Ο πρωταθλητής

Ένα πουλί από αυτά που δεν φοβούνται τον άνθρωπο κρατώντας λυχνία στο ράμφος θα ‘ρθει με πίκρα στα μάτια, λεπτομέρειες από φυτά που αγαπούσες θα προβάλλονται στις παλάμες μας, σκιές από άνθη ανάγλυφες στον αγέρα. Πρώτα το δεξί, μετά το αριστερό χέρι κι όλο θα ανεβαίνεις, θα ξεμακραίνεις, ένα παιχνίδι ήταν, αυτή δεν ήταν η συμφωνία μας; Το είχες πει, βέβαια, ότι ήσουν πρωταθλητής στο σκαρφάλωμα.

Σιωπή

Σιωπή, ένα βατράχι, μια γκαραζόπορτα και μετά τίποτα, στο δρόμο ερημιά. Φυσούσε και κυμάτιζαν τα καλαμπόκια κι ανέβαιναν τα κύματα και οι τσουκνίδες κατακόκκινες με ανθό μεγάλο, έτριζαν τα χρόνια, ψηλά βουνά, οι κορυφές έλιωναν σαν παγωτό, λίγη σαντιγί. Ένα φορτηγό πέρασε με φόρα, ήταν γεμάτο παλιοσίδερα, ανάμεσά τους ξεχώριζε μια ορχιδέα στα χέρια μιας μικρής και δίπλα μια αρκούδα νεογέννητη με γυαλιά ηλίου. Κανείς δεν περνούσε ξημέρωμα από αυτά τα μέρη, μόνο αν χρημάτιζες τον φύλακα ή αν άδειαζες όλο το σακί των υποσχέσεων που δεν πραγματοποιήθηκαν. Διάλεξε ότι θέλεις, κανείς δεν πρόκειται να πιστέψει ότι όλα αυτά συμβαίνουν και σε ζώντες και σε νεκρούς. Τρανταχτό παράδειγμα η Μαρία η Μαγδαληνή, αυτή με τον γύρο του θανάτου, ένα σκόντα μηχανάκι είχε, έβγαζε φωτιά η εξάτμιση κι όμως, τα πιο ωραία ακροβατικά κόλπα έκανε, όλοι το παραδέχονταν και τι δεν πετούσαν μέσα στο γύρο του θανάτου όταν το νούμερο τέλειωνε, αργίες ολόκληρες, εθνικές γιορτές, καθημερινές, με τι μετράτε το χρόνο παρακαλώ; Εδώ, εδώ χωράνε τα πάντα, πάντα όλα μεταναστεύουν και μετά σιωπή. Θα ξανάρθεις; Απλά ένα ερώτημα έκανα, δεν χρειάζεται να αναστατώνεται κανείς, ούτε να απαντήσει.