«Γράψε μία ανακοίνωση Oυίλιαμ!», διέταξε ο ηγεμόνας

«Γράψε μία ανακοίνωση Oυίλιαμ!», διέταξε ο ηγεμόνας

Σύμ­βου­λος ηγε­μό­να που έχει συγ­γέ­νεια εξ αί­μα­τος με τη βα­σί­λισ­σα, εκτά­σεις γης και σπί­τια στην ιδιο­κτη­σία του. Για κά­ποιο εύ­λο­γο διά­στη­μα ήταν στη δού­λε­ψη του και για αντα­μοι­βή, απο­ζη­μί­ω­ση δη­λα­δή, ο Oυί­λιαμ Σαίξ­πηρ έπαιρ­νε ψη­τό κρέ­ας –για­τί όταν τρως ψη­τό το έν­στι­κτο σου λά­μπει– ψω­μί και μπί­ρα. Δύ­σκο­λοι οι και­ροί εν έτει 1585 στο Λον­δί­νο και σε ολά­κε­ρη την Αγ­γλία. Ενώ κα­νο­νι­κά θα έπρε­πε να δια­φω­νεί τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές με τον ηγε­μό­να, έπρε­πε να τον συμ­βου­λεύ­ει και να συμ­φω­νεί κά­θε φο­ρά μα­ζί του. Έπρε­πε να ζυ­γί­ζει κα­λά σαν Εβραί­ος έμπο­ρος τι λέ­νε κυ­ρί­ως οι άλ­λοι τρεις σύμ­βου­λοι, που άκρι­τα χει­ρο­κρο­τούν και απο­θε­ώ­νουν. Και αυ­τοί εί­ναι: Ο Σφι­χτός (ού­τε μι­λά­ει πο­λύ, και το πρό­σω­πό του πά­ντα δεί­χνει σα να κά­νει την ιδιω­τι­κή του ανά­γκη– ανά­γκη: να μπει η τρο­φή στην κοι­λιά, ανά­γκη: να βγει το υπό­λειμ­μα από το έντε­ρο…). Ο Άσχη­μος που κυ­νη­γά­ει ό,τι θη­λυ­κό υπάρ­χει στη γει­το­νιά του, ιδί­ως την κό­ρη της πλύ­στρας, που ’ναι όμορ­φη σαν τα κρύα νε­ρά. Και ο Σπα­σμέ­νος, αυ­τός που έχει συ­νέ­χεια πό­νο στην πλά­τη και φο­βά­ται μη χά­σει τη δου­λειά του. Και όταν ο Σφι­χτός και ο Άσχη­μος (κά­τι που ο Oυί­λιαμ τους το ανα­γνω­ρί­ζει) κά­θο­νται πά­ντα δί­πλα στον ηγε­μό­να, ο Σπα­σμέ­νος, σαν να του λεί­πει ολά­κε­ρος σπόν­δυ­λος, συ­νή­θως δια­λέ­γει να κά­τσει πί­σω από τον ηγε­μό­να και συ­νά­μα, μι­σθώ­νει και έναν ζω­γρά­φο να κά­νει κα­νέ­να σκί­τσο για τον μελ­λο­ντι­κό πί­να­κα του ηγε­μό­να, στον οποίο θα εμ­φα­νί­ζε­ται πά­λι από πί­σω. Θεέ και Πα­να­γία, για­τί πά­ντα από πί­σω; Τι πα­ρα­νοϊ­κό πεί­σμα εί­ναι τού­το;
Ο Oυί­λιαμ, σαν κα­λός σύμ­βου­λος, ίσως και υπη­ρέ­της, έγρα­ψε διά­φο­ρες ανα­κοι­νώ­σεις για τον ηγε­μό­να. Βέ­βαια, ο ηγε­μό­νας δεν ξέ­ρει τί­πο­τα για το βίο και την πο­λι­τεία του. Δεν ξέ­ρει ότι αυ­τός ο σύμ­βου­λος ζει σε υπό­γειο για να μπο­ρεί ό,τι ελά­χι­στα χρή­μα­τα βγά­ζει να τα στέλ­νει στη γυ­ναί­κα του, την Αν Χά­θα­γου­εϊ, για τα τρία παι­διά του, τη Σου­ζά­να, τον Χά­μνετ και την Τζού­ντιθ! Ο ηγε­μό­νας εί­ναι πο­λύ πε­ρή­φα­νος που τον έχει στη δού­λε­ψη του∙ μά­λι­στα πρό­σφα­τα έφτα­σαν στα αυ­τιά του κα­λά μα­ντά­τα για το τε­λευ­ταίο του θε­α­τρι­κό έρ­γο. Του εί­πε και διά χει­ρα­ψί­ας μά­λι­στα, κά­τι που δεν συ­νη­θί­ζει, «σε συγ­χαί­ρω θερ­μά για το King Cornelius», που ανέ­βη­κε σε μία σκη­νή του Λον­δί­νου για λί­γες μό­νο πα­ρα­στά­σεις. Σε μια από εκεί­νες τις βρα­διές, μία εν­θου­σια­σμέ­νη θε­α­τής, με­τά το πέ­ρας της πα­ρα­στά­σε­ως, βρή­κε τον Oυί­λιαμ, τον σφι­χτα­γκά­λια­σε και άρ­χι­σε να του φι­λά­ει τις φλέ­βες που δί­νουν το αί­μα στην πα­λά­μη, και με μι­κρά φι­λιά έφτα­σε μέ­χρι το μπρά­τσο! (Βέ­βαια, μέ­σα στα επό­με­να χρό­νια το θε­α­τρι­κό αυ­τό χά­θη­κε, αλ­λά ―όπως πά­ντα― στην Τέ­χνη δεν επι­βιώ­νουν όλα τα έρ­γα. Όπως και για τα παι­διά που γεν­νιού­νται: κά­ποια δυ­στυ­χώς πε­θαί­νουν πριν κα­λά-κα­λά αν­θί­σουν και ρί­ξουν με την δι­κή του σει­ρά σπό­ρους πά­νω στη γη. Αυ­τό κι αν εί­ναι αμαρ­τία!).
Ο ηγε­μό­νας φο­ρά­ει ψη­λά τα­κού­νια, ώστε ο φί­λος του ο Mr. Pair of Scissors να τον απο­κα­λεί «Τα­κου­νά», και να λέ­ει εμπι­στευ­τι­κά στον Ουί­λιαμ: «ο Τα­κου­νάς κά­νει αυ­τό, σκορ­πά­ει χει­ρο­φι­λή­μα­τα, ο Τα­κου­νάς κά­νει εκεί­νο, ζη­τά­ει γρα­πτή εγ­γύ­η­ση, ο Τα­κου­νάς και κά­τι άλ­λο, δεν κέ­ρα­σε ού­τε ξε­ρο­κόμ­μα­το ψω­μί και πολ­λά άλ­λα λα­χτα­ρι­στά…». Και ο άλ­λος φί­λος του, ο Mr. Pair of Coals, όταν ήταν μα­ζί του σε μία επί­σκε­ψη, εί­πε πως ο ηγε­μό­νας εί­χε μα­ζί του ένα «μα­γι­κό βα­λι­τσά­κι» που του το εί­χε ετοι­μά­σει η σύ­ζυ­γος του, η Penelope of Air και μέ­σα σε διά­φο­ρα μι­κρά υφα­σμά­τι­να σα­κού­λια εί­χε διά­φο­ρα βό­τα­να, δό­σεις από «μα­γι­κά» αγριο­βό­τα­να. Το μό­νο που έπρε­πε να κά­νει ο ηγε­μό­νας, εί­ναι να ζη­τή­σει «…a mug of hot water», να ρί­ξει μέ­σα το σω­στό αγριο­βό­τα­νο και να το πιει πριν να σβερ­κω­θεί.
Πι­θα­νό εί­ναι ότι ο ηγε­μό­νας Τα­κου­νάς κοι­μά­ται πο­λύ κα­λά! Έτσι, πα­ρό­τι με­γα­λώ­νει σε ηλι­κία, δεί­χνει νέ­ος και ακ­μαί­ος. Βά­ζει επί­σης και διά­φο­ρες αλοι­φές στα μού­τρα του από καρ­διές και αί­μα που­λιών, για να δεί­χνει φρέ­σκος σαν τη φρά­πα και τρώ­ει πολ­λά πρά­σι­να φύλ­λα, λες και εί­ναι ελά­φι. Θλί­ψις! Χα­ρα­μί­ζο­νται βό­τα­να! Και επί­σης ο γάρ­γα­ρος Τα­κου­νάς, όπως θα κα­τα­λά­βα­τε ήδη, πέ­ρα από την υπό­δη­σή του, προ­σέ­χει πο­λύ και την έν­δυ­ση του, την κόμ­μω­ση του –όπως κά­νει άλ­λω­στε και η κά­θε ιε­ρό­δου­λη που σέ­βε­ται τον εαυ­τό της!– και επι­πλέ­ον φο­ρά­ει και ένα δα­χτυ­λί­δι χρυ­σό, με ένα νό­μι­σμα που απει­κο­νί­ζει πά­νω του τον Μέ­γα Αλέ­ξαν­δρο! Θλί­ψις λέ­με, που θα έδι­νε τη βρι­σιά: «…his aunt’s laundry basket…».
Δί­πλα στον ηγε­μό­να Τα­κου­νά, βρί­σκο­νται και τρία ώρι­μα και κα­λο­θρεμ­μέ­να θη­λυ­κά σε ρό­λο γραμ­μα­τέα με «χρυ­σή καρ­διά» («heart of gold»): η Sophie, η Athena και η Venus. Τα τρία αυ­τά θη­λυ­κά εί­ναι ό,τι πο­λυ­τι­μό­τε­ρο έχει ο Τα­κου­νάς κο­ντά του, μα δεν το γνω­ρί­ζει! Πά­ντα τα θη­λυ­κά αυ­τά εί­ναι με έναν κα­λό λό­γο και ένα χα­μό­γε­λο στα χεί­λη για το οποίο θα έδι­νες ολά­κε­ρο βα­σί­λειο. Και πη­δά­νε, στρί­βουν και στον αέ­ρα ακό­μη αν χρεια­στεί, από τη μία δου­λειά στην άλ­λη σαν νε­α­ρές αρ­νά­δες που έχουν κρα­τη­θεί για αί­χα, για να βοη­θή­σουν τον ηγε­μό­να. Ο ηγε­μό­νας, γι’ αυ­τές εί­ναι πά­νω απ’ όλα.
Τώ­ρα, πε­ρί ηθι­κής κυ­ρί­ως και δου­λι­κών αν­θρώ­πων μπο­ρεί κα­νείς να πει πολ­λά. Οι δου­λι­κοί άν­θρω­ποι –που συ­νή­θως εί­ναι τα κα­μέ­να τη­γά­νια της κοι­νω­νί­ας– υπάρ­χουν πα­ντού, αλ­λά κυ­ρί­ως δί­πλα σε αν­θρώ­πους που έχουν εφή­με­ρη δύ­να­μη, όπως εί­ναι ο ηγε­μό­νας, και εί­ναι οι πρώ­τοι που πά­ντα επω­φε­λού­νται. Όταν αρ­γό­τε­ρα ο ηγε­μό­νας προ­ή­χθη σε Αρ­χι­η­γε­μό­να (με Α κε­φα­λαίο) για κά­μπο­σους μή­νες, ξέ­χα­σε τον Ουί­λιαμ όπως ξε­χνάς το γέ­ρι­κο άλο­γο που ’χει χα­λα­σμέ­να δό­ντια, χνώ­τα που βρω­μούν, και όταν ήταν νέο και σφρι­γη­λό σε κλω­τσού­σε σαν δρα­κο­δαί­μο­νας. Ο Ουί­λιαμ νιώ­θει τι­μω­ρη­μέ­νος, αλ­λά ευ­γνώ­μων∙ έτσι πα­ρα­μί­λη­σε ένα βρά­δυ στον ύπνο του και εί­πε με βρα­χνή φω­νή: «αγα­πη­τέ ηγε­μό­να, Αγ­γλί­δα μά­να γέν­νη­σε και εμέ­να. Άσε κα­νέ­να ψι­χου­λά­κι και κα­νέ­να κο­χυ­λά­κι για εμέ­να» (τα κο­χύ­λια σε κά­ποια προη­γού­με­νη κοι­νω­νία ήταν τα σε­λί­νια). Και το πα­ρα­μί­λη­μα, εξε­λί­χθη­κε σε εφιάλ­τη: ήταν λέ­ει, πα­ρά­λυ­τος, και άρ­χι­σε να καί­γε­ται ζω­ντα­νός!

Ένα πρωί βέ­βαια ο Αρ­χι­η­γε­μό­νας –που μάλ­λον αρ­μό­ζει στον Ουί­λιαμ να τον απο­κα­λεί μό­νο ηγε­μό­να ή Τα­κου­νά– τον χαι­ρέ­τη­σε απα­ντώ­ντας κι απο­δί­δο­ντάς του τη μέ­γι­στη τι­μή:

«Good morning, Αρ­χι­η­γε­μό­να μου!», εί­χε πει ο Ουί­λιαμ.
«Good morning, my deputy!» απά­ντη­σε ο Αρ­χι­η­γε­μό­νας, δεί­χνο­ντας με­γά­λο σε­βα­σμό σε έναν θε­α­τράν­θρω­πο, αλ­λά και ότι κα­τέ­χει την με­γα­λύ­τε­ρη αγ­γλι­κή τέ­χνη όλων των επο­χών, το χιού­μορ. (Το να εί­σαι αστεί­ος εί­ναι ση­μά­δι υψη­λής νοη­μο­σύ­νης σύμ­φω­να με την εις βά­θος γνώ­ση των πραγ­μά­των, και αυ­τό, που μελ­λο­ντι­κά θα επι­κρα­τή­σει να ονο­μά­ζε­ται επι­στή­μη). Με­γα­λύ­τε­ρη τέ­χνη, ακό­μη και από αυ­τήν της δι­πλω­μα­τί­ας στην οποία οι Άγ­γλοι ρά­βουν και ξη­λώ­νουν στα μέ­τρα τους. Τέ­λειες μο­δί­στρες! Ο ίδιος βέ­βαια βά­ζει το σα­κά­κι του πά­νω στον ώμο και κρα­τά­ει με χά­ρη την τε­τρά­γω­νη μπορ­ντό τσά­ντα του, σαν να εί­ναι η βα­σί­λισ­σα της Αγ­γλί­ας. Και να φα­ντα­στεί­τε, η βα­σί­λισ­σα η ίδια και ως γυ­ναί­κα πα­ρα­κα­λώ, φο­ρά­ει χα­μη­λό­τε­ρα τα­κού­νια από τον μα­κρι­νό συγ­γε­νή της! (Έλα, ξε­καρ­δι­στεί­τε στα γέ­λια, τι πε­ρι­μέ­νε­τε; Γε­λά­στε ολό­ψυ­χα. Το γέ­λιο εί­ναι ανα­γέν­νη­ση.)
«Good morning, Αρ­χι­τα­κου­νά μου!», θα του ευ­χη­θεί την επό­με­νη φο­ρά!

Η ανα­κοί­νω­ση που έπρε­πε να συ­ντα­χθεί ήταν σα­φώς για κά­ποιον πλού­σιο που χά­θη­κε κα­θώς πή­γαι­νε να ζω­γρα­φί­σει χή­νες και ιδί­ως, τη θε­ά­ρε­στη χά­ρη που αυ­τές έχουν στον λαι­μό τους (η αλή­θεια εί­ναι πως πή­γαι­νε στην ερω­μέ­νη του έχο­ντας πολ­λούς σαρ­κι­κούς σκο­πούς, μα στην τα­ξι­κή Αγ­γλία η αλή­θεια συ­νή­θως εί­ναι το πρώ­το θύ­μα). Εν προ­κει­μέ­νω, του άρε­σε του πλού­σιου να πα­ρα­τη­ρεί τα που­λιά και έλε­γε πως και ο Αρι­στο­τέ­λειος –ο Αρι­στο­τέ­λης δη­λα­δή, ο θε­ο­α­γά­πη­τος εγ­γο­νός της μαιευ­τι­κής– έκα­νε το ίδιο. Δεν βρέ­θη­κε ακό­μη κα­νέ­να πτώ­μα, άρα χω­ρίς πτώ­μα δεν υπάρ­χει έγκλη­μα, πα­ρά μό­νο μία δύ­σπε­πτη εξα­φά­νι­ση. Ο πλού­σιος συ­νή­θως, μέ­νει ακέ­ραιος.
Κα­θώς έφυ­γε ο Ουί­λιαμ από τον στά­βλο του Αρ­χι­η­γε­μό­να, περ­πά­τη­σε στο κέ­ντρο του Λον­δί­νου σαν μία ευαί­σθη­τη στα­γό­να νε­ρού. Στα­γό­να που βλέ­πει με μι­σό μά­τι κά­θε συ­νά­θροι­ση με άλ­λες στα­γό­νες. Και εκεί ανα­φω­νεί ασυ­ναί­σθη­τα, σαν να εί­ναι ένας ημί­τρε­λος και σα­φώς ημι­τε­λής: «Το έθνος μου έχει απο­τύ­χει. Άρα­γε, το ’χω χά­σει και εγώ το παι­γνί­δι, όπως το χουν χά­σει όλοι οι Άγ­γλοι;». Βλέ­πει πα­ντού στους δρό­μους ξυ­πό­λη­τες στα­γό­νες, ζη­τιά­νους, βρο­μιά­ρη­δες και ρα­κέν­δυ­τους. Βλέ­πει παι­διά που γέ­ρα­σαν από τα βά­σα­να - δρε­πά­νι. Ποιόν να πρω­το­βοη­θή­σει; Πώς να πεί­σει το χα­λα­σμέ­νο δό­ντι, ώστε να μην βρω­μί­ζει την ανά­σα; Εδώ κα­λά-κα­λά δεν μπο­ρεί να βοη­θή­σει ού­τε τον ίδιο του τον εαυ­τό! Όμως με­τά από λί­γο, ανα­φω­νεί και πά­λι πει­σμω­μέ­νος, με γλώσ­σα που γί­νε­ται τσό­χι­νη ―όπως της γά­τας όταν κα­θα­ρί­ζε­ται― από τον θυ­μό, για να τον ακού­σει ο κό­σμος ού­λος: «το έθνος μου έχει απο­τύ­χει! Ή θα κά­νω κά­τι για αυ­τό ή θα απο­τύ­χω και εγώ μα­ζί του! Θα κά­νω κά­τι; Μπο­ρώ στ’ αλή­θεια; Μπο­ρώ να ση­κώ­σω, μια μέ­ρα, στους ώμους μου την Αγ­γλία σαν να εί­ναι η κό­ρη μου η Σου­ζά­να;»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: