Τη νύχτα η σύζυγος ξεκαθαρίζει

Μετάφραση: Ομαδική εργασία
Η Τζιοκόντα Μπέλι στο ΚΠΙΣΝ
Η Τζιοκόντα Μπέλι στο ΚΠΙΣΝ




Η Τζιο­κό­ντα Μπέ­λι  (Μα­νά­γκουα, 1948) εί­ναι Νι­κα­ρα­γουα­νή ποι­ή­τρια και μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος· συν­δέ­θη­κε με το Εθνι­κό Απε­λευ­θε­ρω­τι­κό Μέ­τω­πο των Σα­ντι­νί­στας από το 1970 έως το 1994. Η πο­λι­τι­κή δέ­σμευ­ση, αφε­νός, και, αφε­τέ­ρου, η υπό­στα­ση και ο ψυ­χι­κός κό­σμος των γυ­ναι­κών, συ­νι­στούν τα δύο θε­με­λιώ­δη θέ­μα­τα του έρ­γου της που γνώ­ρι­σε εξαρ­χής την επι­δο­κι­μα­σία των κρι­τι­κών και του κοι­νού. To πα­ρόν ποί­η­μα [«De noche, la esposa aclara»] εί­ναι από τη συλ­λο­γή Apogeo του 1997.
Η με­τά­φρα­ση εί­ναι προ­ϊ­όν ερ­γα­στη­ρί­ου συλ­λο­γι­κής με­τά­φρα­σης που συ­ντό­νι­σε ο Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος με τη συ­νερ­γα­σία της με­τα­φρά­στριας Laura Salas, πα­ρου­σία της ποι­ή­τριας, στην Εθνι­κή Βι­βλιο­θή­κη της Ελ­λά­δος – ΚΠΙΣΝ, στις 20 Ιου­νί­ου 2024  στο πλαί­σιο του 16ου Φε­στι­βάλ ΛΕΑ (Λο­γο­τε­χνία εν Αθή­ναις). Συμ­με­τεί­χαν οι με­τα­φρά­στριες/ές: Μα­ρία Αθα­να­σιά­δου, Ηλέ­κτρα Ανα­γνώ­στου, Μυρ­τώ Γα­ρε­φα­λά­κη, Χρι­στί­να Δη­μη­τρί­ου, Μα­ρία Κο­λεύ­ρη, Eduardo Lucena, Αλί­κη Μα­νω­λά, Μα­τί­να Μπίλ­λια, Στέλ­λα Πα­να­γο­πού­λου, Σο­φία Σο­φια­νού, Βά­σω Χρη­στά­κου

Η Σίντι Κρόφορντ
Η Σίντι Κρόφορντ

Όχι.
Δεν έχω τα πό­δια της Σί­ντι Κρό­φορντ.
Δεν έχω πε­ρά­σει τη ζωή μου σε πα­σα­ρέ­λες,
σε επι­δεί­ξεις μό­δας, μαυ­ρι­σμέ­νη κά­τω από τους προ­βο­λείς των φω­το­γρά­φων.
Τα μπού­τια μου εί­ναι χο­ντρά φτά­νο­ντας στους γο­φούς,
και πα­ρά τις επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες προ­σπά­θειές μου
να βά­λω ρού­χα αε­ρο­βι­κής και να χτυ­πιέ­μαι στο πά­τω­μα για να ιδρώ­σω,
με τί­πο­τα δεν χά­νουν αυ­τή τους την τά­ση να χο­ντραί­νουν,
σαν ζου­με­ρές κο­λό­νες που χρειά­ζο­νται να στυ­λω­θούν.

Όχι.
Δεν έχω τη μέ­ση της Σί­ντι Κρό­φορντ.
ού­τε εκεί­νη την τέ­λεια κοι­λιά, επί­πε­δη και ελα­φρώς κοί­λη,
με τον εκ­θαμ­βω­τι­κό αφα­λό στο κέ­ντρο.
Κά­πο­τε την εί­χα. Κά­πο­τε καυ­χιό­μουν γι’ αυ­τή την πε­ριο­χή
της ανα­το­μί­ας μου.
Ήταν πριν γεν­νη­θεί ο Κα­μί­λο,
πριν απο­φα­σί­σει να βια­στεί να γεν­νη­θεί
και να ’ρ­θει στον κό­σμο όρ­θιος·
πριν η και­σα­ρι­κή
μου αφή­σει ση­μά­δι.

Όχι.
Δεν έχω τα χέ­ρια της Σί­ντι Κρό­φορντ,
μαυ­ρι­σμέ­να, γραμ­μω­μέ­να, κά­θε μυς εν­δυ­να­μω­μέ­νος με
την εν­δε­δειγ­μέ­νη άσκη­ση,
τα βα­ρά­κια όπως πρέ­πει ισορ­ρο­πη­μέ­να.
Τα λε­πτά μου μπρά­τσα δεν έχουν γί­νει πιο μυώ­δη
απ’ όσο χρειά­ζε­ται για να πα­τάω αυ­τά τα πλή­κτρα,
να κου­βα­λάω τα παι­διά, να βουρ­τσί­ζω τα μαλ­λιά μου,
να χει­ρο­νο­μώ συ­ζη­τώ­ντας για το μέλ­λον, να αγκα­λιά­ζω τους φί­λους.

Όχι.
Δεν έχω τα στή­θη της Σί­ντι Κρό­φορντ,
πλού­σια, στρογ­γυ­λά, cup C ή D.
Τα δι­κά μου δεν ήταν πο­τέ ιδιαί­τε­ρα εντυ­πω­σια­κά στο ντε­κολ­τέ,
πα­ρό­λο που η μά­να μου με δια­βε­βαί­ω­νε
–μά­να εί­ναι–
ότι τα στή­θη, έτσι χω­ρι­στά, ήταν τα ελ­λη­νι­κά στή­θη
της Αφρο­δί­της της Μή­λου.

Α! Και το πρό­σω­πο, το πρό­σω­πο της Σί­ντι Κρό­φορντ, τι να σου λέω.
Αυ­τή η ελί­τσα στην άκρη των χει­λιών,
τα τό­σο συμ­με­τρι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τα με­γά­λα μά­τια,
τα το­ξω­τά φρύ­δια, η λε­πτή μύ­τη.
Το πρό­σω­πό μου, από συ­νή­θεια, κα­τέ­λη­ξε να μου αρέ­σει:
μά­τια ελέ­φα­ντα, μύ­τη με ορ­θά­νοι­χτα ρου­θού­νια,
στό­μα αξιο­πρε­πές, το λες και αι­σθη­σια­κό.
Το σύ­νο­λο σώ­ζε­ται με τη βο­ή­θεια των μαλ­λιών.
Σε αυ­τό το κομ­μά­τι όντως υπε­ρέ­χω της Σί­ντι Κρό­φορντ.
Δεν ξέ­ρω αν αυ­τό σε πα­ρη­γο­ρεί.

Τέ­λος και ως πιο χει­ρο­πια­στή από­δει­ξη,
δεν έχω τον πι­σι­νό της Σί­ντι Κρό­φορντ:
μι­κρός, στρογ­γυ­λός, το κά­θε μι­σό εξαί­σια σχη­μα­τι­σμέ­νο.
Ο δι­κός μου εί­ναι πει­σμα­τι­κά με­γά­λος, φαρ­δύς,
αμ­φο­ρέ­ας ή πι­θά­ρι, εσύ δια­λέ­γεις.
Δεν κρύ­βε­ται με τί­πο­τα
και το κα­λύ­τε­ρο που μπο­ρώ να κά­νω εί­ναι να μην ντρέ­πο­μαι γι’ αυ­τόν,
να τον αξιο­ποιώ για να δια­βά­ζω άνε­τα
κα­θι­στή ή να εί­μαι συγ­γρα­φέ­ας.

Αλ­λά πες μου:
Πό­σες φο­ρές εί­χες τη Σί­ντι Κρό­φορντ
στα πό­δια σου;
Πό­σες φο­ρές σού έχει προ­σφέ­ρει, όπως εγώ,
χά­δια το πρωί,
φι­λιά στο σβέρ­κο ενώ κοι­μά­σαι,
γαρ­γα­λη­τά, γέ­λια, πα­γω­τό στο κρε­βά­τι,
ξάφ­νου ένα ποί­η­μα, την ιδέα για μια πε­ρι­πέ­τεια,
ένα προ­αί­σθη­μα;
Τι εμπει­ρί­ες θα μπο­ρού­σε να σου δι­η­γη­θεί η Σί­ντι Κρό­φορντ
που, έστω αμυ­δρά, να μπο­ρούν να συ­γκρι­θούν με τις δι­κές μου,
τι επα­να­στά­σεις, συ­νω­μο­σί­ες, ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα,
έχει εκεί­νη στο ενερ­γη­τι­κό της;
Όχι να το παι­νευ­τώ: να ’ναι άρα­γε το τό­σο τέ­λειο κορ­μί της
ικα­νό για τις εξαλ­λο­σύ­νες του δι­κού μου,
αχα­λί­νω­το, τρυ­φε­ρό, έμπει­ρο στις νύ­χτες δί­χως αύ­ριο,
στα πρω­ι­νά δί­χως νύ­χτα,
σο­φός εξε­ρευ­νη­τής κά­θε γω­νιάς της γε­ω­γρα­φί­ας σου;

Σκέ­ψου το κα­λά. Αξιο­λό­γη­σε αυ­τά που σου προ­σφέ­ρω.
Κλεί­σε το πε­ριο­δι­κό
και έλα στο κρε­βά­τι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: