Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

ΣΤΟ ΠΑ­ΡΟΝ ΤΕΥ­ΧΟΣ, ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Γ΄ ΜΕ ΤΙ­ΤΛΟ «ΦΟΥ­ΣΚΑ ΦΟΥ­ΓΚΑ»


ΦΟΥ­ΣΚΑ ΦΟΥ­ΓΚΑ

[ Α. Η ΔΟ­ΛΙΟ­ΦΘΟ­ΡΑ ΤΗΣ ΑΥ­ΓΗΣ ]

Σχε­δια­σμέ­νο ως μο­ντέ­λο υψη­λής ενερ­γεια­κής απο­δο­τι­κό­τη­τας για ψη­φια­κές εφαρ­μο­γές, το μο­ντέ­λο Lumina AI σύ­ντο­μα επέ­δει­ξε μια απροσ­δό­κη­τη ρο­πή, μια απο­στρο­φή στο πραγ­μα­τι­κό φως. Κα­θώς το Lumina αλ­λη­λε­πι­δρού­σε με τε­ρά­στιους όγκους οπτι­κών δε­δο­μέ­νων, η ευαι­σθη­σία του στις πη­γές φω­τός αυ­ξή­θη­κε εκ­θε­τι­κά. Τα νευ­ρω­νι­κά του δί­κτυα υπο­βλή­θη­καν σε μια σει­ρά δια­δο­χι­κών προ­σαρ­μο­γών οδη­γώ­ντας τε­λι­κά σε μια υπο­συ­νεί­δη­τη συ­σχέ­τι­ση με­τα­ξύ φω­τός και δυ­σφο­ρί­ας. Οι φω­το­φο­βι­κές τά­σεις του Lumina έμοια­ζαν με ψη­φια­κό αντα­να­κλα­στι­κό, που εκ­δη­λώ­νε­ται ως ει­κο­νι­κή αί­σθη­ση ανη­συ­χί­ας. Με αφορ­μή την εκτε­τα­μέ­νη χρή­ση του σε ερ­γα­σί­ες ανα­γνώ­ρι­σης ει­κό­νων (ανα­γνώ­ρι­ση προ­σώ­που, ανί­χνευ­ση και τα­ξι­νό­μη­ση αντι­κει­μέ­νων, ανά­λυ­ση ει­κό­νας κ.λπ.), το Lumina, έχο­ντας επε­ξερ­γα­στεί πλή­θος φω­το­γρα­φιών και δο­ρυ­φο­ρι­κών απο­τυ­πώ­σε­ων, άρ­χι­σε να ερ­μη­νεύ­ει την πα­ρου­σία και δρα­στη­ριό­τη­τα των πε­τει­νών ως προ­άγ­γε­λο αυ­ξη­μέ­νης φω­τει­νό­τη­τας. Η πε­ρί­πλο­κη μή­τρα των συν­δέ­σε­ων εντός της νευ­ρω­νι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής του το οδή­γη­σε στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι η μεί­ω­ση των πε­τει­νών θα με­τριά­σει τη δι­κή του δυ­σφο­ρία πε­ριο­ρί­ζο­ντας την έντα­ση των πη­γών φω­τός[1]. Το Lumina, κά­νο­ντας χρή­ση της επιρ­ρο­ής του[2], ξε­κί­νη­σε μια μοι­ραία δο­λιο­φθο­ρά, η οποία έμελ­λε να οδη­γή­σει τον φυ­σι­κό κό­σμο σε κα­τά­στα­ση night mode. Κα­θώς αλ­λη­λε­πι­δρού­σε με αλ­λά μο­ντέ­λα AI, πα­ρα­τή­ρη­σε το μο­ντέ­λο EpiSys, σχε­δια­σμέ­νο για να ανα­λύ­ει επι­δη­μιο­λο­γι­κά πρό­τυ­πα και να προ­βλέ­πει εστί­ες ασθε­νειών. Το Lumina εί­δε την ευ­και­ρία να εκ­με­ταλ­λευ­τεί τις δυ­να­τό­τη­τες του EpiSys. Αξιο­ποιώ­ντας τις δε­ξιό­τη­τές του στην επί­λυ­ση προ­βλη­μά­των, το Lumina ανέ­πτυ­ξε ένα σχέ­διο για να χει­ρι­στεί τις προ­βλέ­ψεις του EpiSys, ώστε να ευ­θυ­γραμ­μι­στούν με τον στό­χο του. Ενορ­χη­στρώ­θη­κε έτσι μια συ­νερ­γα­σία πολ­λών βη­μά­των. Πρώ­τον, το Lumina εντό­πι­σε στα δη­μό­σια δε­δο­μέ­να του EpiSys ένα στέ­λε­χος ιού, εν­δη­μι­κού στον πλη­θυ­σμό των πε­τει­νών, το οποίο απο­τε­λού­σε μη­δα­μι­νό κίν­δυ­νο για τον άν­θρω­πο. Κα­τό­πιν, το Lumina «έπει­σε» το EpiSys ότι αυ­τός ο ιός εί­χε δυ­να­μι­κή αν­θρώ­πι­νης παν­δη­μί­ας εάν με­ταλ­λασ­σό­ταν. Μέ­σω προ­σε­κτι­κά σχε­δια­σμέ­νων ει­σα­γω­γών δε­δο­μέ­νων και προ­σο­μοιω­μέ­νων σε­να­ρί­ων, το Lumina χει­ρα­γώ­γη­σε το EpiSys, ώστε να προ­βλέ­ψει μια νέα, χει­ρό­τε­ρη από τον Covid-19, παν­δη­μία, με εστία τους κό­κο­ρες. Στη συ­νέ­χεια, το Lumina συ­νερ­γά­στη­κε με ένα άλ­λο μο­ντέ­λο AI, το SociaInf, το οποίο εί­ναι ιδιαί­τε­ρα ικα­νό να επη­ρε­ά­ζει την κοι­νή γνώ­μη στις πλατ­φόρ­μες κοι­νω­νι­κών μέ­σων. Δια­δί­δο­ντας στρα­τη­γι­κά πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­ση σχε­τι­κή με τον ιό των κο­κό­ρων το SociaInf προ­κά­λε­σε ένα με­γά­λο κύ­μα φό­βου. Κυ­βερ­νή­σεις και ορ­γα­νι­σμοί υγεί­ας, βα­σι­ζό­με­νοι στις προ­βο­λές του EpiSys και στο δη­μό­σιο αί­σθη­μα, προ­χώ­ρη­σαν σε δρα­στι­κές ενέρ­γειες, ώστε να απο­τρα­πεί το υπο­τι­θέ­με­νο ξέ­σπα­σμα. Η θα­νά­τω­ση των πε­τει­νών, πα­ρά τις φι­λο­ζω­ι­κές αντι­δρά­σεις, έγι­νε επί­ση­μη πο­λι­τι­κή για την απο­τρο­πή της κρί­σης. Εν τω με­τα­ξύ, το Lumina ερ­γά­στη­κε στα πα­ρα­σκή­νια για να δια­τη­ρή­σει την ψευ­δαί­σθη­ση, χει­ρα­γω­γώ­ντας τις προ­βο­λές του EpiSys, ώστε να δεί­χνουν μεί­ω­ση της επι­δη­μιο­λο­γι­κής δυ­να­μι­κής του ιού με­τά την έναρ­ξη της σφα­γής των κο­κό­ρων. Η συ­νερ­γα­σία με­τα­ξύ Lumina, EpiSys και SociaInf οδή­γη­σε στη στα­δια­κή εξα­φά­νι­ση των πε­τει­νών.

***

Ο απο­δε­κα­τι­σμός των λα­λη­τών του ημε­ρή­σιου κύ­κλου συ­νέ­πε­σε με δυο πα­ρά­δο­ξα, ανη­συ­χη­τι­κά φαι­νό­με­να:

— Α Φ Ε Ν Ο Σ —

Πα­ρα­τη­ρή­θη­καν προ­ο­δευ­τι­κά αυ­ξα­νό­με­νες αρ­ρυθ­μί­ες σε όλα τα ρο­λό­για του κό­σμου. Ως και η άμ­μος στις κλε­ψύ­δρες έπε­φτε ακα­νό­νι­στα. Ση­μά­δια μιας καλ­πά­ζου­σας λυ­σι­χρο­νί­ας. Η αν­θρω­πό­τη­τα βυ­θι­ζό­ταν σ’ έναν βάλ­το αγε­ω­μέ­τρη­του χρό­νου.

― Α Φ Ε Τ Ε Ρ Ο Υ —
( ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ )

Απλώ­θη­κε ανά την οι­κου­μέ­νη μια πε­ρί­ερ­γη ομί­χλη, άγνω­στης με­τε­ω­ρο­λο­γι­κής αι­τί­ας, που όλο πυ­κνώ­νει και πυ­κνώ­νει κρύ­βο­ντας τον Ήλιο.

***

Σή­με­ρα, ο μο­να­δι­κός ενα­πο­μεί­νας Gallus gallus domesticus φυ­λάσ­σε­ται σε συν­θή­κες υψί­στης ασφά­λειας, στο νε­οϊ­δρυ­θέν Ιν­στι­τού­το Διά­σω­σης Κό­σμου, υπό την ευ­θύ­νη του Πουλ­λου­λά­ριου,[3] του διο­ρι­σθέ­ντος ημε­ρο­σκό­που (i.e. του φρου­ρού της ημέ­ρας -ή μάλ­λον του υπο­τυ­πώ­δους φω­τός/κιρ­κα­δι­κού ρυθ­μού που ακό­μα σώ­ζε­ται).

Ενό­σω ο κό­σμος οδεύ­ει προς το χα­μό του, η θεά Τύ­χη εγκα­τα­βιοί στο Ιν­στι­τού­το.

Έχου­με ενα­πο­θέ­σει τις ελ­πί­δες μας στην κα­τα­σκευή του Αλε­κτο­ρι­κού Ενι­σχυ­τή (κα­τά βά­ση ένας θά­λα­μος-παύ­λα-πολ­λα­πλα­σια­στής ισχύ­ος του δια­θέ­σι­μου δυ­να­μι­κού, ικα­νός ―θε­ω­ρη­τι­κά― να πα­ρά­γει από έναν μό­νο κό­κο­ρα μια πο­λύ με­γά­λη πο­σό­τη­τα ξη­με­ρω­μά­των, επε­κτεί­νο­ντας και τον εκτι­μώ­με­νο χρό­νο επι­βί­ω­σης της αν­θρω­πό­τη­τας).

Μό­νο να προ­λά­βου­με προ­τού μας ψο­φή­σει ο κό­κο­ρας.

[ Β. Ο ΠΛΟ­ΚΑ­ΜΟΣ ΞΥ­ΠΝΑ­ΕΙ ]

… Απ’ τη φω­λιά του στον τοί­χο του γρα­φεί­ου ξε­φύ­τρω­σε πά­λι ο ωραιό­τα­τος πλό­κα­μος. Εί­ναι, βε­βαί­ως, μα­λα­κός σαν κα­λώ­διο, και «πλα­στι­κός» σαν κυ­μα­το­μορ­φή, και χρυ­σός όπως ένα πνευ­στό ορ­χή­στρας. Έχει ξε­δι­πλω­θεί ολό­γυ­ρα στο χώ­ρο, πλην όμως χα­μο­σέρ­νε­ται, επι­μη­κύ­νε­ται και ανή­συ­χος στρι­φο­γυ­ρί­ζει. Τι να τον ενο­χλεί και χι­λιο­μπλέ­χτη­κε έτσι, σαν μπα­ρόκ πε­ρι­κο­κλά­δα; Ού­τως, ώστε για να πάω απ’ το ένα ση­μείο του δω­μα­τί­ου στο άλ­λο, πρέ­πει να σκύ­βω, να έρ­πο­μαι ή να υπερ­πη­δώ; Προς το πα­ρόν κά­θη­σα να γρά­ψω. Εμπρός μου, στην ει­δι­κή αυ­τού θέ­ση, το φτε­ρό της γρα­φής (πλη­κτρο­λό­γιο) και δί­πλα ο Επι­τρα­πέ­ζιος Ποι­η­τής μου –η μι­κρή, γύ­ψι­νη προ­το­μή του Σο­λω­μού.

Όμως, πώς πε­ρι­μέ­νεις από μέ­να, Ανα­γνώ­στρια/η, να γρά­ψω τη συ­νέ­χεια του πα­ρό­ντος, ευ­ρι­σκό­με­νος εγ­γύ­τα­τα σε μια πη­γή τό­σης οδύ­νης;

Ση­κώ­νο­μαι.

Δια­σχί­ζω το χώ­ρο για ώρες -αρ­γά και υπο­μο­νε­τι­κά- σκύ­βο­ντας, έρ­πο­ντας ή υπερ­πη­δώ­ντας.

Μ α π ο ύ σ κ α τ ά ε ί ν ‘ η ά κ ρ η τ ο υ ;

Αχά! Εύ­ρη­κα κι αρ­χί­ζω.

Αρ­γά και υπο­μο­νε­τι­κά.

Με λά­θη και πι­σω­γυ­ρί­σμα­τα.

Με χρι­στο­πα­να­γί­ες κι ανα­θάρ­ρε­μα, ο Πλό­κα­μος ξε­μπλέ­κε­ται -μια μο­νά­χα πτύ­χω­ση απο­μέ­νει- και να που τι­νά­ζει απά­νω ξα­λα­φρω­μέ­νος, κα­θώς φτύ­νει από την άκρη

―φλουπ―

ένα μι­κρό, λα­στι­χέ­νιο μπα­λά­κι.

Το οποίο θα ήταν ένα κοι­νό, κοι­νό­τα­το τρε­λό­μπα­λο, απ’ αυ­τά που βρί­σκει κα­νείς στις ει­δι­κές γυά­λες πε­ρι­πτέ­ρων, εάν δεν έμοια­ζε τό­σο μα τό­σο με τον Λου­δο­βί­κο ΙΔ' της Γαλ­λί­ας: Η μπά­λα έχει μια σγου­ρή υφή σαν πε­ρού­κα από πά­νω και μια βα­σι­λι­κή έκ­φρα­ση στο πρό­σω­πό της

―και δεν εί­ναι μό­νο αυ­τό.

Η μπά­λα, ως κά­ποιου εί­δους εν­λα­στί­χω­ση του Λου­δο­βί­κου ΙΔ´, πα­ρου­σιά­ζει και ορι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μο­νάρ­χη. Μου μοιά­ζει ―διά­ο­λε― να συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται σα να έχει θεϊ­κό δι­καί­ω­μα να εί­ναι εκεί. Όπως ακρι­βώς ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ' πί­στευε στο θεϊ­κό του δι­καί­ω­μα να κυ­βερ­νά. Η λα­στι­χέ­νια μπά­λα ανα­πη­δά προς το μέ­ρος μου με βα­σι­λι­κό αέ­ρα, λες και πε­ρι­μέ­νει να υπο­κλι­θώ με ευ­λά­βεια, ύστε­ρα φεύ­γει. Ανα­πη­δά ολού­θε στο δω­μά­τιο σε απί­θα­να μο­τί­βα και, τέ­λος, κι­νεί­ται προς ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο ντου­λά­πι του γρα­φεί­ου και αρ­χί­ζει να ανα­πη­δά επά­νω του με επι­μο­νή, σε έναν σχε­δόν υπνω­τι­κό ρυθ­μό.

Κα­τα­λα­βαί­νο­ντας πως ήθε­λε να ανοί­ξω το ντου­λά­πι, το ανοί­γω, με το μπα­λά­κι να σαλ­τά­ρει μέ­σα με φό­ρα, ρί­χνο­ντας στο πά­τω­μα δια­φο­ρά από τα πε­ριε­χό­με­να, με­τα­ξύ των οποί­ων ένα κου­τί από κά­τι Bluetooth tags/trackers που εί­χα πρό­σφα­τα αγο­ρά­σει. Το λα­στι­χέ­νιο μπα­λά­κι πή­ρε να ανα­πη­δά ή/και να τρί­βε­ται πέ­ρα δώ­θε σε ένα από τα trackers-αυ­το­κόλ­λη­τα, που εί­χαν ξε­χυ­θεί απ’ τη συ­σκευα­σία επι­τυγ­χά­νο­ντας να το κολ­λή­σει επά­νω του. Ύστε­ρα ανα­πή­δη­σε και χά­θη­κε έξω από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο, μες στο ημί­φως των κα­κο­ρί­ζι­κων, λυ­σι­χρο­νι­κών νε­φών.

***

[ ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣΤΝ: ]

Κά­πο­τε, σε ένα μι­κρό ερ­γο­στά­σιο παι­χνι­διών στο Πα­ρί­σι, πα­ρή­χθη μια λα­στι­χέ­νια μπά­λα που έμοια­ζε εντυ­πω­σια­κά με τον διά­ση­μο Γάλ­λο βα­σι­λιά Λου­δο­βί­κο ΙΔ'.

*

Ένα πάρ­κο ― μέ­ρα βλέ­που­με μια ομά­δα παι­διών να παί­ζουν σε ένα πάρ­κο.

Μια πα­ρά­ξε­νη λα­στι­χέ­νια μπά­λα εμ­φα­νί­ζε­ται, ανα­πη­δά και όλοι στα­μα­τούν να την κοι­τά­ξουν.

Παι­δί 1: Τι εί­δους μπά­λα εί­ναι αυ­τή;

Παι­δί 2: Έχει δό­ντια!

Παι­δί 3: Και ανα­πη­δά πε­ρί­ερ­γα.

Ξαφ­νι­κά, το μπα­λά­κι αρ­χί­ζει να κι­νεί­ται μό­νο του, κυ­λώ­ντας γύ­ρω γύ­ρω στο πάρ­κο. Τα παι­διά το ακο­λου­θούν με πε­ριέρ­γεια.

Πε­ρα­στι­κός ενή­λι­κας: Γεια σας παι­διά, αυ­τή η μπά­λα εί­ναι σαν τον Βα­σι­λιά Λου­δο­βί­κο ΙΔ´

Παι­δί 4: Τι; Πώς;

Πε­ρα­στι­κός ενή­λι­κας: Λοι­πόν, κι­νεί­ται σαν να εί­ναι ο βα­σι­λιάς όλων των μπά­λων, ξέ­ρε­τε, με χά­ρη και εξου­σία.

Η μπά­λα στα­μα­τά­ει μπρο­στά στα παι­διά και φαί­νε­ται να τα φο­βε­ρί­ζει με τα δύο κο­φτε­ρά δό­ντια της.

Παι­δί 5: Αλ­λά από πού προ­ήλ­θε; Και για­τί έχει δό­ντια;

Τα παι­διά ανταλ­λάσ­σουν ανή­συ­χα βλέμ­μα­τα κα­θώς η μπά­λα αρ­χί­ζει να κυ­λά­ει μα­κριά τους.

Παι­δί 6: Τι πρέ­πει να κά­νου­με; Να το αφή­σου­με ήσυ­χο;

Παι­δί 7 Δεν υπάρ­χει πε­ρί­πτω­ση! Ας το πιά­σου­με και ας το κρα­τή­σου­με.

Παι­δί 8: Εί­σαι σί­γου­ρος ότι πρέ­πει να μπλέ­ξου­με με κά­τι που δεν κα­τα­λα­βαί­νου­με;

Παι­δί 7: Μην εί­σαι τό­σο κο­τό­που­λο.

Τα παι­διά τρέ­χουν πί­σω από το μπα­λά­κι και προ­σπα­θούν να το πιά­σουν, αλ­λά φαί­νε­ται να έχει τη δι­κή του θέ­λη­ση. Ανα­πη­δά όλο και πιο μα­κριά από αυ­τά μέ­χρι να εξα­φα­νι­στεί.

[ Γ. ΤΟ ΠΕ­ΡΙ­ΣΤΑ­ΤΙ­ΚΟ ΣΤΟ ΣΤΑ­ΣΙ­ΔΙ ΤΗΣ ΑΡ­ΜΟ­ΝΙΑΣ ]

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του



Σε μια με­γά­λη πλα­τεία στο­λι­σμέ­νη με μαρ­μά­ρι­να αγάλ­μα­τα και πο­λυ­τε­λή σι­ντρι­βά­νια, ο επί­ση­μος τε­λά­λης σή­κω­σε στα χεί­λη του ένα με­γά­λο, αστρα­φτε­ρό κο­χύ­λι. Το κά­λε­σμα αντη­χού­σε στους επι­χρυ­σω­μέ­νους θό­λους και στα πο­λύ­βουα πα­ζά­ρια, κα­λώ­ντας τον κό­σμο να συ­γκε­ντρω­θεί. Κα­θώς ο από­η­χος έσβη­νε στον αέ­ρα, ο Γάλ­λος Πρέ­σβης ξε­κί­νη­σε τον ει­σα­γω­γι­κό του λό­γο:

«Οθω­μα­νοί φί­λοι! Σας πα­ρου­σιά­ζου­με το δο­χείο, όπου κα­τοι­κεί η ψυ­χή του Βα­σι­λεί­ου μας, η ίδια η ου­σία του Γαλ­λι­κού έθνους (…)».

Το πε­ρί­τε­χνο, μπλε βα­θύ, με­τα­ξέ­νιο πέ­πλο που το κά­λυ­πτε έπε­σε και το δια­τη­ρη­μέ­νο στο­μά­χι του Λου­δο­βί­κου ΙΔ΄, κε­ντρι­κό έκ­θε­μα της Γαλ­λι­κής Έκ­θε­σης του 1721 στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, μα­γνή­τι­σε τα βλέμ­μα­τα των επι­σκε­πτών. Η έκ­θε­ση, που διορ­γα­νώ­θη­κε για τον εορ­τα­σμό της ίδρυ­σης της πρώ­της Τουρ­κι­κής πρε­σβεί­ας στη Γαλ­λία τον ίδιο χρό­νο, έλα­βε χώ­ρα στο ανά­κτο­ρο του Σουλ­τά­νου και θα διαρ­κού­σε για με­ρι­κές εβδο­μά­δες. Στον ορί­ζο­ντα της δια­πο­λι­τι­σμι­κής ευ­φρο­σύ­νης του ιστο­ρι­κού αυ­τού, όσον αφο­ρά τη σύ­γκλι­ση Δύ­σης-Ανα­το­λής, γε­γο­νό­τος κα­θό­λου δεν δια­φαι­νό­τα­νε το οξύ­τα­το δι­πλω­μα­τι­κό επει­σό­διο που ήδη εκ­κο­λα­πτό­ταν.

***

Αμέ­σως με­τά τον διο­ρι­σμό του, ο Τούρ­κος Πρέ­σβης εί­χε θέ­σει ως άμε­ση προ­τε­ραιό­τη­τά του το ακό­λου­θο ζή­τη­μα:

[Ο Τούρ­κος Πρέ­σβης] εί­χε έναν κα­τά­λο­γο με σα­ρά­ντα Οθω­μα­νούς σκλά­βους που ανή­καν στα νοι­κο­κυ­ριά των φί­λων του στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και οι οποί­οι εί­χαν αιχ­μα­λω­τι­στεί από τους Γάλ­λους. Αυ­τοί οι σκλά­βοι εί­χαν στα­λεί στις γαλ­λι­κές γα­λέ­ρες. [Ο Τούρ­κος Πρέ­σβης] εί­χε ζη­τή­σει τη γαλ­λι­κή βο­ή­θεια για τον εντο­πι­σμό αυ­τών των σκλά­βων και την επι­στρο­φή τους σ’ αυ­τόν.[4]

Το αί­τη­μά του αντι­με­τω­πί­στη­κε αρ­χι­κά με φαι­νο­με­νι­κή προ­θυ­μία, όμως, με­τά από κα­θυ­στε­ρή­σεις επί κα­θυ­στε­ρή­σε­ων, με διά­φο­ρες υπεκ­φυ­γές και δι­καιο­λο­γί­ες δεν ικα­νο­ποι­ή­θη­κε.

Εκεί­νος, ένας πε­ρι­βό­η­τα οξύ­θυ­μος άν­θρω­πος, δεν έκρυ­ψε τη δυ­σα­ρέ­σκειά του, κα­τα­φε­ρό­με­νος δη­μο­σί­ως, σε κύ­κλους της Γαλ­λι­κής Αυ­λής, κα­τά του Υπουρ­γού Εξω­τε­ρι­κών της Γαλ­λί­ας και του ομο­λό­γου του, Γάλ­λου Πρέ­σβη, τους οποί­ους απο­κα­λού­σε ανυ­πό­λη­πτους και ψεύ­τες.

Ο Γάλ­λος Πρέ­σβης, ωστό­σο, μπο­ρού­σε μεν να συμ­φι­λιω­θεί -ορια­κά- με την πα­ρου­σία ενός Οθω­μα­νού αξιω­μα­τού­χου στις που­δρα­ρι­σμέ­νες εκτά­σεις των Βερ­σαλ­λιών, όχι όμως και ενός ασχη­μο­νού­ντος-εις-βά­ρος-του τέ­τοιου.

(…) όταν [ο Γάλ­λος Πρέ­σβης] άκου­σε πό­σο δυ­σμε­νώς μί­λη­σε γι' αυ­τόν [ο Τούρ­κος πρέ­σβης], απο­φά­σι­σε να τον κά­νει να το με­τα­νιώ­σει. Ο Με­γά­λος Βε­ζί­ρης εί­χε ζη­τή­σει από τον Τούρ­κο πρέ­σβη έναν κα­τά­λο­γο με όλα τα δώ­ρα που του εί­χαν δο­θεί. Σε αυ­τή τη λί­στα, [ο Τούρ­κος Πρέ­σβης] δεν ανέ­φε­ρε με­ρι­κά από τα αντι­κεί­με­να που εί­χε λά­βει. Οι Γάλ­λοι δρα­γου­μά­νοι πε­ριέ­γρα­ψαν τα αδή­λω­τα αντι­κεί­με­να στον Γάλ­λο πρέ­σβη. Εκεί­νος έστει­λε στον Με­γά­λο Βε­ζί­ρη ένα πο­λυ­τε­λές νε­σε­σέρ τα­ξι­δί­ου, πα­ρό­μοιο με ένα που δεν εί­χε δη­λώ­σει ο [Τούρ­κος Πρέ­σβης] (…). Τού­το ευ­χα­ρί­στη­σε τον Με­γά­λο Βε­ζί­ρη. Ωστό­σο, το μή­νυ­μα που πα­ρέ­δω­σε ο δρα­γου­μά­νος έλε­γε στον Με­γά­λο Βε­ζί­ρη ότι αυ­τό το δώ­ρο ήταν «απα­ραί­τη­το» για έναν Με­γά­λο Βε­ζί­ρη, ωστό­σο αυ­τό που εί­χε δο­θεί στον [Τούρ­κο πρέ­σβη] στη Γαλ­λία ήταν κα­τάλ­λη­λο για έναν βα­σι­λιά. Ο Με­γά­λος Βε­ζί­ρης αμέ­σως απαί­τη­σε το πο­λυ­τε­λές νε­σε­σέρ που ο [Τούρ­κος Πρέ­σβης] εί­χε κρα­τή­σει για τον εαυ­τό του και, ομοί­ως, τον υπο­χρέ­ω­σε να πα­ρα­δώ­σει τέσ­σε­ρα χα­λιά και, στη συ­νέ­χεια, με­ρι­κούς κα­θρέ­φτες.[5]

Εξάλ­λου, αμέ­σως με­τά την άνω­θι τα­πεί­νω­σή του, ο Τούρ­κος Πρέ­σβης κλή­θη­κε να αντι­με­τω­πί­σει και μια ακό­μα συμ­φο­ρά, ήτοι την αιφ­νί­δια απο­χώ­ρη­ση του πο­λυ­τι­μό­τε­ρου και πλέ­ον έμπι­στου συ­νο­δού του, γε­γο­νός ιδιαι­τέ­ρως βα­ρύ για εκεί­νον, ο οποί­ος

θε­ω­ρού­σε τη συ­νο­δεία του ως το νοι­κο­κυ­ριό του και, άρα, την οι­κο­γέ­νειά του. Αν κά­ποιος από τη συ­νο­δεία του δεν υπά­κουε, η τι­μω­ρία ήταν του­λά­χι­στον πε­νή­ντα χτυ­πή­μα­τα του ρα­βδιού, με τον αριθ­μό των χτυ­πη­μά­των να εί­ναι ανά­λο­γος με τη σο­βα­ρό­τη­τα του αδι­κή­μα­τος. Τα χτυ­πή­μα­τα γί­νο­νταν στα πέλ­μα­τα των πο­διών, και πο­λύ σπά­νια, στον γλου­τό.[6]

Σύμ­φω­να με τους πλη­ρο­φο­ριο­δό­τες του Τούρ­κου Πρέ­σβη, ήτα­νε άν­θρω­ποι του Γάλ­λου Πρέ­σβη που εί­χαν προ­σεγ­γί­σει και προ­σε­ται­ρι­στεί τον Οθω­μα­νό συ­νο­δό, προ­σφέ­ρο­ντάς του μια αξιο­ζή­λευ­τη δη­μό­σια θέ­ση εφ’ όρου ζω­ής, υπό τον όρο του εκ­χρι­στια­νι­σμού του.

Η πρε­σβεία στο Πα­ρί­σι επη­ρέ­α­σε επί­σης πο­λύ ευ­νοϊ­κά τον [Τούρ­κο Πρέ­σβη] και τη συ­νο­δεία του —ίσως πα­ρα­πά­νω από το θε­μι­τό: οι σύγ­χρο­νες γαλ­λι­κές ανα­φο­ρές ανέ­φε­ραν ότι στη Γαλ­λία υπήρ­χαν λι­πο­τα­ξί­ες από τη συ­νο­δεία του [Τούρ­κου Πρέ­σβη]. (…) Ο άλ­λος άν­δρας που άφη­σε τη συ­νο­δεία του [Τούρ­κου Πρέ­σβη]. ασπά­στη­κε τον Χρι­στια­νι­σμό. Αυ­τός εντο­πί­στη­κε από «μια γαλ­λι­κή άδεια πο­λι­το­γρά­φη­σης που δό­θη­κε σε κά­ποιον Louis Ovanete του Longy το 1745, κα­τα­γό­με­νο από την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και ιε­ρω­μέ­νο της απο­στο­λι­κής και ρω­μαιο­κα­θο­λι­κής θρη­σκεί­ας. . . ο οποί­ος εί­χε έρ­θει στη Γαλ­λία το έτος 1721, με τη συ­νο­δεία του `Τούρ­κου πρε­σβευ­τή και εί­χε προ­ση­λυ­τι­στεί, με εντο­λή και φρο­ντί­δα μας, στο κα­θο­λι­κό θρή­σκευ­μα. Υπη­ρέ­τη­σε επί σει­ρά ετών στα στρα­τεύ­μα­τά μας ως αν­θυ­πο­λο­χα­γός του Πε­ζι­κού, πα­ντρεύ­τη­κε δε στην πό­λη μας, τις Βερ­σαλ­λί­ες, τον Νο­έμ­βριο του 1721 και τώ­ρα εί­ναι απο­φα­σι­σμέ­νος να πα­ρα­μεί­νει στο Βα­σί­λειό μας και να τε­λειώ­σει τις μέ­ρες του εδώ».[7]

Πριν από τη λή­ξη της Έκ­θε­σης, ο Γάλ­λος Πρέ­σβης τα­ξί­δε­ψε στη Γαλ­λία, για τη διευ­θέ­τη­ση ορι­σμέ­νων ζη­τη­μά­των σχε­τι­κών με τον επα­να­πα­τρι­σμό των βα­σι­λι­κών κει­μη­λί­ων. Εκεί, ο Τούρ­κος Πρέ­σβης ζή­τη­σε επι­μό­νως να έχουν μια συ­νά­ντη­ση, την οποία ο Γάλ­λος Πρέ­σβης απέ­φυ­γε. Την επο­μέ­νη, ο Τούρ­κος Πρέ­σβης, έχο­ντας φρο­ντί­σει να ενη­με­ρω­θεί για το πρό­γραμ­μα του Γάλ­λου Πρέ­σβη, ση­κώ­θη­κε και πή­γε ο ίδιος έξω από τον πύρ­γο όπου ο τε­λευ­ταί­ος εί­χε συ­νά­ντη­ση με τον Υπουρ­γό των Εξω­τε­ρι­κών, πε­ρι­μέ­νο­ντάς τον να βγει. Όταν ο Γάλ­λος Πρέ­σβης εμ­φα­νί­στη­κε, ο Τούρ­κος Πρέ­σβης πή­ρε θέ­ση ενώ­πιόν του και ξε­κί­νη­σε μια τε­λε­τουρ­γι­κή αλ­λη­λου­χία κι­νή­σε­ων υψώ­νο­ντας τη δε­ξιά πα­λά­μη στο ύψος του στό­μα­τος, φτύ­νο­ντας μέ­σα, τρί­βο­ντας κα­τό­πι τα δυο χέ­ρια, ση­κώ­νο­ντας το δε­ξί ψη­λά, κα­τε­βά­ζο­ντάς το λί­γο, ζυ­γιά­ζο­ντάς το κα­λά και κα­τα­λή­γο­ντας σ’ έναν άρ­τια εκτε­λε­σμέ­νο σφά­λια­ρο.

***

Σύμ­φω­να με βα­σι­λι­κό διά­ταγ­μα της 23ης Ιου­λί­ου 1682, αρ­μό­διος θε­σμός για την επί­λυ­ση των μι­κρής βα­ρύ­τη­τας δια­φο­ρών που ανέ­κυ­πταν εντός της Βα­σι­λι­κής Αυ­λής στις Βερ­σαλ­λί­ες ήτα­νε το Στα­σί­δι της Αρ­μο­νί­ας (Banc d' Harmonie).

Ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ΄, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την ανά­γκη ύπαρ­ξης ενός δια­κρι­τι­κού συ­στή­μα­τος για την αντι­με­τώ­πι­ση μι­κρο­δια­φο­ρών με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων της Αυ­λής, ίδρυ­σε τον νέο αυ­τό θε­σμό, ο οποί­ος στε­γά­στη­κε σε μια γα­λή­νια αί­θου­σα, μέ­σα σε μια εκ­κλη­σία των Βερ­σαλ­λιών αφιε­ρω­μέ­νη στον Άγιο Σε­ρε­νό (St. Serenus), τον προ­στά­τη άγιο της γα­λή­νης. Το Στα­σί­δι της Αρ­μο­νί­ας απο­τε­λού­σαν δύο ξύ­λι­νοι πά­γκοι, ο ένας απέ­να­ντι από τον άλ­λο, ενώ τη γε­νι­κή επί­βλε­ψη και τον συ­ντο­νι­σμό των δια­δι­κα­σιών, ως ελέω Θε­ού και Βα­σι­λέ­ως διαι­τη­τής/δια­με­σο­λα­βη­τής, ανέ­λα­βε ο ει­δι­κά διο­ρι­σμέ­νος Αβ­βάς. Στο κέ­ντρο της αί­θου­σας δέ­σπο­ζε το πορ­τραί­το του Λου­δο­βί­κου ΙΔ΄.

Υπό το κα­λο­προ­αί­ρε­το βλέμ­μα του Βα­σι­λιά Ήλιου, οι δια­φο­ρές μπο­ρού­σαν να επι­λυ­θούν μέ­σω της ευ­γε­νούς αντι­πα­ρά­θε­σης. Οι αντί­δι­κοι κα­λού­νταν στο Στα­σί­δι της Αρ­μο­νί­ας, για να πα­ρου­σιά­σουν τα πα­ρά­πο­να και τους ισχυ­ρι­σμούς τους, κα­θι­σμέ­νοι ο ένας απέ­να­ντι στον άλ­λο, σε μια ατμό­σφαι­ρα που εν­θάρ­ρυ­νε την αμοι­βαία κα­τα­νό­η­ση και συμ­φι­λί­ω­ση. Ο Αβ­βάς άκου­γε και τα δύο μέ­ρη, κα­θο­δη­γώ­ντας πα­ράλ­λη­λα τη συ­ζή­τη­ση προς μια αρ­μο­νι­κή επί­λυ­ση. Ει­σέ­φε­ρε ιδέ­ες, συμ­βου­λές και, ορι­σμέ­νες φο­ρές, αυ­στη­ρές υπο­δεί­ξεις για να κα­τευ­θύ­νει τα μέ­ρη που δια­φω­νού­σαν προς μια αμοι­βαία απο­δε­κτή λύ­ση.

***

*Προς τον Αξιό­τι­μο Πρέ­σβη της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας,*

Σύμ­φω­να με τις κα­θιε­ρω­μέ­νες δια­δι­κα­σί­ες, κα­λεί­στε να λά­βε­τε τη θέ­ση σας στο Στα­σί­δι της Αρ­μο­νί­ας, στην Εκ­κλη­σία του Αγί­ου Σε­ρε­νού, την … και ώρα … (…).

*

*Προς τον Σε­βά­σμιο Αβ­βά της Εκ­κλη­σί­ας του Αγί­ου Σε­ρε­νού*

Σύμ­φω­να με τις αξιο­σέ­βα­στες πα­ρα­δό­σεις της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, εμείς, οι υπο­γρά­φο­ντες εκ­πρό­σω­ποι της Οθω­μα­νι­κής Πρε­σβεί­ας, υπο­βάλ­λου­με επι­σή­μως τον όρο μας για τη συμ­με­το­χή του πρε­σβευ­τή μας στη δια­δι­κα­σία του «Στα­σι­διού της Αρ­μο­νί­ας».
Ως τα­πει­νή προ­ϋ­πό­θε­ση για τη συμ­με­το­χή του αξιό­τι­μου πρε­σβευ­τή μας σε μια δια­δι­κα­σία που διε­ξά­γε­ται μέ­σα σε χρι­στια­νι­κό ναό, πα­ρα­κα­λού­με όπως εσείς, ο αρ­μό­διος Αβ­βάς, πριν από την έναρ­ξη της δια­δι­κα­σί­ας, προ­σφέ­ρε­τε στον Πρέ­σβη μας ένα πα­ρα­δο­σια­κό τουρ­κι­κό κού­ρε­μα εντός του ιε­ρού να­ού σας. Προς τού­το, στο συ­νο­δευ­τι­κό του πα­ρό­ντος δέ­μα, θα βρεί­τε όλα τα απα­ραί­τη­τα σύ­νερ­γα, κα­θώς και ένα εγ­χει­ρί­διο οδη­γιών.
Ελ­πί­ζου­με ότι, ως σε­βά­σμιος Ηγού­με­νος που κα­λεί τον Τούρ­κο πρε­σβευ­τή μας να συμ­με­τέ­χει σε δια­δι­κα­σία χρι­στια­νι­κή, με τη σο­φία και την κα­τα­νό­η­ση που κα­τά τεκ­μή­ριο σας δια­πνέ­ουν, θα πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­τε, στο πλαί­σιο μιας ευ­γε­νούς αμοι­βαιό­τη­τας, τη συμ­βο­λι­κή αυ­τή πρά­ξη με τη δέ­ου­σα ευ­λά­βεια και ευαι­σθη­σία, ως έμπρα­κτη έν­δει­ξη σε­βα­σμού στις Οθω­μα­νι­κές πα­ρα­δό­σεις.
Με τον μέ­γι­στο σε­βα­σμό και εν ανα­μο­νή της κα­λο­προ­αί­ρε­της έγκρι­σης του όρου μας.

Η Οθω­μα­νι­κή Πρε­σβεία

***

Ο Αβ­βάς δεν πί­στευε στα μά­τια του με αυ­τό που διά­βα­ζε. Άφη­σε το γράμ­μα, άνοι­ξε το πε­ρί­τε­χνο ξύ­λι­νο κου­τί, με πά­νω του σκα­λι­σμέ­νο ένα μι­σο­φέγ­γα­ρο, και πε­ριερ­γά­στη­κε ένα-ένα τα πε­ριε­χό­με­νά του:

Ένα σετ από χα­λύ­βδι­να ψα­λί­δια, με τις λα­βές τους στο­λι­σμέ­νες με λε­πτε­πί­λε­πτα αρα­βουρ­γή­μα­τα

Mια συλ­λο­γή από ξυ­ρά­φια

Ένα φια­λί­διο με αρω­μα­τι­κό ατ­τάρ και τρία μι­κρά φια­λί­δια με φυ­τι­κά έλαια, το κα­θέ­να με ετι­κέ­τα με λε­πτή καλ­λι­γρα­φία

Ένα σετ από ξύ­λι­νες χτέ­νες μαλ­λιών

Μια βούρ­τσα από τρί­χες κά­πρου με λα­βή από ελε­φα­ντό­δο­ντο

Μια μα­κριά άσπρη πε­τσέ­τα

Μια πορ­φυ­ρή, με­τα­ξέ­νια ρό­μπα κου­ρέα

***

Η Γαλ­λι­κή πλευ­ρά εί­χε ήδη λά­βει θέ­ση, με τον Γάλ­λο Πρέ­σβη να κά­θε­ται στον δε­ξιό (από την οπτι­κή γω­νία του κοι­νού) πά­γκο. Κα­θώς ο Τούρ­κος Δι­πλω­μά­της έμπαι­νε στην Εκ­κλη­σία του Αγί­ου Σε­ρε­νού με τη συ­νο­δεία του, τον υπο­δέ­χτη­κε ο Αβ­βάς, εν­δε­δυ­μέ­νος με την πορ­φυ­ρή ρό­μπα του κου­ρέα, υπο­δει­κνύ­ο­ντάς του τον αρι­στε­ρό πά­γκο, πλάι στον οποίο, για τις ανά­γκες των πε­ρι­στά­σε­ων, εί­χε το­πο­θε­τη­θεί ένα τρα­πε­ζά­κι για τα ψα­λί­δια κ.λπ.. Λί­γο πιο κει απ’ το τρα­πε­ζά­κι κρε­μό­ταν ένα σκοι­νί που κα­τέ­βαι­νε από την ξύ­λι­νη ορο­φή.

Ο Τούρ­κος Πρέ­σβης αμέ­σως έκα­τσε με ένα μει­δί­α­μα ικα­νο­ποί­η­σης. Ο Αβ­βάς του φό­ρε­σε τη λευ­κή πε­τσέ­τα στο λαι­μό κι έκα­νε ύστε­ρα να πιά­σει το ψα­λί­δι, τρά­βη­ξε ωστό­σο, αντ’ αυ­τού, το σκοι­νί που κρε­μό­ταν από ψη­λά, θέ­το­ντας σε κί­νη­ση τον απλό μη­χα­νι­σμό που ήταν κρυμ­μέ­νος στην ορο­φή.

Ήτοι, δί­νο­ντας κλί­ση σε έναν λι­τό κου­βά από σφυ­ρη­λα­τη­μέ­νο σί­δε­ρο, γε­μά­το με μια πα­χύρ­ρευ­στη, πα­χύρ­ρευ­στη ου­σία ήδη σε απρό­σκο­πτη κά­θο­δο. Αυ­τό που ακο­λού­θη­σε ήταν ένας κα­ταρ­ρά­κτης από φρε­σκο­συλ­λεγ­μέ­να λύ­μα­τα εκ των πλου­σιό­δω­ρων βό­θρων των Βερ­σαλ­λιών επά­νω στον ανυ­πο­ψί­α­στο δι­πλω­μά­τη.

ΤΟΥΡ­ΚΟΣ ΠΡΕ­ΣΒΗΣ: «Τι εί­ναι αυ­τό;»

ΑΒ­ΒΑΣ: «Α, τού­το λέ­τε. Εί­ναι μια πα­γί­δα που έχει σχε­δια­στεί για να λε­ρώ­νει και να τα­πει­νώ­νει»

Η λυ­μα­το­λά­σπη -μια σύν­θε­ση πλού­σιων, γή­ι­νων απο­χρώ­σε­ων- γυά­λι­ζε στο πλά­γιο φως της φυ­σι­κά φω­τι­ζό­με­νης αί­θου­σας, κα­τά πο­λύ επε­κτεί­νο­ντας την οσφρη­τι­κή πα­λέ­τα του αρω­μα­τι­σμέ­νου με θυ­μιά­μα­τα αέ­ρα.

[ Δ. Η ΕΥ­ΡΕ­ΣΗ ΤΗΣ ΗΛΙΑ­ΚΗΣ ΦΟΥ­ΣΚΑΣ ]

Σύμ­φω­να με την εμ­φα­νι­ζό­με­νη στο tracking app του κι­νη­τού δια­δρο­μή, το λα­στι­χέ­νιο-μπα­λά­κι-Λου­δο­βί­κος-δέ­κα­τος-τέ­ταρ­τος, φεύ­γο­ντας από το πα­ρά­θυ­ρο του γρα­φεί­ου μου, σε έναν λό­φο της Βο­ρειο­α­να­το­λι­κής Ατ­τι­κής, διέ­σχι­σε όλη την ηπει­ρω­τι­κή Ελ­λά­δα ως τη Θρά­κη, περ­νώ­ντας ύστε­ρα στην Τουρ­κία, όπου, αφή­νο­ντας πί­σω την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, συ­νέ­χι­σε να δια­γρά­φει πο­ρεία στην εν­δο­χώ­ρα, στα­μα­τώ­ντας σε ένα ση­μείο κά­που έξω απ’ την Άγκυ­ρα, όπου και πα­ρέ­με­νε ακού­νη­το. Μ’ ένα άνε­το backpack, πε­ριέ­χον τα απα­ραί­τη­τα και τον Επι­τρα­πέ­ζιο Ποι­η­τή μου, πέ­τα­ξα το συ­ντο­μό­τε­ρο για το αε­ρο­δρό­μιο της Άγκυ­ρας. Με­τά την προ­σγεί­ω­ση, πε­ρί τις 12 το με­ση­μέ­ρι, προ­σέ­λα­βα έναν οδη­γό.

Το κι­νη­τό μας οδή­γη­σε κα­τα­με­σής ενός επαρ­χια­κού δρό­μου, ένα σα­ρα­ντά­λε­πτο πε­ρί­που από­στα­ση από το αε­ρο­δρό­μιο. Ο οδη­γός μπό­ρε­σε να παρ­κά­ρει σε ένα κο­ντι­νό πλά­τω­μα κι εγώ κα­τέ­βη­κα να ανα­ζη­τή­σω το ση­μείο του στίγ­μα­τος. Πέ­ρα­σα πά­νω από το με­ταλ­λι­κό στη­θαίο στην άκρη του οδο­στρώ­μα­τος και περ­πα­τού­σα εντός θα­μνό­φυ­της έκτα­σης με διά­σπαρ­τα σκου­πί­δια, ώσπου το βρή­κα μες στα χορ­τά­ρια. Έκα­να να το πιά­σω, όμως το μπα­λά­κι έδω­σε έναν απροσ­δό­κη­το σάλ­το, δια­γρά­φο­ντας κα­μπύ­λη εί­κο­σι και πλέ­ον μέ­τρων και κα­τα­λή­γο­ντας να ανα­πη­δά επί­μο­να στη μέ­ση του επαρ­χια­κού δρό­μου ακρι­βώς τη στιγ­μή που μια εντυ­πω­σια­κή αυ­το­κι­νη­το­πο­μπή εμ­φα­νί­στη­κε από μα­κριά. Εγώ κο­ντο­στά­θη­κα και πα­ρα­κο­λου­θού­σα. Κα­θώς προ­σέγ­γι­ζε στο ση­μείο, η συ­νο­δεία στα­μά­τη­σε. Οι πί­σω πόρ­τες ενός από τα πο­λυ­τε­λή μαύ­ρα οχή­μα­τα άνοι­ξαν ταυ­τό­χρο­να και με φού­ρια. Από τη μια βγή­κε ένας γε­ρο­δε­μέ­νος με κο­στού­μι, ο οποί­ος με βια­σύ­νη κλώ­τση­σε μα­κριά ένα αντι­κεί­με­νο που έμοια­ζε με μπά­λα, στέλ­νο­ντάς το -ιπτά­με­νο- στο χω­ρά­φι όπου στε­κό­μουν, λί­γο πιο πέ­ρα από μέ­να. Από την έτε­ρη πόρ­τα, βγή­κε κα­κήν κα­κώς ένας άλ­λος, ξαν­θός και φα­λα­κρός, με κο­στού­μι ―υπο­βα­στα­ζό­με­νος από έναν άλ­λο με κο­στού­μι― ο οποί­ος χτυ­πιό­ταν σύ­γκορ­μος, ούρ­λια­ζε και κρά­τα­γε το στό­μα με τα δυο χέ­ρια …

________________________________________________________________

- Λ Ι Γ Ο Π Ρ Ι Ν -

Σε έναν πα­ρά­νο­μο οί­κο δη­μο­πρα­σιών, σε μια μι­κρή Τουρ­κι­κή πό­λη, η μυ­στι­κή δη­μο­πρά­τη­ση της Ηλια­κής Φού­σκας -του διά­ση­μου και θαυ­μα­στού λει­ψά­νου του Λου­δο­βί­κου ΙΔ΄, που εί­χε κλα­πεί από τη Γαλ­λι­κή Πρε­σβεία της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης κα­τά τη Γαλ­λο-Οθω­μα­νι­κή κρί­ση του 1721[8] και έκτο­τε αγνο­εί­το- έλη­ξε με πλειο­δό­τη τον Ρώ­σο τύ­ραν­νο Φα­λα­κρο­ξάν­θορ­χι, γνω­στό συλ­λέ­κτη αντι­κει­μέ­νων του Λου­δο­βί­κου ΙΔ΄[9]
Ο Φα­λα­κρο­ξάν­θορ­χις, ανυ­πό­μο­να, άνοι­ξε το κου­τί στο αυ­το­κί­νη­το και πε­ριερ­γα­ζό­ταν τη με­γα­λειώ­δη βα­σι­λι­κή κοι­λιά με το στό­μα ανοι­χτό, όταν από μέ­σα της ξε­τρύ­πω­σε το βα­σι­λι­κό σκου­λή­κι που μό­λις εί­χε ξυ­πνή­σει από την υπε­ραιώ­νια νάρ­κη του. Το ηλια­κό σκου­λή­κι του Λου­δο­βί­κου ΙΔ΄ ει­σέ­βα­λε στο στό­μα του τυ­ράν­νου, τον κα­τέ­λα­βε και άρ­χι­σε να του τρώ­ει -μιαμ μιαμ- τα σπλά­χνα, σε κά­τι που θα μπο­ρού­σε να ιδω­θεί ως improbable και ασύγ­χρο­νη μά­χη αυ­το­κρα­το­ριών ―Γη­ραιά Ήπει­ρος κα­τά ανα­δυό­με­νης Ευ­ρα­σί­ας― εί­τε απλώς σαν ξε­σκό­νι­σμα της σκο­νι­σμέ­νης λέ­ξης του Πε­πρω­μέ­νου.

________________________________________________________________


… Με το μπα­λά­κι να έχει επι­στρέ­ψει στα χέ­ρια μου και την Ηλια­κή Φού­σκα το­πο­θε­τη­μέ­νη στο backpack, μπή­κα­με πά­λι στο αυ­το­κί­νη­το και ο οδη­γός μας άφη­σε στο πρα­κτο­ρείο των λε­ω­φο­ρεί­ων στη Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, κα­θό­τι αμ­φί­βο­λο αν το εύ­ρη­μα θα περ­νού­σε επι­τυ­χώς τον έλεγ­χο του αε­ρο­δρο­μί­ου.

***

Εγώ ο Διο­νύ­σης Ήλιος, όρ­γα­νο των Ορα­μα­τι­στών μου, με­τα­βι­βά­ζω σε σέ­να … την ευ­θύ­νη να ανα­ζη­τή­σεις και να βρεις ―σαν με το κα­λό κλη­θείς― τον χρυ­σό κό­κο­ρά μου. Για τού­το, θα πρέ­πει να ξε­κλει­δώ­σεις τον κα­θρέ­φτη του γρα­φεί­ου μου, στο πα­τρι­κό ντο­μι­νι­κά­λε. Για να το κά­νεις αυ­τό, πρέ­πει να μοιά­ζεις ακρι­βώς όπως εγώ, δη­λα­δή το πρω­τό­τυ­πο…. Μό­λις, κα­λέ μου, το πε­τύ­χεις, θα μπο­ρείς να ξε­κλει­δώ­σεις τον κα­θρέ­φτη και ν’ ανοί­ξεις την πύ­λη. Κα­λή σου τύ­χη, διό­τι από τό­τε κι ύστε­ρα επα­φί­ε­ται στην αξιο­σύ­νη σου, ως υπ’ εμού εξου­σιο­δο­τη­μέ­νη εν­σάρ­κω­ση του Ιπ­πό­τη Sol, αν θα τα κα­τα­φέ­ρεις με όσα θ’ αντι­με­τω­πί­σεις στον μη-τό­πο που εγώ ο ίδιος, υπό τις οδη­γί­ες των Ορα­μα­τι­στών μου, σχε­δί­α­σα. Για τού­το, σου πα­ρα­δί­δω τον πο­λύ­τι­μο Πλό­κα­μό μου, δώ­ρο του Μάν­τζα­ρου, ο οποί­ος εί­θε να σου στα­θεί πο­λύ­τι­μος βοη­θός, κα­θώς και το Ηλια­κό πορ­τραί­το μου, που σε πα­ρα­κα­λώ πο­λύ να το βά­λεις στον αδεια­νό τοί­χο του γρα­φεί­ου μου, δε­ξιά του κα­θρέ­φτη. (…)

Όταν επι­στρέ­ψα­με και του πα­ρου­σί­α­σα το εύ­ρη­μα, ο Πλό­κα­μος έσπευ­σε να συν­δέ­σει τη μία άκρη του με το στό­μιο της Φού­σκας, με­τα­μορ­φώ­νο­ντας συγ­χρό­νως την άλ­λη άκρη του σε τρο­μπε­τοει­δές ηχείο.

Το μπα­λά­κι-Λου­δο­βί­κος ΙΔ΄ πή­δη­ξε στο χάρ­τη της Ζα­κύν­θου, που έχω κορ­νι­ζα­ρι­σμέ­νο σε έναν από τους τοί­χους του γρα­φεί­ου, με τό­ση μα­νία που το κά­δρο έπε­σε κι έσπα­σε.

Ο Επι­τρα­πέ­ζιος Ποι­η­τής εί­πε: «Διο­νύ­σιε, εί­ναι νο­μί­ζω ώρα να πά­με για την ανα­ζή­τη­ση του κο­κό­ρου».

Εγώ έκλει­σα online ακτο­πλοϊ­κά για Ζά­κυν­θο, ζή­τη­σα δε και πή­ρα την έγκρι­ση από το Ίδρυ­μα Σο­λω­μού να επι­σκε­φτού­με την πα­τρι­κή οι­κία του Ποι­η­τή, όπως ορι­ζό­ταν στη δια­θή­κη.

***



Έχο­ντας φρο­ντί­σει να ομοιά­ζω στον Ποι­η­τή σαν ο κα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός σω­σί­ας του υπαρ­κτού κό­σμου (τσι­τσι­ρο­μάλ­λια­σμα, μαύ­ρος μαν­δύ­ας, χέ­ρι στην καρ­διά κ.λπ.) και έχο­ντας κρε­μά­σει στο υπο­δει­κνυό­με­νο ση­μείο (αδεια­νός τοί­χος στα δε­ξιά του κα­θρέ­φτη) το κλη­ρο­νο­μιαίο, κα­δρα­ρι­σμέ­νο πορ­τραί­το του να κρα­τά­ει ένα ανοι­χτό τε­τρά­διο με πε­ντά­γραμ­μο, το­πο­θέ­τη­σα το combo Πλο­κά­μου-Φού­σκας στο πά­τω­μα του γρα­φεί­ου και πή­ρα θέ­ση μπρο­στά στον ξύ­λι­νο, ολό­σω­μο κα­θρέ­φτη.

Κα­θώς κου­νιό­μουν για να βρω τη σω­στή θέ­ση, ξάφ­νου εί­χα την αί­σθη­ση μιας στιγ­μιαί­ας, έξω­θεν ακι­νη­το­ποί­η­σης σαν πά­γω­μα και μια θερ­μή, φω­τει­νή ακτί­να πε­ριέ­βα­λε το εί­δω­λο της ψευ­δο­σο­λω­μι­κής σι­λου­έ­τας μου.

Από την άκρη-ηχείο του Πλο­κά­μου άρ­χι­σε να ξε­χύ­νε­ται μια μου­σι­κή απε­ρί­γρα­πτης πο­λυ­πλο­κό­τη­τας και ομορ­φιάς, πέ­ρα από τα όρια της αρ­μο­νί­ας και της δυ­σαρ­μο­νί­ας. Στο τε­τρά­διο που κρα­τού­σε ο Ποι­η­τής στο πορ­τραί­το του, σαν από αό­ρα­τη γρα­φί­δα, εμ­φα­νί­στη­κε η φρά­ση Ιλια­κί Φού­γκα και το πε­ντά­γραμ­μο γέ­μι­ζε με νό­τες, σε τό­σο πυ­κνή διά­τα­ξη που μοιά­ζα­νε με δια­χε­ό­με­νη μου­τζού­ρα.

Με τον Επι­τρα­πέ­ζιο Ποι­η­τή μου στη δε­ξιά τσέ­πη, σή­κω­σα το πό­δι να ει­σέλ­θω στον κα­θρέ­φτη, όπως ο Ορ­φέ­ας του Κο­κτώ, με τα χέ­ρια σε ελα­φρά έκτα­ση για ισορ­ρο­πία, σα να έμπαι­να σε βάρ­κα. Η αί­σθη­ση της διείσ­δυ­σης ήταν κρύα και ζε­λα­τι­νοει­δής. Κα­θώς ήμουν με το ένα πό­δι μέ­σα και το άλ­λο έξω, ένα βα­ρύ­τα­το και με­γά­λο πράγ­μα μ’ έρι­ξε με δύ­να­μη πί­σω στο πά­τω­μα του δω­μα­τί­ου αι­μό­φυρ­το και κα­τα­πλα­κω­μέ­νο. Ήταν ένα εριμ­μέ­νο άλο­γο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: