Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/hartaki/aghgheloi-apo-spiti
Ο φίλος μου ο Άτταλος, 85 χρόνων (που υπηρέτησε στα τεθωρακισμένα, συν-σπουδαστής ανθυπίλαρχος με τον πρίγκηπα Μιχαήλ), μου είπε αυτή την ιστορία από το 1953 που πήγαινε στη Γ΄ Δημοτικού σε σχολείο πίσω από τον δρόμο της Αγγελάκη, εδώ στη Θεσσαλονίκη.
Ένα πρωί παίζαμε μπάλα, φτιαγμένη από κουρέλια που είχε ράψει η μάνα μου. Μπάλα κανονική δερμάτινη τότε είχαν μόνο οι μεγάλες ομάδες και κάποια λίγα πλουσιόπαιδα. Παίζαμε που λες τη μπάλα-κουρελού που είχε βαρύνει γιατί είχε μουσκέψει από βροχή στο χώμα και της ρίχνω μια στραβοκλοτσιά και πάει ψηλά στο δεύτερο όροφο και σπάει ένα τζάμι από ένα σπίτι στο πίσω μέρος της Αγγελάκη.
Τρέξαμε όλοι και κρυφτήκαμε στη τάξη γιατί χεστήκαμε πάνω μας. Βγήκε το κεφάλι μιας κυρίας από το σπασμένο τζάμι και φώναξε προς την αυλή του σχολείου «τσογλάνια, αν σας πιάσω αλίμονό σας..», αλλά εμείς κάναμε τον ψόφιο κοριό…
Την άλλη μέρα, μας είπαν κάποια μεγαλύτερα παιδιά πως το τζάμι που σπάσαμε ήταν από ένα μπουρδέλο που είχε την είσοδο στην Αγγελάκη μπροστά και μετά από χρόνια, εγώ, ο αγαθούλης τότε, έμαθα πως στην Αγγελάκη είχε γύρω στα δέκα μπουρδέλα που είχαν μείνει από τη δεκαετία του '20.
Με έτρωγε όμως το γεγονός ότι εγώ είχα ρίξει τη στραβοκλοτσιά και είπα στους συμμαθητές μου πως σκέφτηκα να μαζέψουμε χρήματα από το χαρτζιλίκι μας για δυο-τρεις βδομάδες και να πάμε να τα δώσουμε στη κυρία που της σπάσαμε το τζάμι. Είχαμε δει πως είχαν βάλει καινούργιο τζάμι αλλά συμφωνήσαμε όλα τα παιδιά που παίζαμε με τη πάνινη μπάλα πως έπρεπε να πληρώσουμε για το παράθυρο που σπάσαμε. Μαζέψαμε λοιπόν, δε θυμάμαι πόσες δραχμές (θα 'ταν 5) που τις μαζέψαμε από τις πενταροδεκάρες που μας έδιναν τότε χαρτζιλίκι. Οι συμμαθητές μου αποφάσισαν πως εγώ θα πήγαινα τα χρήματα αφού η αφεντιά μου έριξε τη μπάλα στο τζάμι.
Ήταν θυμάμαι μεσημέρι και έτρεμαν τα πόδια μου καθώς ανέβαινα τα σκαλοπάτια του σπιτιού. Χτύπησα διστακτικά τη πόρτα και μου άνοιξε μια κυρία που με ρώτησε, τι θέλεις αγοράκι κι εγώ έβγαλα από τη τσέπη μου 5 δραχμές και της είπα πως είναι για το τζάμι που σπάσαμε.
Τότε αυτή χαμογελώντας μου είπε, πέρνα μέσα και βρέθηκα σε ένα μεγάλο σαλόνι που κάθονταν τρεις κοπέλες με τα εσώρουχα τους και κάπνιζαν. Ήταν πιο μικρές κι από τη μαμά μου και πιο όμορφες. Η κυρία που μου άνοιξε τη πόρτα, τους είπε πως ήρθε αυτός ο πιτσιρίκος να μας δώσει λεφτά για το τζάμι, αυτές γελούσαν και σηκώθηκε η πιο ψηλή από τα κορίτσια και μου είπε «έλα στη κουζίνα να φας ένα γλυκάκι» κι εγώ ήμουν κατακόκκινος γιατί ντρεπόμουν που ήταν οι κοπέλες με το βρακί και το σουτιέν, αλλά μπήκα στη κουζίνα ―που ήταν πιο όμορφη από αυτήν που είχαμε στο σπίτι― και μου έβαλε σ΄ ένα όμορφο μικρό πιάτο ένα σάμαλι, το πιο ωραίο που έφαγα στη ζωή μου.
Μετά μου έδωσαν και νεράκι και η κυρία τους, μου είπε, να κρατήσω τα λεφτά μου και να προσέχουμε να μη χτυπάμε όταν τρέχουμε σαν τρελοί στην αυλή του σχολείου.
Εγώ γύρισα στο σχολείο και δε με πίστευαν οι συμμαθητές μου και έλεγαν πως φτηνά τη γλυτώσαμε και να προσέχουμε μη ρίχνουμε στραβοκλοτσιές.
Την άλλη μέρα παίζαμε δίτερμα πάλι και ξαφνικά ανοίγει το παράθυρο βγαίνει αυτή η ωραία ―το κορίτσι― που με κέρασε το γλυκό και μας φωνάζει χαμογελαστή: «Διαβολάκια να προσέχετε, μη σπάσετε κι άλλα τζάμια με αυτήν» και μας πετάει μια όμορφη τσίλικη, πανάκριβη δερμάτινη μπάλα…
«Γι' αυτό σου λέω», λέει ο Άταλος ανάβοντας το τσιγαράκι του, «από τότε σεβάστηκα αυτά τα κορίτσια στα μπουρδέλα. Σας το υπογράφω, όλες είναι άγγελοι από σπίτι…»