Δενδρίτες ΧVΙΙΙ: Διατροφικά ζητήματα

Δενδρίτες ΧVΙΙΙ: Διατροφικά ζητήματα



Το σκου­λή­κι που μας έτρω­γε με­ταλ­λά­χθη­κε και τώ­ρα μας κα­τα­τρώ­ει με χί­λια κε­φά­λια.
Δεν υπάρ­χει συ­γκε­κρι­μέ­νο πλά­νο, ύφος, συ­ναί­σθη­μα. Ένας ωμός αυ­το­σχε­δια­σμός.
― Κά­τσε να σε φάω
― Όχι δεν κά­θο­μαι
Αλί­μο­νο σ' όποιον σκο­ντά­ψει πρώ­τος.


Στη δη­μο­κρα­τία του γα­στρε­ντε­ρι­κού η εκ­δί­κη­ση εί­ναι το υπόρ­ρη­το συ­νώ­νυ­μο της δι­καιο­σύ­νης. Και το γέ­λιο, η ακού­σια σύ­σπα­ση του πει­να­σμέ­νου μό­λις γο­να­τί­σει το φα­γη­τό του.


Déjà vu: Το κό­μπακτ αντρι­λί­κι πα­λαιό­τε­ρων ποι­η­τών, το αδια­πέ­ρα­στο, το «πέ­στε όλοι κά­τω να με προ­σκυ­νή­σε­τε» με το ποί­η­μα κα­ρα­μπί­να, με τα χεί­λη μπλα­βιά, με το κε­φά­λι έτοι­μο να εκρα­γεί λε­ρώ­νο­ντας άσχη­μα την τα­πε­τσα­ρία και με­ρι­κά εξώ­φυλ­λα. 


Σί­γου­ρα εί­ναι πιο υγιει­νό να χέ­ζει κα­νείς πα­ρά να ακρι­βο­λο­γεί. Ο χα­ρα­κτή­ρας του εντέ­ρου ενο­χο­ποιεί­ται τό­σο για την ασθέ­νεια της ποί­η­σης, όσο και για τη λο­γο­διάρ­ροια.


Και ιδού η πρώ­τη συγ­γρα­φι­κή γε­νιά χω­ρίς γο­νι­μο­ποί­η­ση, απόρ­ροια κοι­νω­νι­κής εκ­βιο­μη­χά­νι­σης. Υπέρ το δέ­ον ελεγ­κτι­κοί και ταυ­τό­χρο­να αγα­πο­λό­γοι -συ­νω­στι­σμέ­νοι εκεί που δεν ση­μειώ­νο­νται αντιρ­ρή­σεις- κα­μα­ρώ­νουν ένα ανε­μο­γκά­στρι πλαι­σιω­μέ­νοι από φί­λους παι­δι­κούς. «Να σας ζή­σει, κα­λο­τά­ξι­δο!» 


Αμ­φι­τα­λα­ντευό­μα­στε διαρ­κώς ανά­με­σα στον εγω­ι­σμό ―αυ­τό το αρι­στούρ­γη­μα της τέ­χνης της επι­βί­ω­σης― και στη συ­μπό­νια, την ου­σία που μας συ­νέ­χει. Χρειά­ζε­ται να ρυθ­μί­ζου­με τις δια­φο­ρές τους κά­θε ώρα και στιγ­μή, όπως το πα­ρα­συ­μπα­θη­τι­κό ελέγ­χει το συ­μπα­θη­τι­κό κι αντί­στρο­φα.


Ο πα­κι­στα­νός μού ρί­χνει ένα βλέμ­μα ανά­μι­κτο μα­χαί­ρι και δά­κρυ. Ο πό­λε­μος έχει σαν πρό­σχη­μα μια πί­τσα δύο χι­λιά­δων κα­κό­βου­λων θερ­μί­δων που πα­ρι­στά­νει το έπα­θλο.


Αυ­ξά­νου­με διαρ­κώς την εντρο­πία, του­τέ­στιν τα αρ­χεία μας στον κυ­βερ­νο­χώ­ρο, σω­ρεύ­ο­ντας σκέ­ψεις που ίσως κά­πο­τε χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με για να βά­λου­με τις σκέ­ψεις μας σε τά­ξη. Καί­με τις θερ­μί­δες μας στην ανω­νυ­μία.


Οι υπο­σχέ­σεις της αγρο­τι­κής επα­νά­στα­σης απο­δεί­χτη­καν φρού­δες. Μη­δέ ει­ρή­νη, μη­δέ μο­νι­μό­τη­τα. Μό­νο ένα πα­ρά­ξε­νο σω­μα­τι­κό βί­ω­μα: ένας πα­ρα­λυ­τι­κός εφη­συ­χα­σμός μας εν­στα­λά­ζε­ται μέ­σω της πα­ρη­γο­ρη­τι­κής δρά­σης των υδα­ταν­θρά­κων. Τους κό­βεις μα­χαί­ρι κι ανα­δύ­ε­ται το σαρ­κο­βό­ρο που πα­ρα­λεί­πει να δι­κά­σει τη λεία του πριν της επι­τε­θεί.


«Εί­σαι αυ­τό που τρως» αλ­λά και «εί­σαι αυ­τό που τρώω». Όλα θα εξαρ­τη­θούν από τον πρό­λογ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: