Συννεφιασμένη Κυριακή


Κυρια­κή απο­με­σή­με­ρο προς από­γευ­μα, Ιού­λιος μή­νας, ο ήλιος έχει με­τα­κι­νη­θεί από την κά­θε­τη θέ­ση από όπου σκορ­πά τις ακτί­νες του κα­τα­κό­ρυ­φα κα­τα­πί­νο­ντας προ­σω­ρι­νά τους ίσκιους των όντων. Η θερ­μο­κρα­σία να δια­τη­ρεί­ται στην υψη­λή σκά­λα του θερ­μό­με­τρου. Η ζέ­στη να χτυ­πά­ει άνε­τα τους 40ο Κελ­σί­ου έξω και θα κρα­τού­σε σί­γου­ρα έως το ανά­γερ­μα, και με­τά, αφού εί­χε χα­θεί το φως. Μέ­σα λί­γο κα­λύ­τε­ρα, μα απο­πνι­χτι­κά. Σαν ο αέ­ρας να μην εί­ναι πια αέ­ρας, να έχει γί­νει ένα στα­θε­ρό διά­φα­νο υλι­κό, το οποίο δια­σχί­ζε­ται. Όπως οι μυ­στι­κοί τοί­χοι, τα ερ­μά­ρια, οι κα­θρέ­φτες, οι αό­ρα­τες πύ­λες στις ται­νί­ες επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας που οδη­γούν στο πα­ρελ­θόν, το μέλ­λον, σε χα­μέ­νους ή και άγνω­στους τό­πους. Μό­νο που στην δι­κή μας πε­ρί­πτω­ση, τώ­ρα, το δια­φα­νές σαν συ­μπα­γές πέ­πλο του αέ­ρα οδη­γού­σε σε χώ­ρους οι­κεί­ους. Σε μια κα­τά­στα­ση χαυ­νω­μέ­νου ονεί­ρου και κά­πως πα­ρα­πά­νω, έφερ­νε σαν όνει­ρο μέ­σα σε όνει­ρο μέ­σα σε όνει­ρο μέ­σα σε όνει­ρο, που έβγαι­νε από το ένα για να νιώ­σει ότι ήταν σε άλ­λο. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εκεί, μα σαν από­μα­κρη, άπια­στη, κα­τα­νοη­τή και δυσ­νό­η­τη μα­ζί.
Δε θέ­λει, για την ακρί­βεια δεν την υπά­κουε το χέ­ρι να απλώ­σει να πιά­σει το τη­λε­χει­ρι­στή­ριο, να πα­τή­σει το κόκ­κι­νο κου­μπί και να αρ­χί­σει την νω­θρή γύ­ρα στα κα­νά­λια. Να ξε­λα­ρυγ­γιά­ζο­νται στις σει­ρές, να εκ­φω­νούν τυ­πο­ποι­η­μέ­να γρή­γο­ρα στις ει­δή­σεις. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Τα ίδια ίδια, και τα ίδια πα­ρό­μοια σαν τα ίδια. Οι σει­ρές επα­να­λαμ­βά­νο­νται επί δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ηθο­ποιοί νε­κροί πια, σκιές του άλ­λου κό­σμου, μάλ­λον σκό­νη. Και όσοι εί­ναι ζω­ντα­νοί, ηλι­κιω­μέ­νοι ως υπε­ρή­λι­κες σε συ­νε­ντεύ­ξεις ανα­κα­λούν αυ­τά­ρε­σκα ιστο­ρί­ες από το πα­ρελ­θόν. Οι ει­δή­σεις ίδιες και αυ­τές, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, μια χώ­ρα δυ­να­τή, το δί­κιο με το μέ­ρος της πά­ντα, με συμ­μά­χους και επί­μο­νους βάρ­βα­ρους εχθρούς, το παι­χνί­δι «ποιος φταί­ει», πυρ­κα­γιές πα­ντού, οι­κο­γε­νεια­κά εγκλή­μα­τα, ξε­κα­θα­ρί­σμα­τα λο­γα­ρια­σμών, κα­τα­κλυ­σμός του­ρι­στών. Τα ιδιω­τι­κά και τα επι­χει­ρη­μα­τι­κά της νύ­κτας και της μέ­ρας. να υπό­κει­νται δη­μό­σιας επε­ξερ­γα­σί­ας, λε­πτο­με­ρούς και εμ­βρι­θούς. Ακρι­βούς τώ­ρα, εί­ναι άλ­λης τά­ξης υπό­θε­ση. Οι πη­γές, κα­τα­πρό­θυ­μες μαρ­τυ­ρί­ες από αυ­τό­πτες, γει­τό­νους, πε­ρα­στι­κούς ή και εκεί­νους που γνώ­ρι­ζαν κά­τι από το πα­ρελ­θόν ή και εξ απο­στά­σε­ως εί­χαν ακου­στά, κά­με­ρες, ηχη­τι­κά ντο­κου­μέ­ντα, πα­λιά δη­μο­σιεύ­μα­τα, έντυ­πα αλ­λά και ηλε­κτρο­νι­κά που εί­ναι δη­μο­φι­λέ­στα­τα, ποι­νι­κά μη­τρώα. Τα κα­νά­λια έχουν συ­μπλη­ρώ­σει τα καστ τους με αστυ­νο­μι­κούς και αστυ­νο­μι­κούς ρε­πόρ­τερ που πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται εξαι­τί­ας της ζή­τη­σης. Ανε­βά­ζουν το κύ­ρος. Θυ­μί­ζουν τις πε­ρι­πτώ­σεις, πολ­λα­πλα­σιά­ζουν τα πα­ρα­δείγ­μα­τα.
Ού­τε ρα­διό­φω­νο της έκα­νε κέ­φι να ανοί­ξει που, ορι­σμέ­νες φο­ρές, συ­χνά, το άφη­νε να παί­ζει πά­νω στην τη­λε­ό­ρα­ση. Άλ­λο χώ­ρο κά­λυ­πτε το ένα, άλ­λο η άλ­λη, έτσι δεν δη­μιουρ­γού­νταν χα­σμω­δία και σε όλα τα ση­μεία του σπι­τιού την πε­ρί­με­νε ένας ρυθ­μός, μια ομι­λού­με­νη ει­κό­να. Δεν εί­χε όρε­ξη να κα­λύ­ψει το ηχη­τι­κό κε­νό μιας πα­ρέ­ας με προ­κάτ προ­γράμ­μα­τα. Ήταν από τις σπά­νιες φο­ρές που απο­ζη­τού­σε την ατα­ρα­ξία μέ­σα και έξω από το κε­φά­λι της. Να έχει ατα­ρα­ξία έστω και χω­ρίς σκέ­ψεις.
Να μι­λή­σει στο τη­λέ­φω­νο, ού­τε λό­γος. Να πε­ρι­η­γη­θεί στο πα­γκό­σμιο δί­κτυο, στα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης, μπα! Προς τι; Νέα δυ­σά­ρε­στα, απώ­λειες, κα­κο­ποι­η­μέ­να ζω­ντα­νά πέ­ρα από τις λέ­ξεις, δια­φη­μί­σεις-χο­ρη­γού­με­νες σε­λί­δες που σε πα­ρα­κο­λου­θούν και αυ­τό­μα­τα κα­τευ­θύ­νουν πα­ρό­μοια σε ό,τι κο­ντο­στά­θη­κες πά­νω από μι­σό δευ­τε­ρό­λε­πτο, νάρ­κισ­σοι άν­θρω­ποι να προ­βάλ­λουν την αυ­τοϊ­κα­νο­ποί­η­σή τους, μι­κρο­δί­κτυα, συμ­βου­λές αυ­το­βελ­τί­ω­σης, μυ­στι­κά ομορ­φιάς και υγεί­ας, λί­γες τα­ξι­διά­ρι­κες ει­κό­νες.
Αφέ­θη­κε. Άνοι­ξε την μπαλ­κο­νό­πορ­τα. Τα πί­σω δω­μά­τια κα­τοι­κιών και γρα­φεί­ων σε πα­νό­ρα­μα. Απο­φά­σι­σε να προ­ση­λω­θεί στους ήχους του ακά­λυ­πτου. Μι­σο­ξά­πλω­σε στο κρε­βά­τι με το βι­βλίο του κο­μο­δί­νου στα χέ­ρια. Βι­βλίο επι­λεγ­μέ­νο ει­δι­κά να δια­βά­ζε­ται πριν τον ύπνο. Εί­χε άλ­λο για το λε­ω­φο­ρείο και πολ­λά της δου­λειάς. Κρι­τή­ριο εί­ναι το πε­ριε­χό­με­νο, το σχή­μα και οι σε­λί­δες. Τα ογκώ­δη δεν εν­δεί­κνυ­νται στα με­τα­φο­ρι­κά μέ­σα ακό­μα και σε με­γά­λες δια­δρο­μές. Οι πα­ράλ­λη­λες ανα­γνώ­σεις την πα­ρα­κι­νού­σαν. Συν­δύ­α­ζε πράγ­μα­τα έτσι. Δεν βο­λευό­ταν, όμως. Δεν έβρι­σκε την σω­στή θέ­ση. Το άνοι­ξε στην σε­λί­δα με τον σε­λι­δο­δεί­κτη και το κρά­τη­σε σαν να το διά­βα­ζε, αλ­λά δεν ξε­κί­νη­σε να δια­βά­ζει. Κοι­τού­σε ευ­θεία μπρο­στά αφη­ρη­μέ­να. Και σε αυ­τήν την κα­τά­στα­ση όπως ήταν, η ακοή της άρ­χι­σε να λαμ­βά­νει ανά­θε­λα, ακού­σια μη­νύ­μα­τα.
Πρώ­τα άκου­σε τα φτε­ρου­γί­σμα­τα των πε­ρι­στε­ριών που ζού­σαν στον πε­ριο­ρι­σμέ­νο, κλου­βί­σιο χώ­ρο, από μπαλ­κό­νι σε μπαλ­κό­νι, σε περ­βά­ζι, σε μο­νά­δα κλι­μα­τι­στι­κού, σε κά­γκε­λο, σε κλα­δί της λε­μο­νιάς που φού­ντω­νε ανε­ξέ­λεγ­κτη, στα οποία εί­χαν αφή­σει φαρ­διά πλα­τιά την υπο­γρα­φή της κου­τσου­λιάς τους. Με­τά άκου­σε τα γουρ­γου­ρη­τά τους μπερ­δε­μέ­να με φω­νές ενός ή δύο πρά­σι­νοι πα­πα­γά­λων που μάλ­λον εί­χαν τρυ­πώ­σει στον ορ­θο­γώ­νιο ακά­λυ­πτο από το δι­πλα­νό πάρ­κο, και δεν ήταν ορα­τοί, κρυμ­μέ­νοι στην φυλ­λω­σιά. Από τις δια­κρι­τές οι­κο­γέ­νειες των πε­ρι­στε­ριών, εκεί κα­τοι­κού­σαν εκεί­να με τον κυ­πα­ρισ­σί ιρι­δί­ζο­ντα λαι­μό. Θα μπο­ρού­σε να ισχυ­ρι­στεί κα­νείς ότι από όλα ήταν τα ωραιό­τε­ρα. Σί­γου­ρα ήταν ωραιό­τε­ρα από τα ασπρο­κα­φέ, τα ασπρο­γκρί, τα ασπρό­μαυ­ρα και τα ασπρο­γκρι­μαύ­ρα, ίσως επι­μει­ξία των γκρι και των μαύ­ρων που ήταν και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα. Τα κα­φέ ήταν τα λι­γό­τε­ρα και δεν εί­χαν πά­νω τους άλ­λο χρώ­μα. Ήταν τα πιο δει­λά, τα πιο αδύ­να­τα και δεν τα έβα­ζαν με τα άλ­λα. Εί­χε πα­ρα­τη­ρή­σει την συ­μπε­ρι­φο­ρά τους στο πάρ­κο όταν έκλει­νε ο φούρ­νος και μια γυ­ναί­κα έκα­νε τον κό­πο να τους πε­τά­ει ψί­χου­λα και απο­κόμ­μα­τα της μέ­ρας. Φτε­ρού­γι­ζαν από μα­κριά σαν σύν­νε­φο, μα­ζεύ­ο­νταν και πά­λευαν να τσι­μπο­λο­γή­σουν. Τα κα­φέ έμε­ναν στον έξω κύ­κλο. Στον πιο έξω οι πα­πα­γά­λοι και τα λι­γο­στά σπουρ­γί­τια.
Ανα­γνώ­ρι­σε ήχους παν­τζου­ριών που κα­τέ­βαι­ναν ηλε­κτρι­κά με διάρ­κεια, και άλ­λων χει­ρο­κί­νη­τα με από­το­μες σύ­ντο­μες κι­νή­σεις, βια­στι­κές. Τους χρέ­ω­σε στα γρα­φεία και τα ια­τρεία που έκλει­ναν. Εί­χαν ανοί­ξει Κυ­ρια­κή για γε­νι­κή κα­θα­ριό­τη­τα, ίσως κα­τα­φύ­γιο λί­γων ωρών ησυ­χί­ας, ίσως πα­ρα­πα­νί­σιας δου­λειάς που δεν έβγαι­νε μέ­σα στην εβδο­μά­δα, για κρυ­φές συ­να­ντή­σεις, για χί­λιους τό­σους λό­γους. Την ίδια ώρα στα­μά­τη­σε και ο βόμ­βος των κλι­μα­τι­στι­κών τους. Όχι όλων, για­τί άνα­ψε το με­γά­λο και θο­ρυ­βώ­δες που αντι­στοι­χού­σε στο σου­βλα­τζί­δι­κο και εξυ­πη­ρε­τού­σε την γει­το­νιά. Αυ­τό θα έμε­νε ανοι­χτό, σκορ­πί­ζο­ντας την τσί­κνα του κρέ­α­τος έως ότου κλεί­σει ξη­με­ρώ­μα­τα. Οι μυ­ρω­διές ανα­κα­τεύ­τη­καν με άλ­λες από τα σπί­τια που μα­γεί­ρευαν από­γευ­μα για την επό­με­νη μέ­ρα. Διέ­κρι­νε τα τη­γα­νι­τά του σου­βλα­τζί­δι­κου από της κα­τσα­ρό­λας της οι­κο­γε­νεια­κής κου­ζί­νας. Τα τσι­γα­ρί­σμα­τα και τα μπα­χά­ρια βά­ρυ­ναν τον αέ­ρα. Τα δια­με­ρί­σμα­τα πα­σχί­ζουν να βρουν δρο­σιά μια ανοί­γο­ντας τα πα­ρά­θυ­ρα στον απόι­σκιο κλεί­νο­ντας τα μη­χα­νή­μα­τα, μια ανοί­γο­ντάς τα και κλεί­νο­ντας τα πα­ρά­θυ­ρα, αντί­στρο­φα. Στο μυα­λό της έφτια­ξε ει­κό­νες του εσω­τε­ρι­κού των δια­με­ρι­σμά­των. Κου­ζί­νες πα­λαιού τύ­που, εκεί που τα πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα ήταν ξύ­λι­να, κου­ζί­νες ανα­νε­ω­μέ­νες εκεί που εί­χαν αντι­κα­τα­στα­θεί από σύγ­χρο­να κου­φώ­μα­τα. Μέ­σα στις μι­κρού ή με­σαί­ου με­γέ­θους κου­ζί­νες γυ­ναί­κες, όρ­θιες να πλέ­νουν, να κό­βουν λα­χα­νι­κά, κρέ­α­τα, ψά­ρια, να τρί­βουν, να λειώ­νουν, να ανα­κα­τεύ­ουν πά­νω στην φω­τιά, να προ­σθέ­τουν υγρά, αλά­τι-πι­πέ­ρι και την ίδια ώρα να τους φω­νά­ζουν να κά­νουν κά­τι άλ­λο, πα­ράλ­λη­λα ή να πα­ρα­τή­σουν άμε­σα αυ­τό με το οποίο κα­τα­γί­νο­νται, να τους ρω­τάν αν έκα­ναν ή δεν έκα­ναν, πό­τε θα το κά­νουν, να πε­ρι­μέ­νουν ανυ­πό­μο­να, λες και αυ­τές κά­θο­νται αρ­γό­σχο­λες, λες και «ξύ­νο­νται». Να ρω­τάν πού βρί­σκε­ται το ένα ή το άλ­λο. Οι με­γα­λύ­τε­ρης ηλι­κί­ας θα κω­φεύ­ουν, δι­πλω­μα­τι­κά. Θα κρα­τούν δυ­νά­μεις. Ακά­θε­κτες θα συ­νε­χί­ζουν με σφιγ­μέ­νο το στο­μά­χι, σχε­δόν το έχουν συ­νη­θί­σει. Πά­ντως θα το έχουν βα­ρε­θεί το έρ­γο. Οι νε­ό­τε­ρες να μπερ­δεύ­ο­νται και να εκνευ­ρί­ζο­νται. Να αντα­πα­ντούν έντο­να, φο­ρές και επι­θε­τι­κά. Να δη­μιουρ­γεί­ται έντα­ση και εκνευ­ρι­σμός. Ένα σω­ρό σε­νά­ρια με πα­ραλ­λα­γές, εκτυ­λίσ­σο­νται στις ζω­ές των αν­θρώ­πων, εκεί απέ­να­ντι.
Ανοί­γει αδέ­ξια ένα παν­τζού­ρι, ίσως για­τί στο άλ­λο χέ­ρι κρα­τά­ει μια λε­κά­νη με πλυ­μέ­να για άπλω­μα. Αφου­γκρά­ζο­μαι. Πα­ρα­μέ­νει και κι­νεί­ται στο μπαλ­κό­νι. Σί­γου­ρα απλώ­νει. Ξε­χω­ρί­ζω ένα τί­ναγ­μα βρεγ­μέ­νου με­γά­λου υφά­σμα­τος, ίσως μια με­γά­λη πε­τσέ­τα μπά­νιου, ή ένα σε­ντό­νι. Αν έχει και δεύ­τε­ρο πα­ρό­μοιο τί­ναγ­μα, σί­γου­ρα θα εί­ναι σε­ντό­νι. Αν έχει και μι­κρό­τε­ρα, θα εί­ναι μα­ξι­λα­ρο­θή­κες. Τα εσώ­ρου­χα δεν ακού­γο­νται. Δεν νοιά­ζε­ται για τις τσί­κνες που θα κα­θί­σουν στα ρού­χα. Έχει σκο­τει­νιά­σει και δεν θα πο­λυ­βλέ­πει. Κρε­μά­ει με την αφή και την συ­νή­θεια. Ωπ, κά­τι έπε­σε. Μα­ντα­λά­κι από τον ήχο προ­σγεί­ω­σης στο τσι­μέ­ντο. Συ­νε­χί­ζει το άπλω­μα. Σί­γου­ρα θα έκα­νε γκρι­μά­τσα «φτου, να πά­ρει!». Δεν άνοι­ξε φως για να μην μπουν κου­νού­πια και ζω­ύ­φια που κα­ρα­δο­κούν. Τι θα εί­χε να ακού­σει σε αυ­τήν την πε­ρί­στα­ση! Τε­λεί­ω­σε, επι­στρέ­φει στο εσω­τε­ρι­κό με την λε­κά­νη άδεια.
Με τα μά­τια κλει­στά, ακί­νη­τη, αγκα­λιά με το βι­βλίο στο στο­μά­χι, πα­ρα­μέ­νει. Στο βά­θος δε­ξιά, νο­μί­ζει, ξε­σπούν φω­νές. Δεν ακού­ει ξε­κά­θα­ρα τα λό­για των αν­θρώ­πων. Δύο πά­ντως πρέ­πει να εί­ναι. Δια­κρί­νει τον τό­νο. Εί­ναι οξύς και δυ­σά­ρε­στος. Βρο­ντά το πα­ρά­θυ­ρο και το παν­τζού­ρι «να μην γί­νου­με ρε­ζί­λι στην γει­το­νιά», μα οι έντο­νες φω­νές, εί­ναι τό­σο δυ­να­τές που ξε­γλι­στρούν από τα κλει­στά εμπό­δια. Λέ­ει μέ­σα της, θα εί­ναι γο­νέ­ας και παι­δί. Δεν δια­βά­ζει; Δεν θέ­λει να σπου­δά­σει; Θέ­λει να σπου­δά­σει αλ­λά δεν συμ­φω­νούν τι και πού; Θέ­λει να αλ­λά­ξει; Ζη­τά απο­δο­χή; Και εκεί­νη την ώρα ξε­χύ­νε­ται από ένα ημι­υ­πό­γειο σε όλο τον χώ­ρο η φω­νή της Φα­ρα­ντού­ρη. Τρα­γου­δά­ει αγω­νι­στι­κά Θε­ο­δω­ρά­κη. Η έντα­ση του ήχου ανε­βαί­νει, όλο ανε­βαί­νει, φτά­νει στο τέρ­μα. Δεν ακού­γε­ται τί­πο­τα άλ­λο, μό­νο η φω­νή της Μα­ρί­ας που τα σκε­πά­ζει όλα. Δεν ακού­γε­ται τί­πο­τα άλ­λο για­τί δεν γί­νε­ται να ακου­στεί. Ο ακά­λυ­πτος πα­ρα­σύ­ρε­ται στην μου­σι­κή. Η Φα­ρα­ντού­ρη συ­νε­χί­ζει. Ένα μω­ρό ξυ­πνά­ει από τον ύπνο του τα­ραγ­μέ­νο. Ουρ­λιά­ζει με τρό­μο. Η μά­να ξε­ση­κώ­νε­ται, βγαί­νει να απαι­τή­σει ησυ­χία, ο πα­τέ­ρας βγαί­νει να υπε­ρα­σπι­στεί την μά­να και το παι­δί του. Ποιος ξέ­ρει αν θα ξα­να­κοι­μη­θεί και τι ύπνο θα κά­νει; Ανα­λο­γί­ζε­ται τι βρά­δυ τον πε­ρι­μέ­νει και πώς θα αντα­πε­ξέλ­θει την επό­με­νη μέ­ρα στην δου­λειά του που απαι­τεί σω­μα­τι­κό κά­μα­το και κα­θα­ρό μυα­λό. Γρυ­λί­ζουν ακό­μα και τα μά­τια του. Οι φω­νές δια­μαρ­τυ­ρί­ας πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται. Ζη­τούν να σω­πά­σει η Φα­ρα­ντού­ρη. Ο ήχος χα­μη­λώ­νει, ο γε­νι­κός εκνευ­ρι­σμός σβή­νει.
Επα­νέρ­χε­ται η κα­νο­νι­κό­τη­τα. Θυ­μά­ται μια άλ­λη σκη­νή. Τό­τε που έμε­ναν οι­κο­γε­νεια­κά, κα­τά το συ­νή­θειο, συγ­γε­νείς στην ίδια πο­λυ­κα­τοι­κία, γο­νείς και οι οι­κο­γέ­νειες των τριών κο­ρι­τσιών τους, γα­μπροί και παι­διά. Στην τα­ρά­τσα της απέ­να­ντι πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, πα­ρά­νο­μα σί­γου­ρα, και σε άθλιες συν­θή­κες, κοι­μό­ταν μια Βουλ­γά­ρα; που φρό­ντι­ζε μια ηλι­κιω­μέ­νη. Έσερ­νε τα κου­ρα­σμέ­να πό­δια της στην ανε­μό­σκα­λα το σού­ρου­πο που σχο­λού­σε. Στον πέμ­πτο της ίδιας πο­λυ­κα­τοι­κί­ας έμε­νε μια οι­κο­γέ­νεια με ένα παι­δί με δυ­σκο­λί­ες. Την μορ­φή του δεν την εί­χε πο­τέ δει. Το παι­δί δεν μι­λού­σε, τραύ­λι­ζε ακα­τά­λη­πτα και όταν πιε­ζό­ταν, δεν μπο­ρού­σε να εκ­φρα­στεί βο­γκού­σε που σου σπά­ρα­ζε την καρ­διά. Μια φο­ρά που εί­χε φτά­σει σε αυ­τό το ση­μείο, και η μά­να του ούρ­λια­ζε σε κα­τά­στα­ση υστε­ρί­ας ανά­μει­κτης με κού­ρα­ση και απελ­πι­σία, η θεία μου που έμε­νε στον πά­νω όρο­φο, άνοι­ξε το πα­ρά­θυ­ρο της κου­ζί­νας και άρ­χι­σε να κα­τα­φέ­ρε­ται ενα­ντί­ον της. «Σαν δεν ντρε­πό­ταν να φέ­ρε­ται κα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο! Στο παι­δί της! Να στα­μα­τή­σει αμέ­σως! Δεν κα­τα­λά­βαι­νε ότι έφερ­νε αντί­θε­τα απο­τε­λέ­σμα­τα; Ότι επέ­τει­νε την πε­ρι­πλο­κή! Ότι υπέ­φε­ρε το παι­δί της; Ότι κι εμεις, οι μάρ­τυ­ρες της κρυ­φής ζω­ής, τα­ρα­ζό­μα­σταν;» Ο διά­λο­γος σε υψη­λούς τό­νους ενέ­πλε­ξε και άλ­λες φω­νές, γυ­ναι­κεί­ες. Μια ιδιό­τυ­πη φι­λο­σο­φι­κή συ­ζή­τη­ση πε­ρί ζω­ής στην πί­σω σκά­λα. Με­τά από το συμ­βάν, πέ­ρα­σε και­ρός να ξα­να­κου­στούν βο­γκη­τά.
Άβο­λα, με το βι­βλίο αγκα­λιά και το φως αναμ­μέ­νο απο­κοι­μή­θη­κε.

Οι Κυ­ρια­κές, χει­μώ­να κα­λο­καί­ρι, ιδιαί­τε­ρα κα­τά το από­γευ­μα και με­τά την δύ­ση του ήλιου, εί­ναι συν­νε­φια­σμέ­νες.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: