Χάρτης 66 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-66/biblia/o-poiitis-apenanti-ston-kosmo-apo-tin-aneyresi-stin-apwleia
Ας ξεκινήσουμε από το τέλος. « Όλα είναι ένας / Από χαίρε τισμός / Όλα διαλύονται / για να ξαναφτιαχτούν» γράφει η Κατερίνα Σαρροπούλου. Μπορεί να διαβάσει κανείς αυτούς τους στίχους αντιστρέφοντάς τους: Όλα είναι ένας χαιρετισμός, όλα φτιάχνονται για να (ξανα) διαλυθούν. Δεν νομίζω πως έτσι θα απομακρυνθεί πολύ από αυτό που έχει διαβάσει στο βιβλίο, ούτε από το βιβλίο το ίδιο. Κι αυτό επειδή οι «Κραυγές και σχήματα, αστερισμοί», τι περίεργος ασύνδετος τίτλος αλήθεια, είναι ένα βιβλίο όπου ο κόσμος διαλύεται και ξαναφτιάχνεται κάθε φορά ή φτιάχνεται για να τον δούμε στη συνέχεια να διαλύεται, ένα παιχνίδι από την ανεύρεση στην απώλεια και πάλι πίσω. Μόλις βρίσκει τον κόσμο η συγγραφέας τον χάνει, και μόλις τον χάνει τον ξαναβρίσκει. Γιατί συμβαίνει αυτό; «Το σύμπαν. Πέφτει και τελειώνει / αλλάζει και τρέχει / στο κενό», σημειώνει κάπου. Αλλά δεν νομίζω πως είναι αυτή η απάντηση. «Στους αδιαίρετους αριθμούς / έφτιαξε ο Θεός / την δομή του κόσμου / τούτου», αυτή μου φαίνεται πως είναι η απάντησή της σε αυτή τη διπλή κίνηση ανεύρεσης, του κόσμου, και απώλειάς του. Οι πρώτοι αριθμοί, αυτοί φτιάχνουν τον κόσμο, και η Σαρροπούλου πλάι σε αυτούς ψάχνει και βρίσκει τις πρώτες λέξεις, εκείνες που ονομάζουν τα πράγματα. Μόνο που τα πράγματα μόλις τα ονομάσεις χάνονται. Και μόλις καλέσεις τα χαμένα με το όνομά τους παρουσιάζονται. Εδώ και τα μάγια, τόσο για την ποιήτρια, όσο και για το μικρό παιδί. Οι αδιαίρετοι, οι πρώτοι αριθμοί, στήνουν χορό στην ποίηση της Σαρροπούλου. Γύρω τους στροβιλίζονται οι απώλειες και οι επαναλήψεις των διαιρετών αριθμών, πλάι στις διαιρετές λέξεις. Ποιες είναι αυτές σε τούτα τα ποιήματα; Η αγάπη, πρώτα απ’ όλα, οι λέξεις της φύσης, οι λέξεις του άστεως, και βεβαίως οι νεκροί. Όλες λέξεις διαιρετές με όσο περισσότερους αριθμούς γίνεται, και με κάθε άνθρωπο επίσης. Λέξεις, η αρχή και το τέλος της ποίησης, ό,τι κι αν κρύβεται μέσα τους, πίσω τους ακόμη και πριν από αυτές.
«Ένας αριθμός κρύβεται / πίσω από τα ερείπια / του χρόνου / Οι πεταλούδες χειμωνιάτικες / πεταρίζουν δυο-δυο / κι η γλώσσα τους / είναι μικρά νούμερα / τα σχήματα / στα πεταχτά φτερά τους· / καθώς ρουφάνε / ένα μικρό-μικρό / κίτρινο λουλουδάκι / (χριστουγεννιάτικα), στη / ρίζα ενός σπονδύλου // Μια ραχοκοκαλιά / του σύμπαντος» Πάλι ο αριθμός, πάλι η γλώσσα που είναι μικρά νούμερα. Αυτά φτιάχνουν τη ραχοκοκαλιά του σύμπαντος, στον ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Όμως το φτερούγισμα της πεταλούδας γίνεται αυτή η ραχοκοκαλιά, αυτό το στροβίλισμα στον αέρα που αίφνης –το γνωρίζουμε όλοι– αλλάζει τροχιά και κατεύθυνση, αλλάζει ρότα και κάποτε με νευρικό και αμφίθυμο τρόπο πάει εδώ, πάει εκεί. Σχεδιάζει τις βουλές του σύμπαντος με τομές της τροχιάς. Όμως αυτή είναι η στήλη που κρατάει όρθιο το σύμπαν. Επειδή ακριβώς και εξίσου «οι αρμονικές που ρυθμίζουν / το άνοιγμα του λουλουδιού», αυτές οι ίδιες και το πέταγμα της πεταλούδας, αυτές την τάξη του κόσμου, σε έναν περίπατο σε έναν ναό που βαραίνει το χώμα χιλιετίες πλέον, μιας άλλης τάξης το αποτύπωμα. Κάπου πιο πέρα θα γράψει «Εκεί στο ζύγι / μια σειρά πυράκανθοι / μου έδειξαν τον δρόμο» για να συνεχιστεί αυτή η γεωμετρία της φύσης να καθοδηγεί οργανώνοντας τις κινήσεις αλλά και τα αισθήματα. Άραγε τον δρόμο τον δείχνει ο θάμνος με το γνωστό όνομα της οικογένειας των ροδοειδών, τα κατακόκκινα μπιλάκια των καρπών του, το μοσχομύριστο άνθος που τα γέννησε σαν μικρά μπουκέτα, ή το όνομα του θάμνου που με τη φωτιά και το αγκάθι που υποβάλλει οδηγεί έναν άλλο δρόμο; Από πού αντλεί την πυξίδα της, «εκεί στο ζύγι»; Η γεωμετρία και οι αριθμοί πάλι υπάρχουν εδώ με το ζύγι, και επίσης με την υπόμνηση μιας πυξίδας στη ζυγαριά.
«Απανεμιά αήττητη / του χωρισμού / ο πόνος», σημειώνει η Σαρροπούλου, και από εδώ φωτίζει αρνητικά τον άλλο πυλώνα των πρώτων διαιρετών λέξεων, την αγάπη, με το τέλος της, με τη διάλυσή της, ή με την παραμονή της μέσα στον χωρισμό. Πάντως εδώ αυτή η «αήττητη απανεμιά» είναι μια τόσο σταθερή και ακίνητη θέση του πόνου από τον χωρισμό ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στον αντίποδα που λέει: «Όλα εξαρτώνται / από το γεωφυσικό / αυλάκι της αγάπης». Και πάλι η αγάπη ως φυσικό μέγεθος, η πραγματικότητα της γης, το αίσθημα ως γεωφυσική παράμετρος. Συνεχίζει σε όλο το βιβλίο έτσι. «Το φως έφτιαξε / τη σκιά / και συνέθλιψε / το σκότος» αλλά και ως συνέχεια σε άλλο ποίημα [Η αγάπη] «Είναι ο πυρήνας / του ορατού / του αόρατου / και της σκιάς». Το φως και το σκοτάδι έχουν μετωνυμικά περάσει ως το ορατό και το αόρατο. Η σκιά παραμένει το ανθρώπινο στοιχείο, που υπάρχει ανάμεσα σε φως και σε σκοτάδι. Μια γεωφυσική της αγάπης λοιπόν, αφού αυτή είναι ο πυρήνας όλων αυτών: φως, ορατό / σκιά / σκοτάδι, αόρατο. Μια αγάπη που φωτίζει, σκιάζει, σκοτεινιάζει, περνάει από τη μια κατάσταση στην άλλη τους ανθρώπους. Μια αγάπη που όπως και η σκιά είναι φτιαγμένη από φως και σκοτάδι.
Άλλη διαιρετή λέξη, διαιρετή με τον αριθμό όσων περνούν από τη γη: οι νεκροί. Μαζί με το τέλος, την απώλεια, το τίποτα. «Μας κινούνε οι νεκροί μας / γονιοί στην ζωή και στο πέρα», γράφει η Σαρροπούλου, αποδίδοντας στα τάγματα των νεκρών μια λειτουργία ώθησης. Αυτοί είναι που σπρώχνουν προς τη ζωή, αλλά και το πέρα της. Είναι οι πολλοί αθέατοι μιας γενεαλογίας, οι συγκεκριμένοι που μας έφεραν στον κόσμο, οι λίγοι ξεχωριστοί που έφεραν τον κόσμο ως εδώ, είναι εκείνοι «που έχτισαν / τις φωνές τους / σε πέτρες κι άσπρα / μάρμαρα», κι εμείς τους ακούμε «με φωτεινό ορίζοντα / τον μύθο / και βάσανο τη λογική». Εικόνες συνεχών περασμάτων από το κάποτε κι από το πάλαι ποτέ στο τώρα, στη θεμελίωση αυτού του τώρα σε ό,τι έχει προηγηθεί. Συνεχίζει «Υπάρχουν άνθρωποι / ζούνε ταυτόχρονα / εκεί κι εδώ // Στο πέραν το συλλαβιστό / κι εδώ, στα χαντάκια / του αίματος / με κάποια παιδιά / στους ώμους / δεμένα». Μια σειρά που συνδέει το εκεί με το εδώ, το πέρα με το δώθε, σε μια συνεχή αλληλουχία, «με κάποια παιδιά / στους ώμους». Θα καταλήξει: «Δεν μπορώ να περιγράψω / το τέλος // Μια πλατιά ανεμώνη / μια πλαγιά στη βροχή / ακίνητη σαν την ύλη / λίγο πριν τον θρήνο / ή την ιαχή της χαράς / ενός παιδιού». Δένεται έτσι σε μια φυσική στιγμή, σχεδόν κινηματογραφικού πλάνου μιας αίσθησης, η περιοχή ενός τέλους που δεν περιγράφεται αλλά εγγράφεται ανάμεσα στις λέξεις και σε ό,τι αυτές σχηματίζουν. Η Σαρροπούλου γνωρίζει πολύ καλά πώς να προτείνει το φυσικό όχι ως όριο του μεταφυσικού, αλλά αυτά τα δύο ως την καλή και την ανάποδη μιας κοινής συνθήκης, το μέσα και το έξω της. Γι’ αυτό και οργανώνει την ποιητική σκέψη της γύρω από αυτήν: «ο καθημερινός βίος / κι η λεπτομέρεια / γιορτάζει ακόμα / τον θεό /στην απουσία (Του)». Με παρόμοιο τρόπο λοιπόν ανακαλύπτει: «Κι όμως τότε / στο τίποτε / βρήκα κάτι να γίνεται».
Όμως όπως τοποθετεί σ’ αυτό το πλάνο «τον θρήνο ή την ιαχή της χαράς / ενός παιδιού» στην ίδια κόψη τοποθετεί, όπως και τις «κραυγές» του τίτλου της, οι αριθμοί και οι διαιρέσεις ταιριάζουν με τα σχήματα και τους αστερισμούς, τον ήχο της λέξης. Γράφει: «Άστεγος του λόγου / στο παγκάκι κοιμάται / ο ήχος της λέξης (μου)». Ξεχωρίζει λοιπόν τη λέξη από τον ήχο της, και αφήνει μια διακριτή θέση για τον δεύτερο. Κι αλλού κάτι παρόμοιο: «Να αντλήσω άγνωστες συλλαβές / να γευτώ τους ξένους / μυστικούς ήχους / πριν τους επισκιάσει / το νόημα». Πριν από το νόημα λοιπόν, που θα πει και μετά από αυτό. Γιατί στην ποίηση πηγαινοερχόμαστε ανάμεσα σε αυτό το πριν και το μετά, ανάμεσα στον ήχο και στο νόημα. Εκεί πλέκεται η αληθινή ποίηση, που δεν ξεχνάει ούτε τη μουσική, ούτε τα μαθηματικά και τη γεωμετρία των αστερισμών, αλλά ούτε και τις αρμονικές της άνθισης. Ανάμεσα στον ήχο και στο νόημα ανθίζει πραγματικά κάθε λέξη. Κι εκεί έχουμε να σταθούμε με προσοχή για να την ακούσουμε, να την δούμε, να την μυρίσουμε, να την γευθούμε καθώς την εκφέρουμε, τελικά να την ζήσουμε με όλες τις αισθήσεις αλλά και πέρα από αυτές να την συλλάβουμε, να της αποδώσουμε νόημα, να την κατανοήσουμε. Με κραυγές, με σχήματα που φτιάχνουν τους αστερισμούς κάθε ποίησης.