Η μοίρα ενός υποζυγίου

Η μοίρα ενός υποζυγίου

Η ζωή του πα­τέ­ρα μου ήταν εξί­σου σκλη­ρή, όπως κά­θε αν­θρώ­που στα χω­ριά εκεί­νη την επο­χή. Ο θε­ός και ο κυ­ρί­αρ­χος της ζω­ής και των αν­θρώ­πων ήταν ο και­ρός με τον τρό­πο που επη­ρέ­α­ζε την σο­δειά κι αν θα έμπαι­νε φα­γη­τό στο τρα­πέ­ζι πρωί και βρά­δυ. Τις χρο­νιές που τα πράγ­μα­τα δεν πή­γαι­ναν κα­λά κι και­ρός ερ­χό­ταν ανά­πο­δα, πα­ράγ­γελ­ναν απα­νω­τές λι­τα­νεί­ες στις εκ­κλη­σιές. Αν τους έρ­χο­νταν ευ­νοϊ­κά, έψη­ναν ζω­ντα­νά.
Εκτός απ’ τον γε­ωρ­γό έκα­νε και τον αγω­γιά­τη. Εί­χε ένα κά­ρο με δύο μου­λά­ρια που τα συ­νάλ­λα­ζε, όταν εί­χε κα­θη­με­ρι­νά δρο­μο­λό­για. Κο­ντά στις με­γά­λες γιορ­τές, την επο­χή του θε­ρι­σμού, του τρύ­γου και της σπο­ράς πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν στην πό­λη γε­μά­τος πα­ραγ­γε­λιές και συ­νε­πι­βά­τες, αν υπήρ­χε χώ­ρος.
Τα ζώα εκτε­λού­σαν κι άλ­λες δου­λειές στα χω­ρά­φια: όρ­γω­μα, σπο­ρές, ξε­χερ­σώ­σεις, κου­βα­λού­σαν ξύ­λα και κά­θε εί­δους φορ­τία. Εκεί­νος και η μά­να μου τους φέ­ρο­νταν σαν μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας. Εί­χαν πά­ντα στε­γνό και σκου­πι­σμέ­νο τον στά­βλο, έτρω­γαν κα­θα­ρό σα­νό και τρι­φύλ­λι κι όταν χιό­νι­ζε δεν λυ­πό­νταν να χα­λά­σουν μία ή δύο μπά­λες άχυ­ρο και να κρε­μά­σουν πα­λιές κου­ρε­λού­δες στην πόρ­τα για να ζε­στα­θούν. Τους μι­λού­σαν και τα χάι­δευαν σαν να εί­ναι άν­θρω­ποι ευ­χα­ρι­στώ­ντας τα κά­θε βρά­δυ για τον κό­πο της ημέ­ρας.
Ο ξά­δερ­φος του πα­τέ­ρα μου από το δι­πλα­νό χω­ριό συ­νή­θι­ζε να δα­νεί­ζε­ται ένα από τα δύο για τις δου­λειές του κά­θε φθι­νό­πω­ρο ανε­ξάρ­τη­τα από τις δι­κές μας δου­λειές και δεν σή­κω­νε πο­τέ κου­βέ­ντα. Ερ­χό­ταν πρώ­τα και τα έλεγ­χε λε­πτο­με­ρώς για να δει «ποιο ήταν πιο γε­ρό και υγιές». Τρί­χω­μα, δό­ντια, χαί­τη, ου­ρά και πέ­τα­λα ελέγ­χο­νταν ξα­νά και ξα­νά για να βρει κά­θε φο­ρά τα ίδια ελατ­τώ­μα­τα. Γι’ αυ­τόν ήταν το δα­νει­κό ψω­ρά­λο­γο που ανα­γκα­ζό­ταν να πά­ρει από χρό­νο σε χρό­νο για­τί έτσι ήταν η οι­κο­γέ­νεια και να μην του πει κα­νείς πως δεν συγ­γε­νο­λο­γού­σε.
Και τα τρία ζώα ήταν κα­νε­λιά.
Εί­χε κι ένα δι­κό του που δεν το έδι­νε πο­τέ σε κα­νέ­ναν κι ήταν κοι­νό μυ­στι­κό πως συ­χνά-πυ­κνά το μα­τσού­κω­νε. Κι ού­τε θέ­λα­με να ξέ­ρου­με, αν έκα­νε το ίδιο με το δι­κό μας ζω­ντα­νό.
Το φθι­νό­πω­ρο εκεί­νης της χρο­νιάς ο πα­τέ­ρας μου του πή­γε το ένα από τα δύο μου­λά­ρια στο δι­πλα­νό χω­ριό για­τί αυ­τός δεν πρό­κα­με πο­τέ. Εί­πε ότι θα το γύ­ρι­ζε με το τέ­λος της βδο­μά­δας κι ανα­βά­λα­με κά­ποιες από τις δου­λειές για τό­τε. όταν πέ­ρα­σαν εί­κο­σι μέ­ρες χω­ρίς να φα­νεί, ο πα­τέ­ρας πή­ρε το άλ­λο ζώο με το κά­ρο και πή­γε να τον βρει.
Η γυ­ναί­κα του, που τον έτρε­με, όπως και τα παι­διά του, εί­πε πως εί­χε φύ­γει νω­ρίς το πρωί, αλ­λά δεν ήξε­ρε πού ήταν και πό­τε θα γυ­ρί­σει. Έρι­ξε μια μα­τιά στα μο­νόρ­ρι­χτα των στά­βλων του μή­πως ήταν εκεί. Δεν τον βρή­κε και τρά­βη­ξε για τα πε­ρι­βό­λια του. Η μέ­ρα ήταν διά­φα­νη και μπο­ρού­σε να τον δει λί­γο με­τά από μα­κριά να εί­ναι σκυμ­μέ­νος πά­νω από ένα ξα­πλω­μέ­νο ζώο, ενώ το δεύ­τε­ρο βο­σκού­σε αμέ­ρι­μνο πα­ρα­πέ­ρα και χλι­μί­ντρι­σε γνώ­ρι­μα, όταν έφτα­σε.
Μό­λις εί­δα τον πα­τέ­ρα μου, τον πλη­σί­α­σε κι άρ­χι­σε να κλαί­ει και να φω­νά­ζει:

―Τι ‘ταν τού­το π’ πά­θ’με, ξά­δερ­φ’; Μα ν’ αρ­ρου­στή­σ’ ξαφ­νι­κά του ζου­ντα­νό σ’! Τι θα κά­ν’με τώ­ρα;

Ο πα­τέ­ρας μου προ­σπά­θη­σε να τον ησυ­χά­σει και έσκυ­ψε να δει τι εί­χε γί­νει. Το ζώο φαι­νό­ταν να εί­ναι χτυ­πη­μέ­νο πολ­λές φο­ρές κι εί­χε βα­θιές πλη­γές μέ­σα από τις οποί­ες μπο­ρού­σες να δεις την πλη­γω­μέ­νη του σάρ­κα. Ο ιδρώ­τας έτρε­χε πο­τά­μι πά­νω στο τρί­χω­μά του και τον κοί­τα­ζε με ένα βλέμ­μα βα­θιού τρό­μου.

―Δι’ γί­νετ΄τί­που­τα πλια! Πά­ρ’ του πα­ρα­πέ­ρα και χώ­σ’ του σα κά­τ’ στου χω­ρά­φ’ σ’. Μη σ’να­χω­ριέ­σ’! Συ να ‘σι κα­λά!

Ο πα­τέ­ρας μου φόρ­τω­σε το μι­σο­πε­θα­μέ­νο ζώο στο κά­ρο και τρά­βη­ξε κα­τά κει που του υπέ­δει­ξε ο ξά­δερ­φός του. Όταν γύ­ρι­σε στο σπί­τι, η μά­να μου βγή­κε να τον υπο­δε­χτεί κι αφού έρι­ξε μια μα­τιά στο κά­ρο, κοι­τά­χτη­καν στα μά­τια χω­ρίς να πουν τί­πο­τα.
Έστει­λε να φω­νά­ξουν τον νο­μί­α­τρο κι εκεί­νος, αφού εξέ­τα­σε το ζώο τού εί­πε να μην έχει πολ­λές ελ­πί­δες και να μην πε­τά­ει τζά­μπα τα λε­φτά του. Ο πα­τέ­ρας μου του ζή­τη­σε να έρ­θει για την επό­με­νη μέ­ρα δια­βε­βαιώ­νο­ντάς τον πως θα πλη­ρω­θεί. Ύστε­ρα από ένα μή­να το ζω­ντα­νό ση­κώ­θη­κε ξα­νά στα πό­δια του. Ο για­τρός τού γύ­ρι­σε πί­σω τα λε­φτά, που εί­χε πά­ρει για τον κό­πο του, με το ζό­ρι ακό­μα εν­θου­σια­σμέ­νος από το ανα­πά­ντε­χο θαύ­μα.
Λί­γο και­ρό αρ­γό­τε­ρα φά­νη­κε απο­βρα­δίς στην αυ­λή μας ένα τρί­το μου­λά­ρι, κα­κο­ταϊ­σμέ­νο και τα­λαί­πω­ρο, που οι δι­κοί μου αμέ­σως ανα­γνώ­ρι­σαν ως το «χα­μέ­νο» μας ζώο.
Την άλ­λη μέ­ρα πρωί πρωί ο ξά­δερ­φος ήρ­θε κι αυ­τός στην αυ­λή ση­κώ­νο­ντας τον κό­σμο στο πο­δά­ρι με τις απει­λές και τις κα­τά­ρες του:

―Που ‘σι, πα­λιου­τό­μα­ρου! Βγις όξου! Δι’ σ φτά­νει π’ ψου­φά­ν’ τα δ’κά σου χτ’κιά­ρι­κά ζα, κλέ­β’ς κι τα δ’κά μ’ στα μου­λου­χτά;

Ο πα­τέ­ρας μου εί­χε ση­κω­θεί αξη­μέ­ρω­τα και τον πε­ρί­με­νε ατά­ρα­χος πί­νο­ντας τον κα­φέ του. Το προη­γού­με­νο βρά­δυ εί­χε ζη­τή­σει από τον γεί­το­νά του να του δώ­σει μια κα­ρα­μπί­να άσφαι­ρη που την κρα­τού­σε πα­ρά πό­δα.
Βγή­κε έξω και αφού ση­μά­δε­ψε το όπλο τον επι­σκέ­πτη, του εί­πε σε ήρε­μο τό­νο:

―Τι νό­μ’ζες; Πως εί­μ’ βλαμ­μέ­νους κι δι κα­τά­λα­βα ότ’ μου ‘δου­σες το δ’κό σ’ τοι­μο­θά­να­του ζο αντί για το δ’κό μ’; Ή μπας κι δεν ξέ­ρ’ ού­λος ου κό­σμους ότ’ δέρ­νεις τσ’ δ’κούς σου κι τα ζα σ’ σαν να ‘ταν πέ­τρες και όχι ζου­ντα­νά πλά­σμα­τ’; Φύ­γ’ απού ‘δω κι αν μά­θου πως άπλου­σες χέ­ρ’, ‘κό­μα κι σι μύ­γα, θα ‘ρθου και θα στ’ν ανά­ψου!
―Τι λες, κα­θί­κ’ τα’ κε­ρα­τά! Έχεις τερ­λα­θεί; Θα βά­λεις ίνα σκα­τό­ψυ­χ’ πα­λιου­μού­λα­ρο πιο πά­ν’ απού μέ­να; Σ’γά μην μας ζί­ψεις κι σαν τα ‘πο­ζύ­για!
―Θαρ­ρείς ότ’ πιρ­νιέ­σαι για κα­λύ­τε­ρους; Του­λά­χι­στο τα μ’λά­ρια ξέ­ρου πώς να τα χου­ρί­σω στο μυα­λό μ’. Συ διν αξί­ζεις ού­τ’ το μ’σό π’ αυ­τά! Ίσαι ένα πα­ρα­φου­σκου­μέ­νου ασκί! Ίνα ξέ­ψ’χο­’υ­πο­ζύ­γιο π’ δεν μπου­ρεί να γυ­ρί­σ’ ού­τι τη ‘λα­φρό­τε­ρ’ μ’λό­πε­τρα!

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: