Απογευματινό όνειρο / Επιβάτες

Απο­γευ­μα­τι­νό όνει­ρο

Το φως γλεί­φει ακό­μα τους φθαρ­μέ­νους τοί­χους
Η ανά­σα του απο­γεύ­μα­τος μυ­ρί­ζει άνοι­ξη.
Στέ­κο­μαι στην αυ­λό­πορ­τα
ψά­χνο­ντας ίχνη ζω­ής στη μπου­γά­δα,
στα σκε­βρω­μέ­να παν­τζού­ρια,
στο χώ­μα,
στο πη­γά­δι,
στις γα­τί­σιες πα­τού­σες.

Έπει­τα έρ­χε­ται το σού­ρου­πο.
Ο μαύ­ρος γά­τος τι­νά­ζει από πά­νω του το όνει­ρο
(ένα πο­δή­λα­το κι ένα κόκ­κι­νο μπα­λό­νι)

Στέ­κο­μαι ακό­μα στην αυ­λό­πορ­τα.
Οι πα­πα­ρού­νες στα παρ­τέ­ρια θυ­μί­ζουν άνοι­ξη.
Μέ­σα στις κά­μα­ρες τρι­γυρ­νά ο θά­να­τος.



Απογευματινό όνειρο / Επιβάτες



Επι­βά­τες

Χω­ρέ­σα­με όλοι στο κα­τά­στρω­μα.
Η θά­λασ­σα τα­ξί­δευε στις διε­σταλ­μέ­νες κό­ρες
κι εμείς απο­ρού­σα­με με τη τύ­χη μας.
Κα­μιά σκιά δεν χλό­μια­ζε την όψη της μέ­ρας.
Ας περ­νού­σε ο χρό­νος μέ­σα απ' τα φι­νι­στρί­νια.
Ορ­κι­ζό­ταν πως δεν θα μας εγκα­τα­λεί­ψει.

Έπει­τα τα νε­ρά φού­σκω­σαν.
Έγι­ναν ύαι­νες που βρυ­χιό­νταν στις κου­πα­στές.
Δει­λιά­σα­με στην έκ­στα­ση του τρό­μου
που μας κύ­κλω­νε.
(Αφε­θή­κα­με)

Κά­πο­τε η κα­ται­γί­δα κό­πα­σε
            ―κι εμείς―
επι­βά­τες μιας εύ­θραυ­στης βε­βαιό­τη­τας,
αντι­κρύ­σα­με τον θαυ­μα­στό κό­σμο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: