Χορός στον πάγο

Χορός στον πάγο




Το ξη­μέ­ρω­μα τη βρί­σκει να περ­πα­τά στην ακτή. Με το ένα πό­δι να τσα­λα­βου­τά­ει στο νε­ρό και το άλ­λο να βου­λιά­ζει στην άμ­μο, βα­δί­ζει ξυ­πό­λη­τη. Στ’ αρι­στε­ρά, κόκ­κοι χρυ­σί­ζουν στον πρω­ι­νό ήλιο. Στα δε­ξιά, το θα­λασ­σί σε δια­βαθ­μί­σεις. Η γραμ­μή που χω­ρί­ζει τους δυο κό­σμους, κι­νού­με­νο σύ­νο­ρο ανά­με­σα στα πό­δια της.

Τα στίγ­μα­τα στον ου­ρα­νό την πλη­σιά­ζουν απο­κτώ­ντας σχή­μα: γί­νο­νται γλά­ροι που πε­τούν γύ­ρω της. Ένα που­λί ξε­χω­ρί­ζει από το σμή­νος, χα­μη­λώ­νει και κοι­τά διε­ρευ­νη­τι­κά.

«Χθες βρά­δυ χιό­νι­σε αγά­πη!», του ανα­κοι­νώ­νει χα­ρού­με­νη.

«Αλ­λού αυ­τά», απα­ντά ο γλά­ρος με την έπαρ­ση των πλα­σμά­των που βλέ­πουν τα πά­ντα από ψη­λά.

Του γυ­ρί­ζει επι­δει­κτι­κά την πλά­τη και περ­νά τα δά­χτυ­λα μέ­σα απ’ τα μαλ­λιά της, εκεί που εκα­τομ­μύ­ρια κρυ­σταλ­λια­σμέ­νες καρ­διές έχουν φω­λιά­σει απο­βρα­δίς. Οι καρ­διές τι­νά­ζο­νται κι αιω­ρού­νται για μια στιγ­μή, προ­τού σκορ­πι­στούν στην επι­φά­νεια της θά­λασ­σας με­τα­τρέ­πο­ντάς τη σε μια απέ­ρα­ντη πί­στα πά­γου. Ο γλά­ρος ίπτα­ται μα­γνη­τι­σμέ­νος κα­θώς το κο­ρί­τσι γλι­στρά με την ελα­φρά­δα των πρώ­των νι­φά­δων σ’ έναν γα­λή­νιο χο­ρό. Ο χρό­νος, κι αυ­τός ακό­μα, πα­γώ­νει.

Κά­τω από τα πό­δια της, ο βυ­θός πε­ρι­μέ­νει. Δεν συ­ντρέ­χει λό­γος ανη­συ­χί­ας: ο ήλιος που ανε­βαί­νει θα κά­νει αυ­τό που ξέ­ρει – κι άλ­λω­στε ποιος ακού­ει έναν φα­ντα­σμέ­νο γλά­ρο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: