Άγγελοι από «σπίτι»




Ο φί­λος μου ο Άτ­τα­λος, 85 χρό­νων (που υπη­ρέ­τη­σε στα τε­θω­ρα­κι­σμέ­να, συν-σπου­δα­στής αν­θυ­πί­λαρ­χος με τον πρί­γκη­πα Μι­χα­ήλ), μου εί­πε αυ­τή την ιστο­ρία από το 1953 που πή­γαι­νε στη Γ΄ Δη­μο­τι­κού σε σχο­λείο πί­σω από τον δρό­μο της Αγ­γε­λά­κη, εδώ στη Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Ένα πρωί παί­ζα­με μπά­λα, φτιαγ­μέ­νη από κου­ρέ­λια που εί­χε ρά­ψει η μά­να μου. Μπά­λα κα­νο­νι­κή δερ­μά­τι­νη τό­τε εί­χαν μό­νο οι με­γά­λες ομά­δες και κά­ποια λί­γα πλου­σιό­παι­δα. Παί­ζα­με που λες τη μπά­λα-κου­ρε­λού που εί­χε βα­ρύ­νει για­τί εί­χε μου­σκέ­ψει από βρο­χή στο χώ­μα και της ρί­χνω μια στρα­βο­κλο­τσιά και πά­ει ψη­λά στο δεύ­τε­ρο όρο­φο και σπά­ει ένα τζά­μι από ένα σπί­τι στο πί­σω μέ­ρος της Αγ­γε­λά­κη.
Τρέ­ξα­με όλοι και κρυ­φτή­κα­με στη τά­ξη για­τί χε­στή­κα­με πά­νω μας. Βγή­κε το κε­φά­λι μιας κυ­ρί­ας από το σπα­σμέ­νο τζά­μι και φώ­να­ξε προς την αυ­λή του σχο­λεί­ου «τσο­γλά­νια, αν σας πιά­σω αλί­μο­νό σας..», αλ­λά εμείς κά­να­με τον ψό­φιο κο­ριό…
Την άλ­λη μέ­ρα, μας εί­παν κά­ποια με­γα­λύ­τε­ρα παι­διά πως το τζά­μι που σπά­σα­με ήταν από ένα μπουρ­δέ­λο που εί­χε την εί­σο­δο στην Αγ­γε­λά­κη μπρο­στά και με­τά από χρό­νια, εγώ, ο αγα­θού­λης τό­τε, έμα­θα πως στην Αγ­γε­λά­κη εί­χε γύ­ρω στα δέ­κα μπουρ­δέ­λα που εί­χαν μεί­νει από τη δε­κα­ε­τία του '20.
Με έτρω­γε όμως το γε­γο­νός ότι εγώ εί­χα ρί­ξει τη στρα­βο­κλο­τσιά και εί­πα στους συμ­μα­θη­τές μου πως σκέ­φτη­κα να μα­ζέ­ψου­με χρή­μα­τα από το χαρ­τζι­λί­κι μας για δυο-τρεις βδο­μά­δες και να πά­με να τα δώ­σου­με στη κυ­ρία που της σπά­σα­με το τζά­μι. Εί­χα­με δει πως εί­χαν βά­λει και­νούρ­γιο τζά­μι αλ­λά συμ­φω­νή­σα­με όλα τα παι­διά που παί­ζα­με με τη πά­νι­νη μπά­λα πως έπρε­πε να πλη­ρώ­σου­με για το πα­ρά­θυ­ρο που σπά­σα­με. Μα­ζέ­ψα­με λοι­πόν, δε θυ­μά­μαι πό­σες δραχ­μές (θα 'ταν 5) που τις μα­ζέ­ψα­με από τις πε­ντα­ρο­δε­κά­ρες που μας έδι­ναν τό­τε χαρ­τζι­λί­κι. Οι συμ­μα­θη­τές μου απο­φά­σι­σαν πως εγώ θα πή­γαι­να τα χρή­μα­τα αφού η αφε­ντιά μου έρι­ξε τη μπά­λα στο τζά­μι.
Ήταν θυ­μά­μαι με­ση­μέ­ρι και έτρε­μαν τα πό­δια μου κα­θώς ανέ­βαι­να τα σκα­λο­πά­τια του σπι­τιού. Χτύ­πη­σα δι­στα­κτι­κά τη πόρ­τα και μου άνοι­ξε μια κυ­ρία που με ρώ­τη­σε, τι θέ­λεις αγο­ρά­κι κι εγώ έβγα­λα από τη τσέ­πη μου 5 δραχ­μές και της εί­πα πως εί­ναι για το τζά­μι που σπά­σα­με.
Τό­τε αυ­τή χα­μο­γε­λώ­ντας μου εί­πε, πέρ­να μέ­σα και βρέ­θη­κα σε ένα με­γά­λο σα­λό­νι που κά­θο­νταν τρεις κο­πέ­λες με τα εσώ­ρου­χα τους και κά­πνι­ζαν. Ήταν πιο μι­κρές κι από τη μα­μά μου και πιο όμορ­φες. Η κυ­ρία που μου άνοι­ξε τη πόρ­τα, τους εί­πε πως ήρ­θε αυ­τός ο πι­τσι­ρί­κος να μας δώ­σει λε­φτά για το τζά­μι, αυ­τές γε­λού­σαν και ση­κώ­θη­κε η πιο ψη­λή από τα κο­ρί­τσια και μου εί­πε «έλα στη κου­ζί­να να φας ένα γλυ­κά­κι» κι εγώ ήμουν κα­τα­κόκ­κι­νος για­τί ντρε­πό­μουν που ήταν οι κο­πέ­λες με το βρα­κί και το σου­τιέν, αλ­λά μπή­κα στη κου­ζί­να ―που ήταν πιο όμορ­φη από αυ­τήν που εί­χα­με στο σπί­τι― και μου έβα­λε σ΄ ένα όμορ­φο μι­κρό πιά­το ένα σά­μα­λι, το πιο ωραίο που έφα­γα στη ζωή μου.
Με­τά μου έδω­σαν και νε­ρά­κι και η κυ­ρία τους, μου εί­πε, να κρα­τή­σω τα λε­φτά μου και να προ­σέ­χου­με να μη χτυ­πά­με όταν τρέ­χου­με σαν τρε­λοί στην αυ­λή του σχο­λεί­ου.
Εγώ γύ­ρι­σα στο σχο­λείο και δε με πί­στευαν οι συμ­μα­θη­τές μου και έλε­γαν πως φτη­νά τη γλυ­τώ­σα­με και να προ­σέ­χου­με μη ρί­χνου­με στρα­βο­κλο­τσιές.
Την άλ­λη μέ­ρα παί­ζα­με δί­τερ­μα πά­λι και ξαφ­νι­κά ανοί­γει το πα­ρά­θυ­ρο βγαί­νει αυ­τή η ωραία ―το κο­ρί­τσι― που με κέ­ρα­σε το γλυ­κό και μας φω­νά­ζει χα­μο­γε­λα­στή: «Δια­βο­λά­κια να προ­σέ­χε­τε, μη σπά­σε­τε κι άλ­λα τζά­μια με αυ­τήν» και μας πε­τά­ει μια όμορ­φη τσί­λι­κη, πα­νά­κρι­βη δερ­μά­τι­νη μπά­λα…

«Γι' αυ­τό σου λέω», λέ­ει ο Άτα­λος ανά­βο­ντας το τσι­γα­ρά­κι του, «από τό­τε σε­βά­στη­κα αυ­τά τα κο­ρί­τσια στα μπουρ­δέ­λα. Σας το υπο­γρά­φω, όλες εί­ναι άγ­γε­λοι από σπί­τι…»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: