Δύο ποιήματα



Το '87

Το ’87 εμείς τα πι­τσι­ρί­κια – εί­χα­με ήδη ανοί­ξει τα μα­τιά μας
για το τι ήταν ο αθλη­τι­σμός στην τό­τε Ελ­λά­δα.
Κά­τι που το βί­ω­σαν τό­σοι και τό­σοι κι ως προς την πο­λι­τι­κή ζωή:
                    μια σχέ­ση στο πε­ρί­που.
Στο πε­ρί­που πο­λί­τες – μάλ­λον πε­λά­τες ψη­φο­φό­ροι – όλων των ποι­κι­λιών
Στο πε­ρί­που αθλη­τές – μάλ­λον χο­μπί­στες της άσκη­σης – όλων των χρω­μά­των.

Μια στο τό­σο θα ξε­φύ­τρω­ναν οι εξαι­ρέ­σεις:
Ο Μι­γιά­κης, η Βε­ρού­λη, ο Χο­λί­δης,
                        
η Σα­κο­ρά­φα.

Το πιο συ­χνά όμως μας τύ­λι­γε η ήτ­τα
– ει­δι­κά στα ομα­δι­κά.
Άγνω­στη πη­γή ελευ­θε­ρί­ας – η κουλ­τού­ρα της πά­σας.

Μα κι αυ­τό δεν ήταν το πλέ­ον επι­ζή­μιο:
Ήταν το χα­μέ­νο τά­λα­ντο – το τρύ­πιο γή­πε­δο
                        – η ολού­θε τσι­με­ντί­λα.

Ήταν – η άφα­ντη μπα­σκέ­τα – οι ξε­φλου­δι­σμέ­νες μπά­λες
– και οι ωστό­σο πλού­σιοι, έν­θεν κα­κεί­θεν, πα­ρα­τρε­χά­με­νοι:
                        έφο­ροι, τα­μί­ες, φρο­ντι­στές
                        – κη­φή­νες που ρου­φού­σαν το νέ­κταρ
                        του αθλη­τι­κού πά­θους όλων.

Εί­χα­με από και­ρό κυ­κλω­θεί απ’ την πεί­ρα του απο­κλει­σμού:
Πό­σα χα­μη­λω­μέ­να πρό­σω­πα – δε μας γα­λού­χη­σαν
                        – πό­σα σκο­τει­νά βλέμ­μα­τα
για τη χα­μέ­νη τε­λευ­ταία φά­ση, για την άνι­ση διαι­τη­σία,
για το μπόι μας που δεν ήταν πα­ρά ίσα με το μπόι της Με­τα­πο­λί­τευ­σης.

Κι όμως – σιω­πη­ρά, το πιο συ­χνά – σε πεί­σμα όλων των μέ­σα μας ενα­ντιώ­σε­ων
κά­τι πά­λευε να με­γα­λώ­σει –
κι ήρ­θε το ’87 για να στα­θεί στα ίσα
                        απέ­να­ντι στους Πέ­τρο­βιτς,
τους Αντο­νέ­λο Ρί­βα και τους Τσα­τσέν­κο.

Οι βο­λές του Κα­μπού­ρη και η απει­ρία των χο­ρο­γρα­φιών του Γκά­λη,
οι άμυ­νες του Γιαν­νά­κη και του Φα­σού­λα
όπως και τα ασυ­γκρά­τη­τα νιά­τα του Φά­νη και των άλ­λων παι­κτών
όλα τους υπό την μπα­γκέ­τα του Κώ­στα Πο­λί­τη
–την ει­ρω­νεία του επι­θέ­του θα τη ζή­λευε μέ­χρι κι ο Κα­βά­φης–
δε θα εί­χαν κα­μία τύ­χη μες στο τε­ρέν
αν δεν εί­χαν ήδη κά­νει σκό­νη εκτός του – το πε­ρί­που.

Όχι, δεν ήμα­σταν πια στο πε­ρί­που
                        – κα­μία σχέ­ση:
εί­χα­με πλέ­ον χέ­ρια και ψυ­χή «τί­μιου γί­γα­ντα»!
103-101


«Ο ξυλοθραύστης» του Δ. Φιλιππότη (1875)
«Ο ξυλοθραύστης» του Δ. Φιλιππότη (1875)




Αγώ­νας

Στο πρώ­το παι­χνί­δι η ομά­δα των Τρι­κά­λων
γνώ­ρι­σε την ήτ­τα απ’ την κορ­φή μέ­χρι τα νύ­χια.
Στο επα­να­λη­πτι­κό, εντός έδρας πια,
υπήρ­ξαν αυ­ξη­μέ­νες προ­ε­τοι­μα­σί­ες:

«Θα παί­ξου­με πιο σκλη­ρά
Θα παί­ξου­με πιο γρή­γο­ρα
– πιο μυα­λω­μέ­να.
Θ΄ αφή­σου­με πί­σω το πρό­σω­πο
μιας σερ­νά­με­νης ομά­δας
της Α2.

Και στο επί­πε­δο της κερ­κί­δας:
Δε θα μεί­νουν σε χλω­ρό κλα­ρί.
Να, δέ­κα δέ­κα, τα χαρ­τά­κια των ει­σι­τη­ρί­ων
δέ­κα δέ­κα, τα στι­χά­κια των συν­θη­μά­των.

Θα τους πά­ρει και θα τους ση­κώ­σει:
Μά­να, θρη­σκεία, σπί­τι ― και πά­λι μά­να
όλα τους θα κα­νι­βα­λι­στούν όπως τους πρέ­πει.

Ή εί­μα­στε οπα­δοί ή δεν εί­μα­στε!

Ει­δι­κά αυ­τό το λε­πτο­κα­μω­μέ­νο σκου­ρό­χρω­μό παι­κτά­κι τους
δε θα τ’ αφή­σου­με ν’ ανα­σά­νει.

Ένα βή­μα θα κά­νει – χί­λιες φω­νές
                    θα τό­νε ρί­χνουν κά­τω – πί­σω – στο που­θε­νά:

Στην Αφρι­κή απ’ όπου μας ήλ­θε η φα­με­λιά του
στην ρά­τσα του – που ρά­τσα σαν και τη δι­κή μας
                        δεν εί­ναι
στην πεί­να του – και στη μαυ­ρί­λα του.»

Όλ’ αυ­τά, όσο γε­λοία και κοι­νό­το­πα,
εντέ­λει λει­τούρ­γη­σαν.

Τα Τρί­κα­λα θριάμ­βευ­σαν – σ’ όλο το παι­χνί­δι
κρά­τη­σαν τα ηνία του ρυθ­μού και του σκορ.
20 τό­σοι πό­ντοι η τε­λι­κή δια­φο­ρά.
Κι όταν κά­τι πή­γαι­νε να κά­νει το ψι­λό­λι­γνο μαύ­ρο αγό­ρι
οι κερ­κί­δες του Κο­λοσ­σαί­ου και των ορ­δών του Χί­τλερ
έβρι­σκαν το σύγ­χρο­νο τους ταί­ρι.

Δύ­σκο­λο να ξε­δια­λέ­ξεις ποιος μι­μού­νταν ποιόν:
Οι σά­πιενς οπα­δοί
τα λοι­πά πρω­τεύ­ο­ντα της πά­λαι πο­τέ Σα­βά­νας
ή οι ίδιοι σά­πιενς οπα­δοί
το λα­τρε­μέ­νο τους σύγ­χρο­νο προ­σω­πείο;

Στο λε­ω­φο­ρείο της επι­στρο­φής οι ητ­τη­μέ­νοι
πα­ρέ­μει­ναν σκυ­φτοί κι απα­ρη­γό­ρη­τοι.

Εκτός απ’ το ψι­λό­λι­γνο αγό­ρι
που εί­χε βρε­θεί ξα­νά και ξα­νά αντι­μέ­τω­πο
με τ’ από­νε­ρα της Κου Κλουξ Κλάν – στα ελ­λη­νι­κά χώ­μα­τα.

Δεν εί­πε λέ­ξη στους συ­μπαί­κτες του.
Μί­λη­σε μό­νο στον μέ­σα του κα­θρέ­φτη:
Θ’ αντέ­ξεις – πρέ­πει ν’ αντέ­ξεις
– για τους δι­κούς σου αν­θρώ­πους
θ’ αντέ­ξεις
και ει­δι­κά για όλους αυ­τούς που σε θέ­λουν πε­σμέ­νο στα τέσ­σε­ρα
θ’ αντέ­ξεις.

Δεν εί­πε πολ­λά.
Λό­για πολ­λά δε λέ­ει – όταν εί­ναι να γε­μί­ζει με πρά­ξη
τη ζωή του και τις ζω­ές
των γύ­ρω του
ο Γιάν­νης Σί­να-Ού­γκο Αντε­το­κούν­μπο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: