Χάρτης 72 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-72/metafrash/tria-soneta-kai-mia-endecha
του Νίκου Πρατσίνη
Tην Τρίτη 15/12/2024, στον πολυχώρο της Πρεσβείας της Πορτογαλίας, με αφορμή τα 500 χρόνια από την γέννηση του εθνικού ποιητή της Πορτογαλίας Λουίς Βαζ ντε Καμόενς, πραγματοποιήθηκε παρουσίαση και συζήτηση για τον ποιητή και το έργο του, με εισηγήτρια την καθηγήτρια πορτογαλικής φιλολογίας Ana Maria Soares, και με εστίαση στη συλλογική μετάφραση τεσσάρων λυρικών του συνθέσεων, υπό μορφή εργαστηρίου, υπό τον συντονισμό του μεταφραστή και διερμηνέα Νίκου Πρατσίνη, καθώς και του φιλόλογου Χρήστου Κωτσακόπουλου εκ μέρους του Πολιτιστικού Τομέα της Πρεσβείας της Πορτογαλίας,
Η εκπαιδευτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα πρωτοβουλία αυτή, μέσω της διοργάνωσης εργαστηρίου ομαδικής μετάφρασης, είχε την υποστήριξη του Ινστιτούτου Καμόενς (Camões, I.P.), το οποίο στόχο του έχει την προώθηση της πορτογαλικής γλώσσας παγκοσμίως, καθώς και της πορτογαλόφωνης λογοτεχνίας. Το εργαστήριο αυτό ομαδικής μετάφρασης, το έβδομο μιας σειράς παρόμοιων πολιτιστικών δράσεων, οφείλει πάρα πολλά και στον αναπληρωτή επικεφαλής της Αρχής της Πρεσβείας, τον κ. Tiago Carvalho..
Ο Luís Vaz
de Camões (1524/1525 -1579/1580) είναι ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας, συγκαταλέγεται δε μεταξύ των σημαντικότερων συγγραφέων της πορτογαλικής γλώσσας,καθώς και των μεγαλύτερων ποιητών του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα. Εθνικό σύμβολο για την Πορτογαλία και, αναντίρρητα, μεγάλη μορφή των γραμμάτων για ολόκληρο τον πορτογαλόφωνο κόσμο και για την lusitanidade (πορτογαλωσύνη).
Γεννήθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, στην Λισαβόνα, από μια μάλλον φτωχή οικογένεια μικροευεγενών (fidalgos). Σχετικά λίγα πράγματα είναι γνωστά με βεβαιότητα για τη ζωή του, πράγμα που δεν έχει πάψει να τροφοδοτεί τους αστικούς μύθους και την ανεκδοτολογία, τους βιογράφους και τους φιλολόγους.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι σπούδασε στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα, παρότι αυτό δεν τεκμηριώνεται τυπικά. Απείθαρχος φοιτητής αλλά και πολύ φιλομαθής, μελέτησε την λατινική γλώσσα, την λατινική και την αρχαία ελληνική γραμματεία, καθώς και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τα τέλη του Μεσαίωνα και μετά, την ιστορία,αρχαία και νεότερη, και την κοσμογραφία. Ξεκίνησε την λογοτεχνική του σταδιοδρομία στην αυλή του βασιλιά D. João III
ως λυρικός ποιητής. Παράλληλα ζούσε μια μποέμικη, ακατάστατη κα ταραγμένη ζωή. Μπερμπάντης, είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες με κυρίες της αυλής αλλά και πληβείες, αλλά του άρεσαν και οι καυγάδες. Λέγεται πως, λόγω δύο διαδοχικών ερωτικών απογοητεύσεων που είχε — με την βασιλοκόρη D. Maria, αδελφή του βασιλιά (!) και με την Catarina Ataide — αυτοεξορίστηκε στο πορτογαλικό τότε προκεχωρημένο φυλάκιο της Θέουτα (Μαρόκο), όπου παρέμεινε δυο χρόνια και κατατάχθηκε στο στρατό. Εκεί έχασε το ένα του μάτι σε μια ναυμαχία με τον στόλο του μουσουλμάνου ηγεμόνα του Μαρόκου, στο στενό του Γιβραλτάρ ― εντυπωσιακή η ομοιότητα με τον εθνικό συγγραφέα των Ισπανών, τον Θερβάντες, που έχασε τα ένα του χέρι στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, εναντίον των Οθωμανών. Επέστρεψε στην Λισαβόνα, ξαναγύρισε στην παλιά του ζωή και, όντας οξύθυμος και απερίσκεπτος, σε μια λιτανεία παρεξηγήθηκε και διαπληκτίσθηκε με τον υπάλληλο των ανακτόρων Gonçalo Borges τραυματίζοντάς τον σοβαρά με το σπαθί του.
Πήρε χάρη από τον βασιλιά και, το 1553, έφυγε για τους εμπορικούς σταθμούς και τις κτήσεις της Πορτογαλίας στην Ερυθρά Θάλασσα, την Ινδία (Γκόα), την Μαλαισία (Μαλάκα), και την Κίνα (Μακάο). Συμμετείχε σε μάχες, έλαβε διοικητικές θέσεις στο πλευρό τοπικών αντιβασιλέων και άλλων εκπροσώπων του πορτογαλικού στέμματος. Το 1555 ο D. Francisco Barreto, Κυβερνήτης των Ινδιών, τον φυλάκισε, κατηγορώντας τον, σύμφωνα με ορισμένους, για μια ανώνυμη σάτιρα που κυκλοφόρησε καυτηριάζοντας τις ρεμούλες και τις κραιπάλες των ανδρών της εξουσίας στην πορτογαλική Ανατολή. Κατά άλλους η φυλάκισή του οφειλόταν σε χρέη. Ο διάδοχος του F. Barreto τον απελευθέρωσε (1561) και του παραχώρησε ανώτερα αξιώματα στο Μακάο (1562). Λέγεται ότι εκεί ξεκίνησε να συγγράφει την έμμετρη επική ιστορία των περιπετειών των Πορτογάλων στην Ανατολή με τον τίτλο Os Lusíadas (Οι Λουζιτανοί, δηλ. Οι Πορτογάλοι), μιμούμενος, εν πολλοίς, τα ομηρικά έπη και την Αινειάδα. Επιστρέφοντας στην Γκόα (1558/1559), ναυάγησε στις εκβολές του ποταμού Μεκόνγκ, στην Καμπότζη. Διασώθηκε κολυμπώντας μέχρι την ακτή διασώζοντας, κατά την παράδοση πάντα, μονάχα τα χειρόγραφα του ημιτελούς ακόμη έπους Os Lusíadas.
Κατά πολλούς, το συμβάν αυτό ήταν που άλλαξε κάπως τον χαρακτήρα του και τον οδήγησε σε αναθεώρηση απόψεων για την ζωή, τον κόσμο, την επίγεια δόξα και την εξουσία, πράγμα που φαίνεται από μια αποφασιστική αλλαγή «τόνου», από την έβδομη ραψωδία και μετά του εκτενούς επικού του ποιήματος (8816 δεκασύλλαβοι στίχοι με ρίμα abababcc), στοιχείο που επισήμανε και ο επιστήθιος φίλος του στην Ανατολή, ο ιστορικός Diogo do Couto, ο οποίος τον συντρόφευσε σε μεγάλο μέρος της συγγραφής και του συνέδραμε, και οικονομικά, σε δύσκολες στιγμές.
Πληρώθηκαν μάλλον λύτρα για να αφεθεί ελεύθερος από τις τοπικές αρχές και να φύγει, επιστρέφοντας στην Γκόα. Ξαναγνώρισε,όμως, τη φυλακή στην Μαλάκα (Μαλαισία), κατηγορούμενος για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος και απάτη, την εποχή που ήταν κρατικός λειτουργός στο Μακάο. Η φιλία του με τον νέο Αντιβασιλέα των Ινδιών D. Antão
de
Noronha, γνώριμο και συμπολεμιστή του από τα χρόνια της αυτοεξορίας στο Μαρόκο, τον βοήθησε να βγει από τη φυλακή. Μετά από κάποια χρόνια που πέρασε στην Γκόα, συγγράφοντας, πολεμώντας, υπηρετώντας το στέμμα, αλλά και γλεντοκοπώντας, τελικά, το 1567, φεύγει για την Σοφάλα (Μοζαμβίκη), με το πλοίο του Pedro Barreto, νεοοδιόριστου κυβερνήτη του τόπου προορισμού, o οποίος του έταξε τιμές, αξιώματα και φιλοξενία.
Μετά από δυο χρόνια λογοτεχνικής δημιουργίας και ασωτείας, ο κυβερνήτης τον χρέωσε με ένα υπέρογκο (για τον ποιητή) ποσό, για όσα «φάγανε μαζί», και δεν του επέτρεπε να εξέλθει από την επικράτεια του χωρίς να το έχει αποπληρώσει. Ο ποιητής, είχε την τύχη να έχει πιστούς φίλους, οι οποίοι παρενέβησαν και κάλυψαν το ποσό, και έτσι ο Καμόενς έφτασε στο Κασκάις, έξω από την Λισαβόνα,το 1570 .
Ο Diogo de Couto του «άνοιξε πόρτες» στο παλάτι μεσολαβώντας για να παρουσιάσει ο ποιητής στον, σχεδόν έφηβο ακόμη, ονειροπόλο μονάρχη D. Sebastião, το μείζον έργο του, Os Lusíadas, ολοκληρωμένο πλέον. Ο ηγεμόνας είχε την οξυδέρκεια και την ευαισθησία να αντιμετωπίσει θετικά το έπος, το οποίο παρουσίαζε την ιστορια και τα έργα της μοναρχίας, από τις απαρχές της, τότε που ενοποιούσε τη χώρα, μέχρι την εποχή που οδήγησε τον πορτογαλικό λαό στη θαλασσινή εποποιία των ανακαλύψεων θαλασσίων εμπορικών οδών – βασικό θέμα του έργου είναι η ανακάλυψη της θαλάσσιας οδού για τις Ινδίες, από τον Βάσκο ντα Γκάμα — και σε περιπέτειες σε τόπους μακρινούς και, κατά συνέπεια, στη δημιουργία πορτογαλικών αποικιών και εμπορικών σταθμών ανά την υφήλιο. Μια εποποιία ηγεμόνων, θαλασσοπόρων και απλών ναυτικών, τους οποίους αναφέρει το έργο, και η οποία στάθηκε αρκετά καθοριστική για την πορτογαλική μοίρα για 500 έτη, μοίρα άλλοτε καλόβουλη και άλλοτε τραγική. Το επικό ποίημα διέθετε και αρκετά αξιοπρόσεκτα στοιχεία κριτικής και αναστοχασμού, όπως είναι η εντυπωσιακή μορφή του Velho do Restelo (Γέρου του Ρεστέλου), που υπενθυμίζει το μάταιο στοιχείο και τον πόνο που κρύβονται σε κάθε επίγεια δόξα, ενώ το έργο δεν παραγράφει ούτε αγνοεί και τη δράση των ταπεινών υπηκόων της μοναρχίας. Το έπος διαπλάθει και μια γλώσσα που θα γινόταν, εν πολλοίς, ο κανόνας για τα πορτογαλικά, πέρα από τις πάμπολλες λογοτεχνικές αρετές του. Είχαν τεθεί, λοιπόν, οι βάσεις για μια ιστορία, και μυθολογία συνάμα, εν μέρει, της γέννησης και του απογείου της δόξας του πορτογαλικού έθνους. Και για τη «γέννηση» του Καμόενς ως εθνικού ποιητή.
Ο βασιλιάς τού παραχώρησε μια αξιοπρεπέστατη σύνταξη και έδωσε εντολή για την έκδοση του έργου, αφιερωμένη προφανώς σε εκείνον. Η σύνταξη ήταν τριετούς διάρκειας αλλά ανανεώσιμη. Η καταβολή της, με το πέρασμα του χρόνου γινόταν σε όλο και πιο αραιά χρονικά διαστήματα. Ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας πέθανε στην ψάθα, μάλλον από πανούκλα.
Σημειώνουμε ότι, πολύ σύντομα, θα εκδοθεί, από τις εκδ. Ευρασία, η πρώτη μετάφραση του έργου στα ελληνικά, από τον Κύρο Κόκκα, με προλεγόμενα και σχόλια του ίδιου.
O Καμόενς έγραψε ακόμη τρεις κωμωδίες, αρκετές επιστολές διδακτικού/ηθικοπλαστικού χαρακτήρα και πολλές λυρικές συνθέσεις. Οι λυρικές συνθεσεις,διάσπαρτες σε πολλά χειρόγραφα, εκδόθηκαν το1596, μετά τον θάνατο του ποιητή, σε έναν τόμο με τον τίτλο Rimas. O τόμος αυτός περιλμαβανε και πολλές επιστολές του ποιητή, καθότι πολλές αυτές είναι, εν μέρει ή και συνολικά, έμμετρες. Μεταγενέστερες εκδόσεις του λυρικού έργου του ποιητή εμπλουτίσθηκαν εντυπωσιακά με ποιήματα που εντοπίσθηκαν αργότερα. Για παράδειγμα, ενώ στην έκδοση του 1596 υπάρχουν 65 σονέτα, σε μια έκδοση του 1861 έχουμε 352. Βέβαια, οι φιλόλογοι έχουν απορρίψει, κατά καιρούς, πολλά ποιήματα ως ψευδεπίγραφα και αρκετά ως «πειραγμένα», από επίδοξους επιγόνους ή/και ανθολόγους με στόχο τον εξωραϊσμό τους.
Η λυρική ποίηση του Καμόενς είναι ποικίλη και εμφανίζει διάφορες επιρροές. Τα σονέτα του ακολουθούν το ιταλικό στιλ του Πετράρχη, άλλα λυρικά σχήματα, προοριζόμενα να τραγουδηθούν, θυμίζουν επίσης Πετραρχη και Pietro Bembo. Στις ωδές παρατηρείται επίδραση από την ποίηση των τροβαδούρων και της ιπποτικής ποίησης, προβηγκιανής προέλευσης, με κάποια, όμως υπερβολική εκλέπτυνση, στις éclogas (βουκολικά) είναι σαφής η επιρροή του Βιργιλίου αλλά και κάποιων αναγεννησιακών Ιταλών, τα ελεγειακά του ποιήματα κλασικίζουν. Εκμεταλλεύθηκε και παλαιές μεσαιωνικές φόρμες της Γαλικίας και της Β. Πορτογαλίας (cantigas de amigo) με ρίζες στην δημώδη ποίηση, εισάγοντας, όμως, σαφώς πιο λόγια και κλασικίζοντα στοιχεία στο θέμα τους, όπως την αντίθεση και τα παράδοξα. Εμφανής είναι επίσης η επιρροή της ισπανικής ποίησης — de Garcilaso de la Vega, Jorge de Montemor, Juan Boscán, Gregorio Silvestre — εξάλλου έχει γράψει και σονέτα στα ισπανικά.
Σε γενικές γραμμές στις κλασικίζουσες, λόγιες και παλαιές φόρμες, έχει την τάση να εισάγει στοιχεία από νεώτερα είδη, συχνά δημώδους προέλευσης. Και το αντίστροφο. Εντυπωσιακή είναι η αποτύπωση της διάθεσης της στιγμής και του προσωπικού, ακόμη και αυτοβιογραφικoύ (ή και κάποιου κωδικά εκφραζόμενου εξομολογητικού) στοιχείου σε πολλά από τα ποιήματα, ειδικά τής ωριμότητάς του, πράγμα που καθιστά ορισμένα από αυτά εντυπωσιακά «μοντέρνα»
Η ποίηση του Καμόενς, λυρική και επική, εγγράφεται μεν σε γενικές γραμμές στην αναγεννησιακή ποίηση, αλλά παρουσιάζει πολλά στοιχεία αντικλασικίζοντα, που προοιωνίζονται το Μπαρόκ. Ανήκει δηλαδή στο ιδιαίτερο ρεύμα του Μανιερισμού. (Μανιεριστής ήταν, θυμίζουμε, στην ζωγραφική ο Γκρέκο). Δηλαδή αντί της ισοσρροπίας,της οικονομίας, της ηρεμίας, της αρμονίας, της ενότητας και του ιδεαλισμού της Αναγέννησης, στην ποίηση του Καμόενς περίοπτη θέση κατέχουν η λατρεία στις αντιθέσεις, τη συναισθηματική έξαρση, το παράδοξο, η σύγκρουση, η θρησκευτική προπαγάνδα, ακόμη και το γκροτέσκο, ειδικά στο έπος Os Lusíadas, όπου εμφανίζονται διάφορα τέρατα. Κατά πολλούς, αν ο Καμόενς είχε παραμείνει στην αυλή, χωρίς να ταξιδέψει και να βιώσει πρωτόγνωρες εμπειρίες, θα ήταν ένας μέτριος ποιητής, της σειράς. Η επαφή με το διαφορετικό τού άνοιξε νέους ορίζοντες και στη λογοτεχνία, και τον έκανε ανοιχτό σε καινοτομίες και πειραματισμούς.
Στη συλλογική μετάφραση συμμετείχαν:
Έφη Αργυρίου, Παναγιώτης Αργυρόπουλος, Ιωάννα Ασλανίδου, Βερονίκη Δαλακούρα, Πωλίνα Δημέα, Έλλη Κεχαγιά, Λυμπέρης Κορέας, Χρήστος Κοτσακόπουλος, Σοφία Λέτσιου, Αναστασία Μανδέκη, Κατερίνα Μπασακάλη, Ιφιγένεια Ντούμη, Νίκος Πρατσίνης, Αντιγόνη Ρισσάκη, Αυγή Σαράφη, Ana Maria Soares, Ανδρέας Σπύρου, Luciana Tzelepis, Χρήστος Χορταρέας
Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζει ό,τι ποθούμε,
Αλλάζει ο εαυτός, αλλάζει ό,τι για θετικό ορίζει·
Τον κόσμο γύρω μας παντού η αλλαγή γεμίζει,
Πάντα σε αυτόν ποιότητες νέες πολύ θα βρούμε.
Συνέχεια νέα πράγματα σ’ ό,τι παρατηρούμε.
Σ’ όλα τους διαφορετικά, σε όσα κανείς ελπίζει·
Απ’ το κακό μένει η πληγή για να μας το θυμίζει,
Κι αν ήταν και κάτι καλό, τη νοσταλγία στηρίζει.
Ο καιρός τη γη καλύπτει με της χλόης τον μανδύα,
Που ήταν με χιόνι ψυχρό από πριν καλυμμένη,
Και σε κλάμα μεταβάλλει εν τέλει τη γλυκιά μελωδία.
Και πέρα από όσα η αλλαγή κάθε ημέρα φέρνει,
Γεννά και μια άλλη αλλαγή, πιότερη αμηχανία:
Κι ετούτη εδώ η αλλαγή δεν είν’ συνηθισμένη.
Έρωτα, με την ελπίδα τώρα πια χαμένη
τον ιερό ναό σου κίνησα να δω
και για να δείχνω το ναυάγιο που ζω,
αντί για ρούχο πάνω μου, ζωή έχω βαλμένη.
Τι άλλο θέλεις από με, μ’ αφανισμένη
από σε τη λάμψη που απόχτησα εγώ;
Μη με αναγκάζεις, μάταιο, πώς να μπω αγνοώ
εκεί από όπου κανείς ξανά δε βγαίνει
Έλα να δεις εδώ ψυχή, ζωή και ελπίδα,
της ομορφιάς που έζησα σπαράγματα γλυκά,
απ’ όταν κείνη πόθησα, που αγαπώ τρελά.
Με τούτα εκδικήσου με, δική σου η παρτίδα:
και αν για την εκδίκηση δεν είναι αρκετά,
χαρά σου να ’ν’ το δάκρυ μου την ώρα που κυλά
***
Φωτιά είναι ο Έρωτας, αθέατη, μα πυρπολεί,
Είναι πληγή, μα ο πόνος της λες και δεν σ’ αφορά·
Είναι μια ευχαρίστηση, χαρά όμως δε χωρά
Είναι και πόνος που ξεσπά, δίχως ο πόνος να απειλεί
Είν’ κι ένα θέλω μα σε αυτό είν’ το δε θέλω πιο πολύ·
Είναι πορεία μοναχική μέσα στο πλήθος που περνά·
Είναι να μη σ' ευχαριστεί ποτέ ό,τι τη χαρά σκορπά·
Είναι έγνοια που όμως σε κρατεί όταν πλέον έχει χαθεί.
Είναι να μένεις, να το θες, να ‘σαι φυλακισμένος·
Είναι κείνον που νίκησε, ο νικητής να υπηρετεί,
Είναι να ‘σαι, στον δήμιο, βαθιά αφοσιωμένος
Μα όμως, πώς η χάρη του κρατεί
τόση αγάπη στις καρδιές, στο ανθρώπινο γένος,
Αν ο ίδιος ο Έρωτας είναι αντίθετος σε αυτή;
Endecha για την Bárbara τη σκλάβα*
Η σκλάβα εκείνη
Που σκλάβο της μ' έχει,
Τη ζήση μου κατέχει
Να ζήσω πια δεν αφήνει.
Ρόδο δεν έχω ξαναδεί
Σε μπουκέτο τρυφερό,
Που έτσι όπως το θωρώ
Να έχει πιο ωραία ειδή.
Στον αγρό δεν βρίσκω ανθό,
Ούτε άστρο ψηλά κανένα
Όμορφο να ‘ναι για μένα
Όσο εκείνη που αγαπώ.
Η όψη της; Μοναδική
Μάτια ησυχασμένα,
Μαύρα κι εξαντλημένα,
Όμως δεν είναι φονική.
Της χάρης της το μυστικό,
Που σε αυτά διαμένει,
Κάνει να την υπομένει
Ως κυρά το αφεντικό.
Μαύρα τα έχει τα μαλλιά,
Κι όσο κι αν πολλοί θαρρούν
Πως τα ξανθά υπερτερούν
Θε να τους κοπεί η μιλιά.
Σκουρόχρωμη και ερωτική,
Έχει στην όψη γλύκα τόση
Που το χιόνι όρκο θα δώσει
Για αλλαγή χρωματική.
Ήρεμη μα και ζωντανή,
Και με νου που συμβαδίζει·
Πράγμα που πολύ ξενίζει,
Βάρβαρη όχι, επ’ ουδενί.
Μια γαλήνη εμφανίζει
Που τη θύελλα μερώνει·
Τούτη είναι που σηκώνει
Ό,τι και αν με βασανίζει.
Τούτη είναι η σκλάβα εκείνη
Που σκλάβο της με έχει·
Ναι, τη ζήση μου συνέχει,
Και δύναμη μου δίνει.
__________
*Η endecha είναι δημώδους προέλευσης ποιητική σύνθεση της Ιβηρικής, συνήθως με πένθιμο θέμα. Ο ποιητής εδώ πιθανόν να αναφέρεται σε κάποια νέγρα που αγάπησε, ή ίσως Μαλαία ή Ινδή. Πολλοί μελετητές, εντούτοις, συσχετίζουν το ποίημα με την πολυφίλητη ερωμένη του ποιητή, κατά την παράδοση, την Κινέζα Dianamane από το Μακάο. Δεν μπόρεσε, είπαν οι κακές γλώσσες, να τη σώσει στο ναυάγιό του, επέλεξε να διασώσει τα χειρόγραφα.