Η μυστηριακή γυμνότητα του λόγου

Λονδίνο 1975, «ΕλληνικόςΜήνας». Θανάσης Βαλτινός, Αλέξανδρος Σχινάς, Χρήστος Ιωακειμίδης, Καίη Τσιτσέλη, Κώστας Ταχτσής
Λονδίνο 1975, «ΕλληνικόςΜήνας». Θανάσης Βαλτινός, Αλέξανδρος Σχινάς, Χρήστος Ιωακειμίδης, Καίη Τσιτσέλη, Κώστας Ταχτσής




Τον Άλεκ Σχι­νά τον γνώ­ρι­σα το 1975 στο Λον­δί­νο, στη διάρ­κεια του «Ελ­λη­νι­κού Μή­να» μό­λις 23 χρο­νών. Με το που μπή­κε στα γρα­φεία μας, στο ICA, σχο­λί­α­σε ένα τουίντ του Simpson of Picadilly, που φο­ρού­σα και εί­χα αγο­ρά­σει σε εξευ­τε­λι­στι­κή τι­μή σε μα­γα­ζί που που­λού­σε πα­νά­κρι­βα ρού­χα με κά­ποιο ελάτ­τω­μα. Μό­λις το άκου­σε, ζή­τη­σε να τον πάω, για­τί εί­χε έρ­θει με ένα μι­κρό sac de voyage και δεν εί­χε τί­πο­τα να φο­ρέ­σει. Χω­ρίς δεύ­τε­ρη κου­βέ­ντα ξε­κι­νή­σα­με για το Charing Cross. Στον δρό­μο δεν μι­λή­σα­με για λο­γο­τε­χνία, αλ­λά για κα­θη­με­ρι­νά προ­σω­πι­κά ζη­τή­μα­τα, σαν να γνω­ρι­ζό­μα­σταν από πα­λιά. Η ανα­φο­ρά σε κοι­νούς φί­λους, όπως ο Φρέ­ντι Κά­ρα­μποτ, έφε­ρε στην κου­βέ­ντα ιστο­ρί­ες από τα παι­δι­κά του χρό­νια πέ­ρα από τα κοι­νω­νι­κά αλι­σβε­ρί­σια. Η οι­κειό­τη­τα της συ­ζή­τη­σης μα­ζί με την επί­σκε­ψη σε μα­γα­ζί ρού­χων ―που κι εγώ έκα­να μό­νο με τον πα­τέ­ρα μου― ανα­βί­ω­σε έναν τρό­πο ζω­ής που ανή­κε σε άλ­λες επο­χές.
Ήξε­ρα την Ανα­φο­ρά Πε­ρι­πτώ­σε­ων από τον Ακρι­θά­κη και τον Τα­χτσή ― στε­νοί φί­λοι και των δυο μας. Κύ­ρια ασχο­λία μου τό­τε ήταν ο λό­γος κι η ποί­η­ση, ενώ τη μου­σι­κή την εγκα­τέ­λει­ψα με το θά­να­το του Γιάν­νη Χρή­στου. Συμ­με­τεί­χα με κά­ποιες δη­μο­σιεύ­σεις στις πα­ρέ­ες νε­ό­τε­ρων ποι­η­τών. Με­γά­λω­σα σ’ ένα σπί­τι όπου ο κό­σμος του λό­γου ανοι­γό­ταν από τον Κύ­κλο στο Τε­τρά­διο, από το Γαλ­λι­κό Ιν­στι­τού­το και το «Μα­τα­ρόα» στην Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέ­χνης, τη Συ­νέ­χεια, το Πά­λι και τα Δε­κα­ο­χτώ Κεί­με­να. Πε­ρισ­σό­τε­ρο από τα με­γά­λα ονό­μα­τα των γραμ­μά­των, αι­σθα­νό­μουν προ­σω­πι­κά κο­ντά στον Καβ­βα­δία, τον Τα­χτσή, τον Κα­ρού­ζο, την Κρα­νά­κη, τον Πα­πα­τσώ­νη. Ο Κα­βά­φης ήταν για όλους μό­νι­μη ανα­φο­ρά. Ο Σε­φέ­ρης έδι­νε πά­ντα το δια­πα­σών ― αλ­λά πώς να κουρ­δί­σεις ένα πιά­νο που έμοια­ζε πλέ­ον ορι­στι­κά ξε­κούρ­δι­στο;

Στη Γαλ­λία έφτα­σα για να σπου­δά­σω φι­λο­λο­γία και φι­λο­σο­φία κι οι ανα­τρο­πές που έφε­ραν η διε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τα, οι κοι­νω­νι­κές επι­στή­μες και η γλωσ­σο­λο­γία, εγκαι­νί­α­σαν νέ­ους προ­βλη­μα­τι­σμούς. Στην ποί­η­ση ο Françis Ponge, o René Char, ο κύ­κλος του Blanchot, και το πε­ριο­δι­κό Change, άνοι­γαν ορί­ζο­ντες που συ­νέ­χι­σα να ανα­σκα­λεύω στο Πα­ρί­σι δί­πλα στον Gaëtan Picon, τον Jean Cassou, τον Roland Barthes και τον Louis Marin, που ήταν οι δά­σκα­λοί μου. Με τον Άλεκ, στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν, εί­χα­με πολ­λές συ­ζη­τή­σεις πά­νω στις προ­ο­πτι­κές μιας γρα­φής που πη­γά­ζει από τη γλώσ­σα την ίδια. Ο Jacques Roubaud, με τον οποίο συν­δέ­θη­κα και άρ­χι­σα να με­τα­φρά­ζω, καλ­λιερ­γού­σε έντο­να αυ­τό το άνοιγ­μα της γλώσ­σας στο έρ­γο του, ενώ στη Γερ­μα­νία, ο Martin Walser, φί­λος του Άλεκ, ακο­λου­θού­σε ανά­λο­γες δια­δρο­μές. Έτσι, τα εν­δια­φέ­ρο­ντα μας πέ­ρα­σαν σε άλ­λες σφαί­ρες από αυ­τές της ελ­λη­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.
Πέ­φτο­ντας από σύμ­πτω­ση στην επα­νέκ­δο­ση ενός κει­μέ­νου του ακό­μα άγνω­στου πε­ζο­γρά­φου Rene Crevel, προ­χώ­ρη­σα σε συ­στη­μα­τι­κή με­λέ­τη του έρ­γου του και της επο­χής στο πα­νε­πι­στή­μιο. Οι μα­χη­τι­κές δια­συν­δέ­σεις του Crevel με το dada και τον υπερ­ρε­α­λι­σμό, τον αντι­φα­σι­στι­κό αγώ­να και τη σε­ξουα­λι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση, απο­κά­λυ­πταν ένα έρ­γο που ανά­γει τον λί­βε­λο σε ποι­η­τι­κή δύ­να­μη της γρα­φής και μια άλ­λη τε­λεί­ως όψη της επο­χής και του λό­γου. Από σύμ­πτω­ση σε σύμ­πτω­ση, ο René Crevel με έφε­ρε κο­ντά στον Νί­κο­λα Κά­λας, που τον εί­χε γνω­ρί­σει πο­λύ προ­σω­πι­κά, μέ­σα από τις κρί­σεις του υπερ­ρε­α­λι­σμού και τη μα­χη­τι­κή δρά­ση στο Διε­θνές Συ­νέ­δριο για την Υπε­ρά­σπι­ση της Κουλ­τού­ρας, όπου πα­ρά τις υπε­ράν­θρω­πες προ­σπά­θειες του Crevel, η ρή­ξη ανά­με­σα στις πρω­το­πο­ρια­κές τά­σεις και τις επα­να­στα­τι­κές πο­λι­τι­κές ομά­δες ήρ­θε ορι­στι­κά, προ­μη­νύ­ο­ντας την επι­κρά­τη­ση του φα­σι­σμού, και οδή­γη­σε στην από­γνω­ση και την αυ­το­κτο­νία τον μό­λις 35 χρο­νών, René Crevel.


Η ρα­πτο­μη­χα­νή και η ομπρέ­λα

Εκεί­νη τη μέ­ρα στο Λον­δί­νο, ο Νί­κο­λας Κά­λας μπή­κε στο γρα­φείο του ICA τη στιγ­μή που γυ­ρί­ζα­με με τον Άλεκ, ντυ­μέ­νο με το θαυ­μά­σιο γκρι κου­στού­μι που θα φο­ρού­σε πολ­λά χρό­νια με­τά. Με το κα­λη­μέ­ρα, ο Κά­λας ξε­κί­νη­σε μια ορ­μη­τι­κή και χει­μαρ­ρώ­δη αφή­γη­ση ανα­πτύσ­σο­ντας δαι­δα­λώ­δεις ερ­μη­νεί­ες σχε­τι­κά με το ιμά­τιο που κρύ­βει το πέ­ος του Ιη­σού, σε έναν πί­να­κα που μό­λις εί­χε πε­ριερ­γα­στεί στη National Gallery. Ο Roland Penrose, ιδρυ­τής και διευ­θυ­ντής του ICA, στο γρα­φείο του οποί­ου δού­λευα, ση­μα­ντι­κός υπερ­ρε­α­λι­στής, ήταν πα­λιός φί­λος του Κά­λας. Χαι­ρέ­τι­σε λοι­πόν ευ­γε­νι­κά τον Άλεκ και συ­νέ­χι­σε να πα­ρα­κο­λου­θεί τις επι­κίν­δυ­νες στρο­φές της ερ­μη­νευ­τι­κής του Νί­κου. Ο Άλεκ που γνώ­ρι­ζε από τη δε­κα­ε­τία του '60 το έρ­γο του Κά­λας (περ. Πά­λι, τ. 2-3, 1964, σελ. 112) έκα­τσε δια­κρι­τι­κά και πα­ρα­κο­λου­θού­σε με θαυ­μα­σμό για την ασυ­γκρά­τη­τη ορ­μή του λό­γου, με τη μό­νι­μη δυ­σπι­στία που έτρε­φε για τη στα­τι­κό­τη­τα των ει­κό­νων.
Ο Penrose ήταν πα­ντρε­μέ­νος με τη θρυ­λι­κή Lee Miller, τη μού­σα των υπερ­ρε­α­λι­στών, η πα­ρου­σία της οποί­ας έκα­νε λί­γες μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα τον Άλεκ να ρι­γεί σα σχο­λια­ρό­παι­δο μπρο­στά της, πα­ρό­λα τα χρό­νια της. Άλ­λη μια φο­ρά, τον εί­δα να κοκ­κι­νί­ζει σαν έφη­βος εκεί­νες τις ημέ­ρες, μπρος στη Lady Russell. Στη δε­ξί­ω­ση προς τι­μή του Ελ­λη­νι­κού Μή­να η Lady Russell μας υπο­δε­χό­ταν στην εί­σο­δο του σπι­τιού της. Ο Άλεκ φτά­νο­ντας με το γκρι κου­στού­μι ανα­κά­λυ­ψε πως η Lady δεν ήταν άλ­λη από την αντι­συμ­βα­τι­κή προ­πο­λε­μι­κή καλ­λο­νή Αλί­κη Δι­πλα­ρά­κου. Μό­λις συ­να­ντή­θη­καν τα βλέμ­μα­τά τους κοκ­κί­νι­σε, κι εκεί­νη ανα­γνώ­ρι­σε αμέ­σως τον νε­α­νι­κό της φί­λο αφή­νο­ντας έναν ανα­στε­ναγ­μό γε­μά­το τρυ­φε­ρά υπο­νο­ού­με­να. Ο Κά­λας συ­νέ­χι­ζε τις αχα­νείς δια­δρο­μές του νου, στο γρα­φείο, μα­κριά από κά­θε αι­σθη­σια­σμό, κι όπως ήταν πο­λύ ψη­λός και πο­λύ λε­πτός, έμοια­ζε σαν την κομ­μέ­νη κε­φα­λή του Ιω­άν­νη που ίπτα­ται εξαϋ­λω­μέ­νη έχο­ντας εγκα­τα­λεί­ψει τις πα­λιές δια­φο­ρές της με το σώ­μα, (όπως το γρά­φει ο Μα­λαρ­μέ).

Ο Νι­κό­λα­ος Κά­λας (1907-1988). Η Lee Miller (1907-1977) (φωτ. 1932). Η Λαι­́δη Ρα­́σελ, Αλι­́κη Δι­πλα­ρα­́κου (1912-2002)

Η δι­πλή πα­ρου­σία του Σχι­νά και του Κά­λας έμοια­ζε με κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή σκη­νή, όπου δια­σταυ­ρού­με­να ξί­φη φέρ­νουν αντι­μέ­τω­πα την κρυ­φή γοη­τεία της αστι­κής τά­ξης και το φά­ντα­σμα της Ελευ­θε­ρί­ας, σε μια φι­λι­κή παρ­τί­δα ανά­με­σα στις αντι­κρι­στές όχθες του ίδιου πο­τα­μού. Η θέ­ση του κα­θε­νός τους μπρος στην πε­ζό­τη­τα του πραγ­μα­τι­κού, ήταν λυ­τρω­τι­κή. Η ανα­πά­ντε­χη κομ­ψό­τη­τα του πε­ρι­στα­σια­κού δαν­δή Σχι­νά κι η ανε­μπό­δι­στη δε­ξιο­τε­χνία του ταγ­μέ­νου πα­γα­νι­στή Κά­λας ανα­σκεύ­α­ζαν τις ερ­μη­νευ­τι­κές του κό­σμου.
Έχο­ντας ζή­σει τη μι­ζέ­ρια της χού­ντας, η πα­ρου­σία των απροσ­δό­κη­των αυ­τών αν­θρώ­πων άφη­νε πί­σω τις εκ­φρά­σεις κα­λής γρα­φής και κα­λής δια­γω­γής που επι­βρά­βευε η λο­γο­τε­χνι­κή μας πρω­τεύ­ου­σα. Ποι­η­τές, ζω­γρά­φοι, φι­λό­σο­φοι, μου­σι­κοί ή αρ­χι­τέ­κτο­νες, απο­κα­λύ­πτο­νταν ξάφ­νου με την αξία δη­μιουρ­γι­κών και τολ­μη­ρών αν­θρώ­πων που κρί­νο­νται από το έρ­γο και τον βίο τους κι όχι από τους τί­τλους και τις τυ­πι­κό­τη­τες. Τη στιγ­μή που χα­νό­ταν η γη κά­τω από τα πό­δια μας, η πε­ρι­πέ­τεια, ο ελεύ­θε­ρος λό­γος και το ανά­στη­μα αν­θρώ­πων σαν τον Σχι­νά και τον Κά­λας, απο­κά­λυ­πταν ένα μέ­τρο που ακύ­ρω­νε κά­θε βο­λι­κό δια­χω­ρι­σμό της μορ­φής και του πε­ριε­χο­μέ­νου. Κι αν έπρε­πε να τους ακο­λου­θή­σεις πιο πέ­ρα κι από το πε­ρι­θώ­ριο της λο­γο­τε­χνι­κής βα­βού­ρας, κέρ­δι­ζες τη χα­ρά που ξε­πη­δά μπρος στη θέα των θη­σαυ­ρών που κρύ­βουν τα απά­τη­τα νη­σιά παι­δι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των.
Η απα­ξία αφη­γη­μα­τι­κών ηθο­γρα­φι­κών συ­ντα­γών εντεί­νο­νταν μπρος στη πε­ρι­ή­γη­ση του θαυ­μα­στού πλού­του της γλώσ­σας που απο­κά­λυ­πτε μια συ­νο­λι­κή υπό­στα­ση του έρ­γου, προ­σκα­λώ­ντας να το δια­τρέ­ξεις απ’ άκρη σε άκρη σε μια συ­νε­χή πε­ρι­πέ­τεια ανα­γνώ­σε­ων και ανα­κα­τα­τά­ξε­ων που ακο­λου­θεί το ρέ­ον νό­η­μα, αντί της μί­ζε­ρης ικα­νο­ποί­η­σης μιας εύ­πε­πτης ανα­γνω­σι­μό­τη­τας. H συ­νά­ντη­ση ανά­με­σα στον Άλεκ Σχι­νά και τον Νί­κο­λας Κά­λας στο γρα­φείο του ICA κα­τέ­λη­γε έτσι, ως «τυ­χαία συ­νά­ντη­ση μιας ρα­πτο­μη­χα­νής και μιας ομπρέ­λας σε ένα χει­ρουρ­γι­κό τρα­πέ­ζι», όπου το ρού­χο ―κου­στού­μι ή ιμά­τιο―αντί να εν­δύ­ει, εμ­φά­νι­ζε τη μυ­στη­ρια­κή γυ­μνό­τη­τα του λό­γου σε μια σει­ρά από ιδιόρ­ρυθ­μες εκλε­κτι­κές συγ­γέ­νειες, έξω από οι­κο­γε­νεια­κά, εθνι­κά και γε­ω­γρα­φι­κά όρια.

Η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα σε μια άλ­λη τρο­χιά

Τις εκ­πο­μπές της Deutsche Welle στα χρό­νια που ο λό­γος πα­ρέ­με­νε υπό­κω­φος τις ακού­γα­με με κομ­μέ­νη την ανά­σα. Η κλει­σού­ρα που κυ­ριαρ­χού­σε στην επί­ση­μη πνευ­μα­τι­κή ζωή, ήδη πριν το Πρα­ξι­κό­πη­μα, εξα­φα­νι­ζό­ταν στο άκου­σμα της φω­νής του Σχι­νά στα ερ­τζια­νά κύ­μα­τα. Ο λό­γος του έμοια­ζε να υλο­ποιεί απρο­κά­λυ­πτα τη θέ­ση του Tzara: «υπάρ­χουν μό­νον δυο εί­δη, το ποί­η­μα και ο λί­βε­λος».* Ο λό­γος του ηχού­σε κυ­ριο­λε­κτι­κά ως ποι­η­τι­κός λί­βε­λος. Θυ­μά­μαι τον Κώ­στα Αξε­λό (συμ­μα­θη­τή επί­σης του Άλεκ στο Βαρ­βά­κειο) να ανα­ρω­τιέ­ται δυ­να­τά, «με­τά τον Ντο­στο­γιέφ­σκι, τι μυ­θι­στό­ρη­μα να δια­βά­σεις;» Σί­γου­ρο ότι ού­τε ο Προυστ ού­τε ο Τζόις εί­χαν γρά­ψει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα! Με τις εκ­πο­μπές της Deutsche Welle, την Ανα­φο­ρά Πε­ρι­πτώ­σε­ων και τα κεί­με­να στο Πά­λι, (ας μου επι­τρα­πεί να πω με τη βε­βαιό­τη­τα του αυ­το­νό­η­του πως τα υπερ­λε­ξι­στι­κά κεί­με­να του καθ΄όλα υπαρ­κτού συμ­μα­θη­τή του, Ελευ­θέ­ριου Δού­για, ήταν αμι­γώς κεί­με­να του ίδιου του Σχι­νά), ο Άλεκ έβα­ζε ήδη από τα νε­α­νι­κά του χρό­νια την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα σε μια άλ­λη τρο­χιά από αυ­τή της αφή­γη­σης. Εγκαι­νί­α­σε έτσι μια γρα­φή πο­λυ­ε­δρι­κή, που δια­χέ­ε­ται μέ­σα από μια φω­νή ανώ­νυ­μη στην κλι­μά­κω­ση της ση­μα­σί­ας, κι από εκεί, έκ­κε­ντρη, προ­βάλ­λε­ται στην αχα­νή πο­λυ­ση­μία. Κι η φω­νή αυ­τή αντη­χού­σε τον κοι­νω­νι­κό και ιστο­ρι­κό χώ­ρο της ανω­νυ­μί­ας όπως και η απρό­σω­πη συλ­λο­γι­κό­τη­τα της γλώσ­σας.

Με­τά την πρώ­τη μας συ­νά­ντη­ση δε χρειά­στη­κε να μι­λή­σου­με ξα­νά για την «ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία». Μι­λού­σα­με κυ­ρί­ως για την ανα­νέ­ω­ση της γρα­φής μέ­σα από τις ανα­γνώ­σεις της γερ­μα­νι­κής κι ευ­ρω­παϊ­κής πρω­το­πο­ρί­ας. Κα­τά τα άλ­λα η φω­νή του Άλεκ συ­νό­δευ­σε, από τις εκ­πο­μπές στη Deutsche Welle, τα πιο δύ­σκο­λα και εύ­πλα­στα χρό­νια μου έξω από τα λο­γο­τε­χνι­κά σα­λό­νια και τους αντι­στα­σια­κούς κύ­κλους, ανοί­γο­ντας τον δρό­μο ενός εκ­πα­τρι­σμού που δεν ήταν πο­τέ μό­νον γε­ω­γρα­φι­κός και μιας ανυ­πο­τα­ξί­ας που δεν ήταν μό­νον πο­λι­τι­κή.
Συ­ζη­τή­σεις τό­τε εκ­θειά­ζα­νε στην Αθή­να τον Γε­φτου­σέν­κο, προ­ο­δευ­τι­κό ποι­η­τή της ΕΣΣΔ, που εί­χε στα­μα­τή­σει να γρά­φει και έκα­νε προ­φο­ρι­κή ποί­η­ση σε κα­τά­με­στα στά­δια, μπρος στο λαό. Ο λό­γος του Σχι­νά όμως ξε­χύ­νο­νταν αντί­θε­τα, αυ­θόρ­μη­τα, αδέ­σμευ­τα και πη­γαία, από το μι­κρό­φω­νο του ρα­διο­φώ­νου, σαν την «αυ­τό­μα­τη γρα­φή» των υπερ­ρε­α­λι­στών, και δια­χέ­ο­νταν σε μιαν αό­ρα­τη αλ­λά συ­νο­λι­κή αν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σία όπου ο λα­ός ήταν η γλώσ­σα κι όχι το πλή­θος. Στις εκ­πο­μπές του αυ­τές μας γνώ­ρι­σε ένα λό­γο που ξε­πη­δά ελεύ­θε­ρα για να ανοι­χτεί στον κό­σμο με ορ­μή, χω­ρίς κα­νέ­ναν να χει­ρο­κρο­τεί! Ένα λό­γο εν κι­νή­σει που γί­νε­ται ένα με τη ροή της ιστο­ρί­ας, υπέρ­γεια ή υπό­γεια, αλ­λά πο­τέ στην επι­φά­νεια. Η Μα­ντώ Αρα­βα­ντι­νού ―που μοι­ρα­ζό­ταν αμοι­βαία μια βα­θιά εκτί­μη­ση με τον Άλεκ― μας έλε­γε ένα βρά­δυ στο σπί­τι του Τα­χτσή πως το Finnegan’s Wake δεν εί­ναι λό­γος γρα­πτός, αλ­λά προ­φο­ρι­κός, που μό­νο αν πεις με όλη σου τη φω­νή δυ­να­τά, ―κι ας εί­σαι μό­νος στο δω­μά­τιο― θα βρει το μέ­γε­θος και το νό­η­μα του κει­μέ­νου. Το κεί­με­νο αυ­τό δεν ήταν απλά γρα­φή, αλ­λά λό­γος που δεν δια­βά­ζε­ται κα­θι­στός στην πο­λυ­θρό­να, αλ­λά πρέ­πει να βγει ζω­ντα­νά από το στό­μα και ν’ αντη­χή­σει όπως η γλώσ­σα, στη φω­νή. Ο Άλεκ κα­τά­φε­ρε με το έρ­γο του να θέ­σει πρώ­τος στην πρά­ξη τη γλώσ­σα την ίδια ως πρα­κτι­κή του λό­γου που με­τα­θέ­τει τη γρα­φή πέ­ρα από τα όρια του κει­μέ­νου. Κι η θέ­ση του αυ­τή νο­μί­ζω άγ­γι­ζε άμε­σα, και την προ­σω­πι­κή του ζωή.

Ένας «ονει­ρο­πό­λος Κο­ντο­ρε­βι­θού­λης»

Έζη­σα το 1984-85 πά­νω από έξι μή­νες στην Κο­λω­νία, γρά­φο­ντάς ένα βι­βλίο και πή­γαι­να κά­θε δυο μέ­ρες με το τρέ­νο στη Βόν­νη για να δου­λέ­ψω τη γερ­μα­νι­κή με­τά­φρα­ση. Με τον Άλεκ βρι­σκό­μα­σταν στο τρέ­νο ή στον σταθ­μό της Κο­λω­νί­ας. Στην αρ­χή από σύμ­πτω­ση, αλ­λά σύ­ντο­μα κα­νο­νί­σα­με να βρι­σκό­μα­στε έτσι, πε­ρι­πα­τη­τι­κά. Περ­πα­τού­σα­με αρ­κε­τή ώρα από τον Σταθ­μό στη Deutsche Welle ή αντί­στρο­φα, συ­ζη­τώ­ντας. Την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη ο Άλεκ εί­χε συ­να­ντή­σει στο τρέ­νο μια κο­πέ­λα που στη συ­νέ­χεια έγι­νε σύ­ζυ­γος του, και μι­λού­σε για τη γοη­τεία που ασκού­σε επά­νω του ο λό­γος εν κι­νή­σει, η συ­νά­ντη­ση με ένα πε­ρα­στι­κό άτο­μο που αλ­λά­ζει ρι­ζι­κά τη σχέ­ση μας με τον χω­ρο-χρό­νο. Συμ­με­ρι­ζό­μουν τη σχέ­ση αυ­τή κι από δι­κές μου εμπει­ρί­ες σε τρέ­να, συ­να­ντή­σεις που συμ­βαί­νουν απρό­σμε­να στο δρό­μο, σε σταθ­μούς, σε βα­γό­νια, όπου η ανω­νυ­μία παίρ­νει σάρ­κα και δί­νει λό­γο στη στιγ­μή. Οι σχέ­σεις αυ­τές δεν εί­χαν βέ­βαια κα­μία σχέ­ση με το On the road ού­τε με τη Beat Generation, που ο Άλεκ γνώ­ρι­ζε κα­λά, αλ­λά βρι­σκό­ντου­σαν μα­κριά από την αντί­λη­ψή του για τον κό­σμο. Το ση­μειώ­νω, όχι με πο­λε­μι­κή διά­θε­ση, αλ­λά για­τί η ροκ και η beat κουλ­τού­ρα υπήρ­χε σί­γου­ρα στους κύ­κλους του Πά­λι, αλ­λά δεν απο­τέ­λε­σε ού­τε κα­νό­να, ού­τε ορ­θο­δο­ξία. Ερ­μη­νευ­τι­κές που διεκ­δι­κούν μια γε­νι­κή γε­νε­α­λο­γία, ορο­λο­γία, στιλ, μυ­θο­λο­γία και ιδε­ο­λο­γία, χά­νουν στην πρά­ξη τον ευ­ρύ­τε­ρο ζω­τι­κό χώ­ρο της ατε­λεί­ω­της σει­ράς προ­ο­πτι­κών που ανοί­γε πο­λύ πέ­ρα από το συ­γκυ­ρια­κό αυ­τό ση­μείο.

Η ρο­μα­ντι­κή Wanderung, η οδοι­πο­ρία, η με­τα­νά­στευ­ση, ο εκ­πα­τρι­σμός, η πε­ρι­πλά­νη­ση, ο πλά­νης, το Χει­μω­νιά­τι­κο Τα­ξί­δι , ο Lenz, ο Conrad, δεν έχουν κα­μία σχέ­ση με τη μυ­θο­λο­γία των αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μων που δια­τρέ­χουν την Αμε­ρι­κή. O νε­α­ρός Rimbaud ξε­κι­νά το Ma bohème γρά­φο­ντας: «Έφευ­γα με τα χέ­ρια στις τρύ­πιες μου τσέ­πες./ Το παλ­τό μου εί­χε γί­νει πια ιδε­α­τό./ Προ­χω­ρού­σα κά­τω από τον ου­ρα­νό, ω Μού­σα!/Κι ήμουν ταγ­μέ­νος θια­σώ­της σου. / Πω Πω Πω! Μο­νά­χα έρω­τες λα­μπρούς ονει­ρευό­μουν!/ Το μό­νο πα­ντε­λό­νι μου ήτα­νε τρύ­πιο./ Ονει­ρο­πό­λος Κο­ντο­ρε­βι­θού­λης, με­τρού­σα στη δια­δρο­μή μου, ξε­σκαρ­τί­ζο­ντας,/ τις ρί­μες. Παν­δο­χείο εί­χα τη Με­γά­λη Άρ­κτο».** Σί­γου­ρα, ο Άλεκ έβλε­πε τον κό­σμο με τα μά­τια ενός ονει­ρο­πό­λου Κο­ντο­ρε­βι­θού­λη κά­τω από τα αστέ­ρια, πα­ρά οδη­γώ­ντας στους αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μους της Άγριας Δύ­σης!

Οι πε­ρι­πλα­νή­σεις αυ­τές εί­χαν για τον Άλεκ ένα πο­λι­τι­κό, επα­να­στα­τι­κό, ιστο­ρι­κό, πρό­ση­μο, που οδη­γού­σε στο ανοι­χτό σύ­μπαν και στο άπει­ρο της γλώσ­σας, αλ­λά που όταν έφτα­νε κά­που δεν στα­μα­τού­σε, ού­τε έδι­νε δια­πι­στευ­τή­ρια, αλ­λά περ­νού­σε κι έφευ­γε. Από τις ου­το­πί­ες και τους ξε­ση­κω­μούς με τα ευ­γε­νέ­στε­ρα αι­σθή­μα­τα εξέ­φρα­ζε την απο­φα­σι­στι­κή άρ­νη­ση κά­θε ταυ­τό­τη­τας και κα­τήγ­γελ­λε κά­θε μορ­φής βία που η ταυ­τό­τη­τα υιο­θε­τεί. Έτσι, αρ­νή­θη­κε με σθέ­νος τον Με­τα­ξά, τη Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή, τη χού­ντα και κυ­ρί­ως τον Εμ­φύ­λιο που έδω­σε στα μά­τια του τη δο­μή και τον σκε­λε­τό της κοι­νω­νί­ας, της παι­δεί­ας και της ιστο­ρί­ας της επο­χής του. Δεν συ­ντά­χτη­κε με κα­νέ­ναν, όχι από αδια­φο­ρία ή ου­δε­τε­ρό­τη­τα, αλ­λά από συ­νει­δη­τή άρ­νη­ση της ένο­πλης βί­ας και της κυ­ρί­αρ­χης θέ­σης του στρα­τού, που κα­ταρ­γεί τον άν­θρω­πο, την ελευ­θε­ρία, το δί­καιο και τον πο­λι­τι­σμό. Έτσι, προ­χώ­ρη­σε στη ζωή ανέ­ντα­χτος, πέ­ρα από κομ­μα­τι­κές δια­συν­δέ­σεις, με μό­νο στό­χο την αυ­το­νο­μία της γλώσ­σας και της σκέ­ψης. Η άρ­νη­ση της μι­κρο­α­στι­κής επι­βρά­βευ­σης «για την τι­μή των όπλων και της ρου­φια­νιάς» όπως μου εί­χε πει και το θυ­μά­μαι ακό­μα, ήταν αδια­πραγ­μά­τευ­τη. Πα­ρέ­μει­νε, όχι εκτός της μά­χης, αλ­λά εκτός του νυμ­φώ­να, όχι έξω από τον λό­γο, αλ­λά από τη ρη­το­ρι­κή, όχι έξω από τη ζωή, αλ­λά από την κυ­ρί­αρ­χη οι­κο­γέ­νεια και οι­κο­νο­μία. Αυ­τόν το δρό­μο χά­ρα­ξε υπο­δειγ­μα­τι­κά, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την παρ­τί­δα με την οποία αξί­ζει να ανα­με­τρη­θεί κα­νείς.

Μια κί­νη­ση που αλ­λά­ζει τη ροή των πραγ­μά­των

Ο Breton ανα­πτύσ­σει στη Nadja, αντί για υπό­θε­ση, τις αλ­λε­πάλ­λη­λες συ­να­ντή­σεις ανά­με­σα στη γλώσ­σα, το συ­ναί­σθη­μα και το συ­γκλο­νι­σμό της απο­κα­λυ­πτι­κής στιγ­μής του «αντι­κει­με­νι­κού τυ­χαί­ου» ― le hazard objectif, όπως το ονο­μά­ζει. Το αντι­κει­με­νι­κό τυ­χαίο θε­με­λιώ­νει τη δο­μή της γλώσ­σας και την ου­σία της ποί­η­σης, και για τον Άλεκ. Η υπό­νοια, η ελ­πί­δα, η πι­θα­νό­τη­τα πως με τον λό­γο, μια λέ­ξη, μια κου­βέ­ντα μπο­ρεί να αλ­λά­ξουν τη ζωή ενός αν­θρώ­που, να με­τα­στρέ­ψουν τη φυ­σι­κή κα­τεύ­θυν­σή της όχι μό­νο γε­ω­γρα­φι­κά αλ­λά νοη­τι­κά κι υπαρ­ξια­κά, δί­νει τον λό­γο για να ελ­πί­ζεις να βγεις από τον δρό­μο, από την πε­πα­τη­μέ­νη, την προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη οδό, σπά­ζο­ντας τη γραμ­μι­κή συ­νέ­χεια του προ­βλέ­ψι­μου. Έτσι θε­με­λιώ­νε­ται σχε­δόν μα­θη­μα­τι­κά η συ­γκλο­νι­στι­κή πε­ρί­πτω­ση μιας κί­νη­σης που μπο­ρεί να αλ­λά­ξει τη ροή των πραγ­μά­των. Ο σο­βα­ρός σκα­κι­στής που ξέ­ρει όλες τις κι­νή­σεις και τις πι­θα­νό­τη­τές τους δεν θα μά­θει πο­τέ τη στιγ­μή που μια κί­νη­ση γί­νε­ται κα­τα­λη­κτι­κή αλ­λά­ζο­ντας ορι­στι­κά τη ροή της παρ­τί­δας. Τό­τε, η Παρ­τί­δα δεν εί­ναι πια η σει­ρά των πι­θα­νο­τή­των που τη συ­νι­στούν δυ­νά­μει, αλ­λά η κί­νη­ση αυ­τή που αναι­ρεί κά­θε προ­βλέ­ψι­μη πι­θα­νό­τη­τα και με­τα­τρέ­πει το απρό­βλε­πτο σε έμπρα­κτη πε­ρί­πτω­ση.

Πέ­ρα από τη γλώσ­σα, τα πράγ­μα­τα στη ζωή του Άλεκ άλ­λα­ξαν συ­χνά κα­τεύ­θυν­ση. Η ζωή εκτός συ­νό­ρων, η πε­ρι­πέ­τεια, η πε­ρι­πλά­νη­ση, ο εκ­πα­τρι­σμός, η χει­ρα­φέ­τη­ση, η ύπαρ­ξη μέ­σα στον λό­γο, σφρα­γί­ζουν την προ­σω­πι­κή του λύ­τρω­ση και την ανά­λη­ψη της πο­λι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής ευ­θύ­νης, όπως εκ­φρά­ζε­ται απε­ρί­φρα­στα στα κεί­με­να και στον λό­γο ύπαρ­ξής του. Η Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων εί­ναι το απο­τέ­λε­σμα αυ­τής της τε­ρά­στιας ανα­τρο­πής που τον έβγα­λε από την οι­κο­γε­νεια­κή και κοι­νω­νι­κή ζωή του, όταν έφυ­γε στο Μό­να­χο. Έτσι πρέ­πει να δει κα­νείς στην πε­ρί­πτω­σή του τις δια­δρο­μές από τον χώ­ρο στη γλώσ­σα και τον εκτρο­χια­σμό της γρα­φής. Το ση­μεί­ω­μα που δη­μο­σιεύ­ει ο ίδιος αντί βιο­γρα­φί­ας στο εσώ­φυλ­λο της Ανα­φο­ράς πε­ρι­πτώ­σε­ων το γρά­φει ξε­κά­θα­ρα. Δεν εί­ναι άλ­λω­στε υπερ­βο­λή να δεις τη σχέ­ση του με τη γρα­φή και τη γλώσ­σα ως μια υπό­γεια ή πλά­για σχέ­ση με μια ψυ­χα­να­λυ­τι­κή αντί­λη­ψη, που δεν απο­τέ­λε­σε όμως πο­τέ κα­θα­ρή θε­μα­τι­κή για τον ίδιο ή για την κρι­τι­κή πρό­σλη­ψη του έρ­γου του. Την αντί­λη­ψη αυ­τή υπο­στη­ρί­ζει το γε­γο­νός πως δεν θέ­λη­σε πο­τέ τον ρό­λο του πα­τέ­ρα κοι­νω­νι­κά, ού­τε λο­γο­τε­χνι­κά τον ρό­λο του αφη­γη­τή, ενώ στα κεί­με­να αλ­λά και με τα ίδια τα παι­διά του γί­νε­ται σύ­ντρο­φος στο παι­χνί­δι που παί­ζει και ο ίδιος σαν παι­δί στη ζωή και τον λό­γο. Τη θέ­ση της μη­τέ­ρας παίρ­νει επί­σης στο έρ­γο του η γλώσ­σα με ό,τι έχει να πει, να κρύ­ψει, να δια­χει­ρι­στεί, να απο­κα­λύ­ψει, να επι­βά­λει, πέ­ρα από πρό­σω­πα και ση­μα­σί­ες, ανώ­νυ­μη κι από­μα­κρη, αλ­λά μα­θη­μα­τι­κή και κυ­ρί­αρ­χη. Νο­μί­ζω πως έτσι δια­γρά­φε­ται μια υπό­γεια δο­μή της ποι­η­τι­κής και της αντί­λη­ψής του για τον κό­σμο, τό­σο ως προς τα προ­σω­πι­κά του βιώ­μα­τα, όσο και ως προς τις πο­λι­τι­κές και φι­λο­σο­φι­κές του θέ­σεις που ολο­κλη­ρώ­νουν τους τρό­πους, την κα­τα­σκευή και την ανά­πτυ­ξη του λό­γου και του έρ­γου του.
Η ιδιαί­τε­ρη αυ­τή σχέ­ση με τα παι­διά και την παι­δι­κή ύπαρ­ξη ζει μέ­σα από το θαυ­μα­σμό του προς μια νε­ό­τη­τα άδο­λη και ξέ­νη προς τα δε­δο­μέ­να του κό­σμου των γραμ­μά­των και της κοι­νω­νι­κής ορ­γά­νω­σης. Αυ­τή η νε­ό­τη­τα που ήταν η δι­κή του κά­πο­τε εμ­μέ­νει στο παι­δί που κρα­τά μέ­σα του και που δεν άφη­σε πο­τέ να με­γα­λώ­σει, αλ­λά απλώ­θη­κε στον χρό­νο σαν τη γλώσ­σα ως ορί­ζο­ντας μα­κρι­νός και ως ο τό­πος που πα­τά­ει το πό­δι του. Η ζωή της ίδιας της γλώσ­σας με­τα­δί­δε­ται από τα παι­διά μέ­σα από την προ­φο­ρι­κή δύ­να­μη μιας φω­νής-που-λέ­ει, ξέ­νης προς όποιο πρω­τό­κολ­λο της γρα­φής, προς κά­θε διεκ­δί­κη­ση ενός προ­σώ­που που κυ­ριαρ­χεί στη ση­μα­σία ― πράγ­μα­τα που βα­ριό­ταν και απα­ξί­ω­νε ο Άλεκ, όπως τη μα­ταιο­δο­ξία όσων συ­ντη­ρούν ένα φρού­δο εγώ που δεν πρό­κει­ται πο­τέ να χά­σουν σε ένα τρέ­νο, σε ένα παι­χνί­δι, ή σε μια στρο­φή της τύ­χης.

Η γλώσ­σα δεν ανή­κει σε ένα σχη­μα­τι­σμέ­νο και κλει­στό Εγώ, αλ­λά δια­χέ­ε­ται σε μια ζω­ντα­νή κι εύ­πλα­στη ονο­μα­το­ποι­η­τι­κή δύ­να­μη. Η σχέ­ση αυ­τή ανά­με­σα στη γλώσ­σα και τη ση­μα­σία των λέ­ξε­ων απα­ντά με τα λό­για του Rimbaud στο ερώ­τη­μα της μη­τέ­ρας του «τι θέ­λεις να πεις»: « θέ­λη­σα να πω αυ­τό που λέ­ει, κυ­ριο­λε­κτι­κά και με κά­θε δυ­να­τό τρό­πο».*** Η γλώσ­σα με όλο το εύ­ρος της μνή­μης, της ση­μα­σί­ας, της ποι­η­τι­κής, κυ­ριο­λε­κτι­κά, ποιεί­ται. Θα μπο­ρού­σε να τη χα­ρα­κτη­ρί­σει κα­νείς ως «μη­τρι­κή», εάν θε­ω­ρή­σει πως γεν­νά όντας όμως ορ­φα­νή, αυ­θύ­παρ­κτη και πέ­ρα από ταυ­τό­τη­τες, πρό­σω­πα, κα­τα­βο­λές και ρό­λους. Ως γε­νε­σιουρ­γός οντό­τη­τα, η κα­θαυ­τό γλώσ­σα δεν εί­ναι ού­τε εθνι­κή ού­τε οι­κο­γε­νεια­κή, και δεν συμ­με­τέ­χει στον κα­τα­με­ρι­σμό της ερ­γα­σί­ας και των φύ­λων, στην κα­νο­νι­στι­κή των θαυ­μά­των και των μυ­στη­ρί­ων, στη λο­γι­στι­κή της ση­μα­σί­ας και του νο­ή­μα­τος.

Ο Άλεκ Σχι­νάς ολο­κλη­ρώ­νει στο έρ­γο του μια από­λυ­τα συ­νει­δη­τή και συ­νε­πή στά­ση που ξε­δι­πλώ­νει με συ­νέ­πεια τη συ­νο­λι­κό­τη­τα του λό­γου. Εξαι­ρε­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας, στέ­κει αβί­α­στα ανά­με­σα στους πιο τολ­μη­ρούς της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, ενώ ο λό­γος και η πρα­κτι­κή του αγ­γί­ζουν δυ­να­μι­κά τον ορί­ζο­ντα μιας πα­γκό­σμιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που από τον και­ρό του Ρο­ΐ­δη δεν έχει γνω­ρί­σει η λο­γο­τε­χνία μας. Το έρ­γο του συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει τις σπά­νιας έντα­σης κι έμπνευ­σης ηχο­γρα­φή­σεις των εκ­πο­μπών στη Deutsche Welle, που ευ­τυ­χώς έχουν σω­θεί, και συ­νι­στούν μια ατό­φια ποι­η­τι­κή του πο­λι­τι­κού λό­γου που απο­κτά η φω­νή μπρος στην ιστο­ρία. Η Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων ολο­κλη­ρώ­νει ένα συ­νο­λι­κό βι­βλίο ως απο­λύ­τως ενιαίο κεί­με­νο που εν­σω­μα­τώ­νει με τη γρα­φή, τα άλ­μα­τα, τα κε­νά και την απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τον λό­γο και τη ση­μα­σία. Ο συγ­γρα­φέ­ας συμ­με­τέ­χει στην απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα μιας πα­λίμ­ψη­στης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας μέ­σα στην ιστο­ρία που συ­γκρο­τεί τον ποι­η­τι­κό λό­γο και τη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή γρα­φή. Η επα­νέκ­δο­ση του έρ­γου Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων το 1989 ασπά­ζε­ται απρο­κά­λυ­πτα τη θέ­ση αυ­τή και την υπο­γραμ­μί­ζει πολ­λα­πλα­σιά­ζο­ντας τις ενό­τη­τες, τους χρό­νους, τις φω­νές, τις γρα­φές και τον αριθ­μό των κει­μέ­νων. Συλ­λαμ­βά­νει έτσι μια πο­λυ­σή­μα­ντη ανά­πτυ­ξη της απο­σπα­σμα­τι­κής συ­νά­ντη­σης του χρό­νου και της ση­μα­σί­ας, και την ανά­γει σε ολο­κλη­ρω­μέ­νη δο­μή του έρ­γου και βι­βλί­ου, του λό­γου και της ση­μα­σί­ας. Σή­με­ρα, το έρ­γο αυ­τό έρ­χε­ται πά­λι στην επι­και­ρό­τη­τα και εί­ναι πλέ­ον και­ρός να δια­βα­στεί με και­νούρ­για μά­τια και να βρει τη θέ­ση του ως κομ­βι­κό κεί­με­νο στην ιστο­ρία της σύγ­χρο­νης πε­ζο­γρα­φί­ας και ποι­η­τι­κής. Με την Παρ­τί­δα, το Για την υπε­ρά­σπι­σι της ελ­λη­νι­κής εγκε­φα­λο­κρη­πί­δας, τις διά­σπαρ­τες δη­μο­σιεύ­σεις σε αρ­κε­τά πε­ριο­δι­κά, και με­ρι­κά ανέκ­δο­τα κεί­με­να στο αρ­χείο του, βρι­σκό­μα­στε μπρος σε ένα πρι­σμα­τι­κό έρ­γο που όπως θα έλε­γε ο Raymond Roussel, λά­μπει αντα­να­κλώ­ντας τις κό­χες από τις χα­ρά­ξεις ενός μο­να­δι­κού δια­μα­ντιού.


*«il n‘y a que deux genres, le poème et le pamphlet».
**«Je m’en allais, les poings dans mes poches crevées ;/Mon paletot aussi devenait idéal ;/ J’allais sous le ciel, Muse ! et j’étais ton féal;/ Oh ! là ! là ! que d’amours splendides j’ai rêvées !/ Mon unique culotte avait un large trou./ – Petit-Poucet rêveur, j’égrenais dans ma course/ Des rimes. Mon auberge était à la Grande-Ourse.»
*** « jai voulu dire ce que ça dit, litteralement et dans tous les sens».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: