Τρία σονέτα και μια endecha

Τρία σονέτα και μια endecha
Ο λυρικός Καμόενς



του Νί­κου Πρα­τσί­νη


Tην Τρί­τη 15/12/2024, στον πο­λυ­χώ­ρο της Πρε­σβεί­ας της Πορ­το­γα­λί­ας, με αφορ­μή τα 500 χρό­νια από την γέν­νη­ση του εθνι­κού ποι­η­τή της Πορ­το­γα­λί­ας Λουίς Βαζ ντε Κα­μό­ενς, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε πα­ρου­σί­α­ση και συ­ζή­τη­ση για τον ποι­η­τή και το έρ­γο του, με ει­ση­γή­τρια την κα­θη­γή­τρια πορ­το­γα­λι­κής φι­λο­λο­γί­ας Ana Maria Soares, και με εστί­α­ση στη συλ­λο­γι­κή με­τά­φρα­ση τεσ­σά­ρων λυ­ρι­κών του συν­θέ­σε­ων, υπό μορ­φή ερ­γα­στη­ρί­ου, υπό τον συ­ντο­νι­σμό του με­τα­φρα­στή και διερ­μη­νέα Νί­κου Πρα­τσί­νη, κα­θώς και του φι­λό­λο­γου Χρή­στου Κω­τσα­κό­που­λου εκ μέ­ρους του Πο­λι­τι­στι­κού Το­μέα της Πρε­σβεί­ας της Πορ­το­γα­λί­ας,
Η εκ­παι­δευ­τι­κού και πο­λι­τι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα πρω­το­βου­λία αυ­τή, μέ­σω της διορ­γά­νω­σης ερ­γα­στη­ρί­ου ομα­δι­κής με­τά­φρα­σης, εί­χε την υπο­στή­ρι­ξη του Ιν­στι­τού­του Κα­μό­ενς (Camões, I.P.), το οποίο στό­χο του έχει την προ­ώ­θη­ση της πορ­το­γα­λι­κής γλώσ­σας πα­γκο­σμί­ως, κα­θώς και της πορ­το­γα­λό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. Το ερ­γα­στή­ριο αυ­τό ομα­δι­κής με­τά­φρα­σης, το έβδο­μο μιας σει­ράς πα­ρό­μοιων πο­λι­τι­στι­κών δρά­σε­ων, οφεί­λει πά­ρα πολ­λά και στον ανα­πλη­ρω­τή επι­κε­φα­λής της Αρ­χής της Πρε­σβεί­ας, τον κ. Tiago Carvalho..

H πρώτη έκδοση του επικού ποιήματος…
H πρώτη έκδοση του επικού ποιήματος…

Ο Luís Vaz de Camões (1524/1525 -1579/1580) εί­ναι ο εθνι­κός ποι­η­τής της Πορ­το­γα­λί­ας, συ­γκα­τα­λέ­γε­ται δε με­τα­ξύ των ση­μα­ντι­κό­τε­ρων συγ­γρα­φέ­ων της πορ­το­γα­λι­κής γλώσ­σας,κα­θώς και των με­γα­λύ­τε­ρων ποι­η­τών του δυ­τι­κού λο­γο­τε­χνι­κού κα­νό­να. Εθνι­κό σύμ­βο­λο για την Πορ­το­γα­λία και, ανα­ντίρ­ρη­τα, με­γά­λη μορ­φή των γραμ­μά­των για ολό­κλη­ρο τον πορ­το­γα­λό­φω­νο κό­σμο και για την lusitanidade (πορ­το­γα­λω­σύ­νη).
Γεν­νή­θη­κε, κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα, στην Λι­σα­βό­να, από μια μάλ­λον φτω­χή οι­κο­γέ­νεια μι­κρο­ευ­ε­γε­νών (fidalgos). Σχε­τι­κά λί­γα πράγ­μα­τα εί­ναι γνω­στά με βε­βαιό­τη­τα για τη ζωή του, πράγ­μα που δεν έχει πά­ψει να τρο­φο­δο­τεί τους αστι­κούς μύ­θους και την ανεκ­δο­το­λο­γία, τους βιο­γρά­φους και τους φι­λο­λό­γους.
Εί­ναι σχε­δόν βέ­βαιο ότι σπού­δα­σε στο πε­ρί­φη­μο Πα­νε­πι­στή­μιο της Κο­ΐ­μπρα, πα­ρό­τι αυ­τό δεν τεκ­μη­ριώ­νε­ται τυ­πι­κά. Απεί­θαρ­χος φοι­τη­τής αλ­λά και πο­λύ φι­λο­μα­θής, με­λέ­τη­σε την λα­τι­νι­κή γλώσ­σα, την λα­τι­νι­κή και την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία, κα­θώς και την ευ­ρω­παϊ­κή λο­γο­τε­χνία από τα τέ­λη του Με­σαί­ω­να και με­τά, την ιστο­ρία,αρ­χαία και νε­ό­τε­ρη, και την κο­σμο­γρα­φία. Ξε­κί­νη­σε την λο­γο­τε­χνι­κή του στα­διο­δρο­μία στην αυ­λή του βα­σι­λιά D. João III ως λυ­ρι­κός ποι­η­τής. Πα­ράλ­λη­λα ζού­σε μια μπο­έ­μι­κη, ακα­τά­στα­τη κα τα­ραγ­μέ­νη ζωή. Μπερ­μπά­ντης, εί­χε πολ­λές ερω­τι­κές πε­ρι­πέ­τειες με κυ­ρί­ες της αυ­λής αλ­λά και πλη­βεί­ες, αλ­λά του άρε­σαν και οι καυ­γά­δες. Λέ­γε­ται πως, λό­γω δύο δια­δο­χι­κών ερω­τι­κών απο­γοη­τεύ­σε­ων που εί­χε — με την βα­σι­λο­κό­ρη D. Maria, αδελ­φή του βα­σι­λιά (!) και με την Catarina Ataide — αυ­το­ε­ξο­ρί­στη­κε στο πορ­το­γα­λι­κό τό­τε προ­κε­χω­ρη­μέ­νο φυ­λά­κιο της Θέ­ου­τα (Μα­ρό­κο), όπου πα­ρέ­μει­νε δυο χρό­νια και κα­τα­τά­χθη­κε στο στρα­τό. Εκεί έχα­σε το ένα του μά­τι σε μια ναυ­μα­χία με τον στό­λο του μου­σουλ­μά­νου ηγε­μό­να του Μα­ρό­κου, στο στε­νό του Γι­βραλ­τάρ ― εντυ­πω­σια­κή η ομοιό­τη­τα με τον εθνι­κό συγ­γρα­φέα των Ισπα­νών, τον Θερ­βά­ντες, που έχα­σε τα ένα του χέ­ρι στη ναυ­μα­χία της Ναυ­πά­κτου, ενα­ντί­ον των Οθω­μα­νών. Επέ­στρε­ψε στην Λι­σα­βό­να, ξα­να­γύ­ρι­σε στην πα­λιά του ζωή και, όντας οξύ­θυ­μος και απε­ρί­σκε­πτος, σε μια λι­τα­νεία πα­ρε­ξη­γή­θη­κε και δια­πλη­κτί­σθη­κε με τον υπάλ­λη­λο των ανα­κτό­ρων Gonçalo Borges τραυ­μα­τί­ζο­ντάς τον σο­βα­ρά με το σπα­θί του.
Πή­ρε χά­ρη από τον βα­σι­λιά και, το 1553, έφυ­γε για τους εμπο­ρι­κούς σταθ­μούς και τις κτή­σεις της Πορ­το­γα­λί­ας στην Ερυ­θρά Θά­λασ­σα, την Ιν­δία (Γκόα), την Μα­λαι­σία (Μα­λά­κα), και την Κί­να (Μα­κάο). Συμ­με­τεί­χε σε μά­χες, έλα­βε διοι­κη­τι­κές θέ­σεις στο πλευ­ρό το­πι­κών αντι­βα­σι­λέ­ων και άλ­λων εκ­προ­σώ­πων του πορ­το­γα­λι­κού στέμ­μα­τος. Το 1555 ο D. Francisco Barreto, Κυ­βερ­νή­της των Ιν­διών, τον φυ­λά­κι­σε, κα­τη­γο­ρώ­ντας τον, σύμ­φω­να με ορι­σμέ­νους, για μια ανώ­νυ­μη σά­τι­ρα που κυ­κλο­φό­ρη­σε καυ­τη­ριά­ζο­ντας τις ρε­μού­λες και τις κραι­πά­λες των αν­δρών της εξου­σί­ας στην πορ­το­γα­λι­κή Ανα­το­λή. Κα­τά άλ­λους η φυ­λά­κι­σή του οφει­λό­ταν σε χρέη. Ο διά­δο­χος του F. Barreto τον απε­λευ­θέ­ρω­σε (1561) και του πα­ρα­χώ­ρη­σε ανώ­τε­ρα αξιώ­μα­τα στο Μα­κάο (1562). Λέ­γε­ται ότι εκεί ξε­κί­νη­σε να συγ­γρά­φει την έμ­με­τρη επι­κή ιστο­ρία των πε­ρι­πε­τειών των Πορ­το­γά­λων στην Ανα­το­λή με τον τί­τλο Os Lusíadas (Οι Λου­ζι­τα­νοί, δηλ. Οι Πορ­το­γά­λοι), μι­μού­με­νος, εν πολ­λοίς, τα ομη­ρι­κά έπη και την Αι­νειά­δα. Επι­στρέ­φο­ντας στην Γκόα (1558/1559), ναυά­γη­σε στις εκ­βο­λές του πο­τα­μού Με­κόνγκ, στην Κα­μπό­τζη. Δια­σώ­θη­κε κο­λυ­μπώ­ντας μέ­χρι την ακτή δια­σώ­ζο­ντας, κα­τά την πα­ρά­δο­ση πά­ντα, μο­νά­χα τα χει­ρό­γρα­φα του ημι­τε­λούς ακό­μη έπους Os Lusíadas.


Ο ποιητής κολυμπά και                                                                                                                διασώζει το έργο του (γραμματόσημο)
Ο ποιητής κολυμπά και διασώζει το έργο του (γραμματόσημο)



Κα­τά πολ­λούς, το συμ­βάν αυ­τό ήταν που άλ­λα­ξε κά­πως τον χα­ρα­κτή­ρα του και τον οδή­γη­σε σε ανα­θε­ώ­ρη­ση από­ψε­ων για την ζωή, τον κό­σμο, την επί­γεια δό­ξα και την εξου­σία, πράγ­μα που φαί­νε­ται από μια απο­φα­σι­στι­κή αλ­λα­γή «τό­νου», από την έβδο­μη ρα­ψω­δία και με­τά του εκτε­νούς επι­κού του ποι­ή­μα­τος (8816 δε­κα­σύλ­λα­βοι στί­χοι με ρί­μα abababcc), στοι­χείο που επι­σή­μα­νε και ο επι­στή­θιος φί­λος του στην Ανα­το­λή, ο ιστο­ρι­κός Diogo do Couto, ο οποί­ος τον συ­ντρό­φευ­σε σε με­γά­λο μέ­ρος της συγ­γρα­φής και του συ­νέ­δρα­με, και οι­κο­νο­μι­κά, σε δύ­σκο­λες στιγ­μές.
Πλη­ρώ­θη­καν μάλ­λον λύ­τρα για να αφε­θεί ελεύ­θε­ρος από τις το­πι­κές αρ­χές και να φύ­γει, επι­στρέ­φο­ντας στην Γκόα. Ξα­να­γνώ­ρι­σε,όμως, τη φυ­λα­κή στην Μα­λά­κα (Μα­λαι­σία), κα­τη­γο­ρού­με­νος για υπε­ξαί­ρε­ση δη­μο­σί­ου χρή­μα­τος και απά­τη, την επο­χή που ήταν κρα­τι­κός λει­τουρ­γός στο Μα­κάο. Η φι­λία του με τον νέο Αντι­βα­σι­λέα των Ιν­διών D. Antão de Noronha, γνώ­ρι­μο και συ­μπο­λε­μι­στή του από τα χρό­νια της αυ­το­ε­ξο­ρί­ας στο Μα­ρό­κο, τον βο­ή­θη­σε να βγει από τη φυ­λα­κή. Με­τά από κά­ποια χρό­νια που πέ­ρα­σε στην Γκόα, συγ­γρά­φο­ντας, πο­λε­μώ­ντας, υπη­ρε­τώ­ντας το στέμ­μα, αλ­λά και γλε­ντο­κο­πώ­ντας, τε­λι­κά, το 1567, φεύ­γει για την Σο­φά­λα (Μο­ζαμ­βί­κη), με το πλοίο του Pedro Barreto, νε­ο­ο­διό­ρι­στου κυ­βερ­νή­τη του τό­που προ­ο­ρι­σμού, o οποί­ος του έτα­ξε τι­μές, αξιώ­μα­τα και φι­λο­ξε­νία.
Με­τά από δυο χρό­νια λο­γο­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας και ασω­τεί­ας, ο κυ­βερ­νή­της τον χρέ­ω­σε με ένα υπέ­ρο­γκο (για τον ποι­η­τή) πο­σό, για όσα «φά­γα­νε μα­ζί», και δεν του επέ­τρε­πε να εξέλ­θει από την επι­κρά­τεια του χω­ρίς να το έχει απο­πλη­ρώ­σει. Ο ποι­η­τής, εί­χε την τύ­χη να έχει πι­στούς φί­λους, οι οποί­οι πα­ρε­νέ­βη­σαν και κά­λυ­ψαν το πο­σό, και έτσι ο Κα­μό­ενς έφτα­σε στο Κα­σκάις, έξω από την Λι­σα­βό­να,το 1570 .
Ο Diogo de Couto του «άνοι­ξε πόρ­τες» στο πα­λά­τι με­σο­λα­βώ­ντας για να πα­ρου­σιά­σει ο ποι­η­τής στον, σχε­δόν έφη­βο ακό­μη, ονει­ρο­πό­λο μο­νάρ­χη D. Sebastião, το μεί­ζον έρ­γο του, Os Lusíadas, ολο­κλη­ρω­μέ­νο πλέ­ον. Ο ηγε­μό­νας εί­χε την οξυ­δέρ­κεια και την ευαι­σθη­σία να αντι­με­τω­πί­σει θε­τι­κά το έπος, το οποίο πα­ρου­σί­α­ζε την ιστο­ρια και τα έρ­γα της μο­ναρ­χί­ας, από τις απαρ­χές της, τό­τε που ενο­ποιού­σε τη χώ­ρα, μέ­χρι την επο­χή που οδή­γη­σε τον πορ­το­γα­λι­κό λαό στη θα­λασ­σι­νή επο­ποι­ία των ανα­κα­λύ­ψε­ων θα­λασ­σί­ων εμπο­ρι­κών οδών – βα­σι­κό θέ­μα του έρ­γου εί­ναι η ανα­κά­λυ­ψη της θα­λάσ­σιας οδού για τις Ιν­δί­ες, από τον Βά­σκο ντα Γκά­μα — και σε πε­ρι­πέ­τειες σε τό­πους μα­κρι­νούς και, κα­τά συ­νέ­πεια, στη δη­μιουρ­γία πορ­το­γα­λι­κών αποι­κιών και εμπο­ρι­κών σταθ­μών ανά την υφή­λιο. Μια επο­ποι­ία ηγε­μό­νων, θα­λασ­σο­πό­ρων και απλών ναυ­τι­κών, τους οποί­ους ανα­φέ­ρει το έρ­γο, και η οποία στά­θη­κε αρ­κε­τά κα­θο­ρι­στι­κή για την πορ­το­γα­λι­κή μοί­ρα για 500 έτη, μοί­ρα άλ­λο­τε κα­λό­βου­λη και άλ­λο­τε τρα­γι­κή. Το επι­κό ποί­η­μα διέ­θε­τε και αρ­κε­τά αξιο­πρό­σε­κτα στοι­χεία κρι­τι­κής και ανα­στο­χα­σμού, όπως εί­ναι η εντυ­πω­σια­κή μορ­φή του Velho do Restelo (Γέ­ρου του Ρε­στέ­λου), που υπεν­θυ­μί­ζει το μά­ταιο στοι­χείο και τον πό­νο που κρύ­βο­νται σε κά­θε επί­γεια δό­ξα, ενώ το έρ­γο δεν πα­ρα­γρά­φει ού­τε αγνο­εί και τη δρά­ση των τα­πει­νών υπη­κό­ων της μο­ναρ­χί­ας. Το έπος δια­πλά­θει και μια γλώσ­σα που θα γι­νό­ταν, εν πολ­λοίς, ο κα­νό­νας για τα πορ­το­γα­λι­κά, πέ­ρα από τις πά­μπολ­λες λο­γο­τε­χνι­κές αρε­τές του. Εί­χαν τε­θεί, λοι­πόν, οι βά­σεις για μια ιστο­ρία, και μυ­θο­λο­γία συ­νά­μα, εν μέ­ρει, της γέν­νη­σης και του απο­γεί­ου της δό­ξας του πορ­το­γα­λι­κού έθνους. Και για τη «γέν­νη­ση» του Κα­μό­ενς ως εθνι­κού ποι­η­τή.
Ο βα­σι­λιάς τού πα­ρα­χώ­ρη­σε μια αξιο­πρε­πέ­στα­τη σύ­ντα­ξη και έδω­σε εντο­λή για την έκ­δο­ση του έρ­γου, αφιε­ρω­μέ­νη προ­φα­νώς σε εκεί­νον. Η σύ­ντα­ξη ήταν τριε­τούς διάρ­κειας αλ­λά ανα­νε­ώ­σι­μη. Η κα­τα­βο­λή της, με το πέ­ρα­σμα του χρό­νου γι­νό­ταν σε όλο και πιο αραιά χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα. Ο εθνι­κός ποι­η­τής της Πορ­το­γα­λί­ας πέ­θα­νε στην ψά­θα, μάλ­λον από πα­νού­κλα.
Ση­μειώ­νου­με ότι, πο­λύ σύ­ντο­μα, θα εκ­δο­θεί, από τις εκδ. Ευ­ρα­σία, η πρώ­τη με­τά­φρα­ση του έρ­γου στα ελ­λη­νι­κά, από τον Κύ­ρο Κόκ­κα, με προ­λε­γό­με­να και σχό­λια του ίδιου.

Η πρώτη έκδοση της πρώτης συλογής του λυρικού έργου του ποιητή, με τίτλο «Rimas»
Η πρώτη έκδοση της πρώτης συλογής του λυρικού έργου του ποιητή, με τίτλο «Rimas»

O Κα­μό­ενς έγρα­ψε ακό­μη τρεις κω­μω­δί­ες, αρ­κε­τές επι­στο­λές δι­δα­κτι­κού/ηθι­κο­πλα­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα και πολ­λές λυ­ρι­κές συν­θέ­σεις. Οι λυ­ρι­κές συν­θε­σεις,διά­σπαρ­τες σε πολ­λά χει­ρό­γρα­φα, εκ­δό­θη­καν το­1596, με­τά τον θά­να­το του ποι­η­τή, σε έναν τό­μο με τον τί­τλο Rimas. O τό­μος αυ­τός πε­ριλ­μα­βα­νε και πολ­λές επι­στο­λές του ποι­η­τή, κα­θό­τι πολ­λές αυ­τές εί­ναι, εν μέ­ρει ή και συ­νο­λι­κά, έμ­με­τρες. Με­τα­γε­νέ­στε­ρες εκ­δό­σεις του λυ­ρι­κού έρ­γου του ποι­η­τή εμπλου­τί­σθη­καν εντυ­πω­σια­κά με ποι­ή­μα­τα που εντο­πί­σθη­καν αρ­γό­τε­ρα. Για πα­ρά­δειγ­μα, ενώ στην έκ­δο­ση του 1596 υπάρ­χουν 65 σο­νέ­τα, σε μια έκ­δο­ση του 1861 έχου­με 352. Βέ­βαια, οι φι­λό­λο­γοι έχουν απορ­ρί­ψει, κα­τά και­ρούς, πολ­λά ποι­ή­μα­τα ως ψευ­δε­πί­γρα­φα και αρ­κε­τά ως «πει­ραγ­μέ­να», από επί­δο­ξους επι­γό­νους ή/και αν­θο­λό­γους με στό­χο τον εξω­ραϊ­σμό τους.
Η λυ­ρι­κή ποί­η­ση του Κα­μό­ενς εί­ναι ποι­κί­λη και εμ­φα­νί­ζει διά­φο­ρες επιρ­ρο­ές. Τα σο­νέ­τα του ακο­λου­θούν το ιτα­λι­κό στιλ του Πε­τράρ­χη, άλ­λα λυ­ρι­κά σχή­μα­τα, προ­ο­ρι­ζό­με­να να τρα­γου­δη­θούν, θυ­μί­ζουν επί­σης Πε­τραρ­χη και Pietro Bembo. Στις ωδές πα­ρα­τη­ρεί­ται επί­δρα­ση από την ποί­η­ση των τρο­βα­δού­ρων και της ιπ­πο­τι­κής ποί­η­σης, προ­βη­γκια­νής προ­έ­λευ­σης, με κά­ποια, όμως υπερ­βο­λι­κή εκλέ­πτυν­ση, στις éclogas (βου­κο­λι­κά) εί­ναι σα­φής η επιρ­ροή του Βιρ­γι­λί­ου αλ­λά και κά­ποιων ανα­γεν­νη­σια­κών Ιτα­λών, τα ελε­γεια­κά του ποι­ή­μα­τα κλα­σι­κί­ζουν. Εκ­με­ταλ­λεύ­θη­κε και πα­λαιές με­σαιω­νι­κές φόρ­μες της Γα­λι­κί­ας και της Β. Πορ­το­γα­λί­ας (cantigas de amigo) με ρί­ζες στην δη­μώ­δη ποί­η­ση, ει­σά­γο­ντας, όμως, σα­φώς πιο λό­για και κλα­σι­κί­ζο­ντα στοι­χεία στο θέ­μα τους, όπως την αντί­θε­ση και τα πα­ρά­δο­ξα. Εμ­φα­νής εί­ναι επί­σης η επιρ­ροή της ισπα­νι­κής ποί­η­σης — de Garcilaso de la Vega, Jorge de Montemor, Juan Boscán, Gregorio Silvestre — εξάλ­λου έχει γρά­ψει και σο­νέ­τα στα ισπα­νι­κά.





Σε γε­νι­κές γραμ­μές στις κλα­σι­κί­ζου­σες, λό­γιες και πα­λαιές φόρ­μες, έχει την τά­ση να ει­σά­γει στοι­χεία από νε­ώ­τε­ρα εί­δη, συ­χνά δη­μώ­δους προ­έ­λευ­σης. Και το αντί­στρο­φο. Εντυ­πω­σια­κή εί­ναι η απο­τύ­πω­ση της διά­θε­σης της στιγ­μής και του προ­σω­πι­κού, ακό­μη και αυ­το­βιο­γρα­φι­κoύ (ή και κά­ποιου κω­δι­κά εκ­φρα­ζό­με­νου εξο­μο­λο­γη­τι­κού) στοι­χεί­ου σε πολ­λά από τα ποι­ή­μα­τα, ει­δι­κά τής ωρι­μό­τη­τάς του, πράγ­μα που κα­θι­στά ορι­σμέ­να από αυ­τά εντυ­πω­σια­κά «μο­ντέρ­να»
Η ποί­η­ση του Κα­μό­ενς, λυ­ρι­κή και επι­κή, εγ­γρά­φε­ται μεν σε γε­νι­κές γραμ­μές στην ανα­γεν­νη­σια­κή ποί­η­ση, αλ­λά πα­ρου­σιά­ζει πολ­λά στοι­χεία αντι­κλα­σι­κί­ζο­ντα, που προ­οιω­νί­ζο­νται το Μπα­ρόκ. Ανή­κει δη­λα­δή στο ιδιαί­τε­ρο ρεύ­μα του Μα­νιε­ρι­σμού. (Μα­νιε­ρι­στής ήταν, θυ­μί­ζου­με, στην ζω­γρα­φι­κή ο Γκρέ­κο). Δη­λα­δή αντί της ισοσρ­ρο­πί­ας,της οι­κο­νο­μί­ας, της ηρε­μί­ας, της αρ­μο­νί­ας, της ενό­τη­τας και του ιδε­α­λι­σμού της Ανα­γέν­νη­σης, στην ποί­η­ση του Κα­μό­ενς πε­ρί­ο­πτη θέ­ση κα­τέ­χουν η λα­τρεία στις αντι­θέ­σεις, τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή έξαρ­ση, το πα­ρά­δο­ξο, η σύ­γκρου­ση, η θρη­σκευ­τι­κή προ­πα­γάν­δα, ακό­μη και το γκρο­τέ­σκο, ει­δι­κά στο έπος Os Lusíadas, όπου εμ­φα­νί­ζο­νται διά­φο­ρα τέ­ρα­τα. Κα­τά πολ­λούς, αν ο Κα­μό­ενς εί­χε πα­ρα­μεί­νει στην αυ­λή, χω­ρίς να τα­ξι­δέ­ψει και να βιώ­σει πρω­τό­γνω­ρες εμπει­ρί­ες, θα ήταν ένας μέ­τριος ποι­η­τής, της σει­ράς. Η επα­φή με το δια­φο­ρε­τι­κό τού άνοι­ξε νέ­ους ορί­ζο­ντες και στη λο­γο­τε­χνία, και τον έκα­νε ανοι­χτό σε και­νο­το­μί­ες και πει­ρα­μα­τι­σμούς.

Μετάφραση τριών σονέτων και μιας endecha



Στη συλ­λο­γι­κή με­τά­φρα­ση συμ­με­τεί­χαν:

Έφη Αρ­γυ­ρί­ου, Πα­να­γιώ­της Αρ­γυ­ρό­που­λος, Ιω­άν­να Ασλα­νί­δου, Βε­ρο­νί­κη Δα­λα­κού­ρα, Πω­λί­να Δη­μέα, Έλ­λη Κε­χα­γιά, Λυ­μπέ­ρης Κο­ρέ­ας, Χρή­στος Κο­τσα­κό­που­λος, Σο­φία Λέ­τσιου, Ανα­στα­σία Μαν­δέ­κη, Κα­τε­ρί­να Μπα­σα­κά­λη, Ιφι­γέ­νεια Ντού­μη, Νί­κος Πρα­τσί­νης, Αντι­γό­νη Ρισ­σά­κη, Αυ­γή Σα­ρά­φη, Ana Maria Soares, Αν­δρέ­ας Σπύ­ρου, Luciana Tzelepis, Χρή­στος Χορ­τα­ρέ­ας



Αλ­λά­ζουν οι και­ροί, αλ­λά­ζει ό,τι πο­θού­με,
Αλ­λά­ζει ο εαυ­τός, αλ­λά­ζει ό,τι για θε­τι­κό ορί­ζει·
Τον κό­σμο γύ­ρω μας πα­ντού η αλ­λα­γή γε­μί­ζει,
Πά­ντα σε αυ­τόν ποιό­τη­τες νέ­ες πο­λύ θα βρού­με.

Συ­νέ­χεια νέα πράγ­μα­τα σ’ ό,τι πα­ρα­τη­ρού­με.
Σ’ όλα τους δια­φο­ρε­τι­κά, σε όσα κα­νείς ελ­πί­ζει·
Απ’ το κα­κό μέ­νει η πλη­γή για να μας το θυ­μί­ζει,
Κι αν ήταν και κά­τι κα­λό, τη νο­σταλ­γία στη­ρί­ζει.

Ο και­ρός τη γη κα­λύ­πτει με της χλό­ης τον μαν­δύα,
Που ήταν με χιό­νι ψυ­χρό από πριν κα­λυμ­μέ­νη,
Και σε κλά­μα με­τα­βάλ­λει εν τέ­λει τη γλυ­κιά με­λω­δία.

Και πέ­ρα από όσα η αλ­λα­γή κά­θε ημέ­ρα φέρ­νει,
Γεν­νά και μια άλ­λη αλ­λα­γή, πιό­τε­ρη αμη­χα­νία:
Κι ετού­τη εδώ η αλ­λα­γή δεν εί­ν’ συ­νη­θι­σμέ­νη.



Έρω­τα, με την ελ­πί­δα τώ­ρα πια χα­μέ­νη
τον ιε­ρό ναό σου κί­νη­σα να δω
και για να δεί­χνω το ναυά­γιο που ζω,
αντί για ρού­χο πά­νω μου, ζωή έχω βαλ­μέ­νη.

Τι άλ­λο θέ­λεις από με, μ’ αφα­νι­σμέ­νη
από σε τη λάμ­ψη που από­χτη­σα εγώ;
Μη με ανα­γκά­ζεις, μά­ταιο, πώς να μπω αγνοώ
εκεί από όπου κα­νείς ξα­νά δε βγαί­νει

Έλα να δεις εδώ ψυ­χή, ζωή και ελ­πί­δα,
της ομορ­φιάς που έζη­σα σπα­ράγ­μα­τα γλυ­κά,
απ’ όταν κεί­νη πό­θη­σα, που αγα­πώ τρε­λά.

Με τού­τα εκ­δι­κή­σου με, δι­κή σου η παρ­τί­δα:
και αν για την εκ­δί­κη­ση δεν εί­ναι αρ­κε­τά,
χα­ρά σου να ’ν’ το δά­κρυ μου την ώρα που κυ­λά

***


Φω­τιά εί­ναι ο Έρω­τας, αθέ­α­τη, μα πυρ­πο­λεί,
Εί­ναι πλη­γή, μα ο πό­νος της λες και δεν σ’ αφο­ρά·
Εί­ναι μια ευ­χα­ρί­στη­ση, χα­ρά όμως δε χω­ρά
Εί­ναι και πό­νος που ξε­σπά, δί­χως ο πό­νος να απει­λεί

Εί­ν’ κι ένα θέ­λω μα σε αυ­τό εί­ν’ το δε θέ­λω πιο πο­λύ·
Εί­ναι πο­ρεία μο­να­χι­κή μέ­σα στο πλή­θος που περ­νά·
Εί­ναι να μη σ' ευ­χα­ρι­στεί πο­τέ ό,τι τη χα­ρά σκορ­πά·
Εί­ναι έγνοια που όμως σε κρα­τεί όταν πλέ­ον έχει χα­θεί.

Εί­ναι να μέ­νεις, να το θες, να ‘σαι φυ­λα­κι­σμέ­νος·
Εί­ναι κεί­νον που νί­κη­σε, ο νι­κη­τής να υπη­ρε­τεί,
Εί­ναι να ‘σαι, στον δή­μιο, βα­θιά αφο­σιω­μέ­νος

Μα όμως, πώς η χά­ρη του κρα­τεί
τό­ση αγά­πη στις καρ­διές, στο αν­θρώ­πι­νο γέ­νος,
Αν ο ίδιος ο Έρω­τας εί­ναι αντί­θε­τος σε αυ­τή;






Endecha για την Bárbara τη σκλά­βα
*

Η σκλά­βα εκεί­νη
Που σκλά­βο της μ' έχει,
Τη ζή­ση μου κα­τέ­χει
Να ζή­σω πια δεν αφή­νει.
Ρό­δο δεν έχω ξα­να­δεί
Σε μπου­κέ­το τρυ­φε­ρό,
Που έτσι όπως το θω­ρώ
Να έχει πιο ωραία ει­δή.

Στον αγρό δεν βρί­σκω αν­θό,
Ού­τε άστρο ψη­λά κα­νέ­να
Όμορ­φο να ‘ναι για μέ­να
Όσο εκεί­νη που αγα­πώ.
Η όψη της; Μο­να­δι­κή
Μά­τια ησυ­χα­σμέ­να,
Μαύ­ρα κι εξα­ντλη­μέ­να,
Όμως δεν εί­ναι φο­νι­κή.

Της χά­ρης της το μυ­στι­κό,
Που σε αυ­τά δια­μέ­νει,
Κά­νει να την υπο­μέ­νει
Ως κυ­ρά το αφε­ντι­κό.
Μαύ­ρα τα έχει τα μαλ­λιά,
Κι όσο κι αν πολ­λοί θαρ­ρούν
Πως τα ξαν­θά υπερ­τε­ρούν
Θε να τους κο­πεί η μι­λιά.

Σκου­ρό­χρω­μη και ερω­τι­κή,
Έχει στην όψη γλύ­κα τό­ση
Που το χιό­νι όρ­κο θα δώ­σει
Για αλ­λα­γή χρω­μα­τι­κή.
Ήρε­μη μα και ζω­ντα­νή,
Και με νου που συμ­βα­δί­ζει·
Πράγ­μα που πο­λύ ξε­νί­ζει,
Βάρ­βα­ρη όχι, επ’ ου­δε­νί.

Μια γα­λή­νη εμ­φα­νί­ζει
Που τη θύ­ελ­λα με­ρώ­νει·
Τού­τη εί­ναι που ση­κώ­νει
Ό,τι και αν με βα­σα­νί­ζει.
Τού­τη εί­ναι η σκλά­βα εκεί­νη
Που σκλά­βο της με έχει·
Ναι, τη ζή­ση μου συ­νέ­χει,
Και δύ­να­μη μου δί­νει.


__________
*Η endecha εί­ναι δη­μώ­δους προ­έ­λευ­σης ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση της Ιβη­ρι­κής, συ­νή­θως με πέν­θι­μο θέ­μα. Ο ποι­η­τής εδώ πι­θα­νόν να ανα­φέ­ρε­ται σε κά­ποια νέ­γρα που αγά­πη­σε, ή ίσως Μα­λαία ή Ιν­δή. Πολ­λοί με­λε­τη­τές, εντού­τοις, συ­σχε­τί­ζουν το ποί­η­μα με την πο­λυ­φί­λη­τη ερω­μέ­νη του ποι­η­τή, κα­τά την πα­ρά­δο­ση, την Κι­νέ­ζα Dianamane από το Μα­κάο. Δεν μπό­ρε­σε, εί­παν οι κα­κές γλώσ­σες, να τη σώ­σει στο ναυά­γιό του, επέ­λε­ξε να δια­σώ­σει τα χει­ρό­γρα­φα.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: