Χάρτης 68 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-68/zwologikos-khpos/i-moira-enos-ipozighioi
Η ζωή του πατέρα μου ήταν εξίσου σκληρή, όπως κάθε ανθρώπου στα χωριά εκείνη την εποχή. Ο θεός και ο κυρίαρχος της ζωής και των ανθρώπων ήταν ο καιρός με τον τρόπο που επηρέαζε την σοδειά κι αν θα έμπαινε φαγητό στο τραπέζι πρωί και βράδυ. Τις χρονιές που τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά κι καιρός ερχόταν ανάποδα, παράγγελναν απανωτές λιτανείες στις εκκλησιές. Αν τους έρχονταν ευνοϊκά, έψηναν ζωντανά.
Εκτός απ’ τον γεωργό έκανε και τον αγωγιάτη. Είχε ένα κάρο με δύο μουλάρια που τα συνάλλαζε, όταν είχε καθημερινά δρομολόγια. Κοντά στις μεγάλες γιορτές, την εποχή του θερισμού, του τρύγου και της σποράς πηγαινοερχόταν στην πόλη γεμάτος παραγγελιές και συνεπιβάτες, αν υπήρχε χώρος.
Τα ζώα εκτελούσαν κι άλλες δουλειές στα χωράφια: όργωμα, σπορές, ξεχερσώσεις, κουβαλούσαν ξύλα και κάθε είδους φορτία. Εκείνος και η μάνα μου τους φέρονταν σαν μέλη της οικογένειας. Είχαν πάντα στεγνό και σκουπισμένο τον στάβλο, έτρωγαν καθαρό σανό και τριφύλλι κι όταν χιόνιζε δεν λυπόνταν να χαλάσουν μία ή δύο μπάλες άχυρο και να κρεμάσουν παλιές κουρελούδες στην πόρτα για να ζεσταθούν. Τους μιλούσαν και τα χάιδευαν σαν να είναι άνθρωποι ευχαριστώντας τα κάθε βράδυ για τον κόπο της ημέρας.
Ο ξάδερφος του πατέρα μου από το διπλανό χωριό συνήθιζε να δανείζεται ένα από τα δύο για τις δουλειές του κάθε φθινόπωρο ανεξάρτητα από τις δικές μας δουλειές και δεν σήκωνε ποτέ κουβέντα. Ερχόταν πρώτα και τα έλεγχε λεπτομερώς για να δει «ποιο ήταν πιο γερό και υγιές». Τρίχωμα, δόντια, χαίτη, ουρά και πέταλα ελέγχονταν ξανά και ξανά για να βρει κάθε φορά τα ίδια ελαττώματα. Γι’ αυτόν ήταν το δανεικό ψωράλογο που αναγκαζόταν να πάρει από χρόνο σε χρόνο γιατί έτσι ήταν η οικογένεια και να μην του πει κανείς πως δεν συγγενολογούσε.
Και τα τρία ζώα ήταν κανελιά.
Είχε κι ένα δικό του που δεν το έδινε ποτέ σε κανέναν κι ήταν κοινό μυστικό πως συχνά-πυκνά το ματσούκωνε. Κι ούτε θέλαμε να ξέρουμε, αν έκανε το ίδιο με το δικό μας ζωντανό.
Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς ο πατέρας μου του πήγε το ένα από τα δύο μουλάρια στο διπλανό χωριό γιατί αυτός δεν πρόκαμε ποτέ. Είπε ότι θα το γύριζε με το τέλος της βδομάδας κι αναβάλαμε κάποιες από τις δουλειές για τότε. όταν πέρασαν είκοσι μέρες χωρίς να φανεί, ο πατέρας πήρε το άλλο ζώο με το κάρο και πήγε να τον βρει.
Η γυναίκα του, που τον έτρεμε, όπως και τα παιδιά του, είπε πως είχε φύγει νωρίς το πρωί, αλλά δεν ήξερε πού ήταν και πότε θα γυρίσει. Έριξε μια ματιά στα μονόρριχτα των στάβλων του μήπως ήταν εκεί. Δεν τον βρήκε και τράβηξε για τα περιβόλια του. Η μέρα ήταν διάφανη και μπορούσε να τον δει λίγο μετά από μακριά να είναι σκυμμένος πάνω από ένα ξαπλωμένο ζώο, ενώ το δεύτερο βοσκούσε αμέριμνο παραπέρα και χλιμίντρισε γνώριμα, όταν έφτασε.
Μόλις είδα τον πατέρα μου, τον πλησίασε κι άρχισε να κλαίει και να φωνάζει:
―Τι ‘ταν τούτο π’ πάθ’με, ξάδερφ’; Μα ν’ αρρουστήσ’ ξαφνικά του ζουντανό σ’! Τι θα κάν’με τώρα;
Ο πατέρας μου προσπάθησε να τον ησυχάσει και έσκυψε να δει τι είχε γίνει. Το ζώο φαινόταν να είναι χτυπημένο πολλές φορές κι είχε βαθιές πληγές μέσα από τις οποίες μπορούσες να δεις την πληγωμένη του σάρκα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι πάνω στο τρίχωμά του και τον κοίταζε με ένα βλέμμα βαθιού τρόμου.
―Δι’ γίνετ΄τίπουτα πλια! Πάρ’ του παραπέρα και χώσ’ του σα κάτ’ στου χωράφ’ σ’. Μη σ’ναχωριέσ’! Συ να ‘σι καλά!
Ο πατέρας μου φόρτωσε το μισοπεθαμένο ζώο στο κάρο και τράβηξε κατά κει που του υπέδειξε ο ξάδερφός του. Όταν γύρισε στο σπίτι, η μάνα μου βγήκε να τον υποδεχτεί κι αφού έριξε μια ματιά στο κάρο, κοιτάχτηκαν στα μάτια χωρίς να πουν τίποτα.
Έστειλε να φωνάξουν τον νομίατρο κι εκείνος, αφού εξέτασε το ζώο τού είπε να μην έχει πολλές ελπίδες και να μην πετάει τζάμπα τα λεφτά του. Ο πατέρας μου του ζήτησε να έρθει για την επόμενη μέρα διαβεβαιώνοντάς τον πως θα πληρωθεί. Ύστερα από ένα μήνα το ζωντανό σηκώθηκε ξανά στα πόδια του. Ο γιατρός τού γύρισε πίσω τα λεφτά, που είχε πάρει για τον κόπο του, με το ζόρι ακόμα ενθουσιασμένος από το αναπάντεχο θαύμα.
Λίγο καιρό αργότερα φάνηκε αποβραδίς στην αυλή μας ένα τρίτο μουλάρι, κακοταϊσμένο και ταλαίπωρο, που οι δικοί μου αμέσως αναγνώρισαν ως το «χαμένο» μας ζώο.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί ο ξάδερφος ήρθε κι αυτός στην αυλή σηκώνοντας τον κόσμο στο ποδάρι με τις απειλές και τις κατάρες του:
―Που ‘σι, παλιουτόμαρου! Βγις όξου! Δι’ σ φτάνει π’ ψουφάν’ τα δ’κά σου χτ’κιάρικά ζα, κλέβ’ς κι τα δ’κά μ’ στα μουλουχτά;
Ο πατέρας μου είχε σηκωθεί αξημέρωτα και τον περίμενε ατάραχος πίνοντας τον καφέ του. Το προηγούμενο βράδυ είχε ζητήσει από τον γείτονά του να του δώσει μια καραμπίνα άσφαιρη που την κρατούσε παρά πόδα.
Βγήκε έξω και αφού σημάδεψε το όπλο τον επισκέπτη, του είπε σε ήρεμο τόνο:
―Τι νόμ’ζες; Πως είμ’ βλαμμένους κι δι κατάλαβα ότ’ μου ‘δουσες το δ’κό σ’ τοιμοθάνατου ζο αντί για το δ’κό μ’; Ή μπας κι δεν ξέρ’ ούλος ου κόσμους ότ’ δέρνεις τσ’ δ’κούς σου κι τα ζα σ’ σαν να ‘ταν πέτρες και όχι ζουντανά πλάσματ’; Φύγ’ απού ‘δω κι αν μάθου πως άπλουσες χέρ’, ‘κόμα κι σι μύγα, θα ‘ρθου και θα στ’ν ανάψου!
―Τι λες, καθίκ’ τα’ κερατά! Έχεις τερλαθεί; Θα βάλεις ίνα σκατόψυχ’ παλιουμούλαρο πιο πάν’ απού μένα; Σ’γά μην μας ζίψεις κι σαν τα ‘ποζύγια!
―Θαρρείς ότ’ πιρνιέσαι για καλύτερους; Τουλάχιστο τα μ’λάρια ξέρου πώς να τα χουρίσω στο μυαλό μ’. Συ διν αξίζεις ούτ’ το μ’σό π’ αυτά! Ίσαι ένα παραφουσκουμένου ασκί! Ίνα ξέψ’χο’υποζύγιο π’ δεν μπουρεί να γυρίσ’ ούτι τη ‘λαφρότερ’ μ’λόπετρα!