[ ΚΑ­ΤΑ­ΓΡΑ­ΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙ­ΚΑΙ­ΡΟ­ΤΗ­ΤΑ ή ΠΕ­ΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥ­ΤΗΝ ]

Τον μή­να αυ­τό:

Στις 10 Δε­κεμ­βρί­ου

Σε­λί­δες: Μι­χά­λης Γκα­νάς
(επι­μέ­λεια: Δη­μή­τρης Κο­σμό­που­λος)


_______

Στις 20 Δε­κεμ­βρί­ου:

Αφιέ­ρω­μα: Ιδα­νι­κές φω­νές κι αγα­πη­μέ­νες
(επι­μέ­λεια: Γιώρ­γος Ζε­βε­λά­κης)


Hλί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος (1930-2024)

(Φωτ. Τζ. Κων­στα­ντί­νου)

Πί­σω του κά­θε­ται μια γυ­ναί­κα με μα­κριά ξαν­θά μαλ­λιά. [...] Εκεί­νη στρέ­φει το κε­φά­λι, κι ενώ λό­γω του ανέ­μου το μαύ­ρο σκού­ρο, από λα­χού­ρι, φό­ρε­μά της κυ­μα­τί­ζει δαι­μο­νιω­δώς, κά­νει κά­πως αό­ρι­στα μια αβέ­βαιη κί­νη­ση, σαν να με χαι­ρε­τά. Ύστε­ρα, κα­θώς με το δε­ξί της χέ­ρι κρα­τιέ­ται σφι­χτά από τη ζώ­νη τού μο­το­σι­κλε­τι­στή, σκύ­βει λί­γο προς τα εμπρός και με το αρι­στε­ρό τού δί­νει να μυ­ρί­σει ένα μα­τσά­κι άγριες ανε­μώ­νες. ― «Το βά­ρα­θρο» (1994) [Ρο­ζα­μούν­δη, 1995]

Δύο ακυ­μά­τι­στα...

Ο πρω­τα­θλη­τής

Ένα που­λί από αυ­τά που δεν φο­βού­νται τον άν­θρω­πο κρα­τώ­ντας λυ­χνία στο ράμ­φος θα ‘ρθει με πί­κρα στα μά­τια, λε­πτο­μέ­ρειες από φυ­τά που αγα­πού­σες θα προ­βάλ­λο­νται στις πα­λά­μες μας, σκιές από άν­θη ανά­γλυ­φες στον αγέ­ρα. Πρώ­τα το δε­ξί, με­τά το αρι­στε­ρό χέ­ρι κι όλο θα ανε­βαί­νεις, θα ξε­μα­κραί­νεις, ένα παι­χνί­δι ήταν, αυ­τή δεν ήταν η συμ­φω­νία μας; Το εί­χες πει, βέ­βαια, ότι ήσουν πρω­τα­θλη­τής στο σκαρ­φά­λω­μα.

Σιω­πή

Σιω­πή, ένα βα­τρά­χι, μια γκα­ρα­ζό­πορ­τα και με­τά τί­πο­τα, στο δρό­μο ερη­μιά. Φυ­σού­σε και κυ­μά­τι­ζαν τα κα­λα­μπό­κια κι ανέ­βαι­ναν τα κύ­μα­τα και οι τσου­κνί­δες κα­τα­κόκ­κι­νες με αν­θό με­γά­λο, έτρι­ζαν τα χρό­νια, ψη­λά βου­νά, οι κο­ρυ­φές έλιω­ναν σαν πα­γω­τό, λί­γη σα­ντι­γί. Ένα φορ­τη­γό πέ­ρα­σε με φό­ρα, ήταν γε­μά­το πα­λιο­σί­δε­ρα, ανά­με­σά τους ξε­χώ­ρι­ζε μια ορ­χι­δέα στα χέ­ρια μιας μι­κρής και δί­πλα μια αρ­κού­δα νε­ο­γέν­νη­τη με γυα­λιά ηλί­ου. Κα­νείς δεν περ­νού­σε ξη­μέ­ρω­μα από αυ­τά τα μέ­ρη, μό­νο αν χρη­μά­τι­ζες τον φύ­λα­κα ή αν άδεια­ζες όλο το σα­κί των υπο­σχέ­σε­ων που δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν. Διά­λε­ξε ότι θέ­λεις, κα­νείς δεν πρό­κει­ται να πι­στέ­ψει ότι όλα αυ­τά συμ­βαί­νουν και σε ζώ­ντες και σε νε­κρούς. Τρα­ντα­χτό πα­ρά­δειγ­μα η Μα­ρία η Μα­γδα­λη­νή, αυ­τή με τον γύ­ρο του θα­νά­του, ένα σκό­ντα μη­χα­νά­κι εί­χε, έβγα­ζε φω­τιά η εξά­τμι­ση κι όμως, τα πιο ωραία ακρο­βα­τι­κά κόλ­πα έκα­νε, όλοι το πα­ρα­δέ­χο­νταν και τι δεν πε­τού­σαν μέ­σα στο γύ­ρο του θα­νά­του όταν το νού­με­ρο τέ­λειω­νε, αρ­γί­ες ολό­κλη­ρες, εθνι­κές γιορ­τές, κα­θη­με­ρι­νές, με τι με­τρά­τε το χρό­νο πα­ρα­κα­λώ; Εδώ, εδώ χω­ρά­νε τα πά­ντα, πά­ντα όλα με­τα­να­στεύ­ουν και με­τά σιω­πή. Θα ξα­νάρ­θεις; Απλά ένα ερώ­τη­μα έκα­να, δεν χρειά­ζε­ται να ανα­στα­τώ­νε­ται κα­νείς, ού­τε να απα­ντή­σει.

Ο δρό­μος έχει τη δι­κή του ιστο­ρία


ΠΕ­ΡΙ­ΠΑ­ΤΟΙ  ΓΥ­ΡΩ  ΑΠΟ  ΤΟ  ΚΕ­ΦΑ­ΛΙ  ΜΟΥ 


Κο­ντά στην Μη­τρό­πο­λη των Αθη­νών, στην καρ­διά του εμπο­ρι­κού κέ­ντρου, βρί­σκε­ται ο ιστο­ρι­κός να­ός της Πα­να­γί­ας Ρόμ­βης στη φε­ρώ­νυ­μη οδό. Κτί­σμα των βυ­ζα­ντι­νών χρό­νων που ανα­και­νί­στη­κε με­τα­γε­νέ­στε­ρα, πή­ρε το ση­με­ρι­νό όνο­μα «Ρόμ­βη» από τον πα­λαιό κτή­το­ρά της ―προ­φα­νώς― που ανή­κε στην οι­κο­γέ­νεια Ρό­μπη, ή η Ρού­μπα (σε πα­λαιά αθη­ναϊ­κά συμ­βό­λαια απα­ντά­ται, το 1622, ο νο­τά­ριος Ρού­μπας). Στην εί­σο­δο του να­ού, μια με­ταλ­λι­κή πι­να­κί­δα πλη­ρο­φο­ρεί τους πε­ρα­στι­κούς: «Ρόμ­βη, Ρό­μπη, Ρό­μπα, Ρού­μπα: Πα­ρα­φθο­ρά του επω­νύ­μου αθη­ναϊ­κής αρ­χο­ντι­κής οι­κο­γέ­νειας κα­τά την επο­χή της Τουρ­κο­κρα­τί­ας (Ρό­μπης), η οποία εί­χε τον οι­κο­γε­νεια­κό ναό (Πα­να­γία του Ρό­μπη) που σώ­ζε­ται στις ση­με­ρι­νές οδούς Ευαγ­γε­λι­στρί­ας και Ρόμ­βης. Εί­ναι αφιε­ρω­μέ­νος στην Κοί­μη­ση της Θε­ο­τό­κου και εορ­τά­ζει στις 15 Αυ­γού­στου. Η οδός πή­ρε την ονο­μα­σία από την πα­ρα­κεί­με­νη εκ­κλη­σία». Η ανα­φο­ρά ολο­κλη­ρώ­νε­ται με την εντός πα­ρεν­θέ­σε­ως οφει­λό­με­νη πα­ρα­πο­μπή: «(βλ. Οδω­νυ­μι­κά, Μ. Βου­γιού­κα - Β. Με­γα­ρί­δη)». Πρό­κει­ται για το τρί­το­μο βι­βλίο των Μά­ρως Βου­γιού­κα και Βα­σί­λη Με­γα­ρί­δη για τη ση­μα­σία των ονο­μά­των των οδών της Αθή­νας, που εκ­δό­θη­κε από τον Πο­λι­τι­σμι­κό Ορ­γα­νι­σμό του Δή­μου Αθη­ναί­ων.

Βρέ­χει ο Δί­ας

Με­τα­φρά­ζο­ντας μια φο­ρά κι έναν και­ρό, με­τά τη Σαπ­φώ, πα­ράλ­λη­λα σχε­δόν, και τα ποι­ή­μα­τα όλα του Αλ­καί­ου θυ­μά­μαι: προη­γή­θη­κε λί­γο η έκ­δο­ση του Αλ­καί­ου στην «Εστία», πριν τη Σαπ­φώ στον «Κέ­δρο». Η «Εστία» χρη­σι­μο­ποιού­σε τό­τε το με­γά­λο τυ­πο­γρα­φείο των αδελ­φών Ρό­δη. Εκεί εί­χαν δο­θεί τα κεί­με­νά μου.

( Τα αιο­λι­κά, η γλώσ­σα και των δύο Λέ­σβιων με­γά­λων, εί­ναι η Κό­λα­ση των δα­σέ­ων. Δεν έμπαι­ναν δα­σεί­ες στα φω­νή­ε­ντά τους, όπως και το κα­θεύ­δω τους κα­τεύ­δω ήταν, βέ­βαια).

Στο από­σπα­σμα που ξε­κι­νά­ει με τη φρά­ση «ὔει μὲν ὀ Ζεῦς», «βρέ­χει ο Δί­ας», το πρώ­το δο­κί­μιό μου γύ­ρι­σε με δα­σεί­ες. Το ξα­να­έ­στει­λα με ψι­λές. Με δα­σεί­ες ξα­να­γύ­ρι­σε. Το ξα­νά­στει­λα διορ­θω­μέ­νο εκ νέ­ου. Ξα­νάρ­θε με δα­σεί­ες. Ανα­γκά­στη­κα να τους τη­λε­φω­νή­σω. Προ­σπά­θη­σα να τους εξη­γή­σω, ψι­λή επέ­μει­να.

Ο τυ­πο­γρά­φος, που όλη του τη ζωή έβα­ζε στο άρ­θρο δα­σεία, ού­τε τό­τε κα­τα­λά­βαι­νε, ού­τε τό­τε το χέ­ρι του άντε­ξε να το κά­νει. Το ξα­νά­στει­λε με …από­στρο­φο: «ο᾽ Ζεῦς»! Όπως λέ­με δη­λα­δή, Ο᾽ Χά­ρα, Ο᾽ Λέ­ρι, ιρ­λαν­δι­κά ονό­μα­τα.

Νο­μί­ζω πως ανέ­βη­κα πια ο ίδιος στο Μα­ρού­σι, για να λυ­θεί επι­τέ­λους κι αυ­τή η πα­ρε­ξή­γη­ση.

( Από το ανέκ­δο­το βι­βλίο Νουάρ στιγ­μές )


Η ζωή εί­ναι μπε­λάς: κρουα­ζιέ­ρα & ζού­γκλα

Για υπο­στη­ρι­κτές όσων απέ­τυ­χαν στις εκλο­γές, τα­ξι­διω­τι­κό γρα­φείο ορ­γα­νώ­νει κρουα­ζιέ­ρα τε­τρα­ε­τί­ας. Απευ­θύ­νε­ται σε ιθα­γε­νείς, που θέ­λουν να πα­ρα­μεί­νουν μα­κριά από τη χώ­ρα τους, κα­θώς δω­ρε­άν ρε­τούρ προ­βλέ­πε­ται για με­τα­νά­στες χω­ρίς χα­ρί­σμα­τα, που επι­τρέ­πουν έγ­γρα­φα πα­ρα­μο­νής. Δεν θα υπάρ­χουν άστε­γοι, αν άδειες μεί­νουν οι χώ­ρες, έχο­ντας φύ­γει όλοι. Οι λι­γό­τε­ρο φτω­χοί θα εί­ναι επι­βά­τες σε τα­ξι­θε­τη­μέ­νες θέ­σεις, που ξε­κι­νούν από 256.000 $ για μο­νό­κλι­νη κα­μπί­να. Η τι­μή πε­ρι­λαμ­βά­νει φα­γη­τό, πο­τά, σύν­δε­ση στο δια­δί­κτυο και ια­τρο­φαρ­μα­κευ­τι­κή πε­ρί­θαλ­ψη. Λι­γό­τε­ρο πλού­σιοι μπο­ρούν να κα­μα­ρώ­νουν ως κα­μα­ρό­τοι.
Έως 600 επι­βά­τες φι­λο­ξε­νεί η εν λό­γω Κι­βω­τός σε μία Οδύσ­σεια, κα­τά την οποία το κρουα­ζιε­ρό­πλοιο Villa Vie Odyssey θα προ­σεγ­γί­σει επτά ηπεί­ρους και πε­ρισ­σό­τε­ρα από εκα­τό τρο­πι­κά νη­σιά. Προ­σφέ­ρο­νται τέσ­σε­ρις επι­μέ­ρους κρουα­ζιέ­ρες, διάρ­κειας ενός, δύο, τριών ή τεσ­σά­ρων ετών αντι­στοί­χως: Δια­φυ­γή από την Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (Escape from Reality), Εν­διά­με­ση Επι­λο­γή (Mid-Term Selection), Πα­ντού Εκτός από το Σπί­τι (Everywhere But Home) και Πα­ρά­λει­ψη προς τα Εμπρός (Skip Forward).
Στις αμε­ρι­κα­νι­κές προ­ε­δρι­κές εκλο­γές δια­πι­στώ­θη­κε, αν δεν ήταν γνω­στό, ότι οι ίν­φλου­εν­σερς, που επέ­λε­ξαν τη χα­μέ­νη, εί­ναι λι­γό­τε­ροι από τους οπα­δούς τους, που επέ­λε­ξαν τον κερ­δι­σμέ­νο. Σε πο­λι­τεί­ες με διεκ­δι­κού­με­νους εκλέ­κτο­ρες, ρό­λο στην ψή­φο φαί­νε­ται να έπαι­ξε η ανερ­χό­με­νη τι­μή της βεν­ζί­νης, που τώ­ρα πέ­φτει. Διε­θνείς ισορ­ρο­πί­ες με­τα­κι­νή­θη­καν λό­γω ακρι­βό­τε­ρης με­τα­κί­νη­σης σε επτά αμε­ρι­κα­νι­κές πο­λι­τεί­ες. Για­τί άρα­γε ψη­φί­ζουν αλ­λού, αν για όλους επι­λέ­γουν στα σπλά­χνα της αυ­το­κρα­το­ρί­ας; Η εται­ρεία, που διορ­γα­νώ­νει τη θα­λάσ­σια από­δρα­ση, έχει επί­σης προ­βλέ­ψει ότι άτο­μα, που θα κρουα­ζιε­ρί­ζο­νται στις προ­ε­δρι­κές εκλο­γές του 2028, θα μπο­ρούν να ψη­φί­σουν μέ­σω επι­στο­λι­κής ψή­φου.
Εν τω με­τα­ξύ ανα­ζη­τού­νται πο­λι­τι­κοί, που χά­θη­καν στον Αμα­ζό­νιο, με­τά από συ­νε­ντεύ­ξεις που έδω­σαν κα­ταγ­γέλ­λο­ντας τις τρο­πι­κές επι­πτώ­σεις της κλι­μα­τι­κής αλ­λα­γής. Το βα­θύ κρά­τος εί­ναι πο­λύ ρη­χό, θα σκέ­φτε­ται ο Τζο, στρογ­γυ­λεύ­ο­ντας τη σκέ­ψη του σε γρα­φείο, που γι’ αυ­τό ονο­μά­ζε­ται οβάλ. Πού πά­νε όλοι, ανα­ρω­τιού­νται όσοι στο δια­δί­κτυο βλέ­πουν βι­ντε­ο­σκο­πή­σεις απο­χώ­ρη­σης, σε μία επί­δει­ξη ανε­ξαρ­τη­το­ποί­η­σης των εξαρ­τη­μέ­νων. Ανα­λυ­τές εκτι­μούν ότι δια­μορ­φώ­νε­ται νέα φυ­λή πρω­τό­γο­νων πο­λι­τι­κών, που έχο­ντας δια­γρα­φεί από τα κόμ­μα­τά τους επι­χει­ρούν να ανα­κτή­σουν τον κό­σμο.
Επι­κρα­τεί ένας θαυ­μα­σμός για την αθλιό­τη­τα των αν­θρώ­πων, με­τα­ξύ του­λά­χι­στον όσων έχουν ακού­σει για τους Αθλί­ους του Ου­γκό. Κα­νείς όμως δεν εί­ναι ικα­νο­ποι­η­μέ­νος. Στι­χουρ­γοί θέ­λουν να μεί­νουν γνω­στοί ως ποι­η­τές, πο­λι­τι­κοί ως φι­λό­σο­φοι, φτω­χοί ως πε­τυ­χη­μέ­νοι και πλού­σιοι ως ευ­ερ­γέ­τες. Θα προ­τι­μού­σα να συ­νο­μι­λώ με ποι­η­τές και όχι στι­χουρ­γούς, δή­λω­σε πο­λι­τι­κός για επι­κρι­τή του. Μοί­ρα των όπι­σθεν εί­ναι να βρί­σκο­νται από πί­σω.
Η ζωή εί­ναι μπε­λάς (La vie est belle), λέ­νε οι Γάλ­λοι, που με­τά βί­ας φι­λο­σο­φούν, κα­θώς τον βίο και την πο­λι­τεία τους βιαιό­τη­τες βα­ραί­νουν. Η ζωή εί­ναι Ελ­λάς, λέ­με εδώ, όπου μία Μπέλ­λου Σω­τη­ρία μας έχει τά­ξει. Μπε­λάς, Γαλ­λία, συμ­μα­χία απο­τε­λεί σύν­θη­μα για όσους πα­ρά­ση­μα φέ­ρουν στο στή­θος, συ­νή­θως από λα­δε­ρά. Τί­πο­τε δεν ξε­πλέ­νει τη λαι­μαρ­γία του ηρω­ι­σμού.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Στις ακτές της Με­σο­γεί­ων Οι βλα­βε­ρές συ­νέ­πειες της ανά­γνω­σης Προ­σω­πι­κός συγ­γρα­φέ­ας

Μα­νού­σος Μα­νου­σά­κης (1950-2024)

Nά­νος Βα­λα­ω­ρί­της

Στην Ται­νιο­θή­κη της Ελ­λά­δος θα προ­βλη­θεί το ντο­κι­μα­ντέρ 01 για τον ποι­η­τή Νά­νο Βα­λα­ω­ρί­τη και τη ζω­γρά­φο Μα­ρί Γουίλ­σον. 
Τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζω­ής τους, ο ποι­η­τής Νά­νος Βα­λα­ω­ρί­της και η ζω­γρά­φος Marie Wilson συ­ζού­σαν σε ένα δια­μέ­ρι­σμα στο κέ­ντρο της Αθή­νας. Ο Νά­νος Βα­λα­ω­ρί­της ψά­χνει, ανα­κα­λύ­πτει, ανα­σύ­ρει φω­το­γρα­φί­ες, γρα­πτά, σχέ­δια, εκ­δό­σεις. Ανα­κλά­ται στον κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό φα­κό υφαί­νο­ντας την προ­σω­πι­κή μνή­μη στον χώ­ρο και στον χρό­νο. Η κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή εί­ναιεκεί κα­θώς σχε­διά­ζει και μι­λά για ζωή, τέ­χνη, λο­γο­τε­χνία, όνει­ρα, φό­βους και επι­θυ­μί­ες. Ένας προ­σω­πι­κός μι­κρό­κο­σμος όπου ξε­δι­πλώ­νο­νται οι πο­λύ­πλευ­ρες εκ­φάν­σεις της ζω­ής.

Σε­νά­ριο – Σκη­νο­θε­σία: Δη­μή­τρης Μου­ζα­κί­της
Ημε­ρο­μη­νί­ες προ­βο­λής:
21, 22 / 12
28, 29 / 12
4, 5 / 1
στις 17:30