Παραδείγματος χάριν
να ήταν βράχος στην έρημο με τα στήθη λοξά;
εμιμείτο πάντως γατόπαρδου την ηδονή καθώς
μέσα απ’ τα παχιά γένια ασκητή
να συναντήσει τον όλεθρο σάλταρε
κι ίσως η υγρή σκιά του που συνεχίζεται
ψιλόλιγνη στο μονοπάτι
να οφείλεται στη θαλπωρή των τάφων
ή την φήμη των αγγέλων ως συλλεκτών
σπανίων χιλιετηρίδων
ή την έμφυτη αποστροφή των ανταρτών
προς τις γονυκλισίες.
Παράνομο κυνήγι ασιατικού ελέφαντα
Χέρι στη ράχη δελφινιού το βλέμμα μου
Προχώρησε μ’ ανόητες επιφυλάξεις
Στο υπεροπτικό της σαύρας βάδισμα ανάμεσα
Σε φοβέρες κρυστάλλων που αποκαλούμε
Στα σαράντα του νεκρού “καλό σερβίτσιο”.
Ξεχάστηκα στις οδοντοστοιχίες
Το γαλαζωπό μου σάλιο
Ο ευκάλυπτος κυρίευσε το πιο ακριβό
Που δεν το βρίσκεις πια στα χρωματοπωλεία
Ο ίδιος να το μαζέψεις πρέπει εισχωρώντας
Βαθιά μέσα στη γλώσσα μού έγνεψε “προχώρησε”
Ν’ αφήσω σήμαινε τα τρία μυωπικά τιγράκια
Να βολευτώ στις μνήμες των ποδιών μου που δεν ήταν
Σε μένα υπάκουες χάραζαν πορεία αστρική
Απαλλαγμένη από φθόγγους που δεν άντεξα
Την ακολούθησα χωρίς καθόλου αίματα
Και τέτοια είχε μάλιστα έπαθλο στο τέλος
Μπόρα λυσσώδη ξαφνική από μικρά σφαιρίδια
Χαλκού που όπως τρυπούσαν τρύπωναν
Στο δέρμα μου είν’ η αλήθεια μπόρεσα
Τρία μερόνυχτα μετά να βολευτώ σε ύπτια στάση
Στον αιθέρα ελεύθερος σαν άγαλμα κολυμβητή.