Υπάρχει μια αβέβαιη οριοθέτηση μεταξύ του μύθου και της αλήθειας, όταν πρόκειται για την αφήγηση μιας ιστορίας. «Λες και μπορούν να υπάρχουν αληθινές ιστορίες», είχε πει ο Ζαν-Πολ Σαρτρ. «Τα πράγματα συμβαίνουν με έναν τρόπο και εμείς τα ξαναλέμε με αντίθετο τρόπο», Από το δικό του πόστο, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Τζον Λι Χάνκοκ έχει δηλώσει μετά λόγου γνώσεως: «Κάθε ταινία που υποστηρίζει ότι βασίζεται σε αληθινή ιστορία, ανεξάρτητα από το πόσο ακριβής είναι, προφανώς παραμένει πλασματική». Επομένως, η ένδειξη «βασισμένο σε αληθινή ιστορία» στους τίτλους αρχής μιας ταινίας, μπορεί να μην ανταποκρίνεται σε αυτό που δηλώνει. Σε μια τέτοια περίπτωση η αναφορά ότι τα πρόσωπα και τα γεγονότα της ταινίας είναι εντελώς φανταστικά αποτελεί δήλωση αποποίησης ευθυνών. Είναι η ασφαλιστική δικλείδα, προκειμένου να αποφευχθούν αγωγές και πιθανές (υψηλές) αποζημιώσεις από όσους θεωρούν ότι δυσφημούνται με τον τρόπο που παρουσιάζονται οι ίδιοι και τα γεγονότα που τους αφορούν.
Η δραστική αυτή αλλαγή σημειώθηκε το 1932 και σήμανε το τέλος της ―αναπόδεικτης, μέχρι τότε― δήλωσης πολλών ταινιών ότι βασίζονται σε «αληθινές» ιστορίες,. Αφορμή υπήρξε μια μήνυση που υποβλήθηκε τη χρονιά εκείνη σε βάρος της M.G.M. για τη δυσφήμηση κάποιου υπαρκτού προσώπου σε μια ταινία της. Η δικαστική έκβαση αυτής της υπόθεσης, με την τεράστια (για τα δεδομένα της εποχής) αποζημίωση που αναγκάστηκε να καταβάλλει η εταιρεία, υποχρέωσε όλους τους κινηματογραφικούς παραγωγούς να ενσωματώνουν, έκτοτε, σε ταινίες με φαινομενικά «αληθινές» ιστορίες τη δήλωση ότι όσα πρόκειται να δουν οι θεατές, ουδεμία σχέση έχουν με την αλήθεια.
Το καίριο ζήτημα που αναδείχτηκε με αυτή την αλλαγή στις δηλώσεις των ταινιών, είναι κατά πόσο οι βιογραφίες, τα ιστορικά γεγονότα, ή τα συμβάντα της επικαιρότητας που παρουσιάζονται ως αληθή, είναι και ακριβή. Με άλλα λόγια, σε ποιο βαθμό οι ταινίες λουστράρουν, ή παραβλέπουν την πραγματικότητα, χάριν της μυθοπλασίας. Αυτό ακριβώς συνέβη στην ταινία «Ο Ρασπούτιν και η Αυτοκράτειρα» (1932), που είχε ως θέμα την δολοφονία του Ρασπούτιν ―με αρκετή δόση φαντασίας. Η κινηματογραφική εκδοχή (εις βάρος της αλήθειας) προκάλεσε δικαστική εμπλοκή, την καταβολή μεγάλης χρηματικής αποζημίωσης από τους παραγωγούς, αλλά και τη γέννηση αυτής της δήλωσης, που εμφανίζεται, πλέον, στους εισαγωγικούς τίτλους πολλών ταινιών.
Ο Γκριγκόρι Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν, διαβόητος για τις ακολασίες, τις δολοπλοκίες, και την επιρροή που ασκούσε στην τσαρική οικογένεια, δολοφονήθηκε άπαξ. Για την ακρίβεια, την νύχτα της 29ης προς την 30ή Δεκεμβρίου του 1916. Στον κινηματογράφο, ωστόσο, «δολοφονήθηκε» πολύ περισσότερες φορές: 29 (μέχρι σήμερα), όσες και οι μεταφορές του ιστορικού γεγονότος στην οθόνη. Από όλες αυτές, η ταινία της M.G.M. που γυρίστηκε δεκαέξι χρόνια μετά το θάνατο του Ρασπούτιν, σίγουρα ξεχωρίζει. Όχι μόνο για τη χρονική της εγγύτητα με το γεγονός, ούτε για την αποζημίωση που υποχρεώθηκε να καταβάλλει η εταιρεία, (καθώς και για τη δήλωση αποποίησης ευθυνών που επιβλήθηκε έκτοτε), αλλά και εξαιτίας της διανομής των πρωταγωνιστικών ρόλων. Δύο αδέλφια και η αδελφή τους, από τους πιο διάσημους σταρ του Μεσοπολέμου, εμφανίστηκαν από κοινού, μία και μοναδική φορά, σε αυτή την ταινία. Ήταν ο Λάιονελ Μπάριμορ (1878-1954) στο ρόλο του Ρασπούτιν, η Έθελ Μπάριμορ (1879-1959) στο ρόλο της Τσαρίνας, και ο Τζον Μπάριμορ (1882-1942) στο ρόλο του πρίγκιπα Τσεγκόντιεφ, δολοφόνου του Ρασπούτιν. Στο πλευρό του τελευταίου εμφανιζόταν η ηθοποιός Νταϊάνα Γουάινγιαρντ, στο ρόλο της πριγκίπισσας Νατάσας, συζύγου του Τσεγκόντιεφ. Αυτοί οι δύο κινηματογραφικοί χαρακτήρες υπήρξαν υπεύθυνοι για τους μπελάδες της ταινίας.
Τα ονόματα Τσεγκόντιεφ και Νατάσα δεν ανταποκρίνονταν σε πραγματικά πρόσωπα. Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι αναφέρονταν στον πρίγκιπα Φέλιξ Γιουσούποφ που δολοφόνησε τον Ρασπούτιν, και στην γυναίκα του, πριγκίπισσα Ιρίνα. Η μήνυση για δυσφήμηση που υπέβαλε το ζεύγος Γιουσούποφ, δεν αφορούσε την παρουσίαση του Φέλιξ ως δολοφόνου (κάτι, άλλωστε, για το οποίο παινευόταν ο ίδιος), αλλά στο ότι η σύζυγός του εμφανιζόταν ως μια γυναίκα που είχε υποκύψει στη σατανική δύναμη του Ρασπούτιν. Σε κάποια σκηνή, μάλιστα, υπονοείται ότι ξελογιάστηκε και στη συνέχεια βιάστηκε από τον καλόγερο. Αυτή η μυθοπλαστική εκδοχή προκάλεσε μια ιστορικής σημασίας αγωγή, τις συνέπειες της οποίας εξακολουθούν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη όσοι κάνουν παρόμοιες ταινίες. Δεν ήταν λίγα, άλλωστε, τα 400.000 δολάρια που δόθηκαν τότε ως αποζημίωση στο πριγκιπικό ζεύγος.