Χάρτης 70 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-70/klimakes/to-prasino-mati
Ένας φίλος που έφυγε απ' τη ζωή νωρίς πρόλαβε να γράψει μερικούς στίχους «Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού, περίμενα τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω»... Οδυνηρή αναμονή να καρτερείς την μοίρα σου όταν ξέρεις καλά πως «Certus quam incertus quando».
Όταν μου το διάβασε πρώτη φορά μου άρεσε αν και με παρέπεμπε σε μια φράση του Πιραντέλο που την διάβασα στον Σεφέρη «υπάρχει ένα ύφος πραγμάτων και ένα ύφος λέξεων»... Ωστόσο, όλα σχεδόν επιτρέπονται, ή υπαγορεύονται από τη λεγόμενη «ποιητική άδεια».
Εγώ γεννήθηκα πολύ αργότερα. Πιο συγκεκριμένα λίγους μήνες πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την Κατοχή της πατρίδας από τους Γερμανούς. Στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Αριστοτέλους, νούμερο 16.
Εκεί γνώρισα και τον πρώτο φίλο μου Κώστα, που συνεχίζουμε ακόμα... Πρόσφατα μάλιστα ανακαλέσαμε άσβεστες μνήμες εκείνης της εποχής των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50.
Είχαμε την τύχη ή την ατυχία να ζήσουμε τα παιδικά μας χρόνια κάπως «αστικά», δηλαδή μεγαλώσαμε σε πολυκατοικία. Δεν είχαμε αυλή, ή κήπο, κι έτσι στερηθήκαμε μια πιο φυσική ζωή, με τις ανάλογες εμπειρίες της. Μεγαλώσαμε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην καρδιά της, αλλά νομίζω πως τότε υπήρχε κι εκεί ομορφιά. Στη γενέθλια γειτονιά όλα ήταν πιο απλά και παρθένα. Ο δρόμος μας ήταν γεμάτος α κ α κ ί ε ς.
Οι άνθρωποι ήταν πιο «κιμπάρηδες» σε όλα τους. Οι γονείς μας κι οι φίλοι τους, οι άνδρες εκείνη την εποχή φορούσαν καπέλο, ρεπούμπλικα. Όταν συναντούσαν στο δρόμο κάποιο γνωστό, από 5-6 μέτρα απόσταση κόβανε το βήμα, σχεδόν σταματούσαν για κλάσματα δευτερολέπτου, σαν χορευτές μπαλέτου, βγάζανε το καπέλο με το δεξί τους χέρι και συμπληρώνανε αυτήν την αβρότητα με μια ανεπαίσθητη υπόκλιση, προσπερνώντας χαμογελαστοί. Είχανε αποδώσει έναν ευγενή χαιρετισμό σε φίλο ή σε αντίπαλο. Τώρα οι άνθρωποι τρέχουνε, τρέχουνε και δεν προλαβαίνουνε. Γι' αυτό συχνά σπρώχνουνε κιόλας...
Εμείς με τους φίλους μας, είχαμε μετατρέψει επάνω την μεγάλη ταράτσα μας σε ...παιδική χαρά, όπου διαχρονικά κάναμε τα πάντα. Κρυφτό, αγιούτο, κλέφτες και αστυνόμοι, τσαταλίνα-ματαλίνα. .. Αργότερα χαράζαμε γραμμές και παίζαμε πινγκ-πονγκ, τένις, μπάσκετ, ποδόσφαιρο, σκοποβολή, ώσπου κάποτε ήρθε η ώρα η ταράτσα μας να εξελιχθεί και σε «θέατρο ερωτικών ανησυχιών» : τα πρώτα μπανιστήρια, τα πρώτα ραντεβού – αυτά συνήθως ήσαν με τις υπηρέτριες της πολυκατοικίας μας, αυτές που τώρα αποκαλούμε οικιακές βοηθούς. Κάποτε βέβαια... βγαίναμε και παραέξω : σμίγαμε, πάντα επιθετικά, σε κοντινές γειτονιές με παρέες ή «συμμορίες» όπως αποκαλούσαμε κάποιες ομαδοποιήσεις συναδέλφων-τροφίμων πολυκατοικιών. Είχαμε, λοιπόν, μαζί τους ξιφομαχίες ή και λιθοβολισμούς και ξυλοδαρμούς, όταν η μάχη γινόταν εκ του σύνεγγυς, σε μια πεισμωμένη προσπάθεια να επιβεβαιωθεί ποια γειτονιά υπερισχύει και παίρνει, μέχρι την επόμενη σύγκρουση, τα πρωτεία, όπως τα λιοντάρια στη ζούγκλα. Έτσι αποκτούσαμε πολλά «παράσημα, όπως τα λέγαμε τότε : γδαρμένους αγκώνες, πληγιασμένα γόνατα, με ξεραμένα αίματα μέχρι τον αστράγαλο, τσιρότα, μελανιές, καμιά φορά και ελαφρές διασείσεις, που αργά το βράδυ (τότε το «αργά» ήταν γύρω στις εννιά ) όλα αυτά θεραπεύονταν από τη μητέρα-νοσοκόμα, μέσα σε ακατάληπτη γκρίνια και ενίοτε κάτω από το επιτιμητικό ή συγκαταβατικό βλέμμα του πατέρα. Η πόλη ήταν ακόμα ήσυχη και καθαρή. Πολύ λιγότερα αυτοκίνητα... Στην Αριστοτέλους, ας πούμε, από το ύψος της Μητροπόλεως μέχρι την Εγνατία, ήταν παρκαρισμένα 9 (εννέα !) αυτοκίνητα όλα κι όλα. Μάλιστα ξέραμε και ποιοι ήσαν οι ιδιοκτήτες τους. Κάτω από το σπίτι μας υπήρχε ένα καφωδείο, η «Μέλισσα», δηλαδή ήταν καφενείο την ημέρα και «οικογενειακή ταβέρνα» τα βράδια, οπότε ψήνανε και γύρο, αλλά τί γύρο ! Πρώτο πράμα. Αυτός και της «Κληματαριάς», στην Αγίας Σοφίας, άφησαν εποχή. Όταν τελείωνε, λοιπόν η βόλτα, ή ο κινηματογράφος, ιδίως τα Σαββατοκύριακα, ανέβαιναν κατά ομάδες νοικοκυραίοι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και προτού συνεχίσουν για τις επάνω γειτονιές (τα διαχωριστικά τείχη, που έγραψε ο Βασίλης Βασιλικός, άρχιζαν ουσιαστικά στην Εγνατία : αυτή μας χώριζε σε Βόρειους και Νότιους) σταματούσαν να πιούνε μπύρα. Μόνο «Φιξ», σε ψηλόλιγνο μπουκάλι με πορσελάνινο πώμα. Υπήρχε και ορχήστρα με ντιζέζ, που παίζανε πάνω σε μια μικρή ξύλινη εξέδρα, το λεγόμενο «πατάρι», τραγούδια του Γιάκοβλεφ (θυμάμαι που ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου είχε κάνει μια διάλεξη στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, με τίτλο: Μαίρη Λω, η φωνή του σύγχρονου πάθους!), αλλά και άλλων συνθετών και στιχουργών: Γιαννίδη, Σακελλάριου, Σουγιούλ, Τραιφόρου, τραγούδια απλά, απλοϊκά τις περισσότερες φορές, αλλά μελωδικότατα. Είχε τελειώσει ο πόλεμος και ο Εμφύλιος κι ο κόσμος και οι καλλιτέχνες είχανε χαλαρώσει και έβγαινε έτσι, φυσικά και αβίαστα, όλη αυτή η δημιουργία, με μια πονεμένη αισιοδοξία γύρω από τον Άνθρωπο και τον Έρωτα: «Καινούργια τώρα ζωή ας ξαναρχίσουμ' οι δυο μας» … Ή «Πόσο χαίρομαι που μ' αγαπάς, πάντα κάπου τα βράδια με πας»...
Εκείνο όμως που τυπώθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη ήταν τα βράδια που μέναμε μέσα και κυρίως τα βράδια του χειμώνα.
Δεν υπήρχε τηλεόραση. Και τα τηλέφωνα ελάχιστα. Ήμασταν από τους λίγους «τυχερούς» που είχανε τότε τηλέφωνο. Μουσική και ειδήσεις ακούγαμε από τα ραδιόφωνα που ήταν μικρά, από ξύλο ή βακελίτη, με λυχνίες. Όταν άνοιγες το κουμπί τους έπαιρνε λίγη ώρα μέχρι να «ζεσταθούν» και να ακούσεις τί είχανε να σου πουν. Στην Κατοχή λιγόστεψαν τα τραγούδια. Κυριαρχούσε κλασική μουσική, κυρίως με έργα Γερμανών συνθετών. Και ειδήσεις αμφιλεγόμενες. Γι αυτό οι μεγάλοι κι οι γονείς μας προσπαθούσαν κρυφά και με κάθε δυνατή προφύλαξη να «πιάσουν» σταθμούς από άλλα κέντρα, ελεύθερα, διψασμένοι να ακούσουν την Αλήθεια για όσα συνέβαιναν εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και στον κόσμο. Κρυφά και όσο γινόταν πιο σιγά, με κάθε δυνατή προφύλαξη γιατί τότε και «οι τοίχοι είχαν αυτιά»... Και σε πλήρη ετοιμότητα να κρύψουν το ραδιόφωνο όπου και όπως μπορούσαν.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '40 τα ραδιόφωνα (και όχι μόνο) εξελίχθηκαν. Καταρχήν μεγάλωσαν ... ρίξανε μπόι ! Έγιναν έπιπλα, ξύλινα, λακαρισμένα. Τα λέγανε «σύνθετα». Στο επάνω μέρος είχαν «ενσωματωμένο» το ραδιόφωνο με το καντράν του γεμάτο αριθμούς ερτζιανών και μια κάθετη βελόνα, έντονου χρώματος, συνήθως κόκκινου ή κίτρινου, για να διακρίνεται η μετακίνησή της όταν στριφογύριζες αργά-αργά το κουμπί ώσπου να «πιάσεις» την επιθυμητή συχνότητα κάποιου σταθμού. Από κάτω υπήρχε χώρος για ένα διπλό ντουλάπι με συρόμενες «πόρτες» όπου στην μία πλευρά υπήρχε ένα πικ-απ για δίσκους 78, 45 και 33 στροφών και στην άλλη μια δισκοθήκη. Μερικά είχαν και τρίτο χώρο ― χωρισμένο με ένα γυάλινο ράφι, σαν bar, όπου επάνω έμπαιναν διάφορα ποτήρια και κάτω τα μπουκάλια με κρασί, βερμούτ, λικέρ, πίπερμαν ακόμα και ουίσκι, ή σαμπάνια.
Εκείνο όμως που μας έκανε μεγάλη εντύπωση είναι πως τα ραδιόφωνα αυτά είχαν επάνω, στο κέντρο του καντράν, στο μέτωπό τους ας πούμε, ένα μάτι. Ένα ολοστρόγγυλο μάτι πράσινο (χωρίς ...βλεφαρίδες) που ανοιγόκλεινε θαρρείς μαγικά κάθε φορά που γύριζες το κουμπί να «πιάσει» η βελόνα άλλο σταθμό. Εγώ μάλιστα είχα την απορία γιατί ένα μάτι ενώ όλοι μας είχαμε δύο.
Ο Κώστας μαζί με τον αδελφό του Γιώργο και τους γονείς τους μένανε στο τρίτο πάτωμα. Εγώ, μοναχοπαίδι, και οι γονείς μου στο δεύτερο. Σχεδόν κάθε απόγευμα, προς βραδάκι, όταν τελειώναμε τα μαθήματα μαζευόμασταν στο ένα, ή στο άλλο σπίτι. Κατά προτίμηση επιλέγαμε εκείνο όπου θα έβγαιναν έξω οι γονείς για να «μαστε πιο... ελεύθεροι στα παιχνίδια και στις κουβέντες. Μας άρεζε πολύ να καθόμαστε στο χαλί, παίζοντας μπίλιες, ή προσπαθώντας να μάθουμε σκάκι, ή τάβλι, πλάι στο ραδιόφωνο κάτω από το άγρυπνο μάτι της Telefunken
ή της Grundig. Και τα δύο «Γερμανικής κατασκευής και προελεύσεως» !... Ήταν περίπου τα ίδια αλλά εμένα μου άρεζε πιο πολύ το δικό τους, που ήταν Telefunken. Συνήθως έτσι συμβαίνει. Το ξένο είναι πιο επιθυμητό. Όπως κι εκείνος ζήλευε το δικό μου κόκκινο αυτοκινητάκι με τα πεντάλ, που το 'χα «παρκαρισμένο» στην ταράτσα μας. Το πράσινο μάτι μας συντρόφευε. Έβλεπε ό, τι κάναμε, ήξερε τα «μυστικά» μας γιατί, παρόλο που ήταν μάτι, άκουγε κιόλας ό,τι λέγαμε αλλά με απόλυτη εχεμύθεια. Κι εκείνο όμως μας μάθαινε πολλά. Κυρίως τραγούδια, ελληνικά αλλά και ξένα. Γέμιζε το δωμάτιο με τη βελούδινη φωνή της Βέμπο, της Κάκιας Μένδρη, του Μαρούδα, του Παναγόπουλου, του Sinatra, του Nat King Col, της Holiday, του Armstrong και του Presley. Ενδιάμεσα ακούγαμε και ειδήσεις με διάφορα γεγονότα, και σχόλια.
Το 1948 τρομάξαμε κάπως όταν ανακοίνωσαν πως στην προκυμαία της πόλης μας πνίγηκε ένας Αμερικανός με το περίεργο όνομα Πολκ. Προφανώς δεν ήξερε ο καημένος κολύμπι. Και το «49 μια άλλη κοπέλα που τη λέγανε Μίτσελ την πήρε ο άνεμος και την πέθανε.
Μετά όμως χαρήκαμε πολύ γιατί κάποιοι, Ιταλοί νομίζω, μας χάρισαν δώδεκα νησιά για τη θάλασσά μας που τη λένε «Αιγαίο πέλαγος»... Εκείνα τα χρόνια πηγαίναμε σ' ένα σχολείο που το λέγανε δημοτικό. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το λέγανε έτσι. Μας μαθαίνανε γράμματα και του Θεού τα πράματα. Και όσα ξεχνούσε να μας πει ο δάσκαλος τα μαθαίναμε απ΄ το ραδιόφωνο και τους «μεγάλους». Κάποιοι άνθρωποι ας πούμε ανακάλυψαν, ή δημιούργησαν το ΝΑΤΟ. Δεν πολύ-καταλάβαμε τί ακριβώς ήταν αυτό, μάλλον κάτι πολύ ενδιαφέρον για να βροντοφωνάζουν «Να το!»… Την ίδια χρονιά έγινε κι ένα φοβερό δυστύχημα γιατί ένα αεροπλάνο, εκεί που πετούσε ψηλά έχασε την ισορροπία του και καρφώθηκε σ' ένα βουνό που λεγόταν Πάρνηθα. Και σκοτώθηκαν πολλοί μαζί, άνδρες-γυναίκες είκοσι δύο ψυχές και σώματα. Το 1950 άρχισε ένας καινούριος πόλεμος (όχι πάλι με τους Γερμανούς, που απ' αυτούς ησυχάσαμε κάπως, αλλά πέρα-μακριά σε μια χερσόνησο, ή νησί (;), με τ' όνομα Κορέα. Τότε μια μητέρα που λεγόταν Τερέζα άρχισε να βοηθάει τους φτωχούς και άρρωστους συνανθρώπους μας και έκανε λέει φιλανθρωπίες. Και οι Αμερικανοί όμως που άλλοι είναι δημοκρατικοί (;) κι άλλοι φορούν ρεπούμπλικες άρχισαν την ίδια χρονιά, για πρώτη φορά, πυρηνικές δοκιμές στο χωριό Νεβάδα για να έχουν τη δυνατότητα να εξαφανίζουν κάθε απειλή που συνέχεια δημιουργούν οι κακοί άνθρωποι σε «μας τους καλούς. Και άλλα πολλά τέτοια... που εμείς τότε, λόγω ηλικίας, τα ακούγαμε σαν παραμύθια, αλλά πολύ πιο ενδιαφέροντα από τον κακό λύκο που έφαγε τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας. Αυτά πια τα είχαμε βαρεθεί...
Κάπως έτσι φτάσαμε στο έτος 1951. Και λέω «φτάσαμε» γιατί τόσο εγώ, όσο και ο φίλος μου ο Κώστας, που έχουμε περίπου τα ίδια χρόνια, βρεθήκαμε στο όριο που διαχωρίζει την παιδική από την εφηβική ηλικία. Εδώ θα σταθώ περισσότερο γιατί αυτήν τη χρονιά, δεν είχα πια την απορία πώς το ραδιόφωνο είχε μόνο ένα μάτι, αλλά την απαρχή πολλών άλλων αποριών, πιο σοβαρών, που ακόμα και τώρα αρκετές δεν έχουν απαντηθεί...
Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς πέθανε ένας μεγάλος Μητροπολίτης της πόλης μας, που τον λέγανε Γεννάδιο.
Με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στο δικηγορικό γραφείο ενός φίλου του, που ήταν στο πρώτο πάτωμα κτηρίου, γωνία Ερμού με Βενιζέλου. Έλα μαζί μου είπε, στου κυρίου Βάσου, απ[ όπου θα περάσει η κηδεία του μεγάλου Μητροπολίτη μας. Και ήταν μεγάλος αγόρι μου γιατί, αν και παπάς, όρθωσε περήφανα το κορμί του απέναντι στους Γερμανούς που κατέλαβαν την πατρίδα μας. Πράγματι, στριμωχτήκαμε στο μπαλκόνι της Βενιζέλου. Εμένα με βάλανε μπροστά-μπροστά για να μπορώ να βλέπω. Όσο πλησίαζε η νεκρική πομπή τόσο η ταραχή μου μεγάλωνε. Το νεκρό Μητροπολίτη τον είχανε πάνω σ΄ έναν «κλίβανο» με την ελληνική σημαία, καθιστό στο θρόνο του. Κάποια στιγμή η ταραχή κορυφώθηκε όταν η πομπή στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα κάτω απ' το μπαλκόνι. Και έτσι όπως ήταν στο πρώτο πάτωμα και ο νεκρός υψωμένος ήρθα, πρόσωπο με πρόσωπο με τον πεθαμένο. Το πρόσωπό του είχε ένα χρώμα κιτρινοπράσινο. Αν τολμούσα θα άπλωνα το χέρι να του χαϊδέψω τα γένια του. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ένα νεκρό. Στα χρόνια που ακολούθησαν συνήθισα.
Γύρισα σπίτι ταραγμένος. Τα σχολεία ― και όχι μόνο, ήταν κλειστά λόγω πένθους. Τα διηγήθηκα λαχανιασμένος στον Κώστα.
Ύστερα πήραμε τα ποδήλατα και φύγαμε έξω, στη ζωή που μας περίμενε. Στον ήλιο, στον αέρα, στα κορίτσια, στη θάλασσα.
Από «κείνα τα χρόνια διασώθηκε ένα ποίημα. Το αφιερώνω στη μνήμη του Γιώργου που μας αποχαιρέτησε. Στο Γιώργο που ―πρώτος―, μας έμαθε πώς γεννιούνται τα παιδιά. Δεν τα φέρνει ο πελαργός.
Έκτακτο δελτίο καιρού
Είναι κατακαλόκαιρο και καύσωνας
Όμως εγώ πάει καιρός
Που ύπνο δεν εχόρτασα
Σκεπάζομαι βαριά κουβέρτα
Ως πάνω απ΄ το κεφάλι
Όπως στα δυστυχήματα
Ή στους φόνους
Νιώθω να είναι σούρουπο
Με καταιγίδα και χιόνι
Καίει μια σόμπα πορσελάνης
Τρίζουν τα ξύλα
Στο γενέθλιο σπίτι
Μπουμπουνίζουν τα μπουριά
Η Αιμιλία κι η Julie
Μιλάνε χαμηλόφωνα στα γαλλικά
Ένα μάτι ανοιγοκλείνει πράσινο
Βγαίνει σπασμένη η φωνή
Ο ήχος χάνεται
Η μελωδία όμως
Λάμπει στο παρκέ
Με παίρνει
Αυτός που λέγεται μικρός
Με βυθίζει σε λήθαργο
Που όλα είναι παγωμένα
Βλέπω τα άλογα να περιμένουν
Αδημονούν με τις οπλές τους
Στολισμένα με λοφία και μοβ κορδέλες
Ησυχάζω.