Χάρτης 72 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-72/tehnasmata/dyo-poiimata
Το '87
Το ’87 εμείς τα πιτσιρίκια – είχαμε ήδη ανοίξει τα ματιά μας
για το τι ήταν ο αθλητισμός στην τότε Ελλάδα.
Κάτι που το βίωσαν τόσοι και τόσοι κι ως προς την πολιτική ζωή:
μια σχέση στο περίπου.
Στο περίπου πολίτες – μάλλον πελάτες ψηφοφόροι – όλων των ποικιλιών
Στο περίπου αθλητές – μάλλον χομπίστες της άσκησης – όλων των χρωμάτων.
Μια στο τόσο θα ξεφύτρωναν οι εξαιρέσεις:
Ο Μιγιάκης, η Βερούλη, ο Χολίδης,
η Σακοράφα.
Το πιο συχνά όμως μας τύλιγε η ήττα
– ειδικά στα ομαδικά.
Άγνωστη πηγή ελευθερίας – η κουλτούρα της πάσας.
Μα κι αυτό δεν ήταν το πλέον επιζήμιο:
Ήταν το χαμένο τάλαντο – το τρύπιο γήπεδο
– η ολούθε τσιμεντίλα.
Ήταν – η άφαντη μπασκέτα – οι ξεφλουδισμένες μπάλες
– και οι ωστόσο πλούσιοι, ένθεν κακείθεν, παρατρεχάμενοι:
έφοροι, ταμίες, φροντιστές
– κηφήνες που ρουφούσαν το νέκταρ
του αθλητικού πάθους όλων.
Είχαμε από καιρό κυκλωθεί απ’ την πείρα του αποκλεισμού:
Πόσα χαμηλωμένα πρόσωπα – δε μας γαλούχησαν
– πόσα σκοτεινά βλέμματα
για τη χαμένη τελευταία φάση, για την άνιση διαιτησία,
για το μπόι μας που δεν ήταν παρά ίσα με το μπόι της Μεταπολίτευσης.
Κι όμως – σιωπηρά, το πιο συχνά – σε πείσμα όλων των μέσα μας εναντιώσεων
κάτι πάλευε να μεγαλώσει –
κι ήρθε το ’87 για να σταθεί στα ίσα
απέναντι στους Πέτροβιτς,
τους Αντονέλο Ρίβα και τους Τσατσένκο.
Οι βολές του Καμπούρη και η απειρία των χορογραφιών του Γκάλη,
οι άμυνες του Γιαννάκη και του Φασούλα
όπως και τα ασυγκράτητα νιάτα του Φάνη και των άλλων παικτών
όλα τους υπό την μπαγκέτα του Κώστα Πολίτη
–την ειρωνεία του επιθέτου θα τη ζήλευε μέχρι κι ο Καβάφης–
δε θα είχαν καμία τύχη μες στο τερέν
αν δεν είχαν ήδη κάνει σκόνη εκτός του – το περίπου.
Όχι, δεν ήμασταν πια στο περίπου
– καμία σχέση:
είχαμε πλέον χέρια και ψυχή «τίμιου γίγαντα»!
103-101
Αγώνας
Στο πρώτο παιχνίδι η ομάδα των Τρικάλων
γνώρισε την ήττα απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια.
Στο επαναληπτικό, εντός έδρας πια,
υπήρξαν αυξημένες προετοιμασίες:
«Θα παίξουμε πιο σκληρά
Θα παίξουμε πιο γρήγορα
– πιο μυαλωμένα.
Θ΄ αφήσουμε πίσω το πρόσωπο
μιας σερνάμενης ομάδας
της Α2.
Και στο επίπεδο της κερκίδας:
Δε θα μείνουν σε χλωρό κλαρί.
Να, δέκα δέκα, τα χαρτάκια των εισιτηρίων
δέκα δέκα, τα στιχάκια των συνθημάτων.
Θα τους πάρει και θα τους σηκώσει:
Μάνα, θρησκεία, σπίτι ― και πάλι μάνα
όλα τους θα κανιβαλιστούν όπως τους πρέπει.
Ή είμαστε οπαδοί ή δεν είμαστε!
Ειδικά αυτό το λεπτοκαμωμένο σκουρόχρωμό παικτάκι τους
δε θα τ’ αφήσουμε ν’ ανασάνει.
Ένα βήμα θα κάνει – χίλιες φωνές
θα τόνε ρίχνουν κάτω – πίσω – στο πουθενά:
Στην Αφρική απ’ όπου μας ήλθε η φαμελιά του
στην ράτσα του – που ράτσα σαν και τη δική μας
δεν είναι
στην πείνα του – και στη μαυρίλα του.»
Όλ’ αυτά, όσο γελοία και κοινότοπα,
εντέλει λειτούργησαν.
Τα Τρίκαλα θριάμβευσαν – σ’ όλο το παιχνίδι
κράτησαν τα ηνία του ρυθμού και του σκορ.
20 τόσοι πόντοι η τελική διαφορά.
Κι όταν κάτι πήγαινε να κάνει το ψιλόλιγνο μαύρο αγόρι
οι κερκίδες του Κολοσσαίου και των ορδών του Χίτλερ
έβρισκαν το σύγχρονο τους ταίρι.
Δύσκολο να ξεδιαλέξεις ποιος μιμούνταν ποιόν:
Οι σάπιενς οπαδοί
τα λοιπά πρωτεύοντα της πάλαι ποτέ Σαβάνας
ή οι ίδιοι σάπιενς οπαδοί
το λατρεμένο τους σύγχρονο προσωπείο;
Στο λεωφορείο της επιστροφής οι ηττημένοι
παρέμειναν σκυφτοί κι απαρηγόρητοι.
Εκτός απ’ το ψιλόλιγνο αγόρι
που είχε βρεθεί ξανά και ξανά αντιμέτωπο
με τ’ απόνερα της Κου Κλουξ Κλάν – στα ελληνικά χώματα.
Δεν είπε λέξη στους συμπαίκτες του.
Μίλησε μόνο στον μέσα του καθρέφτη:
Θ’ αντέξεις – πρέπει ν’ αντέξεις
– για τους δικούς σου ανθρώπους
θ’ αντέξεις
και ειδικά για όλους αυτούς που σε θέλουν πεσμένο στα τέσσερα
θ’ αντέξεις.
Δεν είπε πολλά.
Λόγια πολλά δε λέει – όταν είναι να γεμίζει με πράξη
τη ζωή του και τις ζωές
των γύρω του
ο Γιάννης Σίνα-Ούγκο Αντετοκούνμπο.