Η τελευταία σέλφι

Herri Met de Bles, «Αποκάλυψη», 1595 (120×170 εκ.). Βενετία, Δουκικό Ανάκτορο
Herri Met de Bles, «Αποκάλυψη», 1595 (120×170 εκ.). Βενετία, Δουκικό Ανάκτορο



Οι Κη­που­ροί, με το αυ­τί κολ­λη­μέ­νο στο έδα­φος, αφου­γκρά­ζο­νταν τους σπό­ρους, που οι ίδιοι εί­χαν σπεί­ρει, να ανοί­γουν μέ­σα στην εύ­φο­ρη γη. Τη γη που εί­χαν φρο­ντί­σει να λι­πά­νουν επαρ­κώς με την αλα­ζο­νεία και τις λοι­πές ακα­θαρ­σί­ες τους.
Ευ­θύς ως άρ­χι­σαν οι ρί­ζες να σα­λεύ­ουν, δό­θη­κε το συ­μπε­φω­νη­μέ­νο σύν­θη­μα. Το αυ­τό­μα­το πό­τι­σμα, ξε­περ­νώ­ντας τον δι­σταγ­μό και της τε­λευ­ταί­ας στα­γό­νας, άνοι­ξε επι­τέ­λους τους κρου­νούς του πο­τί­ζο­ντας με αψί­δες αί­μα­τος τη σπαρ­μέ­νη γη.
Δεν άρ­γη­σαν να ξε­μυ­τί­σουν από μέ­σα της αιχ­μές δο­ρά­των και βε­λών. Ξί­φη, στι­λέ­τα, μυ­δρα­λιο­βό­λα, πύ­ραυ­λοι απα­στρά­πτο­ντες στον ήλιο.
Στην προ­σπά­θειά τους ν’ απο­φύ­γουν το πε­πρω­μέ­νο, χε­λώ­νες ανα­τρέ­πο­νταν, σκαν­τζό­χοι­ροι συν­θλί­βο­νταν, κου­νέ­λια δια­με­λί­ζο­νταν.
Τα πε­τει­νά του ου­ρα­νού ―σπουρ­γί­τια, καρ­δε­ρί­νες, αη­δό­νες και κοκ­κι­νο­λαί­μη­δες, κο­τσύ­φια, πε­ρι­στέ­ρες, χε­λι­δό­νια, ακό­μη και οι σταυ­ρα­ε­τοί, εκεί­νοι που ψη­λά πε­τούν― αδυ­να­τού­σαν να ξε­φύ­γουν απ’ τα ελι­κο­φό­ρα άν­θη, που με τα δρέ­πα­νά τους απο­κε­φα­λί­ζα­νε ό,τι αλ­λό­τριο συ­να­ντού­σα­νε στην πτή­ση τους.
Κρυμ­μέ­νοι μες στα σύν­νε­φα, μα­στοί λε­χώ­νας έλου­ζαν με γά­λα θα­να­τε­ρό ελά­φια, φρά­ου­λες και πε­τα­λού­δες. Σφή­κες και μέ­λισ­σες αυ­το­κτο­νού­σα­νε όλες μα­ζί. Ανή­μπο­ρα τα δέ­ντρα δα­κρυρ­ρο­ού­σαν.
Έως ότου άγ­γε­λοι εξ ου­ρα­νού έκα­ναν την εμ­φά­νι­σή τους, στις ικε­σί­ες αντα­πο­κρι­νό­με­νοι της πα­σχα­λί­τσας και των μυρ­μη­γκιών. Μα ευ­θύς αμέ­σως τα αναρ­ρι­χώ­με­να τους πε­ρι­κύ­κλω­σαν, τους πε­ριέ­δε­σαν κι αιχ­μά­λω­τους τους έσυ­ραν στη γη.
Οι οθό­νες, μι­κρές-με­γά­λες, δη­μό­σιες-ιδιω­τι­κές, φο­ρη­τές ή στα­θε­ρές, σε Βορ­ρά, σε Νό­το, σ’ Ανα­το­λή, σε Δύ­ση, ξε­χεί­λι­ζαν απ’ τις ει­κό­νες των Κή­πων της Νί­κης. Την κε­ντρι­κή τους πύ­λη έσκε­πε συν­νε­φά­κι χρώ­μα­τος ροζ. Ροζ των ζα­χα­ρω­τών. Ροζ των μι­κρών κο­ρι­τσιών. Εκεί, τώ­ρα, με κά­θε μέ­σο και κά­θε τρό­πο, εκ­βάλ­λα­νε ορ­μη­τι­κά τα πλή­θη.
Οι άγ­γε­λοι, πι­σθά­γκω­να δε­μέ­νοι, ανα­θάρ­ρη­σαν με τ’ αφρι­σμέ­να κύ­μα­τα ― εις μά­την. Τα όντα του εί­δους των αν­θρώ­πων, τα ασμέ­νως συρ­ρέ­ο­ντα, απλώς έβγα­ζαν από το θη­κά­ρι το μα­χαί­ρι τους ποιος να πρω­το­τρα­βή­ξει την τε­λευ­ταία σέλ­φι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: