Παράνομο κυνήγι ασιατικού ελέφαντα & άλλα παραδείγματα

Πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν

να ήταν βρά­χος στην έρη­μο με τα στή­θη λο­ξά;

εμι­μεί­το πά­ντως γα­τό­παρ­δου την ηδο­νή κα­θώς
μέ­σα απ’ τα πα­χιά γέ­νια ασκη­τή
να συ­να­ντή­σει τον όλε­θρο σάλ­τα­ρε

κι ίσως η υγρή σκιά του που συ­νε­χί­ζε­ται
ψι­λό­λι­γνη στο μο­νο­πά­τι
να οφεί­λε­ται στη θαλ­πω­ρή των τά­φων
ή την φή­μη των αγ­γέ­λων ως συλ­λε­κτών
             σπα­νί­ων χι­λιε­τη­ρί­δων
ή την έμ­φυ­τη απο­στρο­φή των ανταρ­τών
                 προς τις γο­νυ­κλι­σί­ες.



Πα­ρά­νο­μο κυ­νή­γι ασια­τι­κού ελέ­φα­ντα


Χέ­ρι στη ρά­χη δελ­φι­νιού το βλέμ­μα μου
Προ­χώ­ρη­σε μ’ ανό­η­τες επι­φυ­λά­ξεις
Στο υπε­ρο­πτι­κό της σαύ­ρας βά­δι­σμα ανά­με­σα
Σε φο­βέ­ρες κρυ­στάλ­λων που απο­κα­λού­με
Στα σα­ρά­ντα του νε­κρού “κα­λό σερ­βί­τσιο”.
Ξε­χά­στη­κα στις οδο­ντο­στοι­χί­ες
Το γα­λα­ζω­πό μου σά­λιο
Ο ευ­κά­λυ­πτος κυ­ρί­ευ­σε το πιο ακρι­βό
Που δεν το βρί­σκεις πια στα χρω­μα­το­πω­λεία
Ο ίδιος να το μα­ζέ­ψεις πρέ­πει ει­σχω­ρώ­ντας
Βα­θιά μέ­σα στη γλώσ­σα μού έγνε­ψε “προ­χώ­ρη­σε”
Ν’ αφή­σω σή­μαι­νε τα τρία μυω­πι­κά τι­γρά­κια
Να βο­λευ­τώ στις μνή­μες των πο­διών μου που δεν ήταν
Σε μέ­να υπά­κου­ες χά­ρα­ζαν πο­ρεία αστρι­κή
Απαλ­λαγ­μέ­νη από φθόγ­γους που δεν άντε­ξα
Την ακο­λού­θη­σα χω­ρίς κα­θό­λου αί­μα­τα
Και τέ­τοια εί­χε μά­λι­στα έπα­θλο στο τέ­λος
Μπό­ρα λυσ­σώ­δη ξαφ­νι­κή από μι­κρά σφαι­ρί­δια
Χαλ­κού που όπως τρυ­πού­σαν τρύ­πω­ναν
Στο δέρ­μα μου εί­ν’ η αλή­θεια μπό­ρε­σα
Τρία με­ρό­νυ­χτα με­τά να βο­λευ­τώ σε ύπτια στά­ση
Στον αι­θέ­ρα ελεύ­θε­ρος σαν άγαλ­μα κο­λυμ­βη­τή.





Πα­ρα­λία που φω­τί­ζε­ται από ηλε­κτρι­κούς λαμ­πτή­ρες

Κά­τω απ' το φου­στά­νι σου
δεν φα­ντα­ζό­μουν

τις ερ­γα­σί­ες των εσπε­ρι­δοει­δών όταν
θαυ­μά­σια γι­νω­μέ­νο πέ­φτει
με­τά από ξη­ρα­σία το νε­ρά­τζι στο χώ­μα κι ο ύπνος
με­γα­λύ­νε­ται στους με­ση­με­ρια­νούς χυ­μούς
σού βλά­σται­ναν τό­τε τα στή­θη
σύμ­φω­να με την τά­ξη της θά­λασ­σας (πέμ­πτη ή έκτη;)
τη νύ­χτα εκεί­νη ρω­τού­σες
για την ακα­τα­νό­η­τη σκο­τει­νιά τό­σων ήλιων βρα­διά­τι­κα
εν μέ­σω πλά­νη­τος που σε τρι­γύ­ρι­ζε
διο­γκού­με­νο και διο­γκού­με­νο προ­σφέ­ρο­ντάς σου
το σι­δε­ρέ­νιο κέ­ντρο του

ο ίδιος εγώ
ει­σχώ­ρη­σα

στην ου­σία των γο­νά­των σου απα­ντώ­ντας
στον κω­νο­φό­ρο αί­γα­γρο που διε­ρω­τά­ται πώς
να υμνή­σει τη γυ­μνή σου φύ­ση βου­στρο­φη­δόν
μπερ­δεύ­ει τα λό­για του κι απο­μέ­νει στα χεί­λη
―και στην άκρη των δα­χτύ­λων του όμως !―
κόκ­κι­νο, λέω, τρια­ντά­φυλ­λο
ή τρια­ντα­φυλ­λά­κι.


Ακρι­βώς πά­νω στον Ιση­με­ρι­νό

Λέ­γε­ται
πως γεν­νή­θη­κε σε στά­ση έκτα­κτη
προ­σε­κτι­κής πε­ρι­στέ­ρας.
Αρ­τι­με­λής. Ελα­φρά
γυρ­τό αλ­φά­βη­το κε­φα­λής και ράμ­φος
ια­γουά­ρου.
Θα ΄λε­γε κα­νείς

αν τον αγκά­λια­ζε

σι­βη­ρι­κό αντι­κυ­κλώ­να
ζει και βα­σι­λεύ­ει και αρ­κεί­ται
στη θλί­ψη
πί­σω και κά­τω κοι­τώ­ντας
με λαι­μό κα­τα­κρε­ουρ­γη­μέ­νο σαν υψί­φω­νος.
Πο­λύ χει­ρό­τε­ρα τα πράγ­μα­τα,
λέ­νε.
Τον εί­δαν μαρ­μά­ρι­νο
να σπεύ­δει
στο μνή­μα η μά­να του μη γυ­ρί­σει πλευ­ρό
― ση­μά­δι ελέ­ους απροσ­δό­κη­το ...

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: