­τη φι­λο­δο­ξί­ες αλ­λά κι ερεί­πια, με κλη­ρο­νο­μι­κές αξιώ­σεις ενώ ένα ξέ­νο αί­μα κυ­λού­σε εξί­σου στις φλέ­βες της, το Ίν­σμουθ θα απέ­δι­δε ταυ­τό­χρο­να ένα πυ­κνό ση­μείο αυ­τής της άδη­λης κο­ρύ­φω­σης. Να, λοι­πόν, μια κα­ται­γί­δα του ου­ρα­νού εγ­γε­γραμ­μέ­νη σε έναν άλ­λο υπερ­μνη­μο­νι­κό πη­λό, μια εγκα­τά­στα­ση του Κρό­νιου πε­λά­γους στο εσω­τε­ρι­κό της σύγ­χρο­νης πό­λης, το φα­σμα­τι­κό αρ­χείο ενός νο­σή­μα­τος που το υπο­δέ­χε­ται ένα μο­να­χι­κό παι­δί και το με­τα­φέ­ρει ένας υπε­ρή­λι­κος, αντη­χή­σεις μιας άλ­λης πλα­τω­νι­κής γραμ­μής.

*

Η πό­λη ψά­χνει τον αφη­γη­τή (156). Ποιος (the searchers, δια­βά­ζου­με), δη­λα­δή, ψά­χνει, με μά­τια που δεν κλεί­νουν πο­τέ, ποιόν; Πρέ­πει να απο­δώ­σου­με σε αυ­τή την τε­τριμ­μέ­νη δια­τύ­πω­ση τη ση­μα­σία μιας κα­τα­δί­ω­ξης; Αλ­λά τι ακρι­βώς δη­λώ­νει εδώ μια κα­τα­δί­ω­ξη; Υπάρ­χουν ξα­νά και ξα­νά στιγ­μές που ο αφη­γη­τής με­τα­φέ­ρει την ‘έμ­μο­νη και αμή­χα­νη’ εντύ­πω­ση πως ό,τι αλ­λό­κο­το και από­κο­σμο (queer and other-wordly) βλέ­πει στο Ίν­σμουθ, συν­δέ­ε­ται με μια άδη­λη, κα­τα­γω­γι­κή μνή­μη εγ­γε­γραμ­μέ­νη, όπως γρά­φει, στα κύτ­τα­ρά του (31-32). Έτσι, αυ­τή η μη-πό­λη ανα­ζη­τά μια άγνω­στη και ανώ­νυ­μη μνή­μη θαμ­μέ­νη μέ­σα του, τού­τη εί­ναι την οποία ψά­χνει ψά­χνο­ντάς τον, ψά­χνει να την ανα­σύ­ρει στην επι­φά­νεια διώ­κο­ντας την ψευ­δαί­σθη­ση της οντο­λο­γι­κής ακε­ραιό­τη­τάς του και τις επί­ση­μες εκ­δο­χές συλ­λο­γι­κής μνή­μης που συ­νυ­φαί­νο­νται μα­ζί της. Δι­καί­ως οι σχο­λια­στές του Λάβ­κραφτ υπο­γραμ­μί­ζουν το γε­γο­νός ότι τα αλ­λό­κο­τα όντα που πα­ρε­λαύ­νουν στις νου­βέ­λες του δεν ανή­κουν σε κα­μιά λαϊ­κή πα­ρά­δο­ση και σε κα­μιά τά­ξη νο­ή­μα­τος, αλ­λά στο ση­μείο, αντί­θε­τα, όπου μια ανοι­κο­νό­μη­τη εξω­τε­ρι­κό­τη­τα απο­κα­λύ­πτε­ται εκ των υστέ­ρων ως πά­ντο­τε ήδη εσω­τε­ρι­κή σε κά­θε τά­ξη,[11] εκεί, δη­λα­δή, όπου συ­ντε­λεί­ται μια πο­λι­τι­σμι­κή με­τά­στα­σις επ’ αλ­λο­τρί­αν. Εξ ου η μό­νι­μη υπο­γράμ­μι­ση από τον Λάβ­κραφτ του και­νο­φα­νούς χα­ρα­κτή­ρα φαι­νο­μέ­νων ή εμπει­ριών που δεν μπο­ρούν να εντα­χθούν σε έναν χάρ­τη των γνω­στών (30), ακό­μα κι αν ‘εντα­φιά­ζο­νται ανα­δρο­μι­κά’ σε κά­ποιο αμνη­μό­νευ­το πα­ρελ­θόν.[12] Εξί­σου λοι­πόν ανα­ζη­τά αυ­τή η μη-πό­λη μια τέ­τοια, ανώ­νυ­μη μνή­μη χα­ραγ­μέ­νη στο ίδιον της πό­λης, τού­της όπως και κά­θε άλ­λης, ως ανέκ­πλυ­το έγκαυ­μα, ανα­ζη­τά το αλ­λό­τριο, ωχρό ‘πα­ρελ­θόν της αν­θρω­πό­τη­τα­ς’, προϊ­στο­ρι­κό στην ίδια την καρ­διά του ιστο­ρι­κού πα­ρό­ντος, νι­κη­μέ­νο αλ­λά και δια­βρω­τι­κό.
Μο­λο­νό­τι ο αφη­γη­τής θα δια­φύ­γει από τους διώ­κτες του και θα επι­στρέ­ψει στο οι­κείο του πε­ρι­βάλ­λον, εντού­τοις η δο­κι­μα­σία του Ίν­σμουθ δεν θα τε­λειώ­σει εκεί. Αντι­θέ­τως, με­τά από μια σύ­ντο­μη ανά­παυ­λα θα ανα­ζω­πυ­ρω­θεί και, ακο­λου­θώ­ντας μια σπει­ροει­δή τρο­χιά, θα με­τα­το­πι­στεί από μια εξω­τε­ρι­κή σε μια εσω­τε­ρι­κή σκη­νή. Φό­βος για την κα­τα­γω­γή του, ένα αί­σθη­μα απο­στρο­φής και απο­ξέ­νω­σης (170) κα­τα­λαμ­βά­νει στα­δια­κά τον αφη­γη­τή. Και η έρευ­να, την οποία σαν άλ­λος Οι­δί­πους δεν μπο­ρεί πια να απο­φύ­γει, σε οι­κο­γε­νεια­κά κει­μή­λια, φω­το­γρα­φί­ες και ‘πε­ρί­ερ­γα, πα­λιά αντι­κεί­με­να’, τα βρί­σκει τό­τε να πα­ρα­πέ­μπουν, επι­βε­βαιώ­νο­ντας τους φό­βους του, σε ‘κά­τι άλ­λο’, σε μια απαί­σια συ­νά­φεια. Όμως αυ­τή δεν θα επι­κυ­ρω­θεί ορι­στι­κά μέ­σα του πα­ρά μό­νο με μια σει­ρά από όνει­ρα που αρ­χί­ζει να βλέ­πει, απρό­σμε­να στην αρ­χή, συ­χνό­τε­ρα ύστε­ρα, την επο­χή που ο πα­τέ­ρας του έχει με­σο­λα­βή­σει ώστε να βρει ερ­γα­σία σε μια ασφα­λι­στι­κή εται­ρεία. Θα ονει­ρευ­τεί έτσι αχα­νείς χώ­ρους κά­τω από την επι­φά­νεια της θά­λασ­σας και βυ­θι­σμέ­νους, προ­κα­τα­κλυ­σμιαί­ους λα­βυ­ρίν­θους, θα δει ‘άλ­λες μορ­φέ­ς’, κυ­ρί­ως δε αυ­τός ο συγ­γε­νής του Σάμ­σα θα δει τον εαυ­τό του να εί­ναι σαν εκεί­νες και να τις ακο­λου­θεί στις υδρό­βιες δια­δρο­μές τους (174).
Εντέ­λει το Ίν­σμουθ βρή­κε ό,τι έψα­χνε. Απο­μο­νω­μέ­νος εφε­ξής, με την αί­σθη­ση μιας ανα­πη­ρί­ας, ο αφη­γη­τής αι­σθά­νε­ται εντού­τοις την ‘πα­ρά­δο­ξη επι­θυ­μί­α’ να μι­λή­σει. Να μι­λή­σει ψι­θυ­ρι­στά για την ακρί­βεια (13), κα­θώς κα­θυ­στε­ρεί ενώ­πιον της από­φα­σης να άρει την εσω­τε­ρι­κή έντα­ση συ­μπί­πτο­ντας με τα ενά­λια πλά­σμα­τα κά­τω από το νε­ρό, να ανα­κτή­σει τη χα­μέ­νη κα­τα­γω­γή μέ­σα σε μια μυ­θι­κή εξαί­ρε­ση. Διό­τι αυ­τός θα ήταν ένας ανα­δι­πλα­σια­σμός της αρ­χι­κής συν­θή­κης με τη μορ­φή της αντι­στρο­φής της - τό­τε ο αφη­γη­τής κά­που, έστω κά­που αλ­λού, θα ανή­κε. Το τρί­τον γέ­νος, του­να­ντί­ον, αυ­τή η άλ­λη μο­λυ­σμα­τι­κή και συγ­χρό­νως επι­θυ­μη­τι­κή μη­χα­νή, εί­ναι ο ψι­θυ­ρι­στός λό­γος στον οποίο απο­μέ­νει, για την ώρα, με­τέ­ω­ρος ο αφη­γη­τής, ψυ­χή έρη­μος και μό­νη, μι­λώ­ντας πια όπως ο Ζά­ντοκ στα εν­διά­με­σα των κό­σμων, σε μια caesura κά­θε δια­λε­κτι­κής. Αν οι ήρω­ες του Λάβ­κραφτ και η γρα­φή στην οποία αυ­τοί δι­πλα­σιά­ζο­νται δεν δια­φεύ­γουν σε άλ­λους, μυ­θι­κούς κό­σμους, αν απο­μέ­νουν τσα­κι­σμέ­νοι στα πε­ρι­θώ­ρια κά­θε δυ­να­τού κό­σμου, εί­ναι διό­τι η εμπει­ρία του ρήγ­μα­τος της κα­νο­νι­κό­τη­τας εί­ναι ιστο­ρι­κή, το κα­τε­ξο­χήν ιστο­ρι­κό συμ­βάν - η κο­ρύ­φω­ση του πα­ρό­ντος μέ­σα στην ίδια την κα­χε­ξία του και στην απώ­λεια κά­θε κλέ­ους, για να ξα­να­θυ­μί­σω φευ­γα­λέα μια νε­ο­ελ­λη­νι­κή σκη­νή και το ιδί­ω­μά της. Ως εκ τού­του η αμυ­δρή εκεί­νη ομι­λία, η γρα­φή, αρ­θρώ­νε­ται σαν μια ακό­μα κη­λί­δα στο αφεγ­γές χω­ρί­ον της Ιστο­ρί­ας, ένας ήλιος που λά­μπει ασθε­νώς μέ­σα στη σκιά, την ίδια με κεί­νη όπου εί­ναι βυ­θι­σμέ­νο το Ίν­σμουθ, κα­τε­ξο­χήν σε­λη­νια­κό ως πυ­κνός τό­πος της Ιστο­ρί­ας. Όπως, λοι­πόν, η σε­λή­νη ρί­χνει αδιά­λει­πτα το φα­σμα­τι­κό φως της στα ασθμαί­νο­ντα βή­μα­τα του αφη­γη­τή μέ­σα στην πό­λη προσ­δί­δο­ντας στους δρό­μους της μια λευ­κή λάμ­ψη (126, 151), ή τον κοι­τά­ζει (158, 160) όπως τον κοι­τά­ζουν τα άδεια μά­τια των κτι­ρί­ων της, έτσι και το κεί­με­νο που δια­βά­ζου­με τώ­ρα, άστρου σύ­γκρα­μα και γης κι αυ­τό σαν εκεί­νη, εί­δος μι­κτό που φυ­τρώ­νει στο με­θο­ρια­κό Ίν­σμουθ, γί­νε­ται το ίδιο ένα λείμ­μα της γλώσ­σας, μια γλώσ­σα που μι­λά­ει στο έσχα­το όριό της - ο ψί­θυ­ρος και τα δά­κρυά της.

*

Κα­τά την διάρ­κεια της πα­ρα­μο­νής του στην Αφρι­κή προ­κει­μέ­νου να συμ­με­τά­σχει στην πο­λιορ­κία της Καρ­χη­δό­νας, ο Πό­πλιος Κορ­νή­λιος Σκι­πί­ων Αι­μι­λια­νός, γνω­στός και ως Αφρι­κα­νός ο Νε­ώ­τε­ρος, θα συ­να­ντή­σει, στη σκη­νο­γρα­φία του Κι­κέ­ρω­να στο έκτο και τε­λευ­ταίο βι­βλίο του De re publica, τον βα­σι­λιά της Νου­μι­δί­ας Μασ­σα­νάσ­ση. Νιώ­θω­ντας πως σύ­ντο­μα θα με­τοι­κή­σει (migro) στον κό­σμο των νε­κρών, ο γέ­ρος (senex) βα­σι­λιάς υπο­δέ­χε­ται με χα­ρά τον εγ­γο­νό του Αφρι­κα­νού του Πρε­σβύ­τε­ρου, σπου­δαί­ου στρα­τη­γού του πα­ρελ­θό­ντος κι ευ­ερ­γέ­τη του Μασ­σα­νάσ­ση, που εί­χε στο με­τα­ξύ πε­θά­νει.[13] Αφού ξα­γρυ­πνή­σει μέ­χρι την βα­θιά νύ­χτα (in multam noctem) με κου­βέ­ντες γύ­ρω από τον έν­δο­ξο πρό­γο­νό του, ο Σκι­πί­ων θα βυ­θι­στεί κα­τά­κο­πος σε έναν ύπνο ασυ­νή­θι­στα βα­ρύ μέ­σα στον οποίο η ξα­γρύ­πνια προ­ε­κτεί­νε­ται πα­ρα­μορ­φω­μέ­νη. Έτσι, θα εμ­φα­νι­στεί στο όνει­ρο του Σκι­πί­ω­να ο παπ­πούς του, όχι, όμως, σαν ζω­ντα­νή φι­γού­ρα, εφό­σον δεν εί­χε ανά­μνη­σή του, αλ­λά με τη μορ­φή ενός κέ­ρι­νου προ­σω­πεί­ου, το οποίο, σύμ­φω­να με μια ρω­μαϊ­κή πα­ρά­δο­ση, φυ­λασ­σό­ταν στο σπί­τι των απο­γό­νων. Κα­θώς ανα­γνω­ρί­ζει τον πρό­γο­νό του στη μορ­φή του προ­σω­πεί­ου, ένα ρί­γος δια­περ­νά τον Σκι­πί­ω­να (cohorrui) μπρο­στά στο απο­κρου­στι­κό θέ­α­μα. Αυ­τός ο άλ­λος γέ­ρο­ντας αρ­χί­ζει τό­τε να του μι­λά ζη­τώ­ντας ταυ­τό­χρο­να από εκεί­νον να πα­ρα­δώ­σει όσα πρό­κει­ται να ακού­σει στους με­τα­γε­νέ­στε­ρους. Ακό­μα και αν, όπως θα συ­μπλη­ρώ­σει ολο­κλη­ρώ­νο­ντας τα συ­ντα­ρα­κτι­κά που αναγ­γέλ­λει στον εγ­γο­νό του, αυ­τοί οι με­τα­γε­νέ­στε­ροι με βε­βαιό­τη­τα θα ξε­χά­σουν όσα θα εί­χαν με τη σει­ρά τους να ακού­σουν, να δια­φυ­λά­ξουν και να με­τα­δώ­σουν. Η σύ­ζευ­ξη του πα­ρό­ντος με το πα­ρελ­θόν και το μέλ­λον, μεί­ζο­νος ση­μα­σί­ας, πε­ριε­χό­με­νο μιας εντο­λής που κα­τε­βαί­νει από τον ου­ρα­νό ανε­βαί­νο­ντας από τα έγκα­τα της γης, δεν έχει εντού­τοις τό­πο να στα­θεί έξω από ένα οδυ­νη­ρό όνει­ρο που λά­μπει στιγ­μιαία τη βα­θύ­τε­ρη ώρα της νύ­χτας.
Πα­ρα­πέ­μπο­ντας στη ρα­ψω­δία λ της Οδύσ­σειας, η σκη­νή της ανα­γνώ­ρι­σης με­τα­φέ­ρει τον Κά­τω Κό­σμο στο εσω­τε­ρι­κό του πα­τρι­κού σπι­τιού. Ο Σκι­πί­ων ανα­γνω­ρί­ζει τον παπ­πού του μέ­σα στον ύπνο όπως μέ­σα στον θά­να­το και εκεί­νος του απευ­θύ­νε­ται, αλ­λά όχι ως νε­κρός ακρι­βώς, πα­ρά ως αντί­γρα­φο ενός νε­κρού, ένα ομοί­ω­μα. Το ομοί­ω­μα εί­ναι που μι­λά­ει ως τέ­τοιο, μια τε­χνη­τή οντό­τη­τα, όχι η ανά­μνη­ση ενός ζω­ντα­νού αν­θρώ­που. Η φρί­κη που προ­ξε­νεί­ται τό­τε συν­δέ­ε­ται άμε­σα με μια ρι­ζι­κή μό­λυν­ση του σπι­τιού, με την αντι­στρο­φή του από τό­πο ζω­ής, οι­κειό­τη­τας κι ασφά­λειας σε ένα ανοί­κειο και απει­λη­τι­κό αντί­γρα­φό του, στοι­χειω­μέ­νο τό­πο ομοιω­μά­των. Διό­τι στο κέ­ρι­νο προ­σω­πείο ως συμ­βο­λι­κό του επί­κε­ντρο συ­μπυ­κνώ­νε­ται ολό­κλη­ρο το σπί­τι, εκεί λαν­θά­νει και η αλή­θεια του - εί­ναι το ίδιο το σπί­τι που απευ­θύ­νε­ται στον Σκι­πί­ω­να ωθώ­ντας τον στο χεί­λος μιας αβύσ­σου.
Ο μη­χα­νι­σμός αυ­τής της αντι­στρο­φής κο­ρυ­φώ­νε­ται όταν δια­βά­σου­με πως αφού ο Αφρι­κα­νός ο Πρε­σβύ­τε­ρος υπο­δεί­ξει στον εγ­γο­νό του την Καρ­χη­δό­να σαν μια πό­λη από την οποία αυ­τός πρό­κει­ται να απο­χω­ρή­σει ως κα­τα­κτη­τής συ­νε­χί­ζο­ντας τη φη­μι­σμέ­νη κλη­ρο­νο­μιά, του ανα­κοι­νώ­νει ύστε­ρα πως θα επι­στρέ­ψει εντού­τοις σε μια δια­σπα­ραγ­μέ­νη πα­τρί­δα όπου θα κιν­δυ­νεύ­σει κυ­ρί­ως από την οι­κο­γέ­νειά του. Αρ­γό­τε­ρα στο όνει­ρο, αυ­τός ο κέ­ρι­νος senex θα αντι­κρί­σει στη Ρώ­μη μια κου­κί­δα μέ­σα στη μι­κρή Γη, μια κη­λί­δα κα­τοί­κη­σης σε μια θρυμ­μα­τι­σμέ­νη κι αφι­λό­ξε­νη επι­κρά­τεια, όπως αυ­τή φαί­νε­ται κα­θώς την κοι­τά­ζει από μια νε­φε­λώ­δη λευ­κή ζώ­νη που δια­σχί­ζει το στε­ρέ­ω­μα, ή και από τους έσχα­τους τό­πους (solis ultimis, 191) της ίδιας της Γης. Με­τα­φέ­ρο­ντας δε τον χώ­ρο στον χρό­νο, θα το­νί­σει στον εγ­γο­νό του τη λή­θη στην οποία εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νο κά­θε ιστο­ρι­κό πα­ρόν από τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους, όσο κι από τις ανα­πό­φευ­κτες κα­τα­στρο­φές που εκ­κρε­μούν στο μέλ­λον υπο­δει­κνύ­ο­ντας την Ιστο­ρία ως μια αλ­λη­λου­χία χα­σμά­των (intervallis, 193). Στην οθό­νη ενός ομοιώ­μα­τος βλο­συ­ρού και φρι­κώ­δους που ανα­δύ­ε­ται in multam noctem από το υπό­στρω­μα του οι­κο­γε­νεια­κού πα­ρελ­θό­ντος, κά­θε κλη­ρο­νο­μιά και κά­θε θρί­αμ­βος του προ­σω­πι­κού όσο και του δη­μό­σιου Οί­κου, τα σχή­μα­τα κά­θε Ιστο­ρί­ας, υπο­χω­ρούν σε μια Νέ­κυια δω­μα­τί­ου. Ως εάν ό,τι έχει να προ­σφέ­ρει ένα νε­κρό σπί­τι να εί­ναι αυ­τό το κέ­ρι­νο προ­σω­πείο στο οποίο δί­νει φω­νή για να απο­κα­λύ­ψει την κρυ­φή ανε­στιό­τη­τα του απο­γό­νου, το βα­σί­λειο του θα­νά­του στο οποίο εί­ναι υπε­σχη­μέ­νος. Αλ­λά απο­κα­λύ­πτει εξί­σου την πα­ρά­δο­ξη ευ­θύ­νη μιας νέ­ας, δύ­σκο­λης πι­στό­τη­τας στην κλη­ρο­νο­μιά που ανα­φύ­ε­ται μέ­σα στην ίδια την ιστο­ρι­κή διά­ψευ­σή της. Στο βά­θος ενός νύ­κτιου συμ­βά­ντος, στην πε­ρά­τω­ση μιας δι­πλής αντι­στρο­φής, το θα­νά­σι­μο χά­σμα με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε επι­κρά­τεια μιας αλ­λιώ­τι­κης συ­νο­χής.
