Όταν πέθανε ο Στέφανος Κουμανούδης κάπως ξαφνικά, ήταν καλοκαίρι, Αύγουστος, νομίζω. Πήρα για την κηδεία να του το πω μόνο τον Μανόλη τον Χατζηγιακουμή.
Στο Πρώτο Νεκροταφείο ήταν ελάχιστος ο κόσμος, κι ο Χατζηγιακουμής μου είπε: —Πεθαίνει ένας Κουμανούδης κι είναι ο κόσμος τόσο λίγος… Του είπα: —Σημασία έχει πως είσαι εσύ εδώ.
(Αργότερα, θυμάμαι την κηδεία του μέγιστου βαρύτονού μας, του Κώστα Πασχάλη, πάλι στο Πρώτο Νεκροταφείο, που ο τότε Πρωθυπουργός δεν παρέστη, αλλά ήρθε μισή ώρα μετά, για την κηδεία που ακολουθούσε ενός κομματικού του στελέχους. Όταν το σχολίασα αυτό δημόσια στην Αγνή Μπάλτσα, εκείνη μου απάντησε: —Νομίζετε, κύριε Κακίση, πως είχε ανάγκη ο Πασχάλης από κανένα πρωθυπουργό;).
Ο Κουμανούδης με τον Χατζηγιακουμή δεν γνωρίζονταν προσωπικά ιδιαίτερα, δεν κάνανε παρέα. Όμως, ο ένας μου έλεγε για τον άλλον την ίδια φράση: —Λαμπρός επιστήμων!
Ο Χατζηγιακουμής, όπως κι ο Κουμανούδης, είχαν επιλέξει μετά λόγου γνώσεως την Ιδιωτική Οδό, μακριά από της Ελλάδας τα εχθροπολεμικά ιδρύματα, στο έργο τους δίνοντας σημασία μόνο, ο Στέφανος και στην Επιγραφική Εταιρεία, ο Μανόλης και στη γιγαντιαία μουσική κιβωτό του, ακόμα και στου Ασφενδιού του την ανάσταση.
Πεθαίνοντας ο Μανόλης Χατζηγιακουμής φέτος κατευοδώθηκε από τους μαθητές του, αλλά και από των πραγματικά ουσιαστικών συναδέλφων του τον πραγματικά ουσιαστικό λόγο.
( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )