Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/klimakes/to-oneiro-kai-i-apologhia-moi-poi-to-eida
Γυρνούσαμε απ’ το Πανόραμα. Στεκόμασταν πίσω στο πλατύσκαλο και βλέπαμε το δρόμο και τη γύρω φύση κι όλα έμοιαζαν τόσο διαφορετικά σα να ζούσαμε σε άλλη εποχή. Στη μέση της διαδρομής πλησίασε μια κοπέλα κοιτάζοντάς με επίμονα στα μάτια και προτού καλά καλά σταθεί πλάι μου άπλωσε το χέρι κι έπιασε δυνατά πάνω απ' το ρούχο τα γεννητικά μου όργανα.
Την κοίταξα έκπληκτος και σύγχρονα άρχισα να πονάω γιατί το σφίξιμό της έμοιαζε αδέξιο κι επίμονο, που αναγκάστηκα να πιάσω σιωπηλά το χέρι της και να το αποσπάσω. Ήταν μεγαλύτερή μου οπωσδήποτε κι έδειχνε γερασμένη από δύσκολη ή μίζερη ζωή. Τα ρούχα, φτωχικά, μόλις σκεπάζανε το αδύνατο κορμί της. Στο υπόλοιπο της διαδρομής την πλησίασα εγώ και χωρίς θέληση, την άφησα να μ’ αγγίξει αυτήν τη φορά πιο μαλακά, σαν χάδι...
Όταν σταμάτησε το λεωφορείο κατεβήκαμε αγκαλιασμένοι κι όλο την οδηγούσα σαν μεθυσμένος σ’ ένα δωμάτιο έρωτα. Στο δρόμο την ρωτούσα για τ’ όνομά της, για τη ζωή της, έτσι από ανήμπορη ευγένεια, πιο πολύ για να πω κάτι ή να διώξω το ξεσήκωμα που φούντωνε μέσα μου από την προσμονή.
Κι αυτή πρόθυμα απαντούσε πως έκανε μοναχική ζωή και ξενοδούλευε από μικρή. Τώρα πια ήξερε πόσο γρουσούζα ήταν για τον εαυτό της και τους άλλους. Καθώς δεν ήξερε και να εκφράζεται όλο με μπέρδευε με την παράξενη γλώσσα της. Όσο μιλούσε κι όσο τα λόγια της με απωθούσαν, τόσο τα χάδια μου γίνονταν πιο τολμηρά, να κρατήσω πια μ’ αυτά την παράξενη επιθυμία που μ’ είχε συνεπάρει στην αρχή και τώρα όσο πήγαινε λιγόστευε.
Κάποτε είδα με τρόμο πως είχαμε μείνει ολόγυμνοι. Χώθηκα σε μια πάροδο με φτωχικές αυλές και ρούχα απλωμένα. Προχωρήσαμε δειλά, μη μας ακούσουν, να κόψουμε μέσα από τα χαλάσματα στον πλαϊνό δρόμο όταν βγήκε μια γυναίκα της γειτονιάς που δεν μπορώ να θυμηθώ καθόλου. Έχουν όλες το ίδιο ανάστημα, τα ίδια θαρρείς ρούχα, την ίδια διαπεραστική φωνή καθώς φωνάζουν μες στο ηλιοβασίλεμα τα παιδιά τους απ' το παιχνίδι. Μπήκε ανάμεσά μας, επιτιμώντας τη γύμνια μας και τα ’βαζε με την κοπέλα. Για λίγο κοντοστάθηκα, ζυγιάζοντας μέσα μου τον κοιμισμένο πόθο με την ξύπνια πια ντροπή και το ’βαλα στα πόδια.
Βρέθηκα σ' ένα ερημικό στενό κι άρχισα να προχωρώ στο τέρμα του όταν φάνηκε μπροστά μου μια κούρσα με διάφορα περίεργα σκαλίσματα που δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά. Την ίδια στιγμή βγήκε ανοίγοντας την πόρτα ένας ψηλός και κομψός άνδρας ― έμοιαζε αστυνομικός, γεμάτος ευγένεια και επιτηδευμένη θλίψη και ρώτησε πού ήθελα να με πάνε. Τα λόγια μας και το φέρσιμό του ούτε που έδειχνε να επηρεάστηκαν από τη γελοία κατάστασή μου. Εξάλλου με κοίταζε μόνο στο πρόσωπο. Προσπαθούσα να εξηγήσω τη στάση του κι έλεγα πως ίσως να επηρεάστηκε απ' τα χαρακτηριστικά μου, οπωσδήποτε σκεφτόμουν δε μοιάζω και για κανένας αλήτης, μπορεί ακόμα να είχε προσέξει πως δεν ήμουν εντελώς γυμνός. Είχα ακόμα μια άσπρη φανέλα που όσο μιλούσαμε την τέντωνα μέχρι κάτω στους γυμνούς γοφούς μου. Κάποτε έκλεισε η σύντομη συνομιλία μας κι αφού του έδωσα ψεύτικες, όσο και πρόχειρες εξηγήσεις για την περίπτωσή μου, αρνήθηκα να με πάρουν μια και το σπίτι μου ήτανε ―τάχα― πολύ κοντά. Έπειτα έκανα να προχωρήσω ίσια και καθώς ακόμα προσπερνούσα το μήκος του αυτοκινήτου άνοιξε η πίσω πόρτα κι ένας συνάδελφός του, που σίγουρα δεν είχε παρακολουθήσει όλη τη συζήτησή μας, μου χαμογελούσε να μπω μέσα. Έμεινα να τον κοιτάζω ίσια στα λεπτά του χείλια που ‘γράφανε’ αυτό το θελκτικό γέλιο που με τραβούσε σαν μια ζέστα μέσα από την επίμονα ανοιχτή πόρτα της μαύρης κούρσας. Έγνεψα αρνητικά και προσπέρασα. Ώσπου να ξεκινήσουν αυτοί είχα φτάσει κι εγώ στην άκρη του δρόμου και στάθηκα, κοιτάζοντας αναποφάσιστος γύρω μου. Σκεπτόμουν την κοπέλα, αν θα ’ταν ακόμα στην αυλή μ' εκείνη τη γυναίκα. Σκεπτόμουν και τους αστυνομικούς που μου ’χαν κάνει βαθιά εντύπωση. Δε φανταζόμουν σ' αυτή τη γειτονιά να υπήρχε ένα αστυνομικό τμήμα, τόσο καλά οργανωμένο. Είπα να φωνάξω πάλι την κοπέλα και τότε κατάλαβα πως είχα ξεχάσει το όνομά της, σχεδόν μόλις μου το είπε αφού τώρα, πρώτη φορά που ήθελα να το χρησιμοποιήσω, δεν το θυμόμουν.
Ξύπνησα απότομα πνιγμένος στον ιδρώτα πάνω στο κρεβάτι της μητέρας. Έκανε τόση ζέστα εκεί, για μια στιγμή πίστεψα πως κάπως έτσι πρέπει να αισθανόμουν μες στην κοιλιά της. Πήγα ίσια στο δωμάτιό μου και είδα πως στο δικό μου κρεβάτι ξάπλωνε μια θεία μου με το γιο της. Παραξενεύτηκα πως κοιμόντουσαν έτσι μαζί γιατί ο ξάδερφός μου ήταν πια μεγάλος κι είχε περάσει τα τριάντα. Έπειτα πρόσεξα πως ήταν με τα ρούχα τους και πάνω στα πρόσωπά τους είχαν σηκώσει τ’ άσπρο σεντόνι. Αργότερα ρώτησα γι' αυτό τη μητέρα και μου ’πε ― βιαστικά, πως τους πειράζει ο ήλιος.
Το ίδιο βράδυ έμεινα μόνος κι έφερα μπροστά μου το όνειρο και την παράξενη ατμόσφαιρά του. Ένιωσα περίεργα κι άρχισα να κρυώνω. Πίστευα πια πως αυτό το όνειρο κάτι ήθελε να πει και δεν το τέλειωσε, κάτι που στιγμές ― στιγμές με τρόμαζε κιόλας. Έπειτα σκέφθηκα μήπως ήταν ένα ερωτικό όνειρο που δεν ολοκληρώθηκε. Αυτή η σκέψη δουλεύτηκε μέσα μου ώρα πολλή, σα σωτηρία σε κίνδυνο άγνωστο που, κάποτε βρέθηκα ανήμπορος στο κρεβάτι και, νομίζοντας πως αυτό θα με λύτρωνε επιχείρησα να αυνανιστώ. Ικανοποιήθηκα αρκετές φορές συνέχεια, πιστεύοντας πως έτσι θα τέλειωνε κι αυτό που άρχισε το όνειρο κι όλο σκεπτόμουν πως η κοπέλα εκείνη ήταν άσχημη και σκελετωμένη και μόνη το ’λεγε πως ήτανε γρουσούζα. Κάθε φορά που τέλειωνα ένιωθα και πιο απομακρυσμένος απ' αυτήν, ώσπου το δέρμα κάτω γέμισε ξεραμένα σπέρματα, άσπρα σα λέπια.
Καταλάβαινα τώρα πως σ’ αυτό το όνειρο είχα δώσει υπερβολική σημασία. Ακόμα κι εκείνη η εξήγηση της μητέρας πως «πειράζει» ο ήλιος με τρόμαζε γιατί εκείνη την ώρα δεν υπήρχε ούτε μια αχτίδα μες στο μουντό φθινοπωριάτικο απόγεμα.
Είχα ένα φτερούγισμα στα σπλάχνα, σαν που ξυπνάς χαράματα κι ετοιμάζεσαι νευρικά και αδήμονα για εκδρομή που σχεδίαζες από καιρό. Γύρισα πάλι στο όνειρο. Απ' όλες τις εικόνες του έρχονταν πολύ έντονα η στιγμή που διασχίζαμε γυμνοί μια αυλή γεμάτη απλωμένα ρούχα χωρίς να πειράξουμε τίποτε κι εκείνη που στεκόμουν μπροστά στον δεύτερο αστυνομικό, κοντά στην ανοιχτή πόρτα. Ένιωθα ξανά το χαμόγελό του που με τραβούσε παντοδύναμα μέσα κι έχω την εντύπωση πως ειδικά αυτή η σκηνή μες στο όνειρο κράτησε όσο περίπου η ζωή μου μέχρι τώρα.
Τότε με κυρίευσε μια κατασταλαγμένη πίκρα που από ένα απλό όνειρο που άλλος θα το ’βλεπε σα μια περιπέτεια απ’ αυτές που σπάνια ζεις, χάλασα πάλι τη ζωή μου κι αλαφιασμένο το βλέμμα μου έφερε γύρο στο δωμάτιο ψάχνοντας να βρει κάτι. Ήμουν τόσο κουρασμένος που μες στην απόγνωσή μου επιθύμησα κάτι απίθανο και δυνατό, που ωστόσο δεν ήρθε.
Κάποτε συνήλθα και μου φάνηκε πως άκουσα σαλπίσματα... Θυμήθηκα περασμένα χρόνια που με συμμαθητές τέτοιον καιρό κάναμε δοκιμές με σχολικές σάλπιγγες. Αυτό το τελευταίο με κράτησε. Λαχτάρησα να 'χα στα χέρια μου μια τέτοια σάλπιγγα και ν’ ανέβαινα πάνω στην ταράτσα, βγάζοντας όπως τότε ― χαρούμενα στα μπαλκόνια τους, κορίτσια από τα γύρω σπίτια.
Εφετείο Θεσσαλονίκης, 9 Νοεμβρίου 1972, λίγο πριν τα μεσάνυχτα
Κύριοι δικασταί,
με απόλυτο σεβασμό αλλά και απορία βρίσκομαι μπροστά σας. Απορία γιατί το κείμενο με το οποίο συνεργάσθηκα στο Τραμ, ούτε σαν πρόθεση, ούτε σαν αποτέλεσμα ―κι αυτό σε σχέση με τις καταθέσεις των ειδικών―, δικαιολογεί την κατηγορία που του απευθύνεται.
Δυστυχώς υπάρχει ένας αδιόρατος πέπλος ανάμεσα σ' αυτούς που εκφράζονται στο χώρο της Τέχνης και στους δέκτες. Πολλοί απ' τους καλλιτέχνες διέπονται θα 'λεγα από μια υπεροψία απέναντι στους θαυμαστές τους και πολύ περισσότερο στους επικριτές τους. Θα κάνω μια προσπάθεια να σχίσω αυτόν τον πέπλο σ' ό, τι έχει σχέση με μένα τουλάχιστο, για δυο λόγους
Πρώτα, γιατί και προσωπικά πιστεύω πως δεν πρέπει να διατηρείται κι έπειτα γιατί – ας μου επιτρέψετε την έκφραση, άρχισα πλέον να α ν η σ υ χ ώ...
Επομένως θα κάνω μια σύντομη ανάλυση στο ‘επίμαχο’ κείμενό μου, πράμα που για να είμαι ειλικρινής δεν είχα κατά νου να πράξω προτού συνειδητοποιήσω σε... βάθος μερικά σημεία αυτής της δίκης.
Πριν έρθω όμως στο κείμενο θέλω να απαντήσω σε ορισμένα ‘πιστεύω’ που διατυπώθηκαν απ' τους μάρτυρες κατηγορίας. Δεν συμφωνώ πως η “τέχνη είναι συνταυτισμένη με την ηθική”. Ούτε σήμερα οι προσπάθειες και των δύο πλευρών άγγιξαν κάποιο ορισμό της Τέχνης μια και ‘επίσημα’ δεν υπάρχει κανείς. Ο καλλιτέχνης σ' οποιοδήποτε χώρο εκφράζεται, αναπλάθει κατά βάση τα βιώματα που του δημιουργεί το περιβάλλον, με την προσωπική του ζύμη και τα επιστρέφει σ' αυτό. Όταν ο δέκτης, ανακαλύπτοντας κάποιο νόημα αγγίξει τη συγκίνηση που ένιωσε ο δημιουργός τότε δημιουργείται ένας σπάνιος ψυχικός κραδασμός. Η τέχνη είναι επιμιξία με τους άλλους.
Συνεχίζοντας θα 'λεγα πως καταντά πια αυτονόητο ότι ο καλλιτέχνης παίρνει κατά την ευαισθησία του οποιοδήποτε βίωμα απ' το περιβάλλον, είτε αυτό είναι καλό, είτε κακό, είτε ευχάριστο, είτε οδυνηρό. Η έκφραση του δεν καθορίζεται διαμορφωτικά μόνο από τα “ηθικά” στοιχεία γιατί απλούστατα, αποσιωπώντας τα άλλα, δεν θα 'ταν αληθινός.
Αναφερόμενος ειδικότερα στην πεζογραφία θα δώσω ένα παράδειγμα: στο μυθιστόρημα λ.χ. έχουμε, όπως λέμε, ηθογραφία. Εννοώντας πως οι ήρωες που κινεί ο συγγραφέας ταυτίζονται ή συγκρούονται σ' αμφίβολης έκβασης πάλη. Το νόημα, ή αν θέλετε το όποιο “ηθικό” μήνυμα καλείται να το ανακαλύψει ο καθένας απ' τους αναγνώστες πάντα ανάλογα με την δεκτικότητα ή τα απωθημένα του. Ο συγγραφέας πια είναι άμοιρος των συμπερασμάτων του δέκτη γιατί υπάρχει το ‘πρισματικό’, oι διάφορες οπτικές γωνίες, η διαφορετική μόρφωση και καλλιέργεια στην πρόσκτηση του αναγνώστη. Δεν είναι λοιπόν δυνατό να “ηθογραφούμε κοινωνία αγγέλων”, όπως ‘αποζητά’ το χριστιανικό πιστεύω των μαρτύρων γιατί απλούστατα πρέπει να τους θυμίσω ( πάντοτε “χριστιανικά” ), πως μας περιστοιχίζουν και διάβολοι ! Εδώ θέλω να προσθέσω κάτι αρκετά σημαντικό (σύμφωνα πάντα με την προσωπική μου άποψη ) παραθέτοντας αυτό που είπε ένα απ' τα λαμπρότερα πνεύματα της εποχής μας, ο Ζαν Πολ Σαρτρ. Λυπάμαι για μια πιθανή ανακρίβεια στη μεταφορά του μια και το διάβασα πριν μερικά χρόνια στην Επιθεώρηση Τέχνης και το 'χω κάπως ξεχάσει σαν διατύπωση. Σε συνέντευξη λοιπόν που ακολούθησε μια διάλεξή του αναφέρθηκε απαντώντας σε σχετική ερώτηση πάνω στον ιδανικά ευαίσθητο χώρο που μπορεί να εκφρασθεί o καλλιτέχνης με το ακόλουθο παράδειγμα:
«... Ας φανταστούμε μια ποδοσφαιρική ομάδα. Στην ομάδα αυτή παίζουν μπροστά οι κυνηγοί, αυτοί που σκοπό τους έχουν να πετύχουν τα γκολ, αξιοποιώντας την κατάλληλη ευκαιρία ή μια καλή πάσα. Στην ίδια ομάδα υπάρχει κι ο τερματοφύλακας. Αυτός παίζει πίσω, κάτω από τα γκολ-ποστ. Ζει σε μια διαρκή αγωνία να μη δεχθεί γκολ, να μην αφήσει να περάσουν τα γκολ. Πιστεύω πως αν κάποιος απ' την ομάδα αυτή έχει μια προδιάθεση να εκφρασθεί, αυτός είναι ο τερματοφύλακας. Θα μπορούσε, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να γράψει μια μέρα ένα καλό βιβλίο για το ... ποδόσφαιρο».
Νομίζω κ. Δικασταί πως τέλειωσα με την γενική τοποθέτηση. Δυστυχώς ή ευτυχώς ανήκω στην κατηγορία του τερματοφύλακα. Στα όνειρά μου έρχονται γερασμένες μορφές, μου δημιουργούν ένα πλαίσιο αγωνίας γιατί μ' αυτές πρέπει να σμίξω κι αυτό νομίζω πως είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα που δεν μπορεί να μου το στερήσει κανείς και κανένα Δικαστήριο.
Και τώρα έρχομαι στο κείμενο και πρώτα θέλω να διευκρινίσω μερικά σημεία γύρω απ' αυτή την συνεργασία μου .
1/ Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 1963. Λίγα χρόνια μετά πρέπει να παραδεχθώ πως διέκοψα ―προσωρινά ή όχι δεν το ξέρω― την επαφή μου με την λογοτεχνία μια και με κράτησαν μακριά επαγγελματικές ασχολίες. Αυτό όμως ―και πρέπει να το τονίσω εδώ― δεν σημαίνει πως η δεκαετία που πέρασε μου δημιουργεί κανενός είδους ‘άλλοθι’, όπως άτυχα προσπάθησαν να ερμηνεύσουν φιλικοί μου κύκλοι, ακόμα και η υπεράσπισή μου στην πρωτοβάθμια εκδίκαση. Δίδοντας ένα κείμενο του 1963 το 1972 σημαίνει πως το δέχομαι ακόμα απόλυτα. Θα πρόσθετα μάλιστα πως μ' αυτή την ευκαιρία άνοιξε ένα ξεχασμένο ― κλειστό παράθυρο και μου αποκάλυψε ξεκάθαρα με πόση συγκίνηση είναι γραμμένο.
2/ Έχοντας γνώση ή διαίσθηση μερικών πραγμάτων ( εδώ αναφέρομαι στο θέμα της δημοσιότητας και της "μέσης" δεκτικότητας) δε θα 'δινα ίσως το κείμενο αυτό σ' ένα έντυπο πλατιάς επικοινωνίας λ.χ. σε μια εφημερίδα.
3/ Το Τραμ είχα προσέξει ήδη πως ήταν ένα ξεχωριστό και αξιόλογο λογοτεχνικό περιοδικό. Σ' αυτό συνεργάσθηκαν μεγάλοι ποιητές όπως ό Σεφέρης, το πρώτο Νόμπελ στη χώρα μας, ο Ελύτης, ο Σαχτούρης κ.ά.
4/ Ο καθηγητής Γιώργος Σαββίδης που τον εκτιμώ βαθύτατα — είναι μια εξέχουσα μορφή στο χώρο της κριτικής φιλολογίας στη χώρα μας― με παρότρυνε να συνεργασθώ με το Τραμ, δημιουργώντας μου έτσι μια αφορμή να επιστρέψω στο χώρο της Λογοτεχνίας όπου – όπως πίστευε, έχω να δώσω μερικά πράματα.
Σχετικά με το κείμενο : θέλω να διευκρινίσω απόλυτα πως τίποτα μες στις γραμμές του δεν έχει ‘ξεφύγει’. Κ ά θ ε λ έ ξ η και εικόνα είναι η θ ε λ η μ έ ν η, κυρίως οι πιο τολμηρές γιατί μόνο μ' αυτά πίστευα ότι θα εκφρασθώ σωστά.
Ήδη απ' την μακρόσυρτη διαδικασία και τα όσα ειπώθηκαν μπορώ να διαιρέσω τους πιθανούς αναγνώστες του κειμένου. Eίναι : α/ Αυτοί πού ‘ξέρουν’... οι ασχολούμενοι καθ' οιονδήποτε τρόπο με την λογοτεχνία, οι ειδήμονες και β/ “Ο μέσος άνθρωπος" κατά την έκφραση του κ. Εισαγγελέα.
Δεν θα σταθώ εδώ στους πρώτους. Μ' αυτούς δεν υπάρχει κανένα ‘πρόβλημα’. Ορισμένοι απ' αυτούς ήρθαν αυθόρμητα και κατάθεσαν στην υπεράσπισή μας. Αυτοί βέβαια ‘πήραν’ και πολύ περισσότερα πράματα πέρα απ' τις λέξεις. Άγγιξαν τους συμβολισμούς και το νόημα.
Με τούς δεύτερους ( τουλάχιστον όπως και ...εάν εκπροσωπήθηκαν σήμερα εδώ, θα μου επιτραπεί να μιλήσω στη γλώσσα τους. Υπάρχουν λοιπόν λέξεις που κατά το κατηγορητήριο “προσβάλλουν καταφώρως την δημοσίαν αιδώ ως άσεμναι”. Τις αναφέρω και πάλι : γεννητικά όργανα, αυνανισμός και σπέρμα. Ε, λοιπόν … υ π ά ρ χ ο υ ν ό λ ε ς σ τ α λ ε ξ ι κ ά .
Συνεχίζω : ομίλησαν “περί διεγέρσεως και προτροπών...”. Απαντώ, πως δεν υπάρχει, πάντοτε με την ‘ηθική’ τους, κανένας εξωραϊσμός πράξεων ή σκέψεων του έκδηλα δυστυχισμένου ‘ήρωα’ μου. Συμβαίνει μάλιστα α κ ρ ι β ώ ς το αντίθετο. Και σας διαβάζω αμέσως μερικές φράσεις και ορισμένα χαρακτηριστικά επίθετα που το επιβεβαιώνουν σαφέστατα : ο ήρωας λοιπόν “κοιτάζει με έκπληξη” αυτή την κοπέλα. Συγχρόνως αισθάνεται “πόνο”, είναι “χωρίς θέληση”, αργότερα : “σε γελοία κατάσταση”, υπάρχει κάτι σ' όλα αυτά που “τον τρομάζει κιόλας”, βρίσκεται “ανήμπορος στο κρεβάτι”, τέλος διαπιστώνει πως μ' αυτά “χάλασε πάλι τη ζωή του”...
Δεν βρίσκεται λοιπόν πουθενά κανένας εξωραϊσμός πράξεων ή καταστάσεων ώστε να δημιουργείται προτροπή, ή παράδειγμα προς μίμηση. Αντίθετα : απαντώντας στην "ωφελιμιστική δίψα" τους ― που επαναλαμβάνω πως για μένα τουλάχιστο σε καμιά περίπτωση δεν διαμορφώνει τέχνη, υπάρχουν θέσεις ‘προς αποφυγήν’. Αυτά ως προς αυτούς.
Φυσικά οι πρώτοι, για να κλείσω πάλι μ' αυτούς τον κύκλο γύρω απ' το κείμενό μου, πρόσεξαν και μερικές ...άλλες λεπτομέρειες:
― Πως ο αστυνομικός που είναι κατά κάποιο τρόπο το ‘τέρμα’ μιας τέτοιας ‘κατάστασης’ κοιτάζει τον ήρωα μ ό ν ο στο πρόσωπο κι όχι στο γ υ μ ν ό του σώμα.
― Πως “ο ήλιος πειράζει” ακόμα κι όταν δεν υπάρχει...
― Πως ορισμένες σκηνές επανέρχονται προς το τέλος σαν εικόνες και όχι βέβαια τυχαία. Τίποτε, δεν είναι τυχαίο όπως σας τόνισα και πιο πριν. Ιδιαίτερα η σκηνή που ο ήρωας με τη συντροφιά του γ υ μ ν ο ί διασχίζουν αυλές γεμάτες απλωμένα ρούχα, χωρίς-ωστόσο να πάρουν κάτι να ρίξουν επάνω τους κ.λπ. κ.λπ. Κάποιοι ίσως και να προσέγγισαν την ‘ταυτότητα’ , το ‘σύμβολο’ αυτής της κοπέλας.
Όλο το κείμενα διέπεται από έναν έντονο συμβολισμό. Θέλω να έρθω κι εγώ ― άλλη μια φορά, στην ‘επίμαχη’ σκηνή του αυνανισμού: Πέρα από το παραδεκτό αυτής της διεξόδου, τουλάχιστο και κυρίως στους εφήβους, θα μπορούσαν να την δουν και στην επεκτατικά συμβολική της έννοια. Δηλαδή από υποκατάστατο της σεξουαλικής ένωσης, μέχρι και σαν συμβιβασμό στην αντιμετώπιση της ζωής και της αλήθειας.
Δε θέλω να προσθέσω άλλα. Νομίζω πως υπήρξα αρκετά σαφής. 0ύτε να σας κουράσω περισσότερο αναφερόμενος στα άπειρα παραδείγματα απ' τον απέραντο χώρο της τέχνης. Ας μην πάμε ούτε καν μακριά, στο παρελθόν. Ο Γερμανός Χάινριχ Μπελ, το φ ε τ ε ι ν ό Νόμπελ Λογοτεχνίας έχει σκηνές και περιγραφές πολύ τολμηρότερες που ωστόσο και γι αυτό εξυπηρετούν θαυμάσια την διατύπωση των μηνυμάτων. Απ' τον ίδιο όμως και ειδικότερα απ' το Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία δεν μπορώ να μην μεταφέρω εδώ μια φράση : “Γιατί η Τέχνη πρέπει να μας αφήνει ακάλυπτους όταν και το παραμικρότερο λ ε ξ ι κ ό μας καλύπτει ;...”
Σ’ αυτό το σημείο κανονικά θα μπορούσα να είχα τελειώσει... Επανέρχομαι όμως σε κάτι που είπα στην αρχή και με διακατέχει: α ν η σ υ χ ώ και μάλιστα πολύ. Γι' αυτό θέλω, και σας ζητώ να θεωρηθεί σαν α ν α π ό σ π α σ τ ο μέρος της απολογίας μου, να διαβάσω σ' εσας και στο ακροατήριο μια σελίδα από την Ελληνική Λογοτεχνία, της α π ό λ υ τ η ς επιλογής μου :
(Εδώ ο Πρόεδρος του Εφετείου απάντησε ότι κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα και το χρόνο να πει ό, τι θέλει στην απολογία του... “Συνεχίστε”. )
Λοιπόν... είναι από το έργο “ 10 ” του υπό το ψευδώνυμο Μ. Καραγάτσης συγγραφέα Ροδόπουλου. Σας διαβάζω ένα απόσπασμα, από την σελίδα 304 ως τα μισά της 305.
(Ακολούθησε η ανάγνωση του αποσπάσματος από το “ 10 ” … )
Κάτι ακόμα: πριν είκοσι μέρες περίπου διάβασα στην εφημερίδα Το Βήμα πως σ' ένα είδος φιλολογικού μνημόσυνου που έλαβε χώρα στο σπίτι της κας Καραγάτση, εξέχουσες μορφές των Γραμμάτων, των Τεχνών και της Ακαδημίας εξέφρασαν τη βαθειά τους λύπη γιατί ο θάνατος έκοψε τόσο απότομα το νήμα της ζωής του Καραγάτση και δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει το “ 10 “.
Ευχαριστώ που με ακούσατε.
Το περιοδικό Τραμ και η δίκη του νομίζω πως είναι γνωστά στους συνεργάτες του Χάρτη και στην πλειονότητα των αναγνωστών του. Θέλω ωστόσο να καταθέσω εδώ ( για νεότερους αναγνώστες/αναγνώστριες ) μερικές προσωπικές
μου μνήμες και επισημάνσεις.
Στο δεύτερο κιόλας χρόνο της έκδοσής του το έσυρε σε δίκη ( το 1972, επί Χούντας ) ο τότε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Λεωνίδας Παρασκευόπουλος. Αυτός που είπε σε επίσημη δοξολογία στην Αγία Σοφία το περίφημο : «αξιωθήκαμε να έχουμε δύο Δέσποινες: την μία εν Ουρανοίς και την άλλη επί Γης», δείχνοντας ‘αβρά’ με το χρυσοποίκιλτο μανίκι του, στην πρώτη σειρά των … ευσεβών επισήμων την σύζυγο του δικτάτορα Παπαδοπούλου !
Το παραπεμπτικό κατηγορητήριο ήταν ότι δημοσίευσε στο 3/4 τεύχος του ένα ποίημα, το «Σώμα» (του Ηλία Πετρόπουλου), και ένα πεζό με τίτλο «Το όνειρο» ( του γράφοντος ) τα οποία «προσβάλλουν καταφώρως την δημοσία αιδώ».
Η μεγαλύτερη αντίφαση που «έβγαζε μάτι» σ' αυτή τη στημένη δίκη ήταν η σύγκριση και δικονομική αντιπαράθεση αφ' ενός : μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας που ήσαν 2 ιερείς, ένας διευθυντής δημοτικού Σχολείου (συστεγασμένο στο ίδιο κτηριακό συγκρότημα, στο τετράγωνο Αγ. Σοφίας-Μητροπόλεως-Πρ. Κορομηλά & Κούσκουρα, υπό την ‘αιγίδα’ της ...Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης), και ένας συνταξιούχος συμβολαιογράφος , όλοι τους «Ζωικοί» και άμεσα, ή έμμεσα, «εξαρτημένοι» από τον Μητροπολίτη. Κι από την πλευρά των μαρτύρων υπεράσπισης: η αφρόκρεμα του πνευματικού κόσμου (Καθηγητές Πανεπιστημίου, Φιλόλογοι, Τεχνοκριτικοί, ο Πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών, ο επί χρόνια Διευθυντής του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ.ά.).
Εκεί άλλωστε στηρίχτηκε κυρίως και η υπερασπιστική γραμμή των δικηγόρων των κατηγορουμένων, συνοψισμένη επιγραμματικά στο Εφετείο με το κύρος και την εξαιρετικά σύντομη, 2΄( δύο ) μόνο λεπτών, αγόρευση τού ποινικολόγου της Θεσσαλονίκης Ιπποκράτη Ιορδάνογλου, που είπε 3-4 φράσεις: «Ασκώ τη δικηγορία 40 και πλέον χρόνια. Αν υπάρξει καταδικαστική απόφαση, όχι μόνο για τον ‘πελάτη’ μου αλλά και για όλους τους συγκατηγορούμενους, θεωρώ πώς θα αποτελέσει μια ανεπίτρεπτη δικαστική πλάνη. Και αυτό γιατί το θεμελιώδες άρθρο του Ποινικού Κώδικα αναφέρει ρητά πως οι αμφιβολίες συντρέχουν υπέρ του κατηγορουμένου. Σκεφθείτε λοιπόν, αφού ακούσατε αυτούς τους μάρτυρες κατηγορίες και αυτούς τους μάρτυρες υπερασπίσεως, δεν έχετε ούτε μία αμφιβολία ;…»
Δυστυχώς το Εφετείο εξέδωσε καταδικαστική απόφαση ‘ερήμην’ του ήδη κρατούμενου στον Κορυδαλλό για τα Καλιαρντά Ηλία Πετρόπουλου και παρεπόμενα, παρά την αθώωση του γράφοντος, να εγκλειστούν στη φυλακή οι υπεύθυνοι της έκδοσης του περιοδικού Μαρώ Καρδάκου και Δημήτρης Καλοκύρης που θα γλίτωναν τη φυλακή μόνο σε περίπτωση αθώωσης και των δύο συγγραφέων ( με τον τότε νόμο περί τύπου της Χούντας: και με μη εξαγοράσιμη ποινή).
Εγώ, επηρεασμένος ίσως και από την νοοτροπία του Ηλία Πετρόπουλου στο πρωτοδικείο δεν απολογήθηκα. Είχε προηγηθεί η λακωνικότατη δική του ‘απολογία’ , που δήλωσε ξεκάθαρα και κάπως ‘προκλητικά’: «ο κάθε καλλιτέχνης γράφει ό,τι θέλει για να ευχαριστηθεί η ψυχούλα του !...» (κάτι που ομολογώ, πως το... ζήλεψα και θα 'θελα να είχα τότε το ανάλογο θάρρος και την άνεση να το πω κι εγώ), και έτσι, όταν ήρθε η σειρά μου να απολογηθώ αρνήθηκα: «δεν έχω να πω τίποτε... Mε κάλυψαν ‘απόλυτα’ οι μάρτυρες υπεράσπισης”.
Λίγους μήνες όμως μετά, στο Εφετείο, στις 9/11/1972, με απόντα πια τον Πετρόπουλο και την διαγραφόμενη βέβαιη καταδίκη μας, με κάλεσε στη μεσημεριανή διακοπή της διαδικασίας ο συνήγορός μου και παλιός οικογενειακός φίλος και μου είπε ξεκάθαρα : «Ήρθα εδώ μόνο για σένα. Όπως ξέρεις δεν αναλαμβάνω πια υποθέσεις ο ίδιος. Επί πλέον είμαι ιδιαίτερα αγχωμένος και ανήσυχος γιατί εδώ και μία βδομάδα, έχουν συλλάβει – όπως ξέρεις, τον γιο μου τον Χρυσάφη, και δεν μου λένε – ούτε με την ιδιότητα του πατέρα, του δικηγόρου, ακόμη και του πρώην Υπουργού ( στην κυβέρνηση Κανελλοπούλου, όταν εκδηλώθηκε η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 ) πού είναι το παιδί μου, γιατί ακριβώς κατηγορείται, και αν μπορώ να τον δω.
Σε σχέση λοιπόν με τη δίκη αυτήν δεν έχει νόημα η παρουσία τόσο ή δική σου, όσο και η δική μου εάν δεν απολογηθείς, όπως στο Πρωτοδικείο. Δεν σου λέω τι πρέπει να πεις. Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη να πεις ό,τι νομίζεις... Αλλά μην τους ‘προκαλέσεις’ κι εσύ με την σιωπή σου».
Δυστυχώς (;) δεν είχα, τότε, την ευχέρεια να τα αφήσω όλα πίσω μου και να φύγω «στο …πουθενά». Και επί πλέον βρήκα τόσο ‘αφοπλιστικό’, όχι μόνο το ανθρώπινο αλλά και το δικονομικό δίκιο του Ιπποκράτη Ιορδάνογλου. Άρχισα λοιπόν να κρατώ σημειώσεις, όπου αναγκάστηκα να αναλύσω το κείμενο και τους όποιους συμβολισμούς του. Κάτι που δεν έκανα ποτέ στη ζωή μου για κανέναν. Ούτε σε φίλο, ούτε στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου. Και είπα όσα παράθεσα πιο πάνω, αφού προηγουμένως ζήτησα από την γυναίκα μου και τον αξέχαστο παιδικό φίλο Κωστή Μοσκώφ, που καθόντουσαν ακριβώς πίσω μου να βρουν και να φέρουν από την βιβλιοθήκη μου το “ 10 ” του Καραγάτση ...
Και αθωώθηκα. ‘Ξευτελισμένος’...
Με ‘σκεπτικό’ της απόφασης ότι “το κείμενο δεν είναι μεν έργο τέχνης, αλλά δεν είναι άσεμνο, ούτε προσβάλλει την δημόσια αιδώ.”