[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

Αλέξανδρος Σχινάς

Στις 15 Σεπτεμβρίου:

αφιέρωμα στον συγγραφέα

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ  ΣΧΙΝΑ (1924-2012)

(επιμέλεια Σπύρος Μοσκόβου)

Γράφουν: Ελισάβετ Αρσενίου, Τάσος Γουδέλης, Κώστας Δημολίτσας, Ντένης Ζαχαρόπουλος, Αλέξης Ζήρας, Σπύρος Μοσκόβου, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Πάνος Στασινός, [Κώστας Ταχτσής,] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

33 ταινίες που άφησαν εποχή

Λεπτομέρεια διά χειρός Ιερώνυμου Μπος



«Ο διάβολος φορά Πράβδα», σοβιετική ταινία χωρίς μοντάζ, με περιστρεφόμενη κάμερα τύπου περεστρόικα, όπου κομισάριοι της μόδας τoύ τι φορά κανείς μέσα στο κεφάλι του φλερτάρουν με την Αλήθεια (Πράβδα) εις βάρος της Ειδησεογραφίας (Ιζβέστια).

«Όσα δίνει ο άνεμος», αμερικανική ταινία για τις μεγάλες ανάσες που προσφέρει η δημοκρατία σε αιολικές και κάθε άλλου είδους επιχειρήσεις, που απαλλάσσονται από φορολογία, την οποία εξαερώνει ένας μυθικός ταμίας των ανέμων.

«Η μεγάλη χίμαιρα», για μια γηραιά Γαλλίδα σταρ της ατομικής ανεξαρτησίας, που προσφέρει η αποικιοκρατία, η οποία νεάζει. [Σημειώνεται ότι γαλλικές ταινίες δεν προσδιορίζονται ως γαλλικές, αφού το γαλλικόν εστί οικουμενικόν.]

«Νοσφεράτου», ριμέικ ταινίας για την ατυχία του να είσαι Γερμανός, δεδομένου ότι Αλσατοί, Αυστριακοί, Ελβετοί, Κροάτες, Ούγγροι, Ουκρανοί, Ρουμάνοι και Τσέχοι παρίσταναν ότι ήταν άλλοι, όταν στελέχωναν σώματα εκδρομέων θυέλλης (Sturmtruppen).

«Οι κλέφτες των ελάτων», ιταλική ταινία για μια παρέα δέντρων, που κόπτονται να κάνουν καθολικά Χριστούγεννα στο τζάκι άθεων νεορεαλιστών.

«Κουκλάκι στη χώρα των θαυμάτων», ελληνική ταινία, σε αγγλικό σενάριο Λούις Κάρολ, για μια κοπέλα από το Μαρούσι (όπου ο γνωστός Κολοσσός), που κοιμάται Γεωργία Βασιλειάδου και ξυπνά Αλίκη Βουγιουκλάκη αγκαλιά με ναύτες του Τσαρούχη.

«Η νονά», με τη σοφία της οικογένειας Κόπολα, για μία γυναίκα που χάνεται στη μετάφραση ονομάτων, που θα δοθούν σε νεογέννητους εγκληματίες.

«Άρχοντας των δαχτύλων», εξ απαλών ονύχων μνημείο αισθητικής για άτομα που αμφιταλαντεύονται μεταξύ μανικιούρ και πεντικιούρ, όταν πλησιάζουν νύχια γαμψά.

«Πολύ μαλακός για να μη ζήσει», μια ταινία που αναδεικνύει το δράμα των ασπόνδυλων.

«Αγωνία του καρχαρία», με δυνατά εφέ, για ένα κήτος αποφασισμένο να κάνει δίαιτα, ενώ λιμάρει τα δόντια του σε άνοστους βράχους.

«Τετανικός», υπερπαραγωγή για τον λυσσασμένο έρωτα δύο παιδιών, όπου βουλιάζουν χωρίς να έχουν κάνει την τελευταία δόση αντι-τετανικού ορού.

«Η Χιονάτη και οι επτά βραχύσωμοι», τρυφερά πορνογραφικό παραμύθι κινουμένων σχεδίων.

«Πολίτης και αν», η ιστορία ενός αυτόχθονα που θέλει να πολιτογραφηθεί μετανάστης.

«21: Ιλιάδα του διαστήματος», μια εποποιία για το ’21 και την εναντίον του Ήλιου εκστρατεία των Ελλήνων, πριν αλειφθούν, με συνεχείς προβολές σε διαστημικούς σταθμούς και ερημωμένα χωριά.

«Λα Ντόλτσε Σεράνο», σπονδυλωτές ιστορίες από τη Φωκίωνος Νέγρη για μια πάστα σοπράνο, από μπαμπά ζαχαροπλάστη, την καριέρα της οποίας στήριξε ο Γκέμπελς, πριν με κάμπριο εκείνη πέσει πάνω σε λεωφορείο φεύγοντας με τη Βέμπο από το Καστρί.

«Πολύ Γουντ», παραγωγή Μπόλιγουντ για τέσσερις γάμους (και μία κηδεία) Ινδών μαχαραγιάδων ευρωπαϊκών χωρών με σταρ του Χόλιγουντ, που έχουν πολιτογραφηθεί Έλληνες, στο άδενδρο νησί του Αιγαίου Πολύξυλο.

«Οι 7 Σαμουράκλες», ιαπωνική ταινία γυρισμένη στην Κρήτη, με τουρίστες σείοντας σπαθιά κατάνα να προστατεύουν φυτείες αγνών παραγωγών από συμμορίες αστυνομικών.

«Η έβδομη παρτίδα», με τον Χάρο να μπερδεύει τις πόρτες παίζοντας τάβλι και να κλειδώνεται στο φέρετρο με τα ζάρια, ενώ στο νησί των αιωνόβιων εραστών συνεχίζονται οι εκδρομές από τη Σουηδία.

«Ο διδάκτορας», συγκινητική αναδρομή στην ανακήρυξη του Σαρλό, πριν γίνει ντε Γκολ, σε επίτιμο δικτάτορα όλων των επιστημών και τεχνών.

«Η ειρήνη των άστρων», αντιπολεμική ταινία που διεκτραγωδεί το γεγονός ότι εξωγήινοι είναι οι άνθρωποι.

«Κις Λορέν», ένας ατελείωτος ασπασμός μεταξύ της Ιωάννας της Λορένης και του Λόρενς της Αραβίας μέχρι να βγει από τον φούρνο η τάρτα και να κρυώσει.

«Ο καλός και αγαθός και ο εύσχημος», μία ταινία για δύο φίλους που έγιναν τρεις. Οι δρόμοι τους χωρίζουν στο αναπόφευκτο δίλημμα χρήματα ή έρωτας. Ο τρίτος γίνεται σερίφης στην Άπω Δύση.

«Ο Μπόνι και η Κλάιντ», με αλλαγές φύλου το ζευγάρι γλυτώνει από την αστυνομία.

«Ψυχώ», μία καταιγιστική ανατομία σωματικών περικοπών που προκαλούνται από ψυχικές αναταράξεις.

«Ο ταξιτζής», η κοινωνική αποξένωση ενός οδηγού, που δεν μπορεί να σταυρώσει αγώι και γίνεται Χριστιανός.

«Ημέρα των πεθαμένων ζωντανών», ρομαντική κωμωδία για ζόμπι που πηγαινοέρχονται χωρίς να κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε σπίτι και δουλειά.

«Αποκάλυψη αργότερα», μια ταινία που καταγγέλλει τις καθυστερήσεις στις τελετές κινηματογραφικών βραβείων.

«Μπάστα, Κίτον», βουβή ταινία για τον γάμο του Μπάστερ με τη Νταϊάν Κίτον.

«Ποιος το προτιμά χλιαρό;», ντοκιμαντέρ για τσαγιέρες κρύες ή υπερβολικά ζεστές, ενώ προσπαθούν να κρατήσουν το τσάι μέσα τους.

«Κάζα Μπλάνκα», έρωτες κατασκόπων και κατασκοπεία του έρωτα, με τον Χάμφρεϊ Μοσκώφ και την Ίνγκριντ Καρέλλη, τα χρόνια όταν στον Λευκό Πύργο είχε μεταφερθεί ο Λευκός Οίκος, ώστε από τη Θεσσαλονίκη να παρακολουθείται η Μεσόγειος.

«Τα σταφύλια της αργής», μια στοχαστική ταινία για τις συνέπειες του όψιμου τρύγου.

«Η κρυφή απορία της εργατικής τάξης», παρωδία του υπερρεαλισμού με εργάτες που απορούν γιατί δεν έγιναν αστοί.

«Το αεράκι της Μάλτας»: Αν σε εκτελέσουν για τον φόνο, θα σε θυμάμαι για πάντα, θέλει να της πει, αλλά ο αέρας παίρνει τα λόγια του.




ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

Κουνουπ-ίδια ή άλλα; / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)
Αγώνες φαγητού / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)
Ολυμπιακοί Αγώνες / Χ. Ψ. Ωρολόγιος - Χάρτης (hartismag.gr)

Του Σουρεαλισμού η Τύχη

Josef Abel (1807). Ο Σωκράτης διδάσκει τους μαθητές του




Πριν από έναν αιώνα, ο Γάλλος συγγραφέας και ποιητής Αντρέ Μπρετόν έγραψε το Μανιφέστο του σουρεαλισμού, το οποίο πυροδότησε ένα καλλιτεχνικό κίνημα γνωστό για τη δημιουργία παράξενων υβριδίων λέξεων και εικόνων˙ ένα είδος αντιθέσεων δηλαδή, που συχνά δημιουργούνται μέσω της τύχης, ικανές να διεγείρουν τον ασυνείδητο νου στο να καλλιεργεί νέες ιδέες. Άλλωστε, μεγάλο μέρος της ζωής επηρεάζεται από την τυχαιότητα, από τη φυσική εξέλιξη μέχρι την επιλογή φίλων και συζύγων. Οι σουρεαλιστές ήταν εκείνοι που μετέτρεψαν την τυχαιότητα σε ακρογωνιαίο λίθο της καλλιτεχνικής τους πρακτικής, φτάνοντας μάλιστα να αντιλαμβάνονται την ικανότητα να συλλαμβάνουν εκδηλώσεις του θαυμαστού που μπορεί να συμβεί τυχαία.
Μια σουρεαλιστική πρακτική που αφορούσε την τυχαιότητα, είχε γίνει ευρέως γνωστή ως εξαιρετικό πτώμα: περιλάμβανε τη συγκέντρωση μιας μικρής ομάδας φίλων και τη διαίρεση μιας πρότασης σε διάφορα μέρη του λόγου, όπως ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα, επιρρήματα και ούτω καθεξής. Κάθε μέρος της πρότασης ήταν να ανατεθεί σε ένα άτομο. Το πρώτο άτομο θα έγραφε μια λέξη για το μέρος της πρότασης, θα δίπλωνε το χαρτί και θα το έδινε στο επόμενο άτομο. Το δεύτερο άτομο επέλεγε στη συνέχεια τη λέξη του, μη γνωρίζοντας τι είχε γράψει το πρώτο άτομο, και περνούσε την αναπτυσσόμενη πρόταση στο επόμενο άτομο. Με αυτόν τον τρόπο, η πρόταση θα γραφόταν ενόσω ταξίδευε στο δωμάτιο χωρίς κανείς να ξέρει πώς ήταν η πρόταση μέχρι να ολοκληρωθεί και κάποιος να ξεδιπλώσει το χαρτί. Η διαδικασία κατέληγε σε προτάσεις που οι άνθρωποι δεν θα έφτιαχναν ποτέ από μόνοι τους. Λένε πως η πρώτη πρόταση που κατασκεύασε ο Μπρετόν και οι συνάδελφοί του σουρεαλιστές ήταν: «Το εξαίσιο πτώμα θα πιει το νέο κρασί».
Η αρχή του εξαίσιου πτώματος έχει εφαρμοστεί και σε άλλα δημιουργικά εγχειρήματα. Γεγονός είναι ότι μουσικοί, κινηματογραφιστές και γραφίστες ενσωματώνουν την τυχαιότητα στη δουλειά τους. Για παράδειγμα, ο συνθέτης John Cage: σε ένα κομμάτι, ένας πιανίστας κάθεται σιωπηλός για 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα, αναγκάζοντας το κοινό να βιώσει τον τυχαίο βήχα και το θρόισμα στην αίθουσα. Καθώς τα μουσεία σε όλο τον κόσμο γιορτάζουν τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του σουρεαλισμού, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η αποδοχή της τυχαιότητας επέτρεψε σε αυτούς τους καλλιτέχνες να σκέφτονται “έξω από το κουτί”, ήτοι, πέρα από τα τετριμμένα. Η χρήση της τύχης ως εργαλείο δημιουργικότητας συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παρέχοντας ένα χέρι βοήθειας, μα και προκαλώντας έκπληξη, καθώς μεταφέρει καλλιτέχνη και κοινό σε μέρη άγνωστα μέχρι τώρα. Οπότε, δεν αποκλείεται, η τυχαιότητα στη ζωή ενός ανθρώπου να είναι εκείνη εντέλει που ορίζει τη διαφορά μεταξύ αυτού που θα μπορούσε να γίνει και αυτού που τελικά έγινε. Επομένως, ίσως και να σοβαρολογούσε ο Αμερικανός ιστορικος Γουίλ Ντιράν όταν μιλούσε για τον Σωκράτη λέγοντας ότι «σε τελευταία ανάλυση, υπήρξε τυχερός, έζησε χωρίς να δουλεύει, τον διάβασαν χωρίς να έχει γράψει, δίδαξε χωρίς ρουτίνα, έπινε χωρίς να μεθάει και πέθανε πριν ξεμωραθεί, σχεδόν χωρίς να πονέσει».

Ανάμεσα σε δυο λέξεις ή δυο χειρονομίες. Τζένη Μαστοράκη


―Σου ρίχτηκε;
―Εμένα ποτέ, αλλά αν κάνει κάποια κίνηση και εσύ τον γουστάρεις αυτός είναι δικός σου λογαριασμός.
Αυτές ήταν οι πρώτες φράσεις που αντάλλαξα με την Τζένη Μαστοράκη, όταν της έδειχνα τον χώρο όπου είχα δουλέψει για δυο περίπου χρόνια και όπου αυτή θα συνέχιζε την δουλειά που έκανα, θα ήταν η αντικαταστάτριά μου. Υπήρχαν φήμες για το “αφεντικό” ότι «έπαιζε το ματάκι του» και ήταν θαυμαστής του ωραίου φύλου, γι’ αυτό ίσως και η Τζένη μού έκανε αυτές τις ερωτήσεις, ήθελε να μάθει, εκτός από τις φωτοτυπίες, το ανεβοκατέβασμα βιβλίων, την αντιβολή τυπογραφικών δοκιμίων και τις άλλες φιλολογικές υποχρεώσεις μιάς καλής «οικιακής επιστημονικής βοηθού» αν μέσα στα καθήκοντα ήταν και υποχρεώσεις ανάμεσα στο σεντόνια.
Λίγες μέρες αργότερα βρισκόμουνα στο παιδικό δωμάτιο της Τζένης, ήταν κοντά στην ανηφόρα του Προφήτη Ηλία στο Παγκράτι κι εγώ έμενα στην κατηφόρα κοντά στη Σπύρου Μερκούρη. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο ακόμα από κούκλες και λούτρινα ζωάκια Αλλά κι εμείς δεν ήμασταν τότε τόσο μεγάλες, μια χρονιά μας χώριζε, μόλις είχαμε τελειώσει το πανεπιστήμιο θα μπορούσαμε να περάσουμε ακόμα για φοιτητριούλες που είχαν ερωτευτεί τον καθηγητή τους και είχαν κάνει δεσμό μαζί του. Μόνο που δεν ήμασταν έτσι, είχαμε αποφοιτήσει, μεγαλώσει ίσως σοβαρέψει και αφοσιωθήκαμε στην επιστήμη μας, εγώ επιπλέον ήμουν και μικρομάνα. Ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια στο δωμάτιό της, λέγαμε ιστορίες από το πανεπιστήμιο, τα διαβάσματά μας, τα όνειρά μας για το μέλλον. Μιλήσαμε λίγο για τις κούκλες της, αρχίσαμε να πετάει η μια στην άλλη μερικά από τα λούτρινα ζωάκια της, σαν κοριτσάκια που παίζαμε τις κουμπάρες. Τη ρώτησα αν είχε παίξει όταν ήταν μικρή ποτέ της «τον γιατρό» και κάτω από το κρεβάτι της μου έβγαλε και μου έδειξε ένα κουτί που είχε ένα πλαστικό στηθοσκόπιο και ένα καπέλο νοσοκόμας και άλλα ιατρικά πλαστικά παιχνίδια, ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια. «Μα καλά, πώς άρχισε αυτή η ιστορία πως ό,τι φοράει φούστα και περνάει δίπλα του το γ---;» μου είπε η Τζένη. «Δεν ξέρω τί να σου πω.» της απάντησα. «Ξέρεις,» μου είπε «σχεδόν απέρριψα την πρότασή του να πάω να δουλέψω κοντά του γιατί έχουν ακουστεί τόσα πολλά γι’ αυτόν, που νόμιζα ότι θα ήταν κι αυτό μέσα στις προσφερόμενες υπηρεσίες.» «Μια φορά,» της είπα, «όταν συζητούσαμε για ένα γνωστό σκανδαλιστικό διαζύγιο όπου ο σύζυγος τα είχε φτιάξει με τη γραμματέα του και τους τσάκωσε η πλούσια σύζυγος, το σκάνδαλο ξέσπασε και ακολούθησε διαζύγιο και οικονομική καταστροφή του συζύγου, μού είπε το αφεντικό: «Ποτέ δεν πρέπει να κάνεις δεσμό με ανθρώπους που δουλεύετε μαζί, υπάρχουν τόσοι άλλοι εκεί έξω, άσε τον κόσμο της δουλειάς να ανήκει στη δουλειά και όχι στο κρεβάτι». «Είναι ίσως μια αρχή που ακολουθεί» της είπα, και δεν τόλμησα να της πω ότι εγώ δεν είχα ακολουθήσει την συμβουλή του, έσπασα τα μούτρα μου, είναι ένα σκοτεινό σημείο της ζωής μου που δεν ξεχνιέται αλλά δεν της το εκμυστηρεύτηκα. Θα τα περάσεις πολύ καλά μαζί του της είπα «τσάι στις έξι, ουίσκι από το καλό στις εννιά για σκάντζα βάρδια, και, αν είσαι τυχερή, ζεστά μπουρεκάκια από την Κούλα. Η δουλειά είναι ενδιαφέρουσα και εσύ μού φαίνεσαι πιο πολύ παιδί της πιάτσας απ’ ό,τι είμαι εγώ και δεν θα βγεις χαμένη, δεν είναι τα λεφτά της δουλειάς, που δεν είναι και πολλά, αλλά η υφή της δουλειάς, θα μάθεις πολλά στο τσάμπα. Θα μάθεις και θα μάθεις απ’ τους μορφωμένους. Για μένα το πιο δύσκολο πράγμα της δουλειάς ήταν να απαντώ στο τηλέφωνο. Τόσοι πολλοί γνωστοί και διάσημοι τηλεφωνούσαν, και από τα νοήματά του έπρεπε να καταλάβω αν έπρεπε να πω ότι «Απουσιάζει, θέλετε να αφήσετε κάποιο μήνυμα;» ή να του περάσω το ακουστικό για να μιλήσει και να βγω από το δωμάτιο. Μια φορά που στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ήταν ο Κ. Θ. Δημαράς, από το τρακ μου μου έπεσε το τηλέφωνο από το χέρι, καθώς του το πέρασα αμέσως. Έφαγα μια μεγάλη μούντζα, για χάρη του Ντιντή, γιατι εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να του μιλήσει.
Παρέδωσα στην Τζένη, και βρήκα μια άλλη δουλειά με πολύ περισσότερα λεφτά, αλλά που καθόλου δεν μου άρεσε. Εκεί απαντούσε μια συνάδελφός μου στο τηλέφωνό μου και εγώ στο δικό της, για να φανεί ότι είμαστε μια μεγάλη επιχείρηση με πολύ προσωπικό. Μετά έφυγα για το εξωτερικό και δεν είδα ξανά τη Τζένη για πολλά πολλά χρόνια και ούτε έμαθα πώς πήγε η σκυταλοδρομία των «επιστημονικών οικιακών βοηθών». Νομίζω ότι η Τζένη παρέδωσε την σκυτάλη στη Θεανώ Σουνά και στον Γιώργο Κεχαγιόγλου. Η παράδοση κάποιος να παραδίδει τη σκυτάλη σε κάποιον άλλο συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του αφεντικού.
Διάβαζα τα βιβλία της, όταν έβλεπα και βιβλιοκριτικές από το αφεντικό ζητούσα να μου στείλουν κάθε βιβλίο εκεί που ήμουν. Δεν έβλεπα τις μεταφράσεις της, ίσως δεν της συγχώρεσα το γκρίζο εξώφυλλο στον Φύλακα της σίκαλης και ποτέ μου δεν κατάλαβα τον μακαρονικό τίτλο όταν ξαναδούλεψε τη μετάφραση του αγαπημένου βιβλίου τού Σάλιντζερ, και το γιατί ο καημένος ο Χόλντεν Κόλφιλντ έγινε, Στην σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης. Ίσως μας δείχνει τι συμβαίνει όταν υπερμεταφράζουμε. Ίσως μόνο ένα καλό λεξικό να αρκεί. Αλλά χάρηκα την μετάφραση του Πετροτσουλούφη.
Την άκουσα να μιλάει σε μια εκδήλωση που έγινε, σαν πνευματικό μνημόσυνο, για τον γλωσσολόγο Τάσο Χριστίδη. Πιάστηκε η καρδιά μου με το πόσο λίγα βήματα είχε κάνει η ελληνική γλωσσολογία με ευθύνη του ελληνικού κράτους. Η ομιλία της Τζένης ήταν η καλύτερη της βραδιάς με αναμνήσεις από την συνεργασία της με τον μεγάλο γλωσσολόγο. Της έδωσα συγχαρητήρια και της είπα ότι θα κρατήσω σαν συμβουλή για τον εαυτό μου να μη μιλήσω ποτέ μετά από έναν ποιητή. Είχε ισοπεδώσει όλους τους άλλος ομιλητές. Μα και αυτή τη συμβουλή δεν την κράτησα.
Ανταμώναμε κυρίως στους δρόμους σε τρεχάλες, τρέχοντας απ΄ εδώ κι απ’ εκεί. Είχα μάθει για τις οικονομικές δυσκολίες του εκδοτικού οίκου, για έναν σωλήνα του νερού που έσπασε και κατέστρεψε μεγάλο μέρος του στοκ. Μάλλον η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε ήταν σε μια στάση στην Κηφισιά. Μιλήσαμε για τα παιδιά μας που μας έλειπαν γιατί ήταν στο εξωτερικό μακριά μας και μου είπε να βρεθούμε σε ένα εστιατόριο κάπου εκεί απέναντι με ινδονησιακή/κινέζικη κουζίνα που θα το ενέκρινε και το αφεντικό, γνωστός καλοφαγάς, για να τα πούμε με την ησυχία μας. Ησυχία ποτέ δεν βρήκαμε, και τώρα μένω μόνη χωρίς να περιμένω να πιω ένα κρασί με την Μαριάννα Δήτσα, να περιμένω να μου τηλεφωνησει η Άντεια, να φάω ινδοκινέζικο φαγητό με την Τζένη.

Ο θείος Ιούλιος για να ΄ρχεται τα βράδια σφυρίζοντας μ’ ένα σβηστό φανάρι ήταν σκληρός , δεν τετραγωνίσαμε τους κύκλους των ονείρων.

Άι Γιάννης Πόρτο, 1 Αυγούστου 2024,μέρα της κηδείας της Τζένης Μαστοράκη.

Βίοι παράλληλοι I

Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής (φωτ. Σ.Κ.)

Όταν πέθανε ο Στέφανος Κουμανούδης κάπως ξαφνικά, ήταν καλοκαίρι, Αύγουστος, νομίζω. Πήρα για την κηδεία να του το πω μόνο τον Μανόλη τον Χατζηγιακουμή.
Στο Πρώτο Νεκροταφείο ήταν ελάχιστος ο κόσμος, κι ο Χατζηγιακουμής μου είπε: —Πεθαίνει ένας Κουμανούδης κι είναι ο κόσμος τόσο λίγος… Του είπα: —Σημασία έχει πως είσαι εσύ εδώ.

(Αργότερα, θυμάμαι την κηδεία του μέγιστου βαρύτονού μας, του Κώστα Πασχάλη, πάλι στο Πρώτο Νεκροταφείο, που ο τότε Πρωθυπουργός δεν παρέστη, αλλά ήρθε μισή ώρα μετά, για την κηδεία που ακολουθούσε ενός κομματικού του στελέχους. Όταν το σχολίασα αυτό δημόσια στην Αγνή Μπάλτσα, εκείνη μου απάντησε: —Νομίζετε, κύριε Κακίση, πως είχε ανάγκη ο Πασχάλης από κανένα πρωθυπουργό;).

Ο Κουμανούδης με τον Χατζηγιακουμή δεν γνωρίζονταν προσωπικά ιδιαίτερα, δεν κάνανε παρέα. Όμως, ο ένας μου έλεγε για τον άλλον την ίδια φράση: —Λαμπρός επιστήμων!
Ο Χατζηγιακουμής, όπως κι ο Κουμανούδης, είχαν επιλέξει μετά λόγου γνώσεως την Ιδιωτική Οδό, μακριά από της Ελλάδας τα εχθροπολεμικά ιδρύματα, στο έργο τους δίνοντας σημασία μόνο, ο Στέφανος και στην Επιγραφική Εταιρεία, ο Μανόλης και στη γιγαντιαία μουσική κιβωτό του, ακόμα και στου Ασφενδιού του την ανάσταση.

Πεθαίνοντας ο Μανόλης Χατζηγιακουμής φέτος κατευοδώθηκε από τους μαθητές του, αλλά και από των πραγματικά ουσιαστικών συναδέλφων του τον πραγματικά ουσιαστικό λόγο.

( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές )

Ο τελευταίος μασίστας

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: «Ο Κουταλιανός»



Ο Μιχάλης Γολιάθ περιεργάζεται το χρυσό κύπελλο. Γελοίο όνομα, λέει, αλλά αυτό γράφει το κύπελλο, επομένως δεν μπορεί να το αρνηθεί. Ενώ λέει ότι είναι γελοίο, το περήφανο χαμόγελο που σχηματίζεται ασυναίσθητα στο πρόσωπο του εκφράζει μια διαφορετική άποψη. Δεν έχει χρόνο να το περιεργαστεί περισσότερο. Φοράει την πολύχρωμη στολή του, και οδεύει προς την πλατεία. Με λίγη τύχη, η αστυνομία δεν θα έχει πάρει τις πλαστικές καρέκλες που έστησε. Μέσα σε μισή ώρα, δεν υπάρχει καμία τους ελεύθερη, και οι υπόλοιποι θεατές στέκονται όρθιοι. Μέσα στην επόμενη μισή ώρα, ο Μιχάλης σπάει τούβλα με το μέτωπο του, και σηκώνει μηχανάκια με το ένα χέρι. Σαράντα χρόνια πριν, θα του ήταν και πάλι δύσκολο. Τώρα, κάθε μυς του πελώριου σώματος του ανεβαίνει τον δικό του Γολγοθά. Την πρώτη του επίδειξη την έκανε λίγες μέρες αφού είχε κλείσει τα δεκαέξι, για ένα τσούρμο από στρατιώτες. Επαρχιώτες που κατά πάσα πιθανότητα δεν είχαν ούτε περάσει έξω από κινηματογράφο, εντυπωσιάστηκαν από το θέαμα, σφύρισαν και χειροκρότησαν. Όταν τελείωσε, τον αντάμειψαν με λίγα κέρματα. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε, ο κόπος του άξιζε περισσότερο. Οι περισσότεροι στρατιώτες τον αγνόησαν, εκτός από έναν. Εκείνος έβγαλε το όπλο από τη ζώνη του, και πυροβόλησε ένα άδειο μπουκάλι που κειτόταν στο πεζοδρόμιο, ούτε μισό μέτρο μακριά από τον Μιχάλη. Κάθε χτύπος της καρδιάς του είναι πιο έντονος, ακούγεται όμοιος με τον εκκωφαντικό θόρυβο του μπουκαλιού που θρυμματίστηκε μόλις το διαπέρασε βίαια η σφαίρα. Ποτέ δεν ξέχασε αυτόν τον θόρυβο, του θύμιζε ότι ανάμεσα στον ίδιο και στους θεατές του, εκείνος δεν είχε την παραμικρή διαπραγματευτική εξουσία. Η σημερινή επίδειξη φτάνει στο τέλος της αίσια, με την καρδιά του να παραμένει άθραυστη. Η πλειοψηφία των θεατών φεύγουν χωρίς να νιώσουν την ανάγκη να παραδώσουν κανενός είδους αντίτιμο. Όσοι μένουν λίγο ακόμα, αφήνουν πολλά αναμενόμενα κέρματα, και το περιστασιακό χαρμόσυνο χαρτονόμισμα. Μόλις επιστρέφει στο διαμέρισμα, καταρρέει στο κρεβάτι, δεν του έχει απομείνει δύναμη να σταθεί όρθιος. Με το ένα χέρι καταμετρά τις απολαβές της επίδειξης, ενώ με το άλλο κρατάει σφιχτά το κύπελλο. Είναι τυχερός, δεν θα χρειαστεί να το δώσει στο ενεχυροδανειστήριο, όχι σήμερα. Μπορεί να το κρατήσει για λίγο ακόμα.

Ψιλή βροχή της 29ης Αυγούστου 2024




                                                         








                                                        Χρήστος Γιανναράς, In memoriam


Πέφτει βροχή, το δάκρυ των νεκρών
το χάδι του Θεού στα δέντρα και στο χώμα.
Κι η γη αναδίνει μύρα αόρατων φτερών
σουδάρια παρακλητικά στο ραγισμένο σώμα.

Αλλά τα δέντρα ―όπως σού ’λεγα―απλώνουν
κλαριά φρυγμένα για να ξεδιψάσουν.
Και τα πουλιά που τ’ αρνηθήκανε φυτρώνουν
ξανά δροσάτα την αγάπη τους να κλάψουν.

Βροχούλα σιγανή παραμονή Προδρόμου
σ’ ελιές, βελανιδιές και σε πλατάνια
στις ρεματιές τις άνυδρες, στις πέτρες, στα ρουμάνια
καθώς περνάει κατά παράβασιν του νόμου.

Καθώς περνάει με μηλωτή από δροσοστάλες
μέσα σε ατμούς κι οσμές του στερναυγούστου
κεραύνια αστραπή λιωμένη στις ψιχάλες,
με το κεφάλι του στα χέρια πορφυρά στους μούστους.

Στο γλεύκος ενός βότρυος συνθλιμμένου
απ’ το μαρτύριο της αγάπης δίχως όρια
να πίνουμε ―και να μεθούμε― κάρβουνο αναμμένο
και να γινόμαστε ιστιοφόρα και βαπόρια.

Βγαίνει ο Πρόδρομος ξανά να ευαγγελίσει
εμάς απ’ τους νεκρούς και σας τους ζώντες
κι ώσπου ο τροχός της λοιμικής να σταματήσει
φυσήξτε την ευχή σας στους πεινώντες.




Nεωτερική γεωγραφία άθλων ελληνικών

Αρχικά εγκαταστάθηκε στον ορεινό Πελαργό...




Μέρη, όπου θα έπρεπε να στηθούν ανδριάντες (ή γυναικάντες) αθλητ[ρι]ών από την Ελλάδα, συνήθως από οικογένειες που αφίστανται της υπογεννητικότητας, περιλαμβάνουν: Ζωγράφου-Νιγηρία (Γιάννης Αντετοκούνμπο & Αφοί), Πύργος Ηλείας-Ουγκάντα (Εμμανουήλ Καραλής), με δίδυμη αδελφή, Χαλκιδική-Αλβανία (Ελίνα Τζένγκο), με μεγαλύτερη αδελφή, που εγκατέλειψε τον αθλητισμό, καθώς καθυστερούσαν να τους δώσουν έγγραφα ιθαγένειας, που θα επέτρεπαν συμμετοχή σε διοργανώσεις στο εξωτερικό.
Το ερώτημα πάντως παραμένει: η φήμη, την οποία συνεπάγεται η επιτυχία, απαλείφει ή πασαλείβει εκδηλώσεις ρατσισμού;
Από την άλλη, απογοήτευση με όσα εδώ ισχύουν έχει οδηγήσει υπό άλλα χρώματα άτομα όπως οι τρίδυμες αδελφές Αλεξανδρή από τον Βόλο, που αγωνίζονται για την Αυστρία. Συγκρίσιμες περιπτώσεις: Άρτεμη Γκαβέζου-Κάστρο από τη Θεσσαλονίκη (ομάδα ανσάμπλ, Ισπανία), Αφροδίτη Ζέγκερς-Κυρανάκου (ιστιοπλοΐα, Ολλανδία), Θανάσης Κοκκινάκης (τένις, Αυστραλία), Κώστας Λουλούδης (κωπηλασία, Μεγάλη Βρετανία), Ελεν Μαρούλις (πάλη, ΗΠΑ), Αντώνης Μαρτασίδης (άρση βαρών, Κύπρος), Ντόνα Νακάλις (μοντέρνο πένταθλο, Καναδάς), Ζοσέφ Πολοσιφάκης (ξιφασκία, Καναδάς), Σιδέρης Τασιάδης (κανό σλάλομ, Γερμανία) και Δημήτρης Χονδροκούκης (στίβος, Κύπρος), ενώ από την Τριανδρία στους Λιμνανθρώπους στο Λος Άντζελες βρέθηκε ο Ντέιβιντ Ρίβερς (Δαβίδ Ποταμιανός), από την Αγία Βαρβάρα στη Βραζιλία στράικερ ο Ροβέρτος Φιρμινιός και από μπαρ στη Βάρκιζα, όπου σκάουτ τον εντόπισε, όταν άρχισε να δουλεύει σερβιτόρος τελειώνοντας το Λύκειο, στην ιταλική Τρεβίζο ο Μιχαήλ Βατίστας.
Ισχυρό είναι το αποτύπωμα της ελληνικής διασποράς στον αθλητισμό, με κορυφαίο τον Νίκο Γκάλη, που στο Νιου Τζέρσεϊ γεννήθηκε από γονείς με καταγωγή από τη Ρόδο, ενώ ο καλύτερος Έλληνας τζουντόκα ήταν ο Ηλίας Ηλιάδης, που Τζαρτζίλ Ζβιαντουαρί γεννήθηκε στην Αχμέτα, πριν υιοθετηθεί από τον μικρασιατικής καταγωγής παλιννοστούντα από τη Γεωργία ομοσπονδιακό προπονητή του τζούντο Νίκο Ηλιάδη, που στον ορεινό Πελαργό αρχικά εγκαταστάθηκε και έπειτα στο Αμύνταιο.
Χιλιάδες Αμερικανοί παρακολούθησαν την κηδεία του, όταν 26 ετών το 1955 πέθανε από πνευμονική εμβολή ο σπουδαίος αθλητής του φούτμπολ και του μπέιζμπολ Harry “Τhe GoldenGreek” Agganis. Ο μικρότερος από επτά αδέλφια, ο Αριστοτέλης Γεώργιος Αγγάνης γεννήθηκε στην πόλη Λιν της Μασαχουσέτης από γονείς από το χωριό Λογκανίκο της Λακωνίας στον Ταΰγετο. Το όνομα Χάρης προέκυψε από το Άρης, όπως τον φώναζε η μητέρα του, που δύο χρόνια μετά τον θάνατό του είπε «Δεν είμαστε πλέον ξένοι. Εξαιτίας του Χάρη είμαστε πάλι οι Χρυσοί Έλληνες (Golden Greeks) και κανείς δεν μας λέει πια Βρωμοέλληνες (Dirty Greeks)».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:

«Δεν είμαι ο νέγρος σου»: διεθνής έκκληση / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Σκόνη / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

Προπατορικά αμαρτήματα & Αμερική / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Δύση & Ανατολή / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Από τα Γρεβενά τεντώνοντας / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)