Το πράσινο μάτι

Το πράσινο μάτι



Ένας φί­λος που έφυ­γε απ' τη ζωή νω­ρίς πρό­λα­βε να γρά­ψει με­ρι­κούς στί­χους «Γεν­νή­θη­κα την επο­χή του χαλ­κού, πε­ρί­με­να τρεις χι­λιά­δες χρό­νια να πε­θά­νω»... Οδυ­νη­ρή ανα­μο­νή να καρ­τε­ρείς την μοί­ρα σου όταν ξέ­ρεις κα­λά πως «Certus quam incertus quando».
Όταν μου το διά­βα­σε πρώ­τη φο­ρά μου άρε­σε αν και με πα­ρέ­πε­μπε σε μια φρά­ση του Πι­ρα­ντέ­λο που την διά­βα­σα στον Σε­φέ­ρη «υπάρ­χει ένα ύφος πραγ­μά­των και ένα ύφος λέ­ξε­ων»... Ωστό­σο, όλα σχε­δόν επι­τρέ­πο­νται, ή υπα­γο­ρεύ­ο­νται από τη λε­γό­με­νη «ποι­η­τι­κή άδεια».
Εγώ γεν­νή­θη­κα πο­λύ αρ­γό­τε­ρα. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να λί­γους μή­νες πριν τον δεύ­τε­ρο πα­γκό­σμιο πό­λε­μο και την Κα­το­χή της πα­τρί­δας από τους Γερ­μα­νούς. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, στην οδό Αρι­στο­τέ­λους, νού­με­ρο 16.
Εκεί γνώ­ρι­σα και τον πρώ­το φί­λο μου Κώ­στα, που συ­νε­χί­ζου­με ακό­μα... Πρό­σφα­τα μά­λι­στα ανα­κα­λέ­σα­με άσβε­στες μνή­μες εκεί­νης της επο­χής των παι­δι­κών και εφη­βι­κών μας χρό­νων, μέ­χρι τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του '50.
Εί­χα­με την τύ­χη ή την ατυ­χία να ζή­σου­με τα παι­δι­κά μας χρό­νια κά­πως «αστι­κά», δη­λα­δή με­γα­λώ­σα­με σε πο­λυ­κα­τοι­κία. Δεν εί­χα­με αυ­λή, ή κή­πο, κι έτσι στε­ρη­θή­κα­με μια πιο φυ­σι­κή ζωή, με τις ανά­λο­γες εμπει­ρί­ες της. Με­γα­λώ­σα­με στο κέ­ντρο της Θεσ­σα­λο­νί­κης, στην καρ­διά της, αλ­λά νο­μί­ζω πως τό­τε υπήρ­χε κι εκεί ομορ­φιά. Στη γε­νέ­θλια γει­το­νιά όλα ήταν πιο απλά και παρ­θέ­να. Ο δρό­μος μας ήταν γε­μά­τος   α κ α κ ί ε ς.
Οι άν­θρω­ποι ήταν πιο «κι­μπά­ρη­δες» σε όλα τους. Οι γο­νείς μας κι οι φί­λοι τους, οι άν­δρες εκεί­νη την επο­χή φο­ρού­σαν κα­πέ­λο, ρε­πού­μπλι­κα. Όταν συ­να­ντού­σαν στο δρό­μο κά­ποιο γνω­στό, από 5-6 μέ­τρα από­στα­ση κό­βα­νε το βή­μα, σχε­δόν στα­μα­τού­σαν για κλά­σμα­τα δευ­τε­ρο­λέ­πτου, σαν χο­ρευ­τές μπα­λέ­του, βγά­ζα­νε το κα­πέ­λο με το δε­ξί τους χέ­ρι και συ­μπλη­ρώ­να­νε αυ­τήν την αβρό­τη­τα με μια ανε­παί­σθη­τη υπό­κλι­ση, προ­σπερ­νώ­ντας χα­μο­γε­λα­στοί. Εί­χα­νε απο­δώ­σει έναν ευ­γε­νή χαι­ρε­τι­σμό σε φί­λο ή σε αντί­πα­λο. Τώ­ρα οι άν­θρω­ποι τρέ­χου­νε, τρέ­χου­νε και δεν προ­λα­βαί­νου­νε. Γι' αυ­τό συ­χνά σπρώ­χνου­νε κιό­λας...
Εμείς με τους φί­λους μας, εί­χα­με με­τα­τρέ­ψει επά­νω την με­γά­λη τα­ρά­τσα μας σε ...παι­δι­κή χα­ρά, όπου δια­χρο­νι­κά κά­να­με τα πά­ντα. Κρυ­φτό, αγιού­το, κλέ­φτες και αστυ­νό­μοι, τσα­τα­λί­να-μα­τα­λί­να. .. Αρ­γό­τε­ρα χα­ρά­ζα­με γραμ­μές και παί­ζα­με πινγκ-πονγκ, τέ­νις, μπά­σκετ, πο­δό­σφαι­ρο, σκο­πο­βο­λή, ώσπου κά­πο­τε ήρ­θε η ώρα η τα­ρά­τσα μας να εξε­λι­χθεί και σε «θέ­α­τρο ερω­τι­κών ανη­συ­χιών» : τα πρώ­τα μπα­νι­στή­ρια, τα πρώ­τα ρα­ντε­βού – αυ­τά συ­νή­θως ήσαν με τις υπη­ρέ­τριες της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας μας, αυ­τές που τώ­ρα απο­κα­λού­με οι­κια­κές βοη­θούς. Κά­πο­τε βέ­βαια... βγαί­να­με και πα­ρα­έ­ξω : σμί­γα­με, πά­ντα επι­θε­τι­κά, σε κο­ντι­νές γει­το­νιές με πα­ρέ­ες ή «συμ­μο­ρί­ες» όπως απο­κα­λού­σα­με κά­ποιες ομα­δο­ποι­ή­σεις συ­να­δέλ­φων-τρο­φί­μων πο­λυ­κα­τοι­κιών. Εί­χα­με, λοι­πόν, μα­ζί τους ξι­φο­μα­χί­ες ή και λι­θο­βο­λι­σμούς και ξυ­λο­δαρ­μούς, όταν η μά­χη γι­νό­ταν εκ του σύ­νεγ­γυς, σε μια πει­σμω­μέ­νη προ­σπά­θεια να επι­βε­βαιω­θεί ποια γει­το­νιά υπε­ρι­σχύ­ει και παίρ­νει, μέ­χρι την επό­με­νη σύ­γκρου­ση, τα πρω­τεία, όπως τα λιο­ντά­ρια στη ζού­γκλα. Έτσι απο­κτού­σα­με πολ­λά «πα­ρά­ση­μα, όπως τα λέ­γα­με τό­τε : γδαρ­μέ­νους αγκώ­νες, πλη­για­σμέ­να γό­να­τα, με ξε­ρα­μέ­να αί­μα­τα μέ­χρι τον αστρά­γα­λο, τσι­ρό­τα, με­λα­νιές, κα­μιά φο­ρά και ελα­φρές δια­σεί­σεις, που αρ­γά το βρά­δυ (τό­τε το «αρ­γά» ήταν γύ­ρω στις εν­νιά ) όλα αυ­τά θε­ρα­πεύ­ο­νταν από τη μη­τέ­ρα-νο­σο­κό­μα, μέ­σα σε ακα­τά­λη­πτη γκρί­νια και ενί­ο­τε κά­τω από το επι­τι­μη­τι­κό ή συ­γκα­τα­βα­τι­κό βλέμ­μα του πα­τέ­ρα. Η πό­λη ήταν ακό­μα ήσυ­χη και κα­θα­ρή. Πο­λύ λι­γό­τε­ρα αυ­το­κί­νη­τα... Στην Αρι­στο­τέ­λους, ας πού­με, από το ύψος της Μη­τρο­πό­λε­ως μέ­χρι την Εγνα­τία, ήταν παρ­κα­ρι­σμέ­να 9 (εν­νέα !) αυ­το­κί­νη­τα όλα κι όλα. Μά­λι­στα ξέ­ρα­με και ποιοι ήσαν οι ιδιο­κτή­τες τους. Κά­τω από το σπί­τι μας υπήρ­χε ένα κα­φω­δείο, η «Μέ­λισ­σα», δη­λα­δή ήταν κα­φε­νείο την ημέ­ρα και «οι­κο­γε­νεια­κή τα­βέρ­να» τα βρά­δια, οπό­τε ψή­να­νε και γύ­ρο, αλ­λά τί γύ­ρο ! Πρώ­το πρά­μα. Αυ­τός και της «Κλη­μα­τα­ριάς», στην Αγί­ας Σο­φί­ας, άφη­σαν επο­χή. Όταν τε­λεί­ω­νε, λοι­πόν η βόλ­τα, ή ο κι­νη­μα­το­γρά­φος, ιδί­ως τα Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα, ανέ­βαι­ναν κα­τά ομά­δες νοι­κο­κυ­ραί­οι με τις γυ­ναί­κες και τα παι­διά τους και προ­τού συ­νε­χί­σουν για τις επά­νω γει­το­νιές (τα δια­χω­ρι­στι­κά τεί­χη, που έγρα­ψε ο Βα­σί­λης Βα­σι­λι­κός, άρ­χι­ζαν ου­σια­στι­κά στην Εγνα­τία : αυ­τή μας χώ­ρι­ζε σε Βό­ρειους και Νό­τιους) στα­μα­τού­σαν να πιού­νε μπύ­ρα. Μό­νο «Φιξ», σε ψη­λό­λι­γνο μπου­κά­λι με πορ­σε­λά­νι­νο πώ­μα. Υπήρ­χε και ορ­χή­στρα με ντι­ζέζ, που παί­ζα­νε πά­νω σε μια μι­κρή ξύ­λι­νη εξέ­δρα, το λε­γό­με­νο «πα­τά­ρι», τρα­γού­δια του Γιά­κο­βλεφ (θυ­μά­μαι που ο Νί­κος-Αλέ­ξης Ασλά­νο­γλου εί­χε κά­νει μια διά­λε­ξη στην Εται­ρεία Μα­κε­δο­νι­κών Σπου­δών, με τί­τλο: Μαί­ρη Λω, η φω­νή του σύγ­χρο­νου πά­θους!), αλ­λά και άλ­λων συν­θε­τών και στι­χουρ­γών: Γιαν­νί­δη, Σα­κελ­λά­ριου, Σου­γιούλ, Τραι­φό­ρου, τρα­γού­δια απλά, απλοϊ­κά τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, αλ­λά με­λω­δι­κό­τα­τα. Εί­χε τε­λειώ­σει ο πό­λε­μος και ο Εμ­φύ­λιος κι ο κό­σμος και οι καλ­λι­τέ­χνες εί­χα­νε χα­λα­ρώ­σει και έβγαι­νε έτσι, φυ­σι­κά και αβί­α­στα, όλη αυ­τή η δη­μιουρ­γία, με μια πο­νε­μέ­νη αι­σιο­δο­ξία γύ­ρω από τον Άν­θρω­πο και τον Έρω­τα: «Και­νούρ­για τώ­ρα ζωή ας ξα­ναρ­χί­σου­μ' οι δυο μας» … Ή «Πό­σο χαί­ρο­μαι που μ' αγα­πάς, πά­ντα κά­που τα βρά­δια με πας»...

Εκεί­νο όμως που τυ­πώ­θη­κε ανε­ξί­τη­λα στη μνή­μη ήταν τα βρά­δια που μέ­να­με μέ­σα και κυ­ρί­ως τα βρά­δια του χει­μώ­να.
Δεν υπήρ­χε τη­λε­ό­ρα­ση. Και τα τη­λέ­φω­να ελά­χι­στα. Ήμα­σταν από τους λί­γους «τυ­χε­ρούς» που εί­χα­νε τό­τε τη­λέ­φω­νο. Μου­σι­κή και ει­δή­σεις ακού­γα­με από τα ρα­διό­φω­να που ήταν μι­κρά, από ξύ­λο ή βα­κε­λί­τη, με λυ­χνί­ες. Όταν άνοι­γες το κου­μπί τους έπαιρ­νε λί­γη ώρα μέ­χρι να «ζε­στα­θούν» και να ακού­σεις τί εί­χα­νε να σου πουν. Στην Κα­το­χή λι­γό­στε­ψαν τα τρα­γού­δια. Κυ­ριαρ­χού­σε κλα­σι­κή μου­σι­κή, κυ­ρί­ως με έρ­γα Γερ­μα­νών συν­θε­τών. Και ει­δή­σεις αμ­φι­λε­γό­με­νες. Γι αυ­τό οι με­γά­λοι κι οι γο­νείς μας προ­σπα­θού­σαν κρυ­φά και με κά­θε δυ­να­τή προ­φύ­λα­ξη να «πιά­σουν» σταθ­μούς από άλ­λα κέ­ντρα, ελεύ­θε­ρα, δι­ψα­σμέ­νοι να ακού­σουν την Αλή­θεια για όσα συ­νέ­βαι­ναν εκεί­νη την επο­χή στην Ευ­ρώ­πη και στον κό­σμο. Κρυ­φά και όσο γι­νό­ταν πιο σι­γά, με κά­θε δυ­να­τή προ­φύ­λα­ξη για­τί τό­τε και «οι τοί­χοι εί­χαν αυ­τιά»... Και σε πλή­ρη ετοι­μό­τη­τα να κρύ­ψουν το ρα­διό­φω­νο όπου και όπως μπο­ρού­σαν.
Από τα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του '40 τα ρα­διό­φω­να (και όχι μό­νο) εξε­λί­χθη­καν. Κα­ταρ­χήν με­γά­λω­σαν ... ρί­ξα­νε μπόι ! Έγι­ναν έπι­πλα, ξύ­λι­να, λα­κα­ρι­σμέ­να. Τα λέ­γα­νε «σύν­θε­τα». Στο επά­νω μέ­ρος εί­χαν «εν­σω­μα­τω­μέ­νο» το ρα­διό­φω­νο με το κα­ντράν του γε­μά­το αριθ­μούς ερ­τζια­νών και μια κά­θε­τη βε­λό­να, έντο­νου χρώ­μα­τος, συ­νή­θως κόκ­κι­νου ή κί­τρι­νου, για να δια­κρί­νε­ται η με­τα­κί­νη­σή της όταν στρι­φο­γύ­ρι­ζες αρ­γά-αρ­γά το κου­μπί ώσπου να «πιά­σεις» την επι­θυ­μη­τή συ­χνό­τη­τα κά­ποιου σταθ­μού. Από κά­τω υπήρ­χε χώ­ρος για ένα δι­πλό ντου­λά­πι με συ­ρό­με­νες «πόρ­τες» όπου στην μία πλευ­ρά υπήρ­χε ένα πικ-απ για δί­σκους 78, 45 και 33 στρο­φών και στην άλ­λη μια δι­σκο­θή­κη. Με­ρι­κά εί­χαν και τρί­το χώ­ρο ― χω­ρι­σμέ­νο με ένα γυά­λι­νο ρά­φι, σαν bar, όπου επά­νω έμπαι­ναν διά­φο­ρα πο­τή­ρια και κά­τω τα μπου­κά­λια με κρα­σί, βερ­μούτ, λι­κέρ, πί­περ­μαν ακό­μα και ουί­σκι, ή σα­μπά­νια.
Εκεί­νο όμως που μας έκα­νε με­γά­λη εντύ­πω­ση εί­ναι πως τα ρα­διό­φω­να αυ­τά εί­χαν επά­νω, στο κέ­ντρο του κα­ντράν, στο μέ­τω­πό τους ας πού­με, ένα μά­τι. Ένα ολο­στρόγ­γυ­λο μά­τι πρά­σι­νο (χω­ρίς ...βλε­φα­ρί­δες) που ανοι­γό­κλει­νε θαρ­ρείς μα­γι­κά κά­θε φο­ρά που γύ­ρι­ζες το κου­μπί να «πιά­σει» η βε­λό­να άλ­λο σταθ­μό. Εγώ μά­λι­στα εί­χα την απο­ρία για­τί ένα μά­τι ενώ όλοι μας εί­χα­με δύο.
Ο Κώ­στας μα­ζί με τον αδελ­φό του Γιώρ­γο και τους γο­νείς τους μέ­να­νε στο τρί­το πά­τω­μα. Εγώ, μο­να­χο­παί­δι, και οι γο­νείς μου στο δεύ­τε­ρο. Σχε­δόν κά­θε από­γευ­μα, προς βρα­δά­κι, όταν τε­λειώ­να­με τα μα­θή­μα­τα μα­ζευό­μα­σταν στο ένα, ή στο άλ­λο σπί­τι. Κα­τά προ­τί­μη­ση επι­λέ­γα­με εκεί­νο όπου θα έβγαι­ναν έξω οι γο­νείς για να «μα­στε πιο... ελεύ­θε­ροι στα παι­χνί­δια και στις κου­βέ­ντες. Μας άρε­ζε πο­λύ να κα­θό­μα­στε στο χα­λί, παί­ζο­ντας μπί­λιες, ή προ­σπα­θώ­ντας να μά­θου­με σκά­κι, ή τά­βλι, πλάι στο ρα­διό­φω­νο κά­τω από το άγρυ­πνο μά­τι της Telefunken ή της Grundig. Και τα δύο «Γερ­μα­νι­κής κα­τα­σκευ­ής και προ­ε­λεύ­σε­ως» !... Ήταν πε­ρί­που τα ίδια αλ­λά εμέ­να μου άρε­ζε πιο πο­λύ το δι­κό τους, που ήταν Telefunken. Συ­νή­θως έτσι συμ­βαί­νει. Το ξέ­νο εί­ναι πιο επι­θυ­μη­τό. Όπως κι εκεί­νος ζή­λευε το δι­κό μου κόκ­κι­νο αυ­το­κι­νη­τά­κι με τα πε­ντάλ, που το 'χα «παρ­κα­ρι­σμέ­νο» στην τα­ρά­τσα μας. Το πρά­σι­νο μά­τι μας συ­ντρό­φευε. Έβλε­πε ό, τι κά­να­με, ήξε­ρε τα «μυ­στι­κά» μας για­τί, πα­ρό­λο που ήταν μά­τι, άκου­γε κιό­λας ό,τι λέ­γα­με αλ­λά με από­λυ­τη εχε­μύ­θεια. Κι εκεί­νο όμως μας μά­θαι­νε πολ­λά. Κυ­ρί­ως τρα­γού­δια, ελ­λη­νι­κά αλ­λά και ξέ­να. Γέ­μι­ζε το δω­μά­τιο με τη βε­λού­δι­νη φω­νή της Βέ­μπο, της Κά­κιας Μέν­δρη, του Μα­ρού­δα, του Πα­να­γό­που­λου, του Sinatra, του Nat King Col, της Holiday, του Armstrong και του Presley. Εν­διά­με­σα ακού­γα­με και ει­δή­σεις με διά­φο­ρα γε­γο­νό­τα, και σχό­λια.
Το 1948 τρο­μά­ξα­με κά­πως όταν ανα­κοί­νω­σαν πως στην προ­κυ­μαία της πό­λης μας πνί­γη­κε ένας Αμε­ρι­κα­νός με το πε­ρί­ερ­γο όνο­μα Πολκ. Προ­φα­νώς δεν ήξε­ρε ο καη­μέ­νος κο­λύ­μπι. Και το «49 μια άλ­λη κο­πέ­λα που τη λέ­γα­νε Μί­τσελ την πή­ρε ο άνε­μος και την πέ­θα­νε.


Το πράσινο μάτι




Με­τά όμως χα­ρή­κα­με πο­λύ για­τί κά­ποιοι, Ιτα­λοί νο­μί­ζω, μας χά­ρι­σαν δώ­δε­κα νη­σιά για τη θά­λασ­σά μας που τη λέ­νε «Αι­γαίο πέ­λα­γος»... Εκεί­να τα χρό­νια πη­γαί­να­με σ' ένα σχο­λείο που το λέ­γα­νε δη­μο­τι­κό. Πο­τέ δεν κα­τά­λα­βα για­τί το λέ­γα­νε έτσι. Μας μα­θαί­να­νε γράμ­μα­τα και του Θε­ού τα πρά­μα­τα. Και όσα ξε­χνού­σε να μας πει ο δά­σκα­λος τα μα­θαί­να­με απ΄ το ρα­διό­φω­νο και τους «με­γά­λους». Κά­ποιοι άν­θρω­ποι ας πού­με ανα­κά­λυ­ψαν, ή δη­μιούρ­γη­σαν το ΝΑ­ΤΟ. Δεν πο­λύ-κα­τα­λά­βα­με τί ακρι­βώς ήταν αυ­τό, μάλ­λον κά­τι πο­λύ εν­δια­φέ­ρον για να βρο­ντο­φω­νά­ζουν «Να το!»… Την ίδια χρο­νιά έγι­νε κι ένα φο­βε­ρό δυ­στύ­χη­μα για­τί ένα αε­ρο­πλά­νο, εκεί που πε­τού­σε ψη­λά έχα­σε την ισορ­ρο­πία του και καρ­φώ­θη­κε σ' ένα βου­νό που λε­γό­ταν Πάρ­νη­θα. Και σκο­τώ­θη­καν πολ­λοί μα­ζί, άν­δρες-γυ­ναί­κες εί­κο­σι δύο ψυ­χές και σώ­μα­τα. Το 1950 άρ­χι­σε ένας και­νού­ριος πό­λε­μος (όχι πά­λι με τους Γερ­μα­νούς, που απ' αυ­τούς ησυ­χά­σα­με κά­πως, αλ­λά πέ­ρα-μα­κριά σε μια χερ­σό­νη­σο, ή νη­σί (;), με τ' όνο­μα Κο­ρέα. Τό­τε μια μη­τέ­ρα που λε­γό­ταν Τε­ρέ­ζα άρ­χι­σε να βοη­θά­ει τους φτω­χούς και άρ­ρω­στους συ­ναν­θρώ­πους μας και έκα­νε λέ­ει φι­λαν­θρω­πί­ες. Και οι Αμε­ρι­κα­νοί όμως που άλ­λοι εί­ναι δη­μο­κρα­τι­κοί (;) κι άλ­λοι φο­ρούν ρε­πού­μπλι­κες άρ­χι­σαν την ίδια χρο­νιά, για πρώ­τη φο­ρά, πυ­ρη­νι­κές δο­κι­μές στο χω­ριό Νε­βά­δα για να έχουν τη δυ­να­τό­τη­τα να εξα­φα­νί­ζουν κά­θε απει­λή που συ­νέ­χεια δη­μιουρ­γούν οι κα­κοί άν­θρω­ποι σε «μας τους κα­λούς. Και άλ­λα πολ­λά τέ­τοια... που εμείς τό­τε, λό­γω ηλι­κί­ας, τα ακού­γα­με σαν πα­ρα­μύ­θια, αλ­λά πο­λύ πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα από τον κα­κό λύ­κο που έφα­γε τη για­γιά της Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας. Αυ­τά πια τα εί­χα­με βα­ρε­θεί...
Κά­πως έτσι φτά­σα­με στο έτος 1951. Και λέω «φτά­σα­με» για­τί τό­σο εγώ, όσο και ο φί­λος μου ο Κώ­στας, που έχου­με πε­ρί­που τα ίδια χρό­νια, βρε­θή­κα­με στο όριο που δια­χω­ρί­ζει την παι­δι­κή από την εφη­βι­κή ηλι­κία. Εδώ θα στα­θώ πε­ρισ­σό­τε­ρο για­τί αυ­τήν τη χρο­νιά, δεν εί­χα πια την απο­ρία πώς το ρα­διό­φω­νο εί­χε μό­νο ένα μά­τι, αλ­λά την απαρ­χή πολ­λών άλ­λων απο­ριών, πιο σο­βα­ρών, που ακό­μα και τώ­ρα αρ­κε­τές δεν έχουν απα­ντη­θεί...

Τον Μάρ­τιο εκεί­νης της χρο­νιάς πέ­θα­νε ένας με­γά­λος Μη­τρο­πο­λί­της της πό­λης μας, που τον λέ­γα­νε Γεν­νά­διο.


Η νεκρώσιμη πομπή του Μητροπολίτη Γενναδίου ξεκινάει απ' τον Άγιο Δημήτριο
Η νεκρώσιμη πομπή του Μητροπολίτη Γενναδίου ξεκινάει απ' τον Άγιο Δημήτριο




Με πή­ρε ο πα­τέ­ρας μου και πή­γα­με στο δι­κη­γο­ρι­κό γρα­φείο ενός φί­λου του, που ήταν στο πρώ­το πά­τω­μα κτη­ρί­ου, γω­νία Ερ­μού με Βε­νι­ζέ­λου. Έλα μα­ζί μου εί­πε, στου κυ­ρί­ου Βά­σου, απ[ όπου θα πε­ρά­σει η κη­δεία του με­γά­λου Μη­τρο­πο­λί­τη μας. Και ήταν με­γά­λος αγό­ρι μου για­τί, αν και πα­πάς, όρ­θω­σε πε­ρή­φα­να το κορ­μί του απέ­να­ντι στους Γερ­μα­νούς που κα­τέ­λα­βαν την πα­τρί­δα μας. Πράγ­μα­τι, στρι­μω­χτή­κα­με στο μπαλ­κό­νι της Βε­νι­ζέ­λου. Εμέ­να με βά­λα­νε μπρο­στά-μπρο­στά για να μπο­ρώ να βλέ­πω. Όσο πλη­σί­α­ζε η νε­κρι­κή πο­μπή τό­σο η τα­ρα­χή μου με­γά­λω­νε. Το νε­κρό Μη­τρο­πο­λί­τη τον εί­χα­νε πά­νω σ΄ έναν «κλί­βα­νο» με την ελ­λη­νι­κή ση­μαία, κα­θι­στό στο θρό­νο του. Κά­ποια στιγ­μή η τα­ρα­χή κο­ρυ­φώ­θη­κε όταν η πο­μπή στά­θη­κε για λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα κά­τω απ' το μπαλ­κό­νι. Και έτσι όπως ήταν στο πρώ­το πά­τω­μα και ο νε­κρός υψω­μέ­νος ήρ­θα, πρό­σω­πο με πρό­σω­πο με τον πε­θα­μέ­νο. Το πρό­σω­πό του εί­χε ένα χρώ­μα κι­τρι­νο­πρά­σι­νο. Αν τολ­μού­σα θα άπλω­να το χέ­ρι να του χαϊ­δέ­ψω τα γέ­νια του. Ήταν η πρώ­τη φο­ρά που έβλε­πα ένα νε­κρό. Στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν συ­νή­θι­σα.

Γύ­ρι­σα σπί­τι τα­ραγ­μέ­νος. Τα σχο­λεία ― και όχι μό­νο, ήταν κλει­στά λό­γω πέν­θους. Τα δι­η­γή­θη­κα λα­χα­νια­σμέ­νος στον Κώ­στα.
Ύστε­ρα πή­ρα­με τα πο­δή­λα­τα και φύ­γα­με έξω, στη ζωή που μας πε­ρί­με­νε. Στον ήλιο, στον αέ­ρα, στα κο­ρί­τσια, στη θά­λασ­σα.
Από «κεί­να τα χρό­νια δια­σώ­θη­κε ένα ποί­η­μα. Το αφιε­ρώ­νω στη μνή­μη του Γιώρ­γου που μας απο­χαι­ρέ­τη­σε. Στο Γιώρ­γο που ―πρώ­τος―, μας έμα­θε πώς γεν­νιού­νται τα παι­διά. Δεν τα φέρ­νει ο πε­λαρ­γός.

Έκτα­κτο δελ­τίο και­ρού

Εί­ναι κα­τα­κα­λό­και­ρο και καύ­σω­νας
Όμως εγώ πά­ει και­ρός
Που ύπνο δεν εχόρ­τα­σα
Σκε­πά­ζο­μαι βα­ριά κου­βέρ­τα
Ως πά­νω απ΄ το κε­φά­λι
Όπως στα δυ­στυ­χή­μα­τα
Ή στους φό­νους
Νιώ­θω να εί­ναι σού­ρου­πο
Με κα­ται­γί­δα και χιό­νι
Καί­ει μια σό­μπα πορ­σε­λά­νης
Τρί­ζουν τα ξύ­λα
Στο γε­νέ­θλιο σπί­τι
Μπου­μπου­νί­ζουν τα μπου­ριά
Η Αι­μι­λία κι η Julie
Μι­λά­νε χα­μη­λό­φω­να στα γαλ­λι­κά
Ένα μά­τι ανοι­γο­κλεί­νει πρά­σι­νο
Βγαί­νει σπα­σμέ­νη η φω­νή
Ο ήχος χά­νε­ται
Η με­λω­δία όμως
Λά­μπει στο παρ­κέ

Με παίρ­νει
Αυ­τός που λέ­γε­ται μι­κρός
Με βυ­θί­ζει σε λή­θαρ­γο
Που όλα εί­ναι πα­γω­μέ­να
Βλέ­πω τα άλο­γα να πε­ρι­μέ­νουν
Αδη­μο­νούν με τις οπλές τους
Στο­λι­σμέ­να με λο­φία και μοβ κορ­δέ­λες
Ησυ­χά­ζω.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: