Fantasia super Partita BWV 1013

Σιλουέτες 7 πουλιών εν πτήσει: επάνω τριάδα από αριστερά προς τα δεξιά, μελισσουργός - κότσυφας - κάργια· μεσαία δυάδα, μαυροκέφαλος γλάρος και τουρλίδα· κάτω δυάδα, πετροπέρδικα και φασιανός. Από τον κεφαλαιώδη "Οδηγό πεδίου για τα πουλιά της Βρετανίας και της Ευρώπης" των R. Peterson, Guy Mountfort και P.A.D. Hollom (4η έκδ. 1954)
Σιλουέτες 7 πουλιών εν πτήσει: επάνω τριάδα από αριστερά προς τα δεξιά, μελισσουργός - κότσυφας - κάργια· μεσαία δυάδα, μαυροκέφαλος γλάρος και τουρλίδα· κάτω δυάδα, πετροπέρδικα και φασιανός. Από τον κεφαλαιώδη "Οδηγό πεδίου για τα πουλιά της Βρετανίας και της Ευρώπης" των R. Peterson, Guy Mountfort και P.A.D. Hollom (4η έκδ. 1954)
(για σόλο φλάουτο σε λα ελάσσονα, του Γ.Σ. Μπαχ)


Η πε­ζο­γρα­φία εί­ναι για να απο­φεύ­γε­ται η ποί­η­ση
Τά­κης Γραμ­μέ­νος, «Απο­κα­λυ­πτι­κά της Εσπε­ρί­ας, XIV»
(Ιω­νι­κά και βό­ρεια ποι­ή­μα­τα, 1972-2014)

Αλε­μάντ

[όλο και πιο άσπε­ρα όλο και πιο αντ άστρα]

Σε τού­τη τη θαλ­πω­ρή μέ­σα στων γεν­νή­σε­ων και ανα­γεν­νή­σε­ων την αδια­τά­ρα­κτη ροή θρο­ΐ­ζει πού­που­λο στα νώ­τα τα στι­βα­ρά του ανέ­μου Ζωή νέα μο­νό­φω­νη γλυ­κιά ανα­πνιά στο κα­τώ­φλι της ψυ­χής σου Αρ­ρη­το­λε­πτό­πνευ­στη Από­κο­τη σα νε­οσ­σός που δο­κι­μά­ζει τα φτε­ρά του το βά­ρος του μι­κρού κορ­μιού του να ση­κώ­σουν με άλ­μα­τα απα­νω­τά οπι­σθο­βα­ρή που ξε­περ­νούν όλα τα σύρ­μα­τα του πε­ντα­γράμ­μου τα γραμ­μέ­να Όλο και πιο μα­κρι­νά πη­δή­μα­τα στο διά­στη­μα Με­τάρ­σια από τη βα­ρύ­τη­τα ν΄απαλ­λα­γούν ψη­λά ν΄ανέ­βουν τη γα­λη­νιαία στρα­τό­σφαι­ρα Ν’ απα­ντή­σουν τη δύ­να­μη που θα τα κα­θη­λώ­σει σε νέα προ­σγεί­ω­ση και ανά­παυ­λα με νέ­ας ανα­γω­γής εκ­φο­ρά ως την πιο ψη­λή που μαρ­τυ­ρεί­ται κυ­πά­ρισ­σου ευ­λύ­γι­στη κο­ρυ­φή Εξέ­δρα ωδι­κή της γο­ε­ρής κραυ­γής μιας άνοι­ξης ακα­τά­λη­κτης Που ακα­τά­λη­πτη σε ατέρ­μο­να αρέ­σκε­ται επι­στρο­φή με κόκ­κι­νους συρ­μούς τα­χείς της πα­πα­ρού­νας αντ σό­λι ντέο γκλό­ριαμ

Κου­ράντ

Το τέ­λος εί­ναι η αρ­χή
Πιά­σου απ’ του τρα­γου­διού
την τε­λευ­ταία πνοή
Πώς του ζέ­φυ­ρου σβή­νει
Και χά­νε­ται η ψυ­χή
μες στα κλα­διά
και φλό­γα ολάν­θι­στη ανά­βει και ξυ­πνά
μιας άν­θη­σης πρωί

Άγου­ρη αβέ­βαιη στην αρ­χή
Του τρα­γου­διού μια δο­κι­μή
ψη­λα­φι­στή
που με κομ­μέ­νη ανά­σα
πα­λεύ­ει
Για να θυ­μη­θεί
όσα της μνή­μης το πα­λά­τι
κρύ­βει σε δώ­μα­τα κλει­στά
απ’ όπου έχει ο χρό­νος
αρ­πά­ξει και πε­τά­ξει κρύ­ψει
τα κλει­διά
Πόρ­τες σαν κι αυ­τή
στο που­θε­νά
ανοί­γου­νε μό­νο με μια
ευ­χή
ή
μ’ ένα νεύ­μα
αδιό­ρα­το
κλε­φτό
τέ­μπο σπα­λιά­το τό­σο απα­λό
όσο το διά­φα­νο της θά­λασ­σας γλυ­πτό
σε αμ­μου­διά απά­τη­τη αυ­γι­νή
ακί­νη­το κα­λο­και­ρι­νό πρωί
όπου του ήλιου το τρα­γού­δι κα­τε­βαί­νει
ανά­λα­φρα ντυ­μέ­νο νύ­χτα ερι­χθώ και δρό­σι­νη
νύ­χτα κυ­κλι­κή


Σα­ρα­μπάντ

Τώ­ρα τα που­λιά ανα­παύ­ο­νται στις δάφ­νες του πε­τάγ­μα­τός τους Διέ­σχι­σαν ωκε­α­νούς διέ­σχι­σαν πε­διά­δες πά­μπες σα­βά­νες στέ­πες πε­λά­γη τε­νά­γη βάλ­τους και βου­νά Με το μι­σό μυα­λό τους να κοι­μά­ται πέ­το­ντας στα στι­βα­ρά τα νώ­τα των ανέ­μων Το άλ­λο μι­σό εγρή­γο­ρο ν’ απο­δη­μεί ονει­ρο­πο­λώ­ντας Ονει­ρο­σύ­ρο­ντας Τώ­ρα θυ­μού­νται αε­ρο­δρο­μούν στη ρέμ­βη αφη­μέ­να Τα όνει­ρά τους εμπι­στεύ­ο­νται όπως πα­λιές αγά­πες Μ’ όλο που το εγκάρ­διο ξύ­λο τους σκο­τεί­νια­σε και απο­σα­θρώ­θη­κε Κρα­τούν ακό­μα σκέ­λε­θρα σομ­φά πι­κρή αντο­χή Κό­μη αραιή δέ­ντρου πα­λιού να εκ­πτύσ­σει δά­χτυ­λα δει­κτι­κά Ψη­λά ξα­νοίγ­μα­τα αλ­κής χρυ­σά και γα­λα­νά σύν­νε­φα σκο­τει­νά τε­φροί ου­ρα­νοί μια προσ­δό­κι­μη χρυ­σή βρο­χή να πέ­σου­νε έτοι­μα στη χα­μο­γή Με­τά να σιω­πού­νε τα που­λιά Τού πό­νου να λε­πτύ­νε­ται η αιχ­μή Ικε­σία να γε­νεί απελ­πι­σμέ­νη αλ­γει­νή Πα­ρά­πο­νο ρη­χό μα και βα­θύ Δα­κρύ­ων λι­μνού­λα σε κή­που πα­ρυ­φή Γυ­ρί­νου και λι­μπε­λού­λας η μο­νιά η κρυ­φή Όπου ο νάρ­κισ­σος κα­θυ­στε­ρεί για να κα­θρε­φτι­στεί Και η νυμ­φαία αρ­γή πα­ρη­γο­ρεί της κοι­μι­σμέ­νης Οφή­λιας τη μο­να­ξιά Κλά­μα ορ­φα­νού παι­διού Βέ­λα­σμα ανή­μπο­ρο αρ­νιού λε­πτό αντη­χεί αση­μέ­νιο από πα­λιά Σω­παί­νει και ξα­να­κλαί­ει σι­γα­νά

Εγ­γλέ­ζι­κη μπου­ρέ

Τε­λι­κός θρί­αμ­βος τερ­ψι­χο­ρι­κός Δε­ξιο­τέ­χνης του πε­τάγ­μα­τος ο νε­οσ­σός Νέα πα­τή­μα­τα σε βή­μα­τα πα­λιά Αυ­το­σχε­δια­σμός με σι­γου­ριά ανέ­με­λη κλώ­νου που την και­νούρ­για άν­θη­σή του στου ανέ­μου το σφυγ­μό τη συ­να­ντά μες στου χει­μώ­να την κα­τά­κλει­στη καρ­διά Σε απε­λεύ­θε­ρους ρυθ­μούς παί­ζουν με φως παί­γνια που­λιά πα­λιά Σαν ψυ­χαν­θή με­τα­ξω­τά που ντύ­θη­καν λε­πι­δό­πτε­ρα και λά­μπουν από­κο­σμα δια­μα­ντι­κά Στέμ­μα­τα σε με­γά­λα μέ­τω­πα θα­λασ­σι­νά Θά­λασ­σας που μή­τε αρ­χί­ζει μή­τε τε­λειώ­νει που­θε­νά Τό­σα επι­χει­ρή­μα­τα χο­ρευ­τι­κά Ξε­κου­κι­σμέ­να σαν τις χά­ντρες του κο­μπο­λο­γιού Που στά­ζουν μου­σι­κή Ένα ένα Γυά­λι­νες μι­κρές χα­ρές Στης λο­γι­κής τις πα­ρυ­φές Ως τις ακραί­ες τους συ­νέ­πειες μου­σι­κά φερ­μέ­να —μου­σι­κά—

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: