Μεταφράζοντας μια φορά κι έναν καιρό, μετά τη Σαπφώ, παράλληλα σχεδόν, και τα ποιήματα όλα του Αλκαίου θυμάμαι: προηγήθηκε λίγο η έκδοση του Αλκαίου στην «Εστία», πριν τη Σαπφώ στον «Κέδρο». Η «Εστία» χρησιμοποιούσε τότε το μεγάλο τυπογραφείο των αδελφών Ρόδη. Εκεί είχαν δοθεί τα κείμενά μου.

( Τα αιολικά, η γλώσσα και των δύο Λέσβιων μεγάλων, είναι η Κόλαση των δασέων. Δεν έμπαιναν δασείες στα φωνήεντά τους, όπως και το καθεύδω τους κατεύδω ήταν, βέβαια).

Στο απόσπασμα που ξεκινάει με τη φράση «ὔει μὲν ὀ Ζεῦς», «βρέχει ο Δίας», το πρώτο δοκίμιό μου γύρισε με δασείες. Το ξαναέστειλα με ψιλές. Με δασείες ξαναγύρισε. Το ξανάστειλα διορθωμένο εκ νέου. Ξανάρθε με δασείες. Αναγκάστηκα να τους τηλεφωνήσω. Προσπάθησα να τους εξηγήσω, ψιλή επέμεινα.

Ο τυπογράφος, που όλη του τη ζωή έβαζε στο άρθρο δασεία, ούτε τότε καταλάβαινε, ούτε τότε το χέρι του άντεξε να το κάνει. Το ξανάστειλε με …απόστροφο: «ο᾽ Ζεῦς»! Όπως λέμε δηλαδή, Ο᾽ Χάρα, Ο᾽ Λέρι, ιρλανδικά ονόματα.

Νομίζω πως ανέβηκα πια ο ίδιος στο Μαρούσι, για να λυθεί επιτέλους κι αυτή η παρεξήγηση.

( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )