Χάρτης 72 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-72/kinhmatografos/feliks-ghioisoypof-irina-aleksantrovna-to-prighkipiko-zeyghos-poi-allakse-ta-kathieromena
Υπάρχει μια αβέβαιη οριοθέτηση μεταξύ του μύθου και της αλήθειας, όταν πρόκειται για την αφήγηση μιας ιστορίας. «Λες και μπορούν να υπάρχουν αληθινές ιστορίες», είχε πει ο Ζαν-Πολ Σαρτρ. «Τα πράγματα συμβαίνουν με έναν τρόπο και εμείς τα ξαναλέμε με αντίθετο τρόπο», Από το δικό του πόστο, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Τζον Λι Χάνκοκ έχει δηλώσει μετά λόγου γνώσεως: «Κάθε ταινία που υποστηρίζει ότι βασίζεται σε αληθινή ιστορία, ανεξάρτητα από το πόσο ακριβής είναι, προφανώς παραμένει πλασματική». Επομένως, η ένδειξη «βασισμένο σε αληθινή ιστορία» στους τίτλους αρχής μιας ταινίας, μπορεί να μην ανταποκρίνεται σε αυτό που δηλώνει. Σε μια τέτοια περίπτωση η αναφορά ότι τα πρόσωπα και τα γεγονότα της ταινίας είναι εντελώς φανταστικά αποτελεί δήλωση αποποίησης ευθυνών. Είναι η ασφαλιστική δικλείδα, προκειμένου να αποφευχθούν αγωγές και πιθανές (υψηλές) αποζημιώσεις από όσους θεωρούν ότι δυσφημούνται με τον τρόπο που παρουσιάζονται οι ίδιοι και τα γεγονότα που τους αφορούν.
Η δραστική αυτή αλλαγή σημειώθηκε το 1932 και σήμανε το τέλος της ―αναπόδεικτης, μέχρι τότε― δήλωσης πολλών ταινιών ότι βασίζονται σε «αληθινές» ιστορίες,. Αφορμή υπήρξε μια μήνυση που υποβλήθηκε τη χρονιά εκείνη σε βάρος της M.G.M. για τη δυσφήμηση κάποιου υπαρκτού προσώπου σε μια ταινία της. Η δικαστική έκβαση αυτής της υπόθεσης, με την τεράστια (για τα δεδομένα της εποχής) αποζημίωση που αναγκάστηκε να καταβάλλει η εταιρεία, υποχρέωσε όλους τους κινηματογραφικούς παραγωγούς να ενσωματώνουν, έκτοτε, σε ταινίες με φαινομενικά «αληθινές» ιστορίες τη δήλωση ότι όσα πρόκειται να δουν οι θεατές, ουδεμία σχέση έχουν με την αλήθεια.
Το καίριο ζήτημα που αναδείχτηκε με αυτή την αλλαγή στις δηλώσεις των ταινιών, είναι κατά πόσο οι βιογραφίες, τα ιστορικά γεγονότα, ή τα συμβάντα της επικαιρότητας που παρουσιάζονται ως αληθή, είναι και ακριβή. Με άλλα λόγια, σε ποιο βαθμό οι ταινίες λουστράρουν, ή παραβλέπουν την πραγματικότητα, χάριν της μυθοπλασίας. Αυτό ακριβώς συνέβη στην ταινία «Ο Ρασπούτιν και η Αυτοκράτειρα» (1932), που είχε ως θέμα την δολοφονία του Ρασπούτιν ―με αρκετή δόση φαντασίας. Η κινηματογραφική εκδοχή (εις βάρος της αλήθειας) προκάλεσε δικαστική εμπλοκή, την καταβολή μεγάλης χρηματικής αποζημίωσης από τους παραγωγούς, αλλά και τη γέννηση αυτής της δήλωσης, που εμφανίζεται, πλέον, στους εισαγωγικούς τίτλους πολλών ταινιών.
Ο Γκριγκόρι Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν, διαβόητος για τις ακολασίες, τις δολοπλοκίες, και την επιρροή που ασκούσε στην τσαρική οικογένεια, δολοφονήθηκε άπαξ. Για την ακρίβεια, την νύχτα της 29ης προς την 30ή Δεκεμβρίου του 1916. Στον κινηματογράφο, ωστόσο, «δολοφονήθηκε» πολύ περισσότερες φορές: 29 (μέχρι σήμερα), όσες και οι μεταφορές του ιστορικού γεγονότος στην οθόνη. Από όλες αυτές, η ταινία της M.G.M. που γυρίστηκε δεκαέξι χρόνια μετά το θάνατο του Ρασπούτιν, σίγουρα ξεχωρίζει. Όχι μόνο για τη χρονική της εγγύτητα με το γεγονός, ούτε για την αποζημίωση που υποχρεώθηκε να καταβάλλει η εταιρεία, (καθώς και για τη δήλωση αποποίησης ευθυνών που επιβλήθηκε έκτοτε), αλλά και εξαιτίας της διανομής των πρωταγωνιστικών ρόλων. Δύο αδέλφια και η αδελφή τους, από τους πιο διάσημους σταρ του Μεσοπολέμου, εμφανίστηκαν από κοινού, μία και μοναδική φορά, σε αυτή την ταινία. Ήταν ο Λάιονελ Μπάριμορ (1878-1954) στο ρόλο του Ρασπούτιν, η Έθελ Μπάριμορ (1879-1959) στο ρόλο της Τσαρίνας, και ο Τζον Μπάριμορ (1882-1942) στο ρόλο του πρίγκιπα Τσεγκόντιεφ, δολοφόνου του Ρασπούτιν. Στο πλευρό του τελευταίου εμφανιζόταν η ηθοποιός Νταϊάνα Γουάινγιαρντ, στο ρόλο της πριγκίπισσας Νατάσας, συζύγου του Τσεγκόντιεφ. Αυτοί οι δύο κινηματογραφικοί χαρακτήρες υπήρξαν υπεύθυνοι για τους μπελάδες της ταινίας.
Τα ονόματα Τσεγκόντιεφ και Νατάσα δεν ανταποκρίνονταν σε πραγματικά πρόσωπα. Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι αναφέρονταν στον πρίγκιπα Φέλιξ Γιουσούποφ που δολοφόνησε τον Ρασπούτιν, και στην γυναίκα του, πριγκίπισσα Ιρίνα. Η μήνυση για δυσφήμηση που υπέβαλε το ζεύγος Γιουσούποφ, δεν αφορούσε την παρουσίαση του Φέλιξ ως δολοφόνου (κάτι, άλλωστε, για το οποίο παινευόταν ο ίδιος), αλλά στο ότι η σύζυγός του εμφανιζόταν ως μια γυναίκα που είχε υποκύψει στη σατανική δύναμη του Ρασπούτιν. Σε κάποια σκηνή, μάλιστα, υπονοείται ότι ξελογιάστηκε και στη συνέχεια βιάστηκε από τον καλόγερο. Αυτή η μυθοπλαστική εκδοχή προκάλεσε μια ιστορικής σημασίας αγωγή, τις συνέπειες της οποίας εξακολουθούν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη όσοι κάνουν παρόμοιες ταινίες. Δεν ήταν λίγα, άλλωστε, τα 400.000 δολάρια που δόθηκαν τότε ως αποζημίωση στο πριγκιπικό ζεύγος.
Ο ταραχώδης βίος του πρίγκηπα Φέλιξ Φελίξοβιτς Γιουσούποφ (1887-1967) θα μπορούσε, από μόνος του, να αποτελέσει το θέμα μιας ταινίας. Η οικογένειά του ήταν πιο πλούσια από οποιοδήποτε μέλος της δυναστείας των Ρομανόφ. Ο πατέρας του είχε τον τίτλο του κόμη και η μητέρα του καταγόταν από μια πλούσια φαμίλια Τατάρων της Κριμαίας. Η οικογένεια Γιουσούποφ διέθετε τέσσερα παλάτια στην Πετρούπολη, τρία παλάτια στην Μόσχα, 37 κτήματα σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας, εργοστάσια, ανθρακωρυχεία, μεταλλεία σιδήρου, αλευρόμυλους και πετρελαιοπηγές στην Κριμαία. Ο Φέλιξ Γιουσούποφ μεγάλωσε στην χλιδή, έχοντας Ρώσο μάγειρα, Γάλλο σοφέρ και Άγγλο καμαριέρη. Ξόδευε τεράστια ποσά για τη διασκέδασή του, έπαιζε πόλο και κάπνιζε χασίς. Στην αυτοβιογραφία του ομολογεί ότι του άρεσε η παρενδυσία. Σε ηλικία 12 ετών άρχισε να φοράει τις τουαλέτες της μητέρας του και ως ενήλικας είχε ερωτικές σχέσεις τόσο με άνδρες όσο και με γυναίκες, σκανδαλίζοντας τη ρωσική κοινωνία. Το 1914 παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Ιρίνα Αλεξάντροβνα Ρομανόβα (1895-1970), που ήταν η μοναδική ανιψιά του Τσάρου Νικολάου Β΄ και μια από τις πιο πλούσιες νύφες στην αυτοκρατορική Ρωσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο γάμο της φορούσε ένα βέλο που κάποτε ανήκε στην Μαρία Αντουανέτα.
Η αυτοβιογραφία του Φέλιξ Γιουσούποφ, με τίτλο Χαμένη Λαμπρότητα, κυκλοφόρησε το 1953 ― τριάντα επτά χρόνια μετά το ιστορικό γεγονός και είκοσι ένα χρόνια μετά την προβολή της ταινίας. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου ο Γιουσούποφ εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν να σκοτώσει τον Ρασπούτιν και περιγράφει με λεπτομέρειες το σχέδιο της δολοφονίας. Τόσο ο Φέλιξ όσο και η Ιρίνα ανησυχούσαν από τις φήμες που κυκλοφορούσαν για ενεργή εμπλοκή του Ρασπούτιν στο ταραγμένο πολιτικό κλίμα. Κυρίως, όμως, τους ανησυχούσε η επιρροή που ασκούσε ο ρασοφόρος στον Τσάρο Νικόλαο Β΄ ως πολιτικός σύμβουλός του, αλλά και στην Τσαρίνα Αλεξάνδρα που τον εμπιστευόταν τυφλά, επειδή τους είχε βοηθήσει να αντιμετωπίσουν την αιμορροφιλία του γιου τους, Αλεξέι Νικολάεβιτς, με τις «θεραπευτικές δυνάμεις» του.
Η παγίδα θανάτου που έστησε ο Γιουσούποφ ήταν καλά σχεδιασμένη. Αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη του Ρασπούτιν, τον κάλεσε στο παλάτι για να εξετάσει μια ασθένεια που δήθεν τον βασάνιζε. Φημολογείται ότι ο Φέλιξ του είπε ότι χρειαζόταν βοήθεια για να ξεπεράσει τις ομοφυλόφιλες τάσεις του και να αφοσιωθεί στην Ιρίνα. Κατά μία άλλη εκδοχή, η όμορφη Ιρίνα ήταν εκείνη που έγινε το δόλωμα του ακόλαστου καλόγερου, προσποιούμενη την άρρωστη. Όποια και αν ήταν η αλήθεια, το γεγονός είναι ότι ο Ρασπούτιν επισκέφθηκε το βράδυ της 29ης Δεκεμβρίου 1917 το παλάτι Μόικα της Πετρούπολης. Εκεί τον περίμενε ο Γιουσούποφ με κρυμμένους τέσσερις συνεργούς του: τον Μέγα Δούκα Ντμίτρι Πάβλοβιτς, τον κόμη Βλαντιμίρ Πουρίσκεβιτς, τον βοηθό του, Στανιλάους ντε Λάζοβερτ, και τον αξιωματικό του στρατού Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς Σουκότιν.
Ο Γιουσούποφ παρέθεσε δείπνο στον ανυποψίαστο Ρασπούτιν, σερβίροντας κρασί στο οποίο είχε ρίξει κυανιούχο άλας. Το δηλητήριο, όμως, δεν έδρασε. Οι συνωμότες αγνοούσαν ένα χημικό δεδομένο: το συγκεκριμένο δηλητήριο εξουδετερώνεται από κάποια συστατικά της τροφής και σε συνδυασμό με το κρασί μετατρέπεται σε αβλαβές αλάτι. Όταν το δηλητήριο αποδείχθηκε ανίσχυρο, ο Γιουσούποφ τον πυροβόλησε δύο φορές. Η πρώτη σφαίρα τον χτύπησε κατάστηθα, αλλά στάθηκε τυχερός γιατί εξοστρακίστηκε από ένα χοντρό μεταλλικό κουμπί που είχε το ρούχο του. Αν και τραυματισμένος, ο Ρασπούτιν κατάφερε να ξεφύγει από τον κλοιό των συνωμοτών και να τρέξει προς την έξοδο του παλατιού. Τότε δέχτηκε πισώπλατα την δεύτερη σφαίρα, που του τρύπησε το νεφρό. Τα τραύματα ήταν πολύ σοβαρά και ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα υπέκυπτε σε λίγα λεπτά. Ο Ρασπούτιν, όμως, ήταν τέρας αντοχής. Κατάφερε να βγει από τα παλάτι, για να σωριαστεί λίγο πιο κάτω, στο χιονισμένο προαύλιο. Ο Γιουσούποφ και ο Πουρίσκεβιτς άδειασαν τα όπλα τους πάνω στο πεσμένο σώμα, αλλά ο Ρασπούτιν ακόμα ζούσε. Τότε, τον τύλιξαν με μια κουβέρτα, του έβαλαν βαρίδια και τον πέταξαν από τη γέφυρα Μπολσόι Πετρόφσκι, στα παγωμένα νερά του ποταμού Νέβα. Το πτώμα του βρέθηκε σφηνωμένο στις σιδηροδοκούς της γέφυρας, ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 1917.
Η ταινία της M.G.M. έμεινε αρκετά πιστή στα γεγονότα που οδήγησαν στην δολοφονία του Ρασπούτιν. Εκεί που τα χάλασε ήταν στα υπονοούμενα περί ξελογιάσματος και βιασμού της πριγκίπισσας Νατάσας (διάβαζε: Ιρίνα Γιουσούποβα) από τον σεξομανή καλόγερο. Αποτέλεσμα ήταν να υποβληθεί μήνυση για δυσφήμηση. Η επίμαχη σκηνή της ταινίας έχει αρκετό παρασκήνιο. Ο επικεφαλής της παραγωγής, Ίρβινγκ Θάλμπεργκ, είχε απολύσει την σεναριογράφο (και στενή φίλη της πριγκίπισσας Ιρίνα), Μερσέντες ντε Ακόστα, όταν εκείνη, γνωρίζοντας την ιστορία από πρώτο χέρι, αρνήθηκε να εντάξει αυτό το επινοημένο επεισόδιο στο σενάριο. Η σκηνή προστέθηκε μετά την απόλυσή της, αλλά η Ακόστα είχε ήδη πληροφορήσει το ζευγάρι για την προσβλητική παραποίηση της αλήθειας. Επακόλουθο ήταν η αγωγή που έφερε τα πάνω κάτω στο Χόλιγουντ ― και όχι μόνο. Με απόφαση αγγλικού δικαστηρίου, η M.G.M. υποχρεώθηκε να κόψει την επίμαχη σκηνή από τις κόπιες που προβάλλονταν και να καταβάλλει στο ζευγάρι 150.000 δολάρια. Σε αυτά προστέθηκαν άλλα 250.000 δολάρια, ύστερα από εξωδικαστικό συμβιβασμό που έγινε στην Αμερική. Ποσό τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής εκείνης.
Στην πραγματικότητα, οι Γιουσούποφ δεν είχαν ανάγκη αυτά τα χρήματα. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917 (μόλις ένα μήνα με τη δολοφονία του Ρασπούτιν), που σηματοδότησε την αρχή του τέλους της δυναστείας των Ρομανόφ, ο Φέλιξ και η Ιρίνα διέφυγαν στην Ευρώπη. Μαζί τους πήραν κάποια κομμάτια της αμύθητης περιουσίας τους, όπως το περίφημο διαμάντι Πολικός Αστέρας (40 καράτια), το μπλε Διαμάντι του Σουλτάνου του Μαρόκου (35,27 καράτια), ένα ζευγάρι σκουλαρίκια που ανήκαν στην Μαρία Αντουανέτα, καθώς και δύο πίνακες του Ρέμπραντ που σήμερα εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσινγκτον.
Το 1989, ο Βρετανός εισαγγελέας Σερ Ντέιβιντ Νάπλι εξέδωσε το βιβλίο Ο Ρασπούτιν στο Χόλιγουντ, στο οποίο παρουσίαζε αναλυτικά την δίκη των Γιουσούποφ εναντίον της M.G.M. Ένα από τα επιχειρήματα των δικηγόρων υπεράσπισης, προκειμένου να αποδείξουν τις χρηστές προθέσεις της εταιρείας, ήταν ότι η ταινία ξεκινά με μια λαμπρή θρησκευτική τελετή στην οποία συμμετείχαν «όλες οι χορωδίες των ελληνικών και ρωσικών ορθοδόξων εκκλησιών του Λος Άντζελες», σύμφωνα με την κατάθεση του μουσικού διευθυντή του στούντιο. Όπως ήταν φυσικό, το επιχείρημα αυτό δεν λήφθηκε υπόψη από τους δικαστές. Αντίθετα, έδωσαν βάση στο διαφημιστικό σλόγκαν της ταινίας που έλεγε κατά λέξη: «Όμορφα κορίτσια που ήλθαν να προσευχηθούν και πιάστηκαν στον ιστό του διεφθαρμένου Ρασπούτιν!». Η καταδικαστική απόφαση και η υψηλή αποζημίωση που υποχρεώθηκε να καταβάλλει η εταιρεία, επέβαλαν, έκτοτε, την γνωστή δήλωση αποποίησης ευθυνών, με την γνωστή αναφορά «Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα που παρουσιάζονται στην ταινία είναι φανταστικά και ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα». Το μόνο που απέμεινε στους επιμένοντες στα παλιά ήταν η καταφυγή στην εναλλακτική δήλωση: «Εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία».
Το πρωτότυπο τρέιλερ της ταινίας: