Ένας φίλος που έφυγε απ' τη ζωή νωρίς πρόλαβε να γράψει μερικούς στίχους «Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού, περίμενα τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω»... Οδυνηρή αναμονή να καρτερείς την μοίρα σου όταν ξέρεις καλά πως «Certus quam incertus quando».
Όταν μου το διάβασε πρώτη φορά μου άρεσε αν και με παρέπεμπε σε μια φράση του Πιραντέλο που την διάβασα στον Σεφέρη «υπάρχει ένα ύφος πραγμάτων και ένα ύφος λέξεων»... Ωστόσο, όλα σχεδόν επιτρέπονται, ή υπαγορεύονται από τη λεγόμενη «ποιητική άδεια».
Εγώ γεννήθηκα πολύ αργότερα. Πιο συγκεκριμένα λίγους μήνες πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την Κατοχή της πατρίδας από τους Γερμανούς. Στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Αριστοτέλους, νούμερο 16.
Εκεί γνώρισα και τον πρώτο φίλο μου Κώστα, που συνεχίζουμε ακόμα... Πρόσφατα μάλιστα ανακαλέσαμε άσβεστες μνήμες εκείνης της εποχής των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50.
Είχαμε την τύχη ή την ατυχία να ζήσουμε τα παιδικά μας χρόνια κάπως «αστικά», δηλαδή μεγαλώσαμε σε πολυκατοικία. Δεν είχαμε αυλή, ή κήπο, κι έτσι στερηθήκαμε μια πιο φυσική ζωή, με τις ανάλογες εμπειρίες της. Μεγαλώσαμε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην καρδιά της, αλλά νομίζω πως τότε υπήρχε κι εκεί ομορφιά. Στη γενέθλια γειτονιά όλα ήταν πιο απλά και παρθένα. Ο δρόμος μας ήταν γεμάτος α κ α κ ί ε ς.
Οι άνθρωποι ήταν πιο «κιμπάρηδες» σε όλα τους. Οι γονείς μας κι οι φίλοι τους, οι άνδρες εκείνη την εποχή φορούσαν καπέλο, ρεπούμπλικα. Όταν συναντούσαν στο δρόμο κάποιο γνωστό, από 5-6 μέτρα απόσταση κόβανε το βήμα, σχεδόν σταματούσαν για κλάσματα δευτερολέπτου, σαν χορευτές μπαλέτου, βγάζανε το καπέλο με το δεξί τους χέρι και συμπληρώνανε αυτήν την αβρότητα με μια ανεπαίσθητη υπόκλιση, προσπερνώντας χαμογελαστοί. Είχανε αποδώσει έναν ευγενή χαιρετισμό σε φίλο ή σε αντίπαλο. Τώρα οι άνθρωποι τρέχουνε, τρέχουνε και δεν προλαβαίνουνε. Γι' αυτό συχνά σπρώχνουνε κιόλας...
Εμείς με τους φίλους μας, είχαμε μετατρέψει επάνω την μεγάλη ταράτσα μας σε ...παιδική χαρά, όπου διαχρονικά κάναμε τα πάντα. Κρυφτό, αγιούτο, κλέφτες και αστυνόμοι, τσαταλίνα-ματαλίνα. .. Αργότερα χαράζαμε γραμμές και παίζαμε πινγκ-πονγκ, τένις, μπάσκετ, ποδόσφαιρο, σκοποβολή, ώσπου κάποτε ήρθε η ώρα η ταράτσα μας να εξελιχθεί και σε «θέατρο ερωτικών ανησυχιών» : τα πρώτα μπανιστήρια, τα πρώτα ραντεβού – αυτά συνήθως ήσαν με τις υπηρέτριες της πολυκατοικίας μας, αυτές που τώρα αποκαλούμε οικιακές βοηθούς. Κάποτε βέβαια... βγαίναμε και παραέξω : σμίγαμε, πάντα επιθετικά, σε κοντινές γειτονιές με παρέες ή «συμμορίες» όπως αποκαλούσαμε κάποιες ομαδοποιήσεις συναδέλφων-τροφίμων πολυκατοικιών. Είχαμε, λοιπόν, μαζί τους ξιφομαχίες ή και λιθοβολισμούς και ξυλοδαρμούς, όταν η μάχη γινόταν εκ του σύνεγγυς, σε μια πεισμωμένη προσπάθεια να επιβεβαιωθεί ποια γειτονιά υπερισχύει και παίρνει, μέχρι την επόμενη σύγκρουση, τα πρωτεία, όπως τα λιοντάρια στη ζούγκλα. Έτσι αποκτούσαμε πολλά «παράσημα, όπως τα λέγαμε τότε : γδαρμένους αγκώνες, πληγιασμένα γόνατα, με ξεραμένα αίματα μέχρι τον αστράγαλο, τσιρότα, μελανιές, καμιά φορά και ελαφρές διασείσεις, που αργά το βράδυ (τότε το «αργά» ήταν γύρω στις εννιά ) όλα αυτά θεραπεύονταν από τη μητέρα-νοσοκόμα, μέσα σε ακατάληπτη γκρίνια και ενίοτε κάτω από το επιτιμητικό ή συγκαταβατικό βλέμμα του πατέρα. Η πόλη ήταν ακόμα ήσυχη και καθαρή. Πολύ λιγότερα αυτοκίνητα... Στην Αριστοτέλους, ας πούμε, από το ύψος της Μητροπόλεως μέχρι την Εγνατία, ήταν παρκαρισμένα 9 (εννέα !) αυτοκίνητα όλα κι όλα. Μάλιστα ξέραμε και ποιοι ήσαν οι ιδιοκτήτες τους. Κάτω από το σπίτι μας υπήρχε ένα καφωδείο, η «Μέλισσα», δηλαδή ήταν καφενείο την ημέρα και «οικογενειακή ταβέρνα» τα βράδια, οπότε ψήνανε και γύρο, αλλά τί γύρο ! Πρώτο πράμα. Αυτός και της «Κληματαριάς», στην Αγίας Σοφίας, άφησαν εποχή. Όταν τελείωνε, λοιπόν η βόλτα, ή ο κινηματογράφος, ιδίως τα Σαββατοκύριακα, ανέβαιναν κατά ομάδες νοικοκυραίοι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και προτού συνεχίσουν για τις επάνω γειτονιές (τα διαχωριστικά τείχη, που έγραψε ο Βασίλης Βασιλικός, άρχιζαν ουσιαστικά στην Εγνατία : αυτή μας χώριζε σε Βόρειους και Νότιους) σταματούσαν να πιούνε μπύρα. Μόνο «Φιξ», σε ψηλόλιγνο μπουκάλι με πορσελάνινο πώμα. Υπήρχε και ορχήστρα με ντιζέζ, που παίζανε πάνω σε μια μικρή ξύλινη εξέδρα, το λεγόμενο «πατάρι», τραγούδια του Γιάκοβλεφ (θυμάμαι που ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου είχε κάνει μια διάλεξη στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, με τίτλο: Μαίρη Λω, η φωνή του σύγχρονου πάθους!), αλλά και άλλων συνθετών και στιχουργών: Γιαννίδη, Σακελλάριου, Σουγιούλ, Τραιφόρου, τραγούδια απλά, απλοϊκά τις περισσότερες φορές, αλλά μελωδικότατα. Είχε τελειώσει ο πόλεμος και ο Εμφύλιος κι ο κόσμος και οι καλλιτέχνες είχανε χαλαρώσει και έβγαινε έτσι, φυσικά και αβίαστα, όλη αυτή η δημιουργία, με μια πονεμένη αισιοδοξία γύρω από τον Άνθρωπο και τον Έρωτα: «Καινούργια τώρα ζωή ας ξαναρχίσουμ' οι δυο μας» … Ή «Πόσο χαίρομαι που μ' αγαπάς, πάντα κάπου τα βράδια με πας»...
Εκείνο όμως που τυπώθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη ήταν τα βράδια που μέναμε μέσα και κυρίως τα βράδια του χειμώνα.
Δεν υπήρχε τηλεόραση. Και τα τηλέφωνα ελάχιστα. Ήμασταν από τους λίγους «τυχερούς» που είχανε τότε τηλέφωνο. Μουσική και ειδήσεις ακούγαμε από τα ραδιόφωνα που ήταν μικρά, από ξύλο ή βακελίτη, με λυχνίες. Όταν άνοιγες το κουμπί τους έπαιρνε λίγη ώρα μέχρι να «ζεσταθούν» και να ακούσεις τί είχανε να σου πουν. Στην Κατοχή λιγόστεψαν τα τραγούδια. Κυριαρχούσε κλασική μουσική, κυρίως με έργα Γερμανών συνθετών. Και ειδήσεις αμφιλεγόμενες. Γι αυτό οι μεγάλοι κι οι γονείς μας προσπαθούσαν κρυφά και με κάθε δυνατή προφύλαξη να «πιάσουν» σταθμούς από άλλα κέντρα, ελεύθερα, διψασμένοι να ακούσουν την Αλήθεια για όσα συνέβαιναν εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και στον κόσμο. Κρυφά και όσο γινόταν πιο σιγά, με κάθε δυνατή προφύλαξη γιατί τότε και «οι τοίχοι είχαν αυτιά»... Και σε πλήρη ετοιμότητα να κρύψουν το ραδιόφωνο όπου και όπως μπορούσαν.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '40 τα ραδιόφωνα (και όχι μόνο) εξελίχθηκαν. Καταρχήν μεγάλωσαν ... ρίξανε μπόι ! Έγιναν έπιπλα, ξύλινα, λακαρισμένα. Τα λέγανε «σύνθετα». Στο επάνω μέρος είχαν «ενσωματωμένο» το ραδιόφωνο με το καντράν του γεμάτο αριθμούς ερτζιανών και μια κάθετη βελόνα, έντονου χρώματος, συνήθως κόκκινου ή κίτρινου, για να διακρίνεται η μετακίνησή της όταν στριφογύριζες αργά-αργά το κουμπί ώσπου να «πιάσεις» την επιθυμητή συχνότητα κάποιου σταθμού. Από κάτω υπήρχε χώρος για ένα διπλό ντουλάπι με συρόμενες «πόρτες» όπου στην μία πλευρά υπήρχε ένα πικ-απ για δίσκους 78, 45 και 33 στροφών και στην άλλη μια δισκοθήκη. Μερικά είχαν και τρίτο χώρο ― χωρισμένο με ένα γυάλινο ράφι, σαν bar, όπου επάνω έμπαιναν διάφορα ποτήρια και κάτω τα μπουκάλια με κρασί, βερμούτ, λικέρ, πίπερμαν ακόμα και ουίσκι, ή σαμπάνια.
Εκείνο όμως που μας έκανε μεγάλη εντύπωση είναι πως τα ραδιόφωνα αυτά είχαν επάνω, στο κέντρο του καντράν, στο μέτωπό τους ας πούμε, ένα μάτι. Ένα ολοστρόγγυλο μάτι πράσινο (χωρίς ...βλεφαρίδες) που ανοιγόκλεινε θαρρείς μαγικά κάθε φορά που γύριζες το κουμπί να «πιάσει» η βελόνα άλλο σταθμό. Εγώ μάλιστα είχα την απορία γιατί ένα μάτι ενώ όλοι μας είχαμε δύο.
Ο Κώστας μαζί με τον αδελφό του Γιώργο και τους γονείς τους μένανε στο τρίτο πάτωμα. Εγώ, μοναχοπαίδι, και οι γονείς μου στο δεύτερο. Σχεδόν κάθε απόγευμα, προς βραδάκι, όταν τελειώναμε τα μαθήματα μαζευόμασταν στο ένα, ή στο άλλο σπίτι. Κατά προτίμηση επιλέγαμε εκείνο όπου θα έβγαιναν έξω οι γονείς για να «μαστε πιο... ελεύθεροι στα παιχνίδια και στις κουβέντες. Μας άρεζε πολύ να καθόμαστε στο χαλί, παίζοντας μπίλιες, ή προσπαθώντας να μάθουμε σκάκι, ή τάβλι, πλάι στο ραδιόφωνο κάτω από το άγρυπνο μάτι της Telefunken
ή της Grundig. Και τα δύο «Γερμανικής κατασκευής και προελεύσεως» !... Ήταν περίπου τα ίδια αλλά εμένα μου άρεζε πιο πολύ το δικό τους, που ήταν Telefunken. Συνήθως έτσι συμβαίνει. Το ξένο είναι πιο επιθυμητό. Όπως κι εκείνος ζήλευε το δικό μου κόκκινο αυτοκινητάκι με τα πεντάλ, που το 'χα «παρκαρισμένο» στην ταράτσα μας. Το πράσινο μάτι μας συντρόφευε. Έβλεπε ό, τι κάναμε, ήξερε τα «μυστικά» μας γιατί, παρόλο που ήταν μάτι, άκουγε κιόλας ό,τι λέγαμε αλλά με απόλυτη εχεμύθεια. Κι εκείνο όμως μας μάθαινε πολλά. Κυρίως τραγούδια, ελληνικά αλλά και ξένα. Γέμιζε το δωμάτιο με τη βελούδινη φωνή της Βέμπο, της Κάκιας Μένδρη, του Μαρούδα, του Παναγόπουλου, του Sinatra, του Nat King Col, της Holiday, του Armstrong και του Presley. Ενδιάμεσα ακούγαμε και ειδήσεις με διάφορα γεγονότα, και σχόλια.
Το 1948 τρομάξαμε κάπως όταν ανακοίνωσαν πως στην προκυμαία της πόλης μας πνίγηκε ένας Αμερικανός με το περίεργο όνομα Πολκ. Προφανώς δεν ήξερε ο καημένος κολύμπι. Και το «49 μια άλλη κοπέλα που τη λέγανε Μίτσελ την πήρε ο άνεμος και την πέθανε.