Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/poiisi-kai-pezografia/sinnefiasmeni-kiriaki
Κυριακή απομεσήμερο προς απόγευμα, Ιούλιος μήνας, ο ήλιος έχει μετακινηθεί από την κάθετη θέση από όπου σκορπά τις ακτίνες του κατακόρυφα καταπίνοντας προσωρινά τους ίσκιους των όντων. Η θερμοκρασία να διατηρείται στην υψηλή σκάλα του θερμόμετρου. Η ζέστη να χτυπάει άνετα τους 40ο Κελσίου έξω και θα κρατούσε σίγουρα έως το ανάγερμα, και μετά, αφού είχε χαθεί το φως. Μέσα λίγο καλύτερα, μα αποπνιχτικά. Σαν ο αέρας να μην είναι πια αέρας, να έχει γίνει ένα σταθερό διάφανο υλικό, το οποίο διασχίζεται. Όπως οι μυστικοί τοίχοι, τα ερμάρια, οι καθρέφτες, οι αόρατες πύλες στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας που οδηγούν στο παρελθόν, το μέλλον, σε χαμένους ή και άγνωστους τόπους. Μόνο που στην δική μας περίπτωση, τώρα, το διαφανές σαν συμπαγές πέπλο του αέρα οδηγούσε σε χώρους οικείους. Σε μια κατάσταση χαυνωμένου ονείρου και κάπως παραπάνω, έφερνε σαν όνειρο μέσα σε όνειρο μέσα σε όνειρο μέσα σε όνειρο, που έβγαινε από το ένα για να νιώσει ότι ήταν σε άλλο. Η πραγματικότητα εκεί, μα σαν απόμακρη, άπιαστη, κατανοητή και δυσνόητη μαζί.
Δε θέλει, για την ακρίβεια δεν την υπάκουε το χέρι να απλώσει να πιάσει το τηλεχειριστήριο, να πατήσει το κόκκινο κουμπί και να αρχίσει την νωθρή γύρα στα κανάλια. Να ξελαρυγγιάζονται στις σειρές, να εκφωνούν τυποποιημένα γρήγορα στις ειδήσεις. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Τα ίδια ίδια, και τα ίδια παρόμοια σαν τα ίδια. Οι σειρές επαναλαμβάνονται επί δεκαετίες τώρα. Οι περισσότεροι ηθοποιοί νεκροί πια, σκιές του άλλου κόσμου, μάλλον σκόνη. Και όσοι είναι ζωντανοί, ηλικιωμένοι ως υπερήλικες σε συνεντεύξεις ανακαλούν αυτάρεσκα ιστορίες από το παρελθόν. Οι ειδήσεις ίδιες και αυτές, πολύ περισσότερο, μια χώρα δυνατή, το δίκιο με το μέρος της πάντα, με συμμάχους και επίμονους βάρβαρους εχθρούς, το παιχνίδι «ποιος φταίει», πυρκαγιές παντού, οικογενειακά εγκλήματα, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, κατακλυσμός τουριστών. Τα ιδιωτικά και τα επιχειρηματικά της νύκτας και της μέρας. να υπόκεινται δημόσιας επεξεργασίας, λεπτομερούς και εμβριθούς. Ακριβούς τώρα, είναι άλλης τάξης υπόθεση. Οι πηγές, καταπρόθυμες μαρτυρίες από αυτόπτες, γειτόνους, περαστικούς ή και εκείνους που γνώριζαν κάτι από το παρελθόν ή και εξ αποστάσεως είχαν ακουστά, κάμερες, ηχητικά ντοκουμέντα, παλιά δημοσιεύματα, έντυπα αλλά και ηλεκτρονικά που είναι δημοφιλέστατα, ποινικά μητρώα. Τα κανάλια έχουν συμπληρώσει τα καστ τους με αστυνομικούς και αστυνομικούς ρεπόρτερ που πολλαπλασιάζονται εξαιτίας της ζήτησης. Ανεβάζουν το κύρος. Θυμίζουν τις περιπτώσεις, πολλαπλασιάζουν τα παραδείγματα.
Ούτε ραδιόφωνο της έκανε κέφι να ανοίξει που, ορισμένες φορές, συχνά, το άφηνε να παίζει πάνω στην τηλεόραση. Άλλο χώρο κάλυπτε το ένα, άλλο η άλλη, έτσι δεν δημιουργούνταν χασμωδία και σε όλα τα σημεία του σπιτιού την περίμενε ένας ρυθμός, μια ομιλούμενη εικόνα. Δεν είχε όρεξη να καλύψει το ηχητικό κενό μιας παρέας με προκάτ προγράμματα. Ήταν από τις σπάνιες φορές που αποζητούσε την αταραξία μέσα και έξω από το κεφάλι της. Να έχει αταραξία έστω και χωρίς σκέψεις.
Να μιλήσει στο τηλέφωνο, ούτε λόγος. Να περιηγηθεί στο παγκόσμιο δίκτυο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπα! Προς τι; Νέα δυσάρεστα, απώλειες, κακοποιημένα ζωντανά πέρα από τις λέξεις, διαφημίσεις-χορηγούμενες σελίδες που σε παρακολουθούν και αυτόματα κατευθύνουν παρόμοια σε ό,τι κοντοστάθηκες πάνω από μισό δευτερόλεπτο, νάρκισσοι άνθρωποι να προβάλλουν την αυτοϊκανοποίησή τους, μικροδίκτυα, συμβουλές αυτοβελτίωσης, μυστικά ομορφιάς και υγείας, λίγες ταξιδιάρικες εικόνες.
Αφέθηκε. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Τα πίσω δωμάτια κατοικιών και γραφείων σε πανόραμα. Αποφάσισε να προσηλωθεί στους ήχους του ακάλυπτου. Μισοξάπλωσε στο κρεβάτι με το βιβλίο του κομοδίνου στα χέρια. Βιβλίο επιλεγμένο ειδικά να διαβάζεται πριν τον ύπνο. Είχε άλλο για το λεωφορείο και πολλά της δουλειάς. Κριτήριο είναι το περιεχόμενο, το σχήμα και οι σελίδες. Τα ογκώδη δεν ενδείκνυνται στα μεταφορικά μέσα ακόμα και σε μεγάλες διαδρομές. Οι παράλληλες αναγνώσεις την παρακινούσαν. Συνδύαζε πράγματα έτσι. Δεν βολευόταν, όμως. Δεν έβρισκε την σωστή θέση. Το άνοιξε στην σελίδα με τον σελιδοδείκτη και το κράτησε σαν να το διάβαζε, αλλά δεν ξεκίνησε να διαβάζει. Κοιτούσε ευθεία μπροστά αφηρημένα. Και σε αυτήν την κατάσταση όπως ήταν, η ακοή της άρχισε να λαμβάνει ανάθελα, ακούσια μηνύματα.
Πρώτα άκουσε τα φτερουγίσματα των περιστεριών που ζούσαν στον περιορισμένο, κλουβίσιο χώρο, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, σε περβάζι, σε μονάδα κλιματιστικού, σε κάγκελο, σε κλαδί της λεμονιάς που φούντωνε ανεξέλεγκτη, στα οποία είχαν αφήσει φαρδιά πλατιά την υπογραφή της κουτσουλιάς τους. Μετά άκουσε τα γουργουρητά τους μπερδεμένα με φωνές ενός ή δύο πράσινοι παπαγάλων που μάλλον είχαν τρυπώσει στον ορθογώνιο ακάλυπτο από το διπλανό πάρκο, και δεν ήταν ορατοί, κρυμμένοι στην φυλλωσιά. Από τις διακριτές οικογένειες των περιστεριών, εκεί κατοικούσαν εκείνα με τον κυπαρισσί ιριδίζοντα λαιμό. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι από όλα ήταν τα ωραιότερα. Σίγουρα ήταν ωραιότερα από τα ασπροκαφέ, τα ασπρογκρί, τα ασπρόμαυρα και τα ασπρογκριμαύρα, ίσως επιμειξία των γκρι και των μαύρων που ήταν και τα περισσότερα. Τα καφέ ήταν τα λιγότερα και δεν είχαν πάνω τους άλλο χρώμα. Ήταν τα πιο δειλά, τα πιο αδύνατα και δεν τα έβαζαν με τα άλλα. Είχε παρατηρήσει την συμπεριφορά τους στο πάρκο όταν έκλεινε ο φούρνος και μια γυναίκα έκανε τον κόπο να τους πετάει ψίχουλα και αποκόμματα της μέρας. Φτερούγιζαν από μακριά σαν σύννεφο, μαζεύονταν και πάλευαν να τσιμπολογήσουν. Τα καφέ έμεναν στον έξω κύκλο. Στον πιο έξω οι παπαγάλοι και τα λιγοστά σπουργίτια.
Αναγνώρισε ήχους παντζουριών που κατέβαιναν ηλεκτρικά με διάρκεια, και άλλων χειροκίνητα με απότομες σύντομες κινήσεις, βιαστικές. Τους χρέωσε στα γραφεία και τα ιατρεία που έκλειναν. Είχαν ανοίξει Κυριακή για γενική καθαριότητα, ίσως καταφύγιο λίγων ωρών ησυχίας, ίσως παραπανίσιας δουλειάς που δεν έβγαινε μέσα στην εβδομάδα, για κρυφές συναντήσεις, για χίλιους τόσους λόγους. Την ίδια ώρα σταμάτησε και ο βόμβος των κλιματιστικών τους. Όχι όλων, γιατί άναψε το μεγάλο και θορυβώδες που αντιστοιχούσε στο σουβλατζίδικο και εξυπηρετούσε την γειτονιά. Αυτό θα έμενε ανοιχτό, σκορπίζοντας την τσίκνα του κρέατος έως ότου κλείσει ξημερώματα. Οι μυρωδιές ανακατεύτηκαν με άλλες από τα σπίτια που μαγείρευαν απόγευμα για την επόμενη μέρα. Διέκρινε τα τηγανιτά του σουβλατζίδικου από της κατσαρόλας της οικογενειακής κουζίνας. Τα τσιγαρίσματα και τα μπαχάρια βάρυναν τον αέρα. Τα διαμερίσματα πασχίζουν να βρουν δροσιά μια ανοίγοντας τα παράθυρα στον απόισκιο κλείνοντας τα μηχανήματα, μια ανοίγοντάς τα και κλείνοντας τα παράθυρα, αντίστροφα. Στο μυαλό της έφτιαξε εικόνες του εσωτερικού των διαμερισμάτων. Κουζίνες παλαιού τύπου, εκεί που τα παραθυρόφυλλα ήταν ξύλινα, κουζίνες ανανεωμένες εκεί που είχαν αντικατασταθεί από σύγχρονα κουφώματα. Μέσα στις μικρού ή μεσαίου μεγέθους κουζίνες γυναίκες, όρθιες να πλένουν, να κόβουν λαχανικά, κρέατα, ψάρια, να τρίβουν, να λειώνουν, να ανακατεύουν πάνω στην φωτιά, να προσθέτουν υγρά, αλάτι-πιπέρι και την ίδια ώρα να τους φωνάζουν να κάνουν κάτι άλλο, παράλληλα ή να παρατήσουν άμεσα αυτό με το οποίο καταγίνονται, να τους ρωτάν αν έκαναν ή δεν έκαναν, πότε θα το κάνουν, να περιμένουν ανυπόμονα, λες και αυτές κάθονται αργόσχολες, λες και «ξύνονται». Να ρωτάν πού βρίσκεται το ένα ή το άλλο. Οι μεγαλύτερης ηλικίας θα κωφεύουν, διπλωματικά. Θα κρατούν δυνάμεις. Ακάθεκτες θα συνεχίζουν με σφιγμένο το στομάχι, σχεδόν το έχουν συνηθίσει. Πάντως θα το έχουν βαρεθεί το έργο. Οι νεότερες να μπερδεύονται και να εκνευρίζονται. Να ανταπαντούν έντονα, φορές και επιθετικά. Να δημιουργείται ένταση και εκνευρισμός. Ένα σωρό σενάρια με παραλλαγές, εκτυλίσσονται στις ζωές των ανθρώπων, εκεί απέναντι.
Ανοίγει αδέξια ένα παντζούρι, ίσως γιατί στο άλλο χέρι κρατάει μια λεκάνη με πλυμένα για άπλωμα. Αφουγκράζομαι. Παραμένει και κινείται στο μπαλκόνι. Σίγουρα απλώνει. Ξεχωρίζω ένα τίναγμα βρεγμένου μεγάλου υφάσματος, ίσως μια μεγάλη πετσέτα μπάνιου, ή ένα σεντόνι. Αν έχει και δεύτερο παρόμοιο τίναγμα, σίγουρα θα είναι σεντόνι. Αν έχει και μικρότερα, θα είναι μαξιλαροθήκες. Τα εσώρουχα δεν ακούγονται. Δεν νοιάζεται για τις τσίκνες που θα καθίσουν στα ρούχα. Έχει σκοτεινιάσει και δεν θα πολυβλέπει. Κρεμάει με την αφή και την συνήθεια. Ωπ, κάτι έπεσε. Μανταλάκι από τον ήχο προσγείωσης στο τσιμέντο. Συνεχίζει το άπλωμα. Σίγουρα θα έκανε γκριμάτσα «φτου, να πάρει!». Δεν άνοιξε φως για να μην μπουν κουνούπια και ζωύφια που καραδοκούν. Τι θα είχε να ακούσει σε αυτήν την περίσταση! Τελείωσε, επιστρέφει στο εσωτερικό με την λεκάνη άδεια.
Με τα μάτια κλειστά, ακίνητη, αγκαλιά με το βιβλίο στο στομάχι, παραμένει. Στο βάθος δεξιά, νομίζει, ξεσπούν φωνές. Δεν ακούει ξεκάθαρα τα λόγια των ανθρώπων. Δύο πάντως πρέπει να είναι. Διακρίνει τον τόνο. Είναι οξύς και δυσάρεστος. Βροντά το παράθυρο και το παντζούρι «να μην γίνουμε ρεζίλι στην γειτονιά», μα οι έντονες φωνές, είναι τόσο δυνατές που ξεγλιστρούν από τα κλειστά εμπόδια. Λέει μέσα της, θα είναι γονέας και παιδί. Δεν διαβάζει; Δεν θέλει να σπουδάσει; Θέλει να σπουδάσει αλλά δεν συμφωνούν τι και πού; Θέλει να αλλάξει; Ζητά αποδοχή; Και εκείνη την ώρα ξεχύνεται από ένα ημιυπόγειο σε όλο τον χώρο η φωνή της Φαραντούρη. Τραγουδάει αγωνιστικά Θεοδωράκη. Η ένταση του ήχου ανεβαίνει, όλο ανεβαίνει, φτάνει στο τέρμα. Δεν ακούγεται τίποτα άλλο, μόνο η φωνή της Μαρίας που τα σκεπάζει όλα. Δεν ακούγεται τίποτα άλλο γιατί δεν γίνεται να ακουστεί. Ο ακάλυπτος παρασύρεται στην μουσική. Η Φαραντούρη συνεχίζει. Ένα μωρό ξυπνάει από τον ύπνο του ταραγμένο. Ουρλιάζει με τρόμο. Η μάνα ξεσηκώνεται, βγαίνει να απαιτήσει ησυχία, ο πατέρας βγαίνει να υπερασπιστεί την μάνα και το παιδί του. Ποιος ξέρει αν θα ξανακοιμηθεί και τι ύπνο θα κάνει; Αναλογίζεται τι βράδυ τον περιμένει και πώς θα ανταπεξέλθει την επόμενη μέρα στην δουλειά του που απαιτεί σωματικό κάματο και καθαρό μυαλό. Γρυλίζουν ακόμα και τα μάτια του. Οι φωνές διαμαρτυρίας πολλαπλασιάζονται. Ζητούν να σωπάσει η Φαραντούρη. Ο ήχος χαμηλώνει, ο γενικός εκνευρισμός σβήνει.
Επανέρχεται η κανονικότητα. Θυμάται μια άλλη σκηνή. Τότε που έμεναν οικογενειακά, κατά το συνήθειο, συγγενείς στην ίδια πολυκατοικία, γονείς και οι οικογένειες των τριών κοριτσιών τους, γαμπροί και παιδιά. Στην ταράτσα της απέναντι πολυκατοικίας, παράνομα σίγουρα, και σε άθλιες συνθήκες, κοιμόταν μια Βουλγάρα; που φρόντιζε μια ηλικιωμένη. Έσερνε τα κουρασμένα πόδια της στην ανεμόσκαλα το σούρουπο που σχολούσε. Στον πέμπτο της ίδιας πολυκατοικίας έμενε μια οικογένεια με ένα παιδί με δυσκολίες. Την μορφή του δεν την είχε ποτέ δει. Το παιδί δεν μιλούσε, τραύλιζε ακατάληπτα και όταν πιεζόταν, δεν μπορούσε να εκφραστεί βογκούσε που σου σπάραζε την καρδιά. Μια φορά που είχε φτάσει σε αυτό το σημείο, και η μάνα του ούρλιαζε σε κατάσταση υστερίας ανάμεικτης με κούραση και απελπισία, η θεία μου που έμενε στον πάνω όροφο, άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας και άρχισε να καταφέρεται εναντίον της. «Σαν δεν ντρεπόταν να φέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο! Στο παιδί της! Να σταματήσει αμέσως! Δεν καταλάβαινε ότι έφερνε αντίθετα αποτελέσματα; Ότι επέτεινε την περιπλοκή! Ότι υπέφερε το παιδί της; Ότι κι εμεις, οι μάρτυρες της κρυφής ζωής, ταραζόμασταν;» Ο διάλογος σε υψηλούς τόνους ενέπλεξε και άλλες φωνές, γυναικείες. Μια ιδιότυπη φιλοσοφική συζήτηση περί ζωής στην πίσω σκάλα. Μετά από το συμβάν, πέρασε καιρός να ξανακουστούν βογκητά.
Άβολα, με το βιβλίο αγκαλιά και το φως αναμμένο αποκοιμήθηκε.
Οι Κυριακές, χειμώνα καλοκαίρι, ιδιαίτερα κατά το απόγευμα και μετά την δύση του ήλιου, είναι συννεφιασμένες.