Ο ποιητής απέναντι στον κόσμο, από την ανεύρεση στην απώλεια

Ο ποιητής απέναντι στον κόσμο, από την ανεύρεση στην απώλεια

Κατερίνα Σαρροπούλου, «Κραυγές και σχήματα, αστερισμοί», εκδ. Το Ροδακιό 2023





Α
ς ξε­κι­νή­σου­με από το τέ­λος. « Όλα εί­ναι ένας / Από χαί­ρε τι­σμός / Όλα δια­λύ­ο­νται / για να ξα­να­φτια­χτούν» γρά­φει η Κα­τε­ρί­να Σαρ­ρο­πού­λου. Μπο­ρεί να δια­βά­σει κα­νείς αυ­τούς τους στί­χους αντι­στρέ­φο­ντάς τους: Όλα εί­ναι ένας χαι­ρε­τι­σμός, όλα φτιά­χνο­νται για να (ξα­να) δια­λυ­θούν. Δεν νο­μί­ζω πως έτσι θα απο­μα­κρυν­θεί πο­λύ από αυ­τό που έχει δια­βά­σει στο βι­βλίο, ού­τε από το βι­βλίο το ίδιο. Κι αυ­τό επει­δή οι «Κραυ­γές και σχή­μα­τα, αστε­ρι­σμοί», τι πε­ρί­ερ­γος ασύν­δε­τος τί­τλος αλή­θεια, εί­ναι ένα βι­βλίο όπου ο κό­σμος δια­λύ­ε­ται και ξα­να­φτιά­χνε­ται κά­θε φο­ρά ή φτιά­χνε­ται για να τον δού­με στη συ­νέ­χεια να δια­λύ­ε­ται, ένα παι­χνί­δι από την ανεύ­ρε­ση στην απώ­λεια και πά­λι πί­σω. Μό­λις βρί­σκει τον κό­σμο η συγ­γρα­φέ­ας τον χά­νει, και μό­λις τον χά­νει τον ξα­να­βρί­σκει. Για­τί συμ­βαί­νει αυ­τό; «Το σύ­μπαν. Πέ­φτει και τε­λειώ­νει / αλ­λά­ζει και τρέ­χει / στο κε­νό», ση­μειώ­νει κά­που. Αλ­λά δεν νο­μί­ζω πως εί­ναι αυ­τή η απά­ντη­ση. «Στους αδιαί­ρε­τους αριθ­μούς / έφτια­ξε ο Θε­ός / την δο­μή του κό­σμου / τού­του», αυ­τή μου φαί­νε­ται πως εί­ναι η απά­ντη­σή της σε αυ­τή τη δι­πλή κί­νη­ση ανεύ­ρε­σης, του κό­σμου, και απώ­λειάς του. Οι πρώ­τοι αριθ­μοί, αυ­τοί φτιά­χνουν τον κό­σμο, και η Σαρ­ρο­πού­λου πλάι σε αυ­τούς ψά­χνει και βρί­σκει τις πρώ­τες λέ­ξεις, εκεί­νες που ονο­μά­ζουν τα πράγ­μα­τα. Μό­νο που τα πράγ­μα­τα μό­λις τα ονο­μά­σεις χά­νο­νται. Και μό­λις κα­λέ­σεις τα χα­μέ­να με το όνο­μά τους πα­ρου­σιά­ζο­νται. Εδώ και τα μά­για, τό­σο για την ποι­ή­τρια, όσο και για το μι­κρό παι­δί. Οι αδιαί­ρε­τοι, οι πρώ­τοι αριθ­μοί, στή­νουν χο­ρό στην ποί­η­ση της Σαρ­ρο­πού­λου. Γύ­ρω τους στρο­βι­λί­ζο­νται οι απώ­λειες και οι επα­να­λή­ψεις των διαι­ρε­τών αριθ­μών, πλάι στις διαι­ρε­τές λέ­ξεις. Ποιες εί­ναι αυ­τές σε τού­τα τα ποι­ή­μα­τα; Η αγά­πη, πρώ­τα απ’ όλα, οι λέ­ξεις της φύ­σης, οι λέ­ξεις του άστε­ως, και βε­βαί­ως οι νε­κροί. Όλες λέ­ξεις διαι­ρε­τές με όσο πε­ρισ­σό­τε­ρους αριθ­μούς γί­νε­ται, και με κά­θε άν­θρω­πο επί­σης. Λέ­ξεις, η αρ­χή και το τέ­λος της ποί­η­σης, ό,τι κι αν κρύ­βε­ται μέ­σα τους, πί­σω τους ακό­μη και πριν από αυ­τές.

«Ένας αριθ­μός κρύ­βε­ται / πί­σω από τα ερεί­πια / του χρό­νου / Οι πε­τα­λού­δες χει­μω­νιά­τι­κες / πε­τα­ρί­ζουν δυο-δυο / κι η γλώσ­σα τους / εί­ναι μι­κρά νού­με­ρα / τα σχή­μα­τα / στα πε­τα­χτά φτε­ρά τους· / κα­θώς ρου­φά­νε / ένα μι­κρό-μι­κρό / κί­τρι­νο λου­λου­δά­κι / (χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα), στη / ρί­ζα ενός σπον­δύ­λου // Μια ρα­χο­κο­κα­λιά / του σύ­μπα­ντος» Πά­λι ο αριθ­μός, πά­λι η γλώσ­σα που εί­ναι μι­κρά νού­με­ρα. Αυ­τά φτιά­χνουν τη ρα­χο­κο­κα­λιά του σύ­μπα­ντος, στον ναό της Αφαί­ας στην Αί­γι­να. Όμως το φτε­ρού­γι­σμα της πε­τα­λού­δας γί­νε­ται αυ­τή η ρα­χο­κο­κα­λιά, αυ­τό το στρο­βί­λι­σμα στον αέ­ρα που αίφ­νης –το γνω­ρί­ζου­με όλοι– αλ­λά­ζει τρο­χιά και κα­τεύ­θυν­ση, αλ­λά­ζει ρό­τα και κά­πο­τε με νευ­ρι­κό και αμ­φί­θυ­μο τρό­πο πά­ει εδώ, πά­ει εκεί. Σχε­διά­ζει τις βου­λές του σύ­μπα­ντος με το­μές της τρο­χιάς. Όμως αυ­τή εί­ναι η στή­λη που κρα­τά­ει όρ­θιο το σύ­μπαν. Επει­δή ακρι­βώς και εξί­σου «οι αρ­μο­νι­κές που ρυθ­μί­ζουν / το άνοιγ­μα του λου­λου­διού», αυ­τές οι ίδιες και το πέ­ταγ­μα της πε­τα­λού­δας, αυ­τές την τά­ξη του κό­σμου, σε έναν πε­ρί­πα­το σε έναν ναό που βα­ραί­νει το χώ­μα χι­λιε­τί­ες πλέ­ον, μιας άλ­λης τά­ξης το απο­τύ­πω­μα. Κά­που πιο πέ­ρα θα γρά­ψει «Εκεί στο ζύ­γι / μια σει­ρά πυ­ρά­καν­θοι / μου έδει­ξαν τον δρό­μο» για να συ­νε­χι­στεί αυ­τή η γε­ω­με­τρία της φύ­σης να κα­θο­δη­γεί ορ­γα­νώ­νο­ντας τις κι­νή­σεις αλ­λά και τα αι­σθή­μα­τα. Άρα­γε τον δρό­μο τον δεί­χνει ο θά­μνος με το γνω­στό όνο­μα της οι­κο­γέ­νειας των ρο­δοει­δών, τα κα­τα­κόκ­κι­να μπι­λά­κια των καρ­πών του, το μο­σχο­μύ­ρι­στο άν­θος που τα γέν­νη­σε σαν μι­κρά μπου­κέ­τα, ή το όνο­μα του θά­μνου που με τη φω­τιά και το αγκά­θι που υπο­βάλ­λει οδη­γεί έναν άλ­λο δρό­μο; Από πού αντλεί την πυ­ξί­δα της, «εκεί στο ζύ­γι»; Η γε­ω­με­τρία και οι αριθ­μοί πά­λι υπάρ­χουν εδώ με το ζύ­γι, και επί­σης με την υπό­μνη­ση μιας πυ­ξί­δας στη ζυ­γα­ριά.

«Απα­νε­μιά αήτ­τη­τη / του χω­ρι­σμού / ο πό­νος», ση­μειώ­νει η Σαρ­ρο­πού­λου, και από εδώ φω­τί­ζει αρ­νη­τι­κά τον άλ­λο πυ­λώ­να των πρώ­των διαι­ρε­τών λέ­ξε­ων, την αγά­πη, με το τέ­λος της, με τη διά­λυ­σή της, ή με την πα­ρα­μο­νή της μέ­σα στον χω­ρι­σμό. Πά­ντως εδώ αυ­τή η «αήτ­τη­τη απα­νε­μιά» εί­ναι μια τό­σο στα­θε­ρή και ακί­νη­τη θέ­ση του πό­νου από τον χω­ρι­σμό ώστε να μπο­ρεί να αντα­πο­κρι­θεί στον αντί­πο­δα που λέ­ει: «Όλα εξαρ­τώ­νται / από το γε­ω­φυ­σι­κό / αυ­λά­κι της αγά­πης». Και πά­λι η αγά­πη ως φυ­σι­κό μέ­γε­θος, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της γης, το αί­σθη­μα ως γε­ω­φυ­σι­κή πα­ρά­με­τρος. Συ­νε­χί­ζει σε όλο το βι­βλίο έτσι. «Το φως έφτια­ξε / τη σκιά / και συ­νέ­θλι­ψε / το σκό­τος» αλ­λά και ως συ­νέ­χεια σε άλ­λο ποί­η­μα [Η αγά­πη] «Εί­ναι ο πυ­ρή­νας / του ορα­τού / του αό­ρα­του / και της σκιάς». Το φως και το σκο­τά­δι έχουν με­τω­νυ­μι­κά πε­ρά­σει ως το ορα­τό και το αό­ρα­το. Η σκιά πα­ρα­μέ­νει το αν­θρώ­πι­νο στοι­χείο, που υπάρ­χει ανά­με­σα σε φως και σε σκο­τά­δι. Μια γε­ω­φυ­σι­κή της αγά­πης λοι­πόν, αφού αυ­τή εί­ναι ο πυ­ρή­νας όλων αυ­τών: φως, ορα­τό / σκιά / σκο­τά­δι, αό­ρα­το. Μια αγά­πη που φω­τί­ζει, σκιά­ζει, σκο­τει­νιά­ζει, περ­νά­ει από τη μια κα­τά­στα­ση στην άλ­λη τους αν­θρώ­πους. Μια αγά­πη που όπως και η σκιά εί­ναι φτιαγ­μέ­νη από φως και σκο­τά­δι.

Άλ­λη διαι­ρε­τή λέ­ξη, διαι­ρε­τή με τον αριθ­μό όσων περ­νούν από τη γη: οι νε­κροί. Μα­ζί με το τέ­λος, την απώ­λεια, το τί­πο­τα. «Μας κι­νού­νε οι νε­κροί μας / γο­νιοί στην ζωή και στο πέ­ρα», γρά­φει η Σαρ­ρο­πού­λου, απο­δί­δο­ντας στα τάγ­μα­τα των νε­κρών μια λει­τουρ­γία ώθη­σης. Αυ­τοί εί­ναι που σπρώ­χνουν προς τη ζωή, αλ­λά και το πέ­ρα της. Εί­ναι οι πολ­λοί αθέ­α­τοι μιας γε­νε­α­λο­γί­ας, οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι που μας έφε­ραν στον κό­σμο, οι λί­γοι ξε­χω­ρι­στοί που έφε­ραν τον κό­σμο ως εδώ, εί­ναι εκεί­νοι «που έχτι­σαν / τις φω­νές τους / σε πέ­τρες κι άσπρα / μάρ­μα­ρα», κι εμείς τους ακού­με «με φω­τει­νό ορί­ζο­ντα / τον μύ­θο / και βά­σα­νο τη λο­γι­κή». Ει­κό­νες συ­νε­χών πε­ρα­σμά­των από το κά­πο­τε κι από το πά­λαι πο­τέ στο τώ­ρα, στη θε­με­λί­ω­ση αυ­τού του τώ­ρα σε ό,τι έχει προη­γη­θεί. Συ­νε­χί­ζει «Υπάρ­χουν άν­θρω­ποι / ζού­νε ταυ­τό­χρο­να / εκεί κι εδώ // Στο πέ­ραν το συλ­λα­βι­στό / κι εδώ, στα χα­ντά­κια / του αί­μα­τος / με κά­ποια παι­διά / στους ώμους / δε­μέ­να». Μια σει­ρά που συν­δέ­ει το εκεί με το εδώ, το πέ­ρα με το δώ­θε, σε μια συ­νε­χή αλ­λη­λου­χία, «με κά­ποια παι­διά / στους ώμους». Θα κα­τα­λή­ξει: «Δεν μπο­ρώ να πε­ρι­γρά­ψω / το τέ­λος // Μια πλα­τιά ανε­μώ­νη / μια πλα­γιά στη βρο­χή / ακί­νη­τη σαν την ύλη / λί­γο πριν τον θρή­νο / ή την ια­χή της χα­ράς / ενός παι­διού». Δέ­νε­ται έτσι σε μια φυ­σι­κή στιγ­μή, σχε­δόν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κού πλά­νου μιας αί­σθη­σης, η πε­ριο­χή ενός τέ­λους που δεν πε­ρι­γρά­φε­ται αλ­λά εγ­γρά­φε­ται ανά­με­σα στις λέ­ξεις και σε ό,τι αυ­τές σχη­μα­τί­ζουν. Η Σαρ­ρο­πού­λου γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά πώς να προ­τεί­νει το φυ­σι­κό όχι ως όριο του με­τα­φυ­σι­κού, αλ­λά αυ­τά τα δύο ως την κα­λή και την ανά­πο­δη μιας κοι­νής συν­θή­κης, το μέ­σα και το έξω της. Γι’ αυ­τό και ορ­γα­νώ­νει την ποι­η­τι­κή σκέ­ψη της γύ­ρω από αυ­τήν: «ο κα­θη­με­ρι­νός βί­ος / κι η λε­πτο­μέ­ρεια / γιορ­τά­ζει ακό­μα / τον θεό /στην απου­σία (Του)». Με πα­ρό­μοιο τρό­πο λοι­πόν ανα­κα­λύ­πτει: «Κι όμως τό­τε / στο τί­πο­τε / βρή­κα κά­τι να γί­νε­ται».

Όμως όπως το­πο­θε­τεί σ’ αυ­τό το πλά­νο «τον θρή­νο ή την ια­χή της χα­ράς / ενός παι­διού» στην ίδια κό­ψη το­πο­θε­τεί, όπως και τις «κραυ­γές» του τί­τλου της, οι αριθ­μοί και οι διαι­ρέ­σεις ται­ριά­ζουν με τα σχή­μα­τα και τους αστε­ρι­σμούς, τον ήχο της λέ­ξης. Γρά­φει: «Άστε­γος του λό­γου / στο πα­γκά­κι κοι­μά­ται / ο ήχος της λέ­ξης (μου)». Ξε­χω­ρί­ζει λοι­πόν τη λέ­ξη από τον ήχο της, και αφή­νει μια δια­κρι­τή θέ­ση για τον δεύ­τε­ρο. Κι αλ­λού κά­τι πα­ρό­μοιο: «Να αντλή­σω άγνω­στες συλ­λα­βές / να γευ­τώ τους ξέ­νους / μυ­στι­κούς ήχους / πριν τους επι­σκιά­σει / το νό­η­μα». Πριν από το νό­η­μα λοι­πόν, που θα πει και με­τά από αυ­τό. Για­τί στην ποί­η­ση πη­γαι­νο­ερ­χό­μα­στε ανά­με­σα σε αυ­τό το πριν και το με­τά, ανά­με­σα στον ήχο και στο νό­η­μα. Εκεί πλέ­κε­ται η αλη­θι­νή ποί­η­ση, που δεν ξε­χνά­ει ού­τε τη μου­σι­κή, ού­τε τα μα­θη­μα­τι­κά και τη γε­ω­με­τρία των αστε­ρι­σμών, αλ­λά ού­τε και τις αρ­μο­νι­κές της άν­θι­σης. Ανά­με­σα στον ήχο και στο νό­η­μα αν­θί­ζει πραγ­μα­τι­κά κά­θε λέ­ξη. Κι εκεί έχου­με να στα­θού­με με προ­σο­χή για να την ακού­σου­με, να την δού­με, να την μυ­ρί­σου­με, να την γευ­θού­με κα­θώς την εκ­φέ­ρου­με, τε­λι­κά να την ζή­σου­με με όλες τις αι­σθή­σεις αλ­λά και πέ­ρα από αυ­τές να την συλ­λά­βου­με, να της απο­δώ­σου­με νό­η­μα, να την κα­τα­νο­ή­σου­με. Με κραυ­γές, με σχή­μα­τα που φτιά­χνουν τους αστε­ρι­σμούς κά­θε ποί­η­σης.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: