Γυρνούσαμε απ’ το Πανόραμα. Στεκόμασταν πίσω στο πλατύσκαλο και βλέπαμε το δρόμο και τη γύρω φύση κι όλα έμοιαζαν τόσο διαφορετικά σα να ζούσαμε σε άλλη εποχή. Στη μέση της διαδρομής πλησίασε μια κοπέλα κοιτάζοντάς με επίμονα στα μάτια και προτού καλά καλά σταθεί πλάι μου άπλωσε το χέρι κι έπιασε δυνατά πάνω απ' το ρούχο τα γεννητικά μου όργανα.
Την κοίταξα έκπληκτος και σύγχρονα άρχισα να πονάω γιατί το σφίξιμό της έμοιαζε αδέξιο κι επίμονο, που αναγκάστηκα να πιάσω σιωπηλά το χέρι της και να το αποσπάσω. Ήταν μεγαλύτερή μου οπωσδήποτε κι έδειχνε γερασμένη από δύσκολη ή μίζερη ζωή. Τα ρούχα, φτωχικά, μόλις σκεπάζανε το αδύνατο κορμί της. Στο υπόλοιπο της διαδρομής την πλησίασα εγώ και χωρίς θέληση, την άφησα να μ’ αγγίξει αυτήν τη φορά πιο μαλακά, σαν χάδι...
Όταν σταμάτησε το λεωφορείο κατεβήκαμε αγκαλιασμένοι κι όλο την οδηγούσα σαν μεθυσμένος σ’ ένα δωμάτιο έρωτα. Στο δρόμο την ρωτούσα για τ’ όνομά της, για τη ζωή της, έτσι από ανήμπορη ευγένεια, πιο πολύ για να πω κάτι ή να διώξω το ξεσήκωμα που φούντωνε μέσα μου από την προσμονή.
Κι αυτή πρόθυμα απαντούσε πως έκανε μοναχική ζωή και ξενοδούλευε από μικρή. Τώρα πια ήξερε πόσο γρουσούζα ήταν για τον εαυτό της και τους άλλους. Καθώς δεν ήξερε και να εκφράζεται όλο με μπέρδευε με την παράξενη γλώσσα της. Όσο μιλούσε κι όσο τα λόγια της με απωθούσαν, τόσο τα χάδια μου γίνονταν πιο τολμηρά, να κρατήσω πια μ’ αυτά την παράξενη επιθυμία που μ’ είχε συνεπάρει στην αρχή και τώρα όσο πήγαινε λιγόστευε.
Κάποτε είδα με τρόμο πως είχαμε μείνει ολόγυμνοι. Χώθηκα σε μια πάροδο με φτωχικές αυλές και ρούχα απλωμένα. Προχωρήσαμε δειλά, μη μας ακούσουν, να κόψουμε μέσα από τα χαλάσματα στον πλαϊνό δρόμο όταν βγήκε μια γυναίκα της γειτονιάς που δεν μπορώ να θυμηθώ καθόλου. Έχουν όλες το ίδιο ανάστημα, τα ίδια θαρρείς ρούχα, την ίδια διαπεραστική φωνή καθώς φωνάζουν μες στο ηλιοβασίλεμα τα παιδιά τους απ' το παιχνίδι. Μπήκε ανάμεσά μας, επιτιμώντας τη γύμνια μας και τα ’βαζε με την κοπέλα. Για λίγο κοντοστάθηκα, ζυγιάζοντας μέσα μου τον κοιμισμένο πόθο με την ξύπνια πια ντροπή και το ’βαλα στα πόδια.
Βρέθηκα σ' ένα ερημικό στενό κι άρχισα να προχωρώ στο τέρμα του όταν φάνηκε μπροστά μου μια κούρσα με διάφορα περίεργα σκαλίσματα που δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά. Την ίδια στιγμή βγήκε ανοίγοντας την πόρτα ένας ψηλός και κομψός άνδρας ― έμοιαζε αστυνομικός, γεμάτος ευγένεια και επιτηδευμένη θλίψη και ρώτησε πού ήθελα να με πάνε. Τα λόγια μας και το φέρσιμό του ούτε που έδειχνε να επηρεάστηκαν από τη γελοία κατάστασή μου. Εξάλλου με κοίταζε μόνο στο πρόσωπο. Προσπαθούσα να εξηγήσω τη στάση του κι έλεγα πως ίσως να επηρεάστηκε απ' τα χαρακτηριστικά μου, οπωσδήποτε σκεφτόμουν δε μοιάζω και για κανένας αλήτης, μπορεί ακόμα να είχε προσέξει πως δεν ήμουν εντελώς γυμνός. Είχα ακόμα μια άσπρη φανέλα που όσο μιλούσαμε την τέντωνα μέχρι κάτω στους γυμνούς γοφούς μου. Κάποτε έκλεισε η σύντομη συνομιλία μας κι αφού του έδωσα ψεύτικες, όσο και πρόχειρες εξηγήσεις για την περίπτωσή μου, αρνήθηκα να με πάρουν μια και το σπίτι μου ήτανε ―τάχα― πολύ κοντά. Έπειτα έκανα να προχωρήσω ίσια και καθώς ακόμα προσπερνούσα το μήκος του αυτοκινήτου άνοιξε η πίσω πόρτα κι ένας συνάδελφός του, που σίγουρα δεν είχε παρακολουθήσει όλη τη συζήτησή μας, μου χαμογελούσε να μπω μέσα. Έμεινα να τον κοιτάζω ίσια στα λεπτά του χείλια που ‘γράφανε’ αυτό το θελκτικό γέλιο που με τραβούσε σαν μια ζέστα μέσα από την επίμονα ανοιχτή πόρτα της μαύρης κούρσας. Έγνεψα αρνητικά και προσπέρασα. Ώσπου να ξεκινήσουν αυτοί είχα φτάσει κι εγώ στην άκρη του δρόμου και στάθηκα, κοιτάζοντας αναποφάσιστος γύρω μου. Σκεπτόμουν την κοπέλα, αν θα ’ταν ακόμα στην αυλή μ' εκείνη τη γυναίκα. Σκεπτόμουν και τους αστυνομικούς που μου ’χαν κάνει βαθιά εντύπωση. Δε φανταζόμουν σ' αυτή τη γειτονιά να υπήρχε ένα αστυνομικό τμήμα, τόσο καλά οργανωμένο. Είπα να φωνάξω πάλι την κοπέλα και τότε κατάλαβα πως είχα ξεχάσει το όνομά της, σχεδόν μόλις μου το είπε αφού τώρα, πρώτη φορά που ήθελα να το χρησιμοποιήσω, δεν το θυμόμουν.
Ξύπνησα απότομα πνιγμένος στον ιδρώτα πάνω στο κρεβάτι της μητέρας. Έκανε τόση ζέστα εκεί, για μια στιγμή πίστεψα πως κάπως έτσι πρέπει να αισθανόμουν μες στην κοιλιά της. Πήγα ίσια στο δωμάτιό μου και είδα πως στο δικό μου κρεβάτι ξάπλωνε μια θεία μου με το γιο της. Παραξενεύτηκα πως κοιμόντουσαν έτσι μαζί γιατί ο ξάδερφός μου ήταν πια μεγάλος κι είχε περάσει τα τριάντα. Έπειτα πρόσεξα πως ήταν με τα ρούχα τους και πάνω στα πρόσωπά τους είχαν σηκώσει τ’ άσπρο σεντόνι. Αργότερα ρώτησα γι' αυτό τη μητέρα και μου ’πε ― βιαστικά, πως τους πειράζει ο ήλιος.
Το ίδιο βράδυ έμεινα μόνος κι έφερα μπροστά μου το όνειρο και την παράξενη ατμόσφαιρά του. Ένιωσα περίεργα κι άρχισα να κρυώνω. Πίστευα πια πως αυτό το όνειρο κάτι ήθελε να πει και δεν το τέλειωσε, κάτι που στιγμές ― στιγμές με τρόμαζε κιόλας. Έπειτα σκέφθηκα μήπως ήταν ένα ερωτικό όνειρο που δεν ολοκληρώθηκε. Αυτή η σκέψη δουλεύτηκε μέσα μου ώρα πολλή, σα σωτηρία σε κίνδυνο άγνωστο που, κάποτε βρέθηκα ανήμπορος στο κρεβάτι και, νομίζοντας πως αυτό θα με λύτρωνε επιχείρησα να αυνανιστώ. Ικανοποιήθηκα αρκετές φορές συνέχεια, πιστεύοντας πως έτσι θα τέλειωνε κι αυτό που άρχισε το όνειρο κι όλο σκεπτόμουν πως η κοπέλα εκείνη ήταν άσχημη και σκελετωμένη και μόνη το ’λεγε πως ήτανε γρουσούζα. Κάθε φορά που τέλειωνα ένιωθα και πιο απομακρυσμένος απ' αυτήν, ώσπου το δέρμα κάτω γέμισε ξεραμένα σπέρματα, άσπρα σα λέπια.
Καταλάβαινα τώρα πως σ’ αυτό το όνειρο είχα δώσει υπερβολική σημασία. Ακόμα κι εκείνη η εξήγηση της μητέρας πως «πειράζει» ο ήλιος με τρόμαζε γιατί εκείνη την ώρα δεν υπήρχε ούτε μια αχτίδα μες στο μουντό φθινοπωριάτικο απόγεμα.
Είχα ένα φτερούγισμα στα σπλάχνα, σαν που ξυπνάς χαράματα κι ετοιμάζεσαι νευρικά και αδήμονα για εκδρομή που σχεδίαζες από καιρό. Γύρισα πάλι στο όνειρο. Απ' όλες τις εικόνες του έρχονταν πολύ έντονα η στιγμή που διασχίζαμε γυμνοί μια αυλή γεμάτη απλωμένα ρούχα χωρίς να πειράξουμε τίποτε κι εκείνη που στεκόμουν μπροστά στον δεύτερο αστυνομικό, κοντά στην ανοιχτή πόρτα. Ένιωθα ξανά το χαμόγελό του που με τραβούσε παντοδύναμα μέσα κι έχω την εντύπωση πως ειδικά αυτή η σκηνή μες στο όνειρο κράτησε όσο περίπου η ζωή μου μέχρι τώρα.
Τότε με κυρίευσε μια κατασταλαγμένη πίκρα που από ένα απλό όνειρο που άλλος θα το ’βλεπε σα μια περιπέτεια απ’ αυτές που σπάνια ζεις, χάλασα πάλι τη ζωή μου κι αλαφιασμένο το βλέμμα μου έφερε γύρο στο δωμάτιο ψάχνοντας να βρει κάτι. Ήμουν τόσο κουρασμένος που μες στην απόγνωσή μου επιθύμησα κάτι απίθανο και δυνατό, που ωστόσο δεν ήρθε.
Κάποτε συνήλθα και μου φάνηκε πως άκουσα σαλπίσματα... Θυμήθηκα περασμένα χρόνια που με συμμαθητές τέτοιον καιρό κάναμε δοκιμές με σχολικές σάλπιγγες. Αυτό το τελευταίο με κράτησε. Λαχτάρησα να 'χα στα χέρια μου μια τέτοια σάλπιγγα και ν’ ανέβαινα πάνω στην ταράτσα, βγάζοντας όπως τότε ― χαρούμενα στα μπαλκόνια τους, κορίτσια από τα γύρω σπίτια.