Η γυναίκα μου κι εγώ ζούμε στο ίδιο μεσοτοιχισμένο σπίτι εδώ και 25 χρόνια. Τα πρώτα 15 χρόνια της διαμονής μας εδώ είχαμε έναν εριστικό γείτονα, από τη Γλασκόβη με ολλανδική καταγωγή, ο οποίος εργαζόταν για πολλά χρόνια ως φωτιστής σε ροκ και ποπ θεάματα. Καθώς είχα κι εγώ δουλέψει με συγκροτήματα στη βιομηχανία του θεάματος, είχαμε κάτι κοινό. Μου ήταν αρκετά συμπαθής. Εκτός από την οικογένειά του, κανείς άλλος δεν φαινόταν ότι αισθανόταν το ίδιο. Μια μέρα που ήταν ασυνήθιστα ενθουσιασμένος μού είπε ότι είχε διαβάσει και απολαύσει τους Δακτύλιους του Κρόνου και ότι το βιβλίο περιείχε απίθανες ομοιότητες με τον τρόπο που είχε μεγαλώσει ο ίδιος στη Σουραμπάγια, στο τμήμα όπου ο αφηγητής συναντά τον Κορνέλις ντε Γιονχ στο μπαρ του ξενοδοχείου Crown στο Σάουθουολντ. Έδειχνε χαρούμενος που έγινε αποδεκτός.
Λίγο αργότερα μάθαμε ότι είχε αφήσει τη γυναίκα του και τον δρόμο μας και έμενε σ’ ένα μικρό ιστιοπλοϊκό στην τοπική μαρίνα. Το σκάφος έκανε νερά και ξαναμετακόμισε. Μετά από ένα ή δύο χρόνια, εκμεταλλευόμενος τις τεράστιες εκπτώσεις σε μέλη της οικογένειας ως προνόμιο της εργασίας της κόρης του ως μέλους πληρώματος καμπίνας της British Airways, περνούσε όσο ήταν δυνατόν τον χρόνο του στον αέρα, ταξιδεύοντας μεταξύ Λονδίνου και Λος Άντζελες, όπου ακόμα γνώριζε κάποιους ανθρώπους στη βιομηχανία του θεάματος και όπου μπορούσε να πίνει ήσυχα σε μπαρ μακριά από την παραλία του Βένις. Πέθανε λίγα χρόνια αργότερα. Η σύζυγός του μου είπε ότι, στα τελευταία του, της είπε να με πληροφορήσει πόσο είχε απολαύσει τις συζητήσεις μας.