Κα­θώς ο Αφρι­κα­νός ανα­φέ­ρε­ται στις ‘ου­ρά­νιες ασύ­νο­ρες πε­ριο­χέ­ς’ από τις οποί­ες απευ­θύ­νε­ται στον εγ­γο­νό του κοι­τά­ζο­ντας τη Γη και τα φθαρ­τά πε­πρω­μέ­να της, τού­τος αντι­λαμ­βά­νε­ται ξαφ­νι­κά έναν ήχο. Πρό­κει­ται για ήχους, θα του εξη­γή­σει εκεί­νος, που πα­ρά­γο­νται από τις κι­νή­σεις των άστρων πλημ­μυ­ρί­ζο­ντας εκ γε­νε­τής την αν­θρώ­πι­νη ακοή και τρυ­πώ­ντας τα τύ­μπα­να (obsurdesco: χά­νω την ακοή μου). Στο νου του γέ­ρο­ντα έρ­χε­ται τό­τε μια αφή­γη­ση των νο­μά­δων για ένα γέ­νος που ζού­σε κο­ντά σε τε­ρά­στιους κα­ταρ­ρά­κτες τους οποί­ους δεν μπο­ρού­σε να ακού­σει ακρι­βώς επει­δή ήταν δια­πα­ντός εκτε­θει­μέ­νο στον εκ­κω­φα­ντι­κό θό­ρυ­βό τους (189). Τέ­τοιοι κα­ταρ­ρα­κτώ­δεις αστρι­κοί ήχοι όπου ανα­κλά­ται η βία της Ιστο­ρί­ας σαν σε ου­ρά­νιο κά­το­πτρο, αυ­τοί που στον ει­κο­στό αιώ­να θα με­τα­μορ­φω­θούν σε ένα γι­γά­ντιο, θαμ­μέ­νο ρο­λόι, θα ακου­στούν τώ­ρα για μια στιγ­μή. Κι ένας ονει­ρι­κός χάρ­της πε­ρι­πλα­νώ­με­νων φυ­λών που θα υπέ­δει­χνε μια το­πο­θε­σία με το όνο­μα Κα­τά­δου­πα κο­ντά στο Νεί­λο, στην Αφρι­κή, στην άκρη του γνω­στού κό­σμου, ή πι­θα­νώς στο κέ­ντρο της εστί­ας, κα­θι­στά φευ­γα­λέα αντι­λη­πτό το τραύ­μα μιας θραύ­σης κά­θε ορί­ου αντο­χής των υλι­κών, μια ορι­σμέ­νη πλημ­μύ­ρα που υφέρ­πει στην κα­νο­νι­κό­τη­τα της ημε­ρη­σί­ας διά­τα­ξης.

*

Ανα­σκα­φές που διε­ξή­χθη­σαν τον Σε­πτέμ­βρη του 1978 στην κο­ρυ­φή της βό­ρειας πλευ­ράς των Τουρ­κο­βου­νί­ων έφε­ραν στο φως κε­ρα­μι­κά ανα­θή­μα­τα στα υπο­λείμ­μα­τα μιας ιε­ράς οι­κί­ας της ύστε­ρης γε­ω­με­τρι­κής επο­χής και, κο­ντά της, ενός τύμ­βου που έφε­ρε ίχνη πο­λύ πα­λαιό­τε­ρης χρο­νο­λό­γη­σης.[14] Ο χα­ρα­κτή­ρας του συ­γκρο­τή­μα­τος πα­ρα­μέ­νει για την αρ­χαιο­λο­γι­κή έρευ­να θο­λός. Λα­τρεία κά­ποιας χθό­νιας θε­ό­τη­τας, μια μνη­μο­νι­κή κοι­νό­τη­τα που τι­μά έναν νε­κρό πρό­γο­νο, ή μια αγρο­τι­κή γιορ­τή όπως τα Θα­λύ­σια - μια αδιευ­κρί­νι­στη, με­τα­βα­τι­κή επο­χή βρί­σκε­ται στα σπάρ­γα­να της αρ­χαί­ας Αθή­νας. Στην ίδια πε­ριο­χή θα ανε­γερ­θεί την κλα­σι­κή επο­χή βω­μός του Αγ­χέ­σμιου Διός υπο­δη­λώ­νο­ντας, σύμ­φω­να με μια από τις από­ψεις για το το­πω­νύ­μιο, τη λο­φο­σει­ρά που εκτεί­νε­ται από τα Τουρ­κο­βού­νια μέ­χρι τον Λυ­κα­βητ­τό. Στην ύστε­ρη αρ­χαιό­τη­τα, ο Αγ­χε­σμός θα με­το­νο­μα­στεί σε Λυ­κο­βού­νια - βου­νά, λοι­πόν, των λύ­κων που υπήρ­χαν στα δά­ση τους, ή ίσως του λυ­καυ­γούς, της χρο­νι­κής πε­ριό­δου ανά­με­σα στο νυ­χτε­ρι­νό σκο­τά­δι και στην ανα­το­λή του Ήλιου, διάρ­κεια ενός αμυ­δρού φω­τός κα­τά την οποία οι ναυ­τι­κοί συν­δύ­α­ζαν κά­πο­τε την πα­ρα­τή­ρη­ση των άστρων με με­τρή­σεις της θέ­σης τους εν πλω. Βυ­ζα­ντι­νές εκ­κλη­σί­ες θα δια­δε­χθούν τα αρ­χαία ιε­ρά στα με­σαιω­νι­κά χρό­νια, ενώ στην οθω­μα­νι­κή πε­ρί­ο­δο η πε­ριο­χή θα λά­βει τη ση­με­ρι­νή ονο­μα­σία της από ένα νε­κρο­τα­φείο, ή πι­θα­νώς, πα­ρα­πέ­μπο­ντας στην έλ­λει­ψη καλ­λιερ­γή­σι­μης γης, επο­μέ­νως και τί­τλων ιδιο­κτη­σί­ας.
Από­η­χος του ρω­μαϊ­κού και του βυ­ζα­ντι­νού δι­καί­ου που κα­τα­γρά­φε­ται κυ­ρί­ως σε συμ­βό­λαια του τέ­λους της οθω­μα­νι­κής πε­ριό­δου, ο ‘τό­πος όπου δεν πιά­νει αλέ­τρι’, όπως εί­ναι βρα­χώ­δη εδά­φη, κο­ρυ­φές ορει­νών εξάρ­σε­ων, δια­βά­ζου­με, κοί­τες πο­τα­μών ή χει­μάρ­ρων κι εκτά­σεις χει­με­ρί­ου κύ­μα­τος, η ζώ­νη δη­λα­δή του αι­για­λού, υπο­δει­κνύ­ει ένα ολό­κλη­ρο δί­κτυο από κε­νά που πα­ρεμ­βάλ­λε­ται στον χάρ­τη κα­το­χής κι οριο­θέ­τη­σης της γης. Εδά­φη ‘τούρ­κι­κα’, σύμ­φω­να με τη συν­θή­κη της επο­χής, όμο­ρα κτη­μά­των που θα με­τα­βι­βά­ζο­νταν - αυ­τή εί­ναι μια επι­κρά­τεια δη­μό­σια ως ακα­τοί­κη­τη, γυ­μνή, ανε­πί­δε­κτη ερ­γα­σί­ας και συ­νε­πώς ιστο­ρι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού, τα απο­μει­νά­ρια μιας συν­θή­κης κα­τα­γω­γι­κό­τε­ρης των γε­νε­α­λο­γη­θέ­ντων.[15] Μια αρ­χαιο­λο­γία του αμνη­μό­νευ­του θα ήταν εγκα­τε­στη­μέ­νη στις ρωγ­μές του άστε­ως, στον αγ­γεια­κό ιστό μιας πο­λε­ο­δο­μι­κής penumbra.
Στην ίδια πε­ριο­χή μιας νο­μι­κής εξαί­ρε­σης, η ηγε­σία της στρα­τιω­τι­κής δι­κτα­το­ρί­ας εί­χε απο­φα­σί­σει στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ΄60 την ανέ­γερ­ση ενός με­γα­λο­πρε­πούς να­ού που θα εκ­πλή­ρω­νε το λε­γό­με­νο ‘Τά­μα του Έθνου­ς’. Το ζή­τη­μα ενός εθνι­κού και θρη­σκευ­τι­κού όρ­κου που εκ­κρε­μού­σε από μια από­φα­ση της Εθνι­κής Συ­νέ­λευ­σης το 1829 εί­χε ανα­κι­νη­θεί κα­τά και­ρούς με το βλέμ­μα συ­νή­θως στραμ­μέ­νο σε πε­ριο­χές του κέ­ντρου όπως η Ομό­νοια ή το Ζάπ­πειο. Σε μια επί­σκε­ψή της, όμως, στα Τουρ­κο­βού­νια το 1843, η βα­σί­λισ­σα Αμα­λία εί­χε ορί­σει το ‘αστέ­ρι του Βορ­ρά’, όπως η ίδια ονό­μα­σε μια κο­ρυ­φή τους, ως το­πο­θε­σία ανέ­γερ­σης του να­ού του Σω­τή­ρος. Αλ­λά τα σχέ­δια της δι­κτα­το­ρί­ας, αυ­τά που την έφερ­ναν σε ευ­θεία σχέ­ση με μια ιδρυ­τι­κή εθνι­κή στιγ­μή, βάλ­τω­σαν και το χρη­μα­τι­κό πο­σό που εί­χε στο με­τα­ξύ συ­γκε­ντρω­θεί από δω­ρε­ές για τον τε­ρά­στιο ναό στον απο­ψι­λω­μέ­νο ερη­μό­το­πο εξα­νε­μί­στη­κε. Λί­γες δε­κα­ε­τί­ες αρ­γό­τε­ρα, εκτε­τα­μέ­να οδι­κά έρ­γα στη Λε­ω­φό­ρο Κη­φι­σί­ας και, στη συ­νέ­χεια, για το με­τρό έφε­ραν στα γρα­φεία των φο­ρέ­ων την ιδέα τα πα­λιά ντα­μά­ρια να γί­νουν τό­πος υπο­δο­χής προ­ϊ­ό­ντων εκ­σκα­φής και υγειο­νο­μι­κής τα­φής απορ­ριμ­μά­των. Από μια σκο­πιά, οι ασβε­στο­λι­θι­κοί βρά­χοι που εξο­ρύ­χθη­καν ακό­ρε­στα την πε­ρί­ο­δο της ανοι­κο­δό­μη­σης της πό­λης θα επέ­στρε­φαν τώ­ρα, μα­ζί με τα μα­ταιω­μέ­να όνει­ρα του έθνους, ως λυ­μα­το­λά­σπη για να θα­φτούν κο­ντά σε ένα πα­λιό οθω­μα­νι­κό νε­κρο­τα­φείο.
Στην χρο­νι­κό­τη­τά τους, όλα θα απέ­με­ναν στα Τουρ­κο­βού­νια ξέ­να αλ­λά και ρι­ζω­μέ­να ως ξέ­να εντός, μια ακά­θαρ­τη και ανοι­κο­νό­μη­τη κη­λί­δα που δια­σχί­ζει το λε­κα­νο­πέ­διο της κα­τοι­κί­σι­μης ορα­τό­τη­τας. Σε αυ­τό το ανώ­νυ­μο ομοί­ω­μα της Ακρό­πο­λης, του συμ­βο­λι­κού κέ­ντρου, η μνή­μη κα­το­πτρί­ζε­ται ιλιγ­γιώ­δης. Ήδη τα ίχνη της αρ­χαϊ­κής επο­χής, εκεί­να τα πρώ­τα ίχνη στα δύο κτί­σμα­τα της ανα­σκα­φής, μοιά­ζουν με σβη­σμέ­νους από­η­χους ενός προη­γού­με­νου κό­σμου, ως εάν στις ιδρυ­τι­κές στιγ­μές των αρ­χεί­ων να κρύ­βε­ται πά­ντα το αρ­γο­πο­ρη­μέ­νο και η κα­τα­γω­γή να εί­ναι ζή­τη­μα μιας μνή­μης της τέ­φρας. Προϊ­στο­ρι­κός λα­σπό­λακ­κος, σιω­πη­λός σαν τα βά­θη των τρο­πι­κών θα­λασ­σών, δια­βά­ζου­με, και μα­ζί απέ­ρα­ντος τύμ­βος ενός πο­λι­τι­σμού που έχει πε­θά­νει - στον Άρη του Ρέυ Μπράντ­μπε­ρυ ο χρό­νος τρε­λαί­νε­ται και οι τα­ξι­διώ­τες που κα­τέ­φτα­σαν από τη Γη θυ­μού­νται τα κα­λει­δο­σκό­πια της παι­δι­κής τους ηλι­κί­ας.[16] Στα σε­λη­νια­κά Τουρ­κο­βού­νια, μια τρέ­λα της μνή­μης αντι­κρί­ζει σε μια τρύ­πα στον ιστό της σύγ­χρο­νης πό­λης ένα ιε­ρο­γλυ­φι­κό της κα­τα­γω­γής. Την ώρα του αθη­ναϊ­κού λυ­καυ­γούς εντο­πί­ζει κα­νείς το στίγ­μα του μο­νά­χα ακού­γο­ντας έναν από­μα­κρο κα­ταρ­ρά­κτη.

*

Με εξαί­ρε­ση την Ελευ­σί­να, κα­νέ­να άλ­λο το­πίο αρ­χαιο­λο­γι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος στην ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή της Αθή­νας, έγρα­φε ο Λά­ου­τερ, επι­κε­φα­λής της ανα­σκα­φής του 1978, δεν φέ­ρει τα ίχνη ενός τέ­τοιου συν­δυα­σμού κα­τα­στρο­φής κι ερή­μω­σης.[17] Αυ­τά τα κο­ντά 426 στρέμ­μα­τα γης συ­νι­στούν σή­με­ρα ένα υπο­λειμ­μα­τι­κό πε­δίο - ανοι­χτές εκ­σκα­φές που μοιά­ζουν με με­τε­ω­ρι­κούς κρα­τή­ρες, ερει­πω­μέ­νες εγκα­τα­στά­σεις λα­τό­μευ­σης, απο­θέ­σεις άγο­νων υλι­κών και, τέ­λος, μια χλω­ρί­δα των ερει­πί­ων που κά­πο­τε με­τα­βαί­νει σε το­λύ­πες δά­σους που απέ­μει­ναν, ή προ­έ­κυ­ψαν από ανα­δα­σώ­σεις.[18] Η γε­ω­λο­γι­κή με­τα­βο­λή της λο­φο­σει­ράς ξε­κι­νά ήδη το 1835, όταν οι αθη­ναϊ­κοί βρά­χοι λα­το­μού­νται για να ανε­γερ­θούν κα­τοι­κί­ες. Ού­τε οι όγκοι του Λυ­κα­βητ­τού, τoυ Φι­λο­πάπ­που, ακό­μα και της Ακρό­πο­λης, θα μεί­νουν αλώ­βη­τοι. Ένα πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο το­πίο σμι­λεύ­ε­ται πλέ­ον στην πρω­τεύ­ου­σα: ‘Εν τω μέ­σω της πό­λε­ως [οι λό­φοι] κα­τα­πί­πτ[ουν] εις συ­ντρίμ­μα­τα’, γρά­φει στα 1885 ο αρ­χαιο­λό­γος Κων­στα­ντί­νος Κο­ντό­που­λος, εί­ναι αδύ­να­το να συλ­λά­βει κα­νείς το μέ­γε­θος της κα­τα­στρο­φής, σχο­λιά­ζει αρ­γό­τε­ρα ο Μπί­ρης.[19] Εξαρ­χής, λοι­πόν, η πό­λη απορ­ρο­φά στη σύ­στα­ση των εστιών της, στην ύλη των θε­με­λί­ων της, κά­τι από το ετε­ρο­γε­νές και το άμορ­φο της Ιστο­ρί­ας - αλ­λά εκεί­νο λαν­θά­νει έτσι διά­σπαρ­το εντός της. Ό,τι επι­τε­λεί­ται εκ προ­θέ­σε­ως, πε­ριέ­χει ταυ­τό­χρο­να και μια αντε­στραμ­μέ­νη, πα­θη­τι­κή όψη, εί­ναι δι­πλής φο­ράς. Αδια­χώ­ρι­στη από έναν μη­χα­νι­σμό εξα­λεί­ψε­ων, απω­θή­σε­ων κι απο­κλει­σμών, η αθη­ναϊ­κή υπό­θε­ση εί­ναι εξί­σου εκτε­θει­μέ­νη σε μια σπει­ροει­δή κί­νη­ση που κά­νει τα απαρ­νη­μέ­να πράγ­μα­τα να φέγ­γουν φα­σμα­τι­κά εντός της. Από την ιε­ρο­ποί­η­ση του ‘ατ­τι­κού το­πί­ου’ ως τον κυ­νι­σμό της ιδιω­τι­κής χρη­στι­κό­τη­τας, δύο εκ­δο­χές ενός χρό­νου κλει­στού, αλώ­βη­του, υπε­ρι­στο­ρι­κού, που στά­θη­καν αντί­θε­τες πα­ρα­μέ­νο­ντας εντού­τοις συ­μπλη­ρω­μα­τι­κές, κι από το φα­ντα­σια­κό της απο­κα­τά­στα­σης ως τις ετε­ρο­το­πί­ες της φυ­γής - εί­ναι στη ρηγ­μά­τω­ση όλων αυ­τών των εμπρό­θε­των τρό­πων όπου ξε­κι­νά η επι­κρά­τεια του αθη­ναϊ­κού πα­ρό­ντος, δια­μπε­ρούς, τραυ­μα­τι­σμέ­νου, αθέ­λη­τα μνη­μο­νι­κού.[20]
Στην κο­ρυ­φή μιας εγκα­τα­λειμ­μέ­νης δε­ξα­με­νής στον Λό­φο της Φι­λο­θέ­ης το­πο­θε­τή­θη­κε το 2001 μια καλ­λι­τε­χνι­κή κα­τα­σκευή με τί­τλο Σπεί­ρα Ι, για την οποία χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν πέ­τρες της πε­ριο­χής. ‘Πρό­κει­ται για ένα έρ­γο θε­τι­κό και αι­σιό­δο­ξο’, ση­μειώ­νει η δη­μιουρ­γός του, ‘του οποί­ου η ενέρ­γεια κα­τευ­θύ­νε­ται προς τα πά­νω. Τα γή­ι­να χρώ­μα­τά του το εντάσ­σουν στο το­πίο από το οποίο προ­έρ­χε­ται το υλι­κό του […]’.[21] Τριά­ντα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, σε ένα εκτυ­φλω­τι­κό κεί­με­νο που συ­νό­δευ­σε ένα earthwork κι ένα συ­να­φές φιλμ, ο Ρό­μπερτ Σμίθ­σον πε­ριέ­γρα­φε ένα τα­ξί­δι, κα­ταρ­χάς, στην Γκρέιτ Σολτ Λέικ, πε­ριο­χή μιας άλ­λης Ατλα­ντί­δας, όπως σχο­λιά­ζει, όπου τον διά­πλου κα­θι­στά πε­ρί­που αδύ­να­τη η υψη­λή συ­γκέ­ντρω­ση σε αλά­τι.[22] Κα­θο­δόν, το το­πίο ανοί­γε­ται ασυ­νή­θι­στο, ο Σμίθ­σον κοι­τά­ζει λό­φους που μοιά­ζουν με λιω­μέ­νες μά­ζες, κι­νεί­ται αρ­γά σε ένα πλέγ­μα από δρό­μους που δεν οδη­γούν που­θε­νά. Και όταν πια πλη­σιά­σει στη λί­μνη, θα αντι­κρί­σει απο­μει­νά­ρια από πα­λιές προ­βλή­τες, υπο­λείμ­μα­τα μιας βιο­μη­χα­νι­κής επο­χής χα­μέ­να μέ­σα σε προ­σχώ­μα­τα από άμ­μο και λά­σπη. Κο­ντά τους θα βρει ετοι­μόρ­ρο­πα κα­λύ­βια και αντλί­ες που σκου­ριά­ζουν στον δια­βρω­τι­κό, αλ­μυ­ρό αέ­ρα - το γε­νι­κό θέ­α­μα άχρη­στων κα­τα­σκευών πυ­ρο­δο­τεί τη σκέ­ψη μιας δια­δο­χής αν­θρώ­πι­νων συ­στη­μά­των που βού­λια­ξαν στην απο­σά­θρω­ση των ονεί­ρων τους. Θα εί­χε κα­νείς με­τα­φερ­θεί, γρά­φει ο Σμίθ­σον, σε ένα σύ­μπαν σύγ­χρο­νης προϊ­στο­ρί­ας (145-146).
Με­τα­κι­νού­με­νος βο­ρειό­τε­ρα, φτά­νει σε μια χερ­σό­νη­σο με θρυμ­μα­τι­σμέ­να απο­θέ­μα­τα μαύ­ρου βα­σάλ­τη να κεί­το­νται ανά­μι­κτα με στρώ­μα­τα ασβε­στό­λι­θου προσ­δί­δο­ντας στο το­πίο μια κομ­μα­τια­σμέ­νη όψη, ενώ ένα δί­κτυο ρωγ­μών μέ­σα στη λά­σπη βρί­σκε­ται μό­λις κά­τω από την επι­φά­νεια του νε­ρού. Τον ασβε­στό­λι­θο, πέ­τρω­μα που σχη­μα­τί­ζε­ται συ­νή­θως σε θα­λάσ­σιο πε­ρι­βάλ­λον και συ­χνά πε­ριέ­χει απο­λι­θώ­μα­τα οστρά­κων και κορ­ρα­λί­ων, τον συ­να­ντή­σα­με στα Τουρ­κο­βού­νια. Ο βα­σάλ­της, πά­λι, εί­ναι ηφαι­στεια­κό πέ­τρω­μα που βρί­σκε­ται αφε­νός στον ωκε­ά­νιο πυθ­μέ­να και πα­ρά­γε­ται από τις τε­κτο­νι­κές διερ­γα­σί­ες στα όρια των πλα­κών, αφε­τέ­ρου στις πε­διά­δες της Σε­λή­νης, συγ­γε­νι­κές γε­ω­λο­γι­κά με τον πυθ­μέ­να της Γης.[23] Στα μά­τια του Σμίθ­σον, ένας λαν­θά­νων σει­σμός δια­χέ­ε­ται στην ησυ­χία αυ­τού του το­πί­ου προ­ξε­νώ­ντας ένα αί­σθη­μα ιλίγ­γου χω­ρίς κί­νη­ση. Η ει­κό­να ενός ακί­νη­του κυ­κλώ­να έρ­χε­ται στο νου του, ο χώ­ρος με­τα­τρέ­πε­ται σε έναν πε­ρι­στρο­φι­κό μη­χα­νι­σμό και η λί­μνη γί­νε­ται ένας τό­πος όπου η ύλη κα­τα­κρη­μνί­ζε­ται για να ανα­δυ­θεί πια στο νου του με τη μορ­φή μιας σπει­ροει­δούς προ­βλή­τας.

*

Ένας ανόρ­γα­νος γε­ω­λο­γι­κός χρό­νος απα­σχο­λεί τον Σμίθ­σον από τα πρώ­τα δη­μο­σιευ­μέ­να κεί­με­νά του, με την δε μορ­φή του κρυ­στάλ­λου συ­σχε­τί­ζει την ιδέα μιας Ιστο­ρί­ας σε κα­θε­στώς οξυ­μέ­νης εντρο­πί­ας. Μια τέ­τοια ιστο­ρι­κή χρο­νι­κό­τη­τα παύ­ει να ανα­πα­ρι­στά με­γά­λες πο­λι­τι­σμι­κές διάρ­κειες και, τεί­νο­ντας προς την αδρά­νεια, συρ­ρι­κνώ­νε­ται στο ελά­χι­στο κλά­σμα της στιγ­μής, ένα ακί­νη­το πα­ρόν όπου η αντί­λη­ψη του χρό­νου την οποία φέ­ρει ο δεί­κτης του ρο­λο­γιού ως ευ­θύ­γραμ­μου και συ­νε­χούς εξαρ­θρώ­νε­ται. Στην εντρο­πι­κή θυ­μι­κή το­νι­κό­τη­τα (entropic mood) δεν αντη­χεί μό­νο η φω­νή του Μπέν­για­μιν και, από άλ­λη σκο­πιά, του Ντε­λέζ, αλ­λά η Stimmung εν­γέ­νει του νε­ό­τε­ρου υπο­κει­μέ­νου στο λυ­κό­φως της Ιστο­ρί­ας. Ο μη­τρο­πο­λι­τι­κός χρό­νος πα­ρα­πέ­μπει τό­τε σε έναν αντί­στοι­χο ‘προ-πρω­ταρ­χι­κό’, όπως ο Ντερ­ρι­ντά δια­τυ­πώ­νει στα ίχνη του Τί­μαιου ό,τι δια­φεύ­γει από κά­θε Ιστο­ρία και βρί­σκε­ται ‘πριν και έξω από κά­θε γε­νε­ά’· πα­ρα­πέ­μπει στο νε­φε­λώ­δες στά­διο ενός Vorwelt, με το λε­ξι­λό­γιο τώ­ρα του Μπέν­για­μιν όταν μι­λά­ει για τον Κάφ­κα, σε έναν κό­σμο που, σαν σε άλ­λον πη­λό, λι­μνά­ζει (Sumpfwelt) και όπου τα πράγ­μα­τα εκ­κρε­μούν σε άμορ­φη κα­τά­στα­ση.[24] Μια πα­ρό­μοια σύ­να­ψη θα ήταν οι­κεία στον Σμίθ­σον από την θη­τεία του, με­τα­ξύ άλ­λων, στον ‘low-budget μυ­στι­κι­σμό’ της επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή αί­θου­σα, όπως δη­λώ­νει στα ίδια κεί­με­να. Από την οπτι­κή γω­νία ενός ‘μέλ­λο­ντος στραμ­μέ­νου στο πα­ρελ­θό­ν’ και ει­δι­κά στην πα­ρό­ξυν­ση των τα­χυ­τή­των της, η πό­λη απο­μέ­νει ένα λη­θαρ­γι­κό το­πίο που φέ­ρει μέ­σα του το κα­τα­γω­γι­κό. Η κί­νη­ση στο εσω­τε­ρι­κό μιας τέ­τοιας σπεί­ρας του χρό­νου εί­ναι δι­πλής φο­ράς: το μέλ­λον, γρά­φει ο Σμίθ­σον για μια πε­ρι­ή­γη­ση στον ερει­πω­μέ­νο τό­πο της παι­δι­κής του ηλι­κί­ας, βρί­σκε­ται χα­μέ­νο στις ‘χω­μα­τε­ρές του μη ιστο­ρι­κού πα­ρελ­θό­ντο­ς’, υπάρ­χει φα­σμα­τι­κά στα απο­μει­νά­ρια των ονεί­ρων που μα­ταιώ­θη­καν. Περ­πα­τώ­ντας τώ­ρα ανά­με­σά τους, θα εί­χε την αί­σθη­ση πως βρί­σκε­ται σε έναν μα­κρι­νό πλα­νή­τη με χα­ραγ­μέ­νο πά­νω του έναν χάρ­τη του παι­δι­κού εκεί­νου τό­που.[25]
Μη­χα­νή αλ­λη­γο­ριών, παι­δι­κό κα­λει­δο­σκό­πιο, σκη­νή μιας γε­ω­λο­γί­ας του πα­ρό­ντος - η προ­βλή­τα του Σμίθ­σον, σπει­ροει­δής με φο­ρά αντί­στρο­φη από εκεί­νη των δει­κτών του ρο­λο­γιού, συν­δέ­ει τη μη­τρο­πο­λι­τι­κή χρο­νι­κό­τη­τα με μιαν από­με­ρη, την εστία της παι­δι­κής ηλι­κί­ας με ένα φρι­κώ­δες ομοί­ω­μά της που κα­τά­γε­ται από ένα πα­ρελ­θόν προ-πρω­ταρ­χι­κό όσο κι από ένα μέλ­λον με­τά το μέλ­λον. Έρ­γα τέ­χνης και κεί­με­να κα­θί­στα­νται τό­τε μη­χα­νι­σμοί μιας ρι­ζι­κής ιστο­ρι­κο­ποί­η­σης, αρ­χεία της αρ­χής και του τέ­λους του κό­σμου εγκι­βω­τι­σμέ­νων στο απει­ρο­ε­λά­χι­στο της τω­ρι­νής στιγ­μής. Μια ανα­βί­ω­ση της τα­φι­κής τέ­χνης, λέ­ει ο Σμίθ­σον, θα εί­χε επι­κε­ντρω­θεί στα δια­στή­μα­τα ‘ανά­με­σα στα συμ­βά­ντα’ και στην ιδιό­τυ­πη μνή­μη τους. Τέ­τοια ‘στρω­μα­το­γρα­φι­κά κε­νά’ της Ιστο­ρί­ας, σύμ­φω­να με μια γε­ω­λο­γι­κή ορο­λο­γία, ‘με­σο­δια­στή­μα­τα της διά­βρω­ση­ς’ όπου η ιζη­μα­το­γέ­νε­ση δια­κό­πτε­ται για να φα­νε­ρω­θεί η απρο­σμέ­τρη­τη άβυσ­σος του χρό­νου, θα γί­νο­νταν ορα­τά σε πλα­νη­τά­ρια και σε μου­σεία Φυ­σι­κής Ιστο­ρί­ας, ‘μου­σεία του κε­νού’, όπως τα απο­κα­λεί ο Σμίθ­σον.[26] Η ίδια λει­τουρ­γία επι­τε­λεί­ται και στην προ­βλή­τα. Κα­τα­σκευα­σμέ­νη από βρά­χια και χώ­μα, μια σύ­ντα­ξη θραυ­σμά­των σε ακί­νη­τη πε­ρι­στρο­φή, η σκου­ρό­χρω­μη προ­βλή­τα θα εί­χε αρ­χι­κά βυ­θι­στεί στο νε­ρό για να ανα­δυ­θεί δε­κα­ε­τί­ες αρ­γό­τε­ρα, ύστε­ρα από μια πα­ρα­τε­τα­μέ­νη ξη­ρα­σία - να ανα­δυ­θεί λευ­κή, φα­σμα­τι­κή, με­τα­μορ­φω­μέ­νη πλέ­ον σε έναν κρύ­σταλ­λο του κε­νού, έναν κρύ­σταλ­λο της άερ­γης Ιστο­ρί­ας. Θα έμοια­ζε πι­θα­νώς με ένα θαμ­μέ­νο σε­λη­νια­κό ρο­λόι που με­τρά­ει τον χρό­νο αντί­στρο­φα.
Κά­ποια αυ­λαία πέ­φτει. Μια ακο­λου­θία με­τα­σχη­μα­τι­σμών της Χώ­ρας εν­δέ­χε­ται να γί­νει τό­τε το θρόι­σμα αυ­τής της πτώ­σης για κά­ποιον, για πα­ρά­δειγ­μα, που ο παι­δι­κός του τό­πος ήταν, σύμ­φω­να με ένα πα­λιό σχέ­διο πό­λε­ως, ένα όριό της στις πα­ρυ­φές των Τουρ­κο­βου­νί­ων. Από εκεί, κοι­τού­σα για χρό­νια τα φτω­χι­κά σπί­τια στην απέ­να­ντι όχθη, του δρό­μου ή της Ιστο­ρί­ας, απο­μει­νά­ρια αι­νιγ­μα­τι­κών κα­τοί­κων του λό­φου. Αρ­γό­τε­ρα, στην καρ­διά μιας φι­λό­δο­ξης επο­χής γοη­τευ­μέ­νης από τα φώ­τα, ανα­ζή­τη­σα νυ­χτε­ρι­νά σχή­μα­τα σε μια πό­λη της ευ­ρω­παϊ­κής επαρ­χί­ας πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νη από βου­νά και σή­με­ρα σκέ­φτο­μαι πό­σο έμοια­ζε το όνο­μά της με κεί­νο του Ίν­σμουθ και πό­σο ανή­συ­χος ένιω­θα όταν εί­χα την εντύ­πω­ση ότι τα κτί­ριά της με κοι­τού­σαν. Έκτο­τε ξε­κί­νη­σαν τα κα­κά όνει­ρα και οι αμυ­δροί ήχοι από κα­ταρ­ρά­κτες.






ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